ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Διονύσιο Κατσιρέα, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 25 Οκτωβρίου 2000, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Κ. Π. Κ., κατοίκου Βαριάς Μυτιλήνης, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Μιχαήλ Σταμούλος. Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. συζ. Αλεξάνδρου Ζαφειρίου, κατοίκου Μυτιλήνης και 2) ’. Ε. Λ., κατοίκου Μυτιλήνης ως προσωρινής ειδικής επιτρόπου της ανήλικης Βασιλικής Κ., κατοίκου Μυτιλήνης, τις οποίες εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Ιωάννης Παπαδογιαννάκης.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Ιανουαρίου 1992 αγωγή για προσβολή πατρότητας της ήδη πρώτης αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Μυτιλήνης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 37/1998 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 118/1999 του Εφετείου Αιγαίου (Μεταβατική έδρα Μυτιλήνης). Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 24 Σεπτεμβρίου 1999 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ρωμύλος Κεδίκογλου ανέγνωσε την από 28 Σεπτεμβρίου 2000 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 1467 ΑΚ ορίζει ότι η ιδιότητα του τέκνου, ως προς το οποίο συντρέχει ένα από τα τεκμήρια των άρθρων 1465 και 1466 ΑΚ, ως τέκνου γεννημένου σε γάμο, μπορεί να προσβληθεί δικαστικώς, αν αποδειχθεί ότι η μητέρα δεν συνέλαβε πράγματι από το σύζυγο της ή ότι κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης, ήτοι αυτό που περιλαμβάνεται ανάμεσα στην τριακοσιοστή και την εκατοστή ογδοηκοστή ημέρα πριν από το τοκετό (άρθρο 1468 ΑΚ) ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει απ' αυτόν, ιδίως εξαιτίας ανικανότητας ή αποδημίας του ή επειδή δεν είχαν σχέσεις. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς προκύπτει ότι το τεκμήριο της καταγωγής του τέκνου από το σύζυγο της μητέρας του, το οποίο είναι μαχητό, μπορεί να ανατραπεί μόνο με αγωγή προσβολής της πατρότητας. Η μητέρα του τέκνου έχει τη δυνατότητα κατ' άρθρο 1469 εδάφ. 4, να ασκήσει την αγωγή, η οποία απευθύνεται, σύμφωνα με το άρθρο 619 παρ. Ι περίπτ. γ Κ.Πολ.Δικ., κατά του τέκνου ή του ειδικού επιτρόπου του και κατά του συζύγου της. Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει τα πραγματικά περιστατικά που προσδιορίζουν είτε ότι η μητέρα δεν συνέλαβε το τέκνο από το σύζυγό της, ήτοι τον τεκμαιρόμενο πατέρα, είτε ότι αυτή κατά το κρίσιμο της σύλληψης διάστημα ήταν φανερά αδύνατο να συλλάβει το τέκνο από εκείνον. Η αναφορά των πραγματικών αυτών περιστατικών καθιστά ορισμένη την αγωγή. Η προσβολή της πατρότητας από τη μητέρα αποκλείεται, κατ' άρθρο 1470 αριθ. 4 ΑΚ, όταν περάσει ένα έτος από τον τοκετό, ή, εφόσον υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη προσβολή κατά τη διάρκεια του γάμου, έξι μήνες αφότου λύθηκε ή ακυρώθηκε ο γάμος με το σύζυγό της. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, που είναι αποκλειστική και λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, θεμελιώνει ένσταση, η οποία μπορεί να προβληθεί από τον εναγόμενο, τεκμαιρόμενο πατέρα του τέκνου. Τα πραγματικά δε περιστατικά, που συνιστούν το σοβαρό λόγο για τη μη προσβολή της πατρότητας από τη μητέρα κατά τη διάρκεια του γάμου, δεν είναι αναγκαία για τη θεμελίωση της αγωγής, αλλά αντιτείνονται από την ενάγουσα μητέρα για την κατάλυση της εκ του άρθρου 1470 αριθ. 4 ΑΚ ένστασης, κατ' αντένσταση. Σοβαρό δε λόγο, για τη μη προσβολή της πατρότητας, όσο διαρκεί ο γάμος, συνιστά το γεγονός, ότι η αποκάλυψη της σύλληψης του τέκνου της από τις σαρκικές επαφές της με άλλο άνδρα αποτελεί γι' αυτήν ηθικά επίμεπτη και κοινωνικά αποκρουστέα συμπεριφορά.
