Έτος
2002
Νόμος / διάταξη που αφορά
1510 ΑΚ, 1512 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες γονείς / γονική μέριμνα – ονοματοδοσία τέκνου

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Παπαδημητρίου, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη και Γεράσιμο Σιμόπουλο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Μαρτίου 2002, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: ....................ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καράκωστα.

Της αναιρεσίβλητης: ...........η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με αγωγές που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας και συνεκδικάστηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4/2000 του ίδιου Δικαστηρίου και 9752/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 15 Μαΐου 2001 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο ο αναιρεσείων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεράσιμος Σιμόπουλος ανέγνωσε την από 25 Φεβρουαρίου 2002 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή, όπως προκύπτει από την 1956/15-11-2001 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Χαλκίδος Γεωργίου Παπαϊωάννου, ακριβές αντίγραφο της από 15-5-2001 αιτήσεως αναιρέσεως μετά κλήσεως προς συζήτηση, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας συνεδρίαση, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, με επιμέλεια του αναιρεσείοντος, στην αναιρεσίβλητη, η οποία δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως με τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση της αιτήσεως παρά την απουσία της αναιρεσίβλητης, κατά το άρθρο 576 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 1510,1511 και 1512 του ΑΚ, προκύπτει ότι η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού και αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο. Από τη διάταξη της πρώτης παραγράφου του άνω άρθρου 1510 συνδυαζόμενη και με τη διάταξη του άρθρου 1518 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι το περιεχόμενο της γονικής μέριμνας αποτελεί και η ονοματοδοσία του τέκνου (Ολ. ΑΠ 99/1985). Εξάλλου, οι διατάξεις των άρθρων 1386 και 1387 παρ. 1 εδαφ. α΄ του ΑΚ, ορίζουν ότι ο γάμος παράγει για τους συζύγους αμοιβαία υποχρέωση για συμβίωση, εφόσον το σχετική αξίωση δεν αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος (1386) και οι σύζυγοι αποφασίζουν από κοινού για κάθε θέμα του συζυγικού βίου (1387 παρ.1 α). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κρίνοντας την από 28.1.1999 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, με την οποία ο τελευταίος είχε ζητήσει να αποφασίσει το δικαστήριο την ονοματοδοσία του ανηλίκου τέκνου του, που είχε αποκτήσει από το γάμο του με την αναιρεσίβλητη σύζυγό του, λόγω διαφωνίας τους ως προς το ζήτημα αυτό, δέχθηκε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο την 7-6-1997 και απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, που γεννήθηκε την 23-11-1997. Την 12-2-1998 διακόπηκε η έγγαμη συμβίωσή τους. Από το μήνα Απρίλιο 1998 η εναγομένη είχε την επιμέλεια του ανηλίκου και κατά τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους αποφάσισε να προβεί στη βάπτιση του τέκνου. Τούτο πληροφορήθηκε ο ενάγων, ο οποίος και διαφώνησε κυρίως ως προς την ονοματοδοσία του τέκνου, διότι η εναγομένη, καίτοι αρχικά, δηλαδή κατά τη γέννηση και πριν τη διακοπή της συμβίωσης αποκαλούσε αυτό με το υποκοριστικό του ονόματος "......", ".....", ακολούθως, δηλαδή μετά τη διακοπή της συμβίωσης, δεν δεχόταν να το ονομάσουν ούτε ..... που είναι το όνομα του πατέρα του ενάγοντος, ούτε ........, ονόματα που προτάθηκαν από τον ενάγοντα στην προσπάθειά του να παύσει η διαφωνία τους, που ανέκυψε ως προς το δοτέο στο ανήλικο όνομα. Ήθελε δε η εναγομένη να δοθεί στο τέκνο το όνομα ......., όπως ονομάζεται ο πατέρας της. Προς τούτο ο ενάγων της επέδωσε την από 21-9-1998 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία την καλούσε να απόσχει από τη βάπτιση και την ονοματοδοσία του τέκνου μέχρι να επέλθει σχετική συμφωνία μεταξύ τους και σε περίπτωση διαφωνίας τους να αποφασίσει το δικαστήριο. Παρά ταύτα η εναγομένη προέβη