Με το άρθρο 1400 ΑΚ (ως έχει μετά το ν. 1329/1983) ορίζεται ότι "αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια ...". Από τη διάταξη αυτή, που εφαρμόζεται και επί γάμων που τελέσθηκαν και επί περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983 (άρθρο 12 ν. 1649/86), λαμβανόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της εκ της ανωτέρω διατάξεως αγωγής είναι α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή κατ' ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο. Για το ορισμένο άρα της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο, εκτός από τα κατά τη διάταξη κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση καθώς και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Ειδικότερα α) για μεν το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να εκκινεί με την αγωγή από μιας μόνο ή περισσότερων μεν, αλλά συγκεκριμένων, κτήσεων του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση μόνο την τελική αξία τούτων, μπορεί δε να προβληθεί κατά της αγωγής και είναι θέμα αποδείξεως το αν υπάρχουν και άλλα κρίσιμα στοιχεία που τη διαφοροποιούν. Η συμβολή μπορεί να πραγματοποιηθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμη και με την επί πλέον συνεισφορά του δικαιούχου συζύγου στις οικογενειακές δαπάνες, ήτοι στο μέτρο που θα αποδειχθεί ως παρεμπίπτον ζήτημα ότι η συνεισφορά του υπερβαίνει το κατά το άρθρο 1389 ΑΚ όριο υποχρεώσεώς του. Τέλος, ορίζεται μεν ότι το δικαίωμα συμμετοχής στα αποκτήματα γεννάται αναλογικά και από της συμπληρώσεως τριετίας σε διάσταση των συζύγων, δεν ορίζεται όμως και το συγκεκριμένο χρονικό σημείο μετά τη συμπλήρωση τριετίας, κατά το οποίο πρέπει να κρίνεται το αν επήλθε ή όχι αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου. Η αύξηση άρα αυτή δεν αποκλείεται να συνεχίζεται και μετά τη συμπλήρωση της τριετίας έως και του απώτατου χρονικού σημείου που ορίζεται από το νόμο, δηλαδή της λύσεως του γάμου.
Επομένως, επί αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα στηριζόμενης στη συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως, το ζήτημα, αν επήλθε ή όχι από της τελέσεως του γάμου αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου και πόση, εκτιμάται στο χρόνο ασκήσεως της αγωγής. Στον ίδιο χρόνο πρέπει να γίνεται και η αναγωγή σε χρήμα των όποιων κρίνονται ότι αποκτήθηκαν περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου για τον προσδιορισμό της ενοχικής και κατ' αρχήν χρηματικής αξιώσεως συμμετοχής του ενάγοντος στα αποκτήματα.
Στην προκειμένη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε επί της κατά το άρθρο 1400 ΑΚ και από 10.3.1999 αγωγής της αναιρεσείουσας, με την οποία αυτή ζήτησε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος κυρίως να της μεταβιβάσει αυτουσίως το ήμισυ εξ αδιαιρέτου της κυριότητας και νομής των ακινήτων και κινητών αποκτημάτων του διαρκούντος του μεταξύ των γάμου, διαφορετικά να της καταβάλει το ήμισυ της κατά το χρόνο της αγωγής αξίας τούτων. Από το δικόγραφο της αγωγής, που το περιεχόμενό του ελέγχεται για την έρευνα προβαλλόμενου λόγου αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι οι διάδικοι σύζυγοι ήλθαν σε διάσταση από το μήνα Δεκέμβριο 1996, ότι κατά τη διάρκεια του γάμου των ο ήδη αναιρεσίβλητος απέκτησε τα αναφερόμενα στην αγωγή συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία, ήτοι δύο ακίνητα (οικόπεδα), ένα αυτοκίνητο μάρκας ΦΙΑΤ και μία μηχανοκίνητη βάρκα, αξίας κτήσεως ενός έκαστου των στοιχείων τούτων, καθώς και τελικής αξίας μετά την ανοικοδόμηση των δύο ακινήτων, όπως εκτίθεται στην αγωγή, ανερχόμενης της τελικής αξίας σε 65.000.000 δραχμές το χρόνο ασκήσεως της αγωγής. Ότι στα αποκτήματα αυτά του εναγομένου η ενάγουσα συνέβαλε "... κατά ποσοστό μεγαλύτερου του ημίσεως, σε μετρητά που πήρε ο εναγόμενος αμέσως μετά το γάμο ως βοήθημα εκ του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, από τους μισθούς της ως Χημικού στο Ινστιτούτο Υγείας του παιδιού και ως καθηγήτριας συνολικού ποσού 18.760.468 δραχμών, από εισόδημα 300 ελαιόδενδρων συνολικού ποσού 1.500.000 δραχμών, από τη μισθωτική αξία ιδιόκτητου διαμερίσματος 65 τ.μ. που χρησιμοποιήθηκε ως οικογενειακή κατοικία, ανερχόμενης σε 120.000 δραχμές μηνιαίως κατά το χρόνο της αγωγής, καθώς και από τη συνεισφορά της στην ανατροφή των παιδιών και την παροχή υπηρεσιών στον εναγόμενο μέχρι τη διάσταση, αποτιμώμενη σε 100.000 δραχμές το μήνα..".
