Έτος
2005
Νόμος / διάταξη που αφορά
1515 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες γονείς / γονική μέριμνα, ονοματοδοσία

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Z Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά και Αθανάσιο Γιωτάκο, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Φεβρουαρίου 2005, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: .............................. , κατοίκου Σαλαμίνας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Δέσποινα