στη βάπτιση του τέκνου τους και έδωσε σ` αυτό το όνομα ....., ενώ ο εναγόμενος ήθελε να δοθεί το όνομα .......... Στη συνέχεια το Εφετείο κρίνοντας ότι το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, για την άρση της οριστικής αυτής ασυμφωνίας τους, με τον καθορισμό του δοτέου ονόματος δέχθηκε ότι το όνομα "..........", αποτελεί συνδυασμό των ονομάτων των πάππων της πατρικής και μητρικής γραμμής αντίστοιχα και εξασφαλίζει στο τέκνο την εύνοια και το ενδιαφέρον και των δύο οικογενειών των γονέων και θα τιμά τους πάππους των δύο πλευρών, δεν πρόκειται δε να αποκτηθεί από το γάμο αυτό δεύτερο τέκνο, ώστε είναι μάταιη η προσδοκία της ήδη αναιρεσίβλητης να καλυφθεί το όνομα του εξ αυτής πάππου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο έκρινε ότι το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να δοθεί στο τέκνο το όνομα "...........". Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ότι το Εφετείο παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1510,1512, 1386,1387 παρ.1 εδ. α΄ και 281 του ΑΚ, διότι ενώ δέχθηκε ότι οι διάδικοι είχαν συμφωνήσει να ονομάσουν το ανήλικο τέκνο τους ".....", έκρινε ότι η συναπόφασή τους αυτή δεν ήταν δεσμευτική για την αναιρεσίβλητη- εναγομένη. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ως προς την αιτίαση της υπάρξεως συμφωνίας των διαδίκων μετά την τέλεση του γάμου τους, για να δώσουν στο τέκνο τους το όνομα ........, προεχόντως γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο προέβη στην ονοματοδοσία του τέκνου, λόγω ασυμφωνίας προς τούτου των διαδίκων, χωρίς να δέχεται την ύπαρξη σχετικής συμφωνίας τους. Η σκέψη του εφετείου, ότι δεν είναι δεσμευτική η "τυχόν", συμφωνία των διαδίκων να δοθεί το όνομα ........ "αν έγινε", δεν είναι παραδοχή του δικαστηρίου αλλά πλεονασμός νομικός συλλογισμός, που δεν συνδέεται με το διατακτικό της αποφάσεως. Ο ίδιος λόγος, ως προς την αιτίαση της παραβιάσεως των άρθρων 1386 και 1387 παρ.1 του ΑΚ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι υπό τις άνω παραδοχές δεν ήσαν εφαρμοστέες και δεν εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις αυτές, ως προς την αιτίαση δε της παραβιάσεως του άρθρου 1512 του ΑΚ, πρέπει να απορριφθεί επίσης ως αβάσιμος, διότι το Εφετείο με την παραπάνω κρίση του δεν παραβίασε τη διάταξη αυτή. Τέλος, ως προς την αιτίαση της παραβιάσεως του άρθρου 281 του ΑΚ από τη συμπεριφορά της ήδη αναιρεσίβλητης, ο λόγος είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος, λόγω αοριστίας, διότι δεν προσδιορίζεται ποιο το καταχρηστικό ασκηθέν από την αναιρεσίβλητη δικαίωμα και προσθέτως δεν γίνεται επίκληση ότι προβλήθηκε ενώπιον του εφετείου τέτοιος ισχυρισμός (άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Επειδή, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με την αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., αναφερόμενος σε ανεπάρκεια αιτιολογίας του πιο πάνω πλεοναστικού νομικού συλλογισμού, πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως αβάσιμος, καθόσον στηρίζεται στην ίδια εσφαλμένη ως άνω προϋπόθεση και αφορά ζήτημα που δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επιπλέον είναι απορριπτέος και ως απαράδεκτος, διότι οι αποδιδόμενες ελλείψεις αναφέρονται στη μείζονα πρόταση νομικού συλλογισμού, δηλονότι στην έννοια της διατάξεως που εφαρμόσθηκε και δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά (Ολ.ΑΠ 2/1997). Επειδή, με τον τρίτο λόγο της αναίρεσης, προσάπτεται η πλημμέλεια, από το άρθρο 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ., ότι ενώ η αναιρεσίβλητη συναποφάσισε με τον αναιρεσείοντα σύζυγό της να ονομάσουν το ανήλικο τέκνο τους ".....", και ήθελε συνεπώς την εφαρμογή του εθίμου, κατά το οποίο στο πρώτο τέκνο δίδεται το όνομα του εκ πατρός πάππου ή μάμμης , το Εφετείο παραβίασε το έθιμο αυτό και με την προσβαλλόμενη απόφαση έδωσε το πιο πάνω σύνθετο όνομα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί στηρίζεται στην ίδια εσφαλμένη ως άνω προϋπόθεση, αφού το δικαστήριο δεν δέχθηκε την ύπαρξη της επικαλούμενης από τον αναιρεσείοντα πιο πάνω συμφωνίας του με την αναιρεσίβλητη σύζυγό του, ούτε την ύπαρξη τέτοιου εθίμου.