Με βάση το ιστορικό αυτό το Εφετείο απέρριψε ως αόριστη την αγωγή, υιοθετώντας το όμοιο απορριπτικό διατακτικό της πρωτόδικης αποφάσεως. Στήριξε δε το Εφετείο την περί αοριστίας της αγωγής κρίση του στο ότι δεν εκτίθενται στην αγωγή α) ποία ήταν η αρχική περιουσία του εναγομένου κατά το χρόνο του γάμου, β) δεν περιγράφονται σαφώς τα ακίνητα με διάκριση χωριστά του οικοπέδου από του επ' αυτού κτίσματος κατά ποιότητα κατασκευής, χρήση και αξία, αλλά αποτιμώνται έκαστο μόνο με αξία ως σύνολο γ) ορίζεται μεν κατ' είδος αλλά δεν αποτιμάται χωριστά κάθε μια επί μέρους συμβολή της ενάγουσας στην υποστηριζόμενη περιουσιακή επαύξηση, ειδικότερα δεν αναλύεται σε χρηματικό ποσό η υποχρέωση συνεισφοράς της ενάγουσας στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας των διαδίκων. Όπως έκρινε το Εφετείο κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο, ώστε υπέπεσε στην προβαλλόμενη με τον μοναδικό λόγο αναιρέσεως πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ καθόσον, υπό το ανωτέρω περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, αυτή είναι ορισμένη. Τούτο διότι α) εφόσον η αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συνίσταται, κατά την αγωγή, στην απόκτηση συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, η συμβολή της ενάγουσας υπολογίζεται με βάση μόνη την τελική αξία τους β) εφόσον προσδιορίζεται η τελική αξία εκάστου των ακινήτων, δεν ήταν αναγκαίος και ο προσδιορισμός της αξίας χωριστά των ανεγερθέντων κτισμάτων γ) ο προσδιορισμός στην αγωγή της τελικής αξίας της αποκτηθείσας περιουσίας, του ποσοστού της συμβολής ως πλέον του ημίσεως, καθώς και των τρόπων της συμβολής όπως προαναφέρθηκε, με αναφορά μάλιστα και της επί μέρους αξίας ως προς ορισμένους εκ των προβαλλομένων τρόπων συμβολής, ενέχουν σαφή έκθεση των γεγονότων που είναι κατά το νόμο αναγκαία για την αγωγή. Τα δε τα λοιπά πραγματικά στοιχεία που το Εφετείο εθεώρησε αναγκαία δεν ανάγονται στο νόμω βάσιμο, αλλά στο ουσία βάσιμο της αγωγής και θα προκύψουν από τις αποδείξεις. Τέλος, εφόσον στην αγωγή αποτιμάται η κατά το άρθρο 1389 ΑΚ συνεισφορά της ενάγουσας σε 100.000 δραχμές μηνιαίως και προβάλλεται το ποσό τούτο ως συνυπολογιστέα κατά το άρθρο 1400 ΑΚ "συμβολή" της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας εναγομένου, δεν ανακύπτει ζήτημα αοριστίας της αγωγής εκ του μη προσδιορισμού της, επί πλέον του μέτρου συνεισφοράς, αξίας των προσωπικών υπηρεσιών της συζύγου, αλλά κατά τον προβαλλόμενο αυτό τρόπο συμβολής ανέκυπτε ζήτημα νόμω βάσιμου εν μέρει της αγωγής.