Εξάλλου, για να είναι ορισμένος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση κανόνων ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθ. Ι Κ.Πολ.Δικ.), πρέπει να καθορίζονται, πλην των άλλων, η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε και το αποδιδόμενο στο δικαστήριο νομικό σφάλμα περί την ερμηνεία και την εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου (Ολ. ΑΠ 32/1996). Υπόκειται δε παραβίαση του κανόνα αυτού και παρέχεται λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. Ι Κ.Πολ.Δικ., αν το δικαστήριο της ουσίας αξίωσε για τη νομική θεμελίωση της αγωγής περισσότερα πραγματικά γεγονότα από όσα απαιτεί ο εφαρμοστέος κανόνας ουσιαστικού δικαίου ή αρκέστηκε σε λιγότερα από αυτά.
Στην προκείμενη περίπτωση, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δέχτηκε το Εφετείο την αγωγή της αναιρεσίβλητης για προσβολή της πατρότητας του αναιρεσείοντος, που ασκήθηκε στις 20.1.1992, ενώ το τέκνο του οποίου προσβλήθηκε η πατρότητα γεννήθηκε στις 10.7.1987, κατά κακή ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου, του άρθρου 1470 εδαφ. 4 ΑΚ, χωρίς να εκτίθενται στην αγωγή τα πραγματικά εκείνα γεγονότα που συνιστούν το σπουδαίο λόγο και δικαιολογούν την άσκηση αυτής κατ' εξαίρεση εντός έξι μηνών από τη λύση του γάμου της με αυτόν, ήτοι ότι αρκέστηκε το δικαστήριο για το παραδεκτό και ορισμένο της αγωγής σε λιγότερα στοιχεία. ‘Όμως ο εκ του άρθρου 559 αριθ. Ι Κ.Πολ.Δικ. λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, γιατί, σύμφωνα με όσα έχουν αναπτυχθεί ανωτέρω, δεν συνιστά στοιχείο της θεμελιώσεως της αγωγής προσβολής της πατρότητας η επίκληση του σπουδαίου λόγου και η έκθεση των συγκροτούντων αυτόν περιστατικών, αλλά προβάλλονται αυτά κατ' αντένσταση για την απόκρουση της ενστάσεως του εναγομένου, έτσι δε το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τη σχετική αυτή διάταξη.
Κατά το άρθρο 368 Κ.Πολ.Δικ., το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή αν το ζητήσει κάποιος διάδικος να διατάξει πραγματογνωμοσύνη και να διορίσει ένα ή περισσότερους πραγματογνώμονες, αν κρίνει πως πρόκειται για ζητήματα που απαιτούν για να γίνουν αντιληπτά ειδικές γνώσεις επιστήμης ή τέχνης. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 387 Κ.Πολ.Δικ. το δικαστήριο εκτιμά ελεύθερα τη γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων, ενώ κατά το άρθρο 388 Κ.Πολ.Δικ., το δικαστήριο που δικάζει την υπόθεση, αν κρίνει πως υπάρχει λόγος, μπορεί ύστερα από αίτηση των διαδίκων ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει νέα πραγματογνωμοσύνη. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου της ουσίας εναπόκειται η διάταξη πραγματογνωμοσύνης ή νέας πραγματογνωμοσύνης, ύστερα από την αξιολόγηση του υπάρχοντος αποδεικτικού υλικού και η εκτίμηση του αυτή είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. Με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση επίσης η πλημμέλεια α) ότι δεν απήντησε επί του αιτήματος για τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης, για τη διαπίστωση ότι δεν συνελήφθη το τέκνο, του οποίου προσβλήθηκε η πατρότητα, από τις σαρκικές σχέσεις της συζύγου του με τον εραστή της Αλ. Ζαφειρίου και β) για τη μη διάταξη νέας πραγματογνωμοσύνης. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση απήντησε επί του αιτήματος του αναιρεσείοντος για τη διενέργεια νέας πραγματογνωμοσύνης και απέρριψε το αίτημα αυτό (βλ σελ. 8 της προσβαλλόμενης απόφασης), ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος, ως απαράδεκτος, σύμφωνα με όσα αναφέρονται πιο πάνω, γιατί με αυτόν πλήττεται, απαραδέκτως η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. Ι Κ.Πολ.Δικ.). Τέλος οι δεύτερος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους παραπονείται ο αναιρεσείων για τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ως προς την ύπαρξη σαρκικών σχέσεων της πρώτης αναιρεσίβλητης με τον εραστή της και την ικανότητα αυτού για τεκνοποιία, είναι απορριπτέοι επίσης ως απαράδεκτοι, γιατί πλήττεται με αυτούς απαραδέκτως η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων, που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24 Σεπτεμβρίου 1999 αίτηση του Κ. Κ. για αναίρεση της 118/1999 απόφασης του Εφετείου Αιγαίου. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων, την οποία καθορίζει σε διακόσιες ογδόντα χιλιάδες (280.000) δραχμές. Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 2000. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 13 Δεκεμβρίου 2000.