πειδή, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δ., αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως πράγματα, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τα οποία έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση δικαιώματος, δικονομικού ή ουσιαστικού, που ασκήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση (ΑΠ Ολομ.11/1996). Δεν είναι πράγματα με την ανωτέρω έννοια οι αρνητικοί ισχυρισμοί της αγωγής ή της ένστασης, ούτε τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων (Ολ. ΑΠ 469/1984, ΑΠ 1274/1994). Στην προκειμένη περίπτωση, με τους τέταρτο και έκτο λόγους της αναίρεσης, προβάλλονται οι αιτιάσεις, από το άρθρο 559 αριθ. 8 και 10 του Κ.Πολ.Δ. αντιστοίχως, ότι το Εφετείο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν και δέχθηκε αυτά ως αληθινά, χωρίς απόδειξη, καθόσον δέχθηκε ότι η συναπόφαση των διαδίκων να δώσουν στο ανήλικο τέκνο τους το όνομα ......, έχασε την ισχύ της, λόγω ουσιώδους αλλαγής των συνθηκών υπό τις οποίες είχε ληφθεί, πράγμα που δεν είχε προτείνει η αναιρεσίβλητη στο ουσιαστικό δικαστήριο ούτε είχε προσκομισθεί οποιαδήποτε προς τούτο απόδειξη. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν προεχόντως ως απαράδεκτοι, διότι η αναφερόμενη στην απόφαση ως άνω μεταβολή των συνθηκών και συγκεκριμένα ότι μετά τη διάσταση των διαδίκων και τη σφοδρή τους αντιδικία, δεν πρόκειται να αποκτήσουν από το γάμο τους δεύτερο τέκνο και ότι η εναγομένη προσφωνούσε το τέκνο τους ".....", γιατί είχε την προσδοκία ότι αν ήταν άρρεν δεν θα ονομαζόταν ..... αποτελεί επιχείρημα του δικαστηρίου για την κρίση του, ότι επιβάλλεται να δοθεί στο τέκνο το σύνθετο όνομα ........... και συνεπώς δεν αποτελεί "πράγμα", κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 8 και 10 του Κ.Πολ.Δ.

Επειδή, με τον πέμπτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται η αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., ότι η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, διότι το Εφετείο δεν αιτιολόγησε αν η αυθαίρετη και παράνομη βάπτιση και ονοματοδοσία του τέκνου από την αναιρεσίβλητη συνιστά κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και ποιες επιπτώσεις έχει στο συμφέρον του τέκνου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι αναφέρεται σε ζήτημα που δεν ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης καθόσον αντικείμενο αυτής είναι η ονοματοδοσία του τέκνου από το δικαστήριο λόγω διαφωνίας προς τούτο των γονέων του και όχι η κακή άσκηση της γονικής μέριμνας και οι συνέπειες από αυτήν (άρθ. 1532 επ ΑΚ), η προβαλλόμενη δε έλλειψη δεν αναφέρεται στα στηρίζοντα το διατακτικό πραγματικά περιστατικά, που έγιναν δεκτά.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 15-5-2001 αίτηση του ............... για αναίρεση της 9752/2000 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 27 Μαρτίου 2002. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, στις 4 Απριλίου 2002.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