ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Ιανουαρίου 2002, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Λ.Σ. του Γ., κατοίκου Ρίο Τσίκο Βενεζουέλας, Σαν Χοσέ, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Παππά. Της αναιρεσίβλητης: Α. θυγ. Α.Τ., κατοίκου Ιωαννίνων ή Αθηνών, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεοφάνη Σαξώνη.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 24 Ιανουαρίου 1992 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ιωαννίνων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 69/1997 προδικαστική, 252/1998 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 192/2001 του Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 20 Ιουλίου 2001 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Ρωμύλος Κεδίκογλου ανέγνωσε την από 18 Δεκεμβρίου 2001 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της 192/2001 απόφασης του Εφετείου Ιωαννίνων για τον πρώτο λόγο αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ. αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί ή η διάσταση των συζύγων διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια και η περιουσία του ενός συζύγου, αφότου τελέστηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται δε ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμιά συμβολή. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας που συνίσταται όχι μόνο σε παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και υπηρεσιών σε χρήμα αποτιμουμένων, οι οποίες παρέχονται και στο συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και καθό μέτρο αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, πρέπει να προσδιορίζεται κατ' είδος και κατ' αξία, η δε αποτίμηση της αυξήσεως της τελικής συνολικής περιουσίας του υποχρέου υπολογίζεται κατά το χρόνο λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή της συμπληρώσεως της τριετούς διάστασης, οπότε και γεννιέται η σχετική αξίωση, σε σύγκριση με την αρχική του χρόνου τελέσεως του γάμου (Α.Π. 926/2000, Α.Π. 388/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχτηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο το έτος 1958 στα Ιωάννινα, από τον οποίο απέκτησαν δύο τέκνα που είναι ήδη ενήλικα. Το έτος 1984 διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, ενώ κατά τη συμπλήρωση τριετίας από τη διάσταση είχε ο εναγόμενος σύζυγος αποκτήσει ακίνητη περιουσία, την οποία δεν είχε κατά την τέλεση του γάμου τους. Συγκεκριμένα ο εναγόμενος μετανάστευσε στη Βενεζουέλα, όπου απασχολήθηκε από το έτος 1980 με λιανικό εμπόριο, διατηρών έκτοτε ένα μικρό κατάστημα στην πόλη Ρίο Τσίκο. Ο εναγόμενος αγόρασε το 1964 μια διόροφη παλαιά οικία στα Ιωάννινα, 100 τ.μ., επί οικοπέδου 201 τ.μ., αντί τιμήματος 85.000 δραχμών, η αξία της οποίας κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ανερχόταν σε 20.000.000 δραχμές. Αγόρασε επίσης α) το 1972 το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός ισόγειου καταστήματος στην Αθήνα επί της οδού Α. ..., εμβαδού 87,5 τ.μ., αντί τιμήματος 750.000 δραχμών, η αξία του οποίου κατά την άσκηση της αγωγής ανερχόταν σε 30.000.000 δραχμές (για το 1/2) και β) το έτος 1976 ένα ισόγειο κατάστημα στην Αθήνα, επί της πλατείας Αγίου Γεωργίου Κ. ..., εμβαδού 36,16 τ.μ., αντί τιμήματος 1.500.000 δραχμών, η αξία του οποίου κατά την άσκηση της αγωγής ανερχόταν σε 40.000.000 δραχμές. Έτσι η συνολική περιουσία του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο (1987) ανερχόταν σε 90.000.000 δραχμές. Η ενάγουσα μετέβη στη Βενεζουέλα λίγα μόνο έτη, μεταξύ των ετών 1961 έως 1967, κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της. Κατά το μικρό αυτό χρονικό διάστημα, η ενάγουσα είχε μαζί της το νηπιακής ηλικίας τότε πρώτο τέκνο της, γεγονός που δεν της επέτρεπε να βοηθά ιδιαίτερα το σύζυγό της στο κατάστημα, βοήθεια άλλωστε που δεν ήταν ιδιαίτερα αναγκαία, λόγω της φύσεως και του μικρού μεγέθους της επιχειρήσεως αυτής. Τα υπόλοιπα χρόνια η ενάγουσα διέμενε στα Ιωάννινα στην ανωτέρω οικία, χωρίς ποτέ να εργασθεί και ασχολείτο με την ανατροφή των δύο τέκνων του ζεύγους, τις δε δαπάνες συντηρήσεως της ίδιας και ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών κάλυπτε εξ ολοκλήρου ο εναγόμενος. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι η συμβολή της ενάγουσας στην απόκτηση της επίδικης περιουσίας ανήλθε σε ποσοστό 1/3 και, απορρίπτοντας την ένσταση του εναγομένου ότι η συμβολή εκείνη ήταν μηδενική, υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 30.000.000 δραχμών, ως συμβολή της κατά το 1/3 στην απόκτηση της προαναφερόμενης περιουσίας του εναγομένου (90.000.000 δραχμών Χ 1/3), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής κατά μερική παραδοχή αυτής. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ., η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσεως, λόγω ανεπαρκών αιτιολογιών, αφού δεν αποτιμούνται σε χρήμα οι υπηρεσίες που προσέφερε η ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη στο συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, μήτε προσδιορίζεται αν αυτές οι προσωπικές της υπηρεσίες επιβάλλονταν ή δεν επιβάλλονταν από την απορρέουσα από το νόμο υποχρέωσή της να συμβάλλει στις οικογενειακές δαπάνες, προκειμένου να κριθεί η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο λόγος αυτός της αίτησης αναιρέσεως είναι βάσιμος, αφού πράγματι με αυτές δεν αποτιμούνται σε χρήμα οι υπηρεσίες που προσέφερε η ενάγουσα, ούτε προσδιορίζεται αν αυτές, ενόψει ορισμένης συνεισφοράς της συζύγου ενάγουσας, ήταν πάνω από το μέτρο της απορρέουσας από το νόμο υποχρέωσής της για συνεισφορά και έτσι στερείται η απόφαση επαρκούς αιτιολογίας στο ζήτημα της συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Συνεπώς, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, κατ' άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 192/2001 απόφαση του Εφετείου Ιωαννίνων.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο. Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, την οποία καθορίζει σε χίλια τριακόσια πενήντα (1.350) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 30 Ιανουαρίου 2002. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο στις 13 Φεβρουαρίου 2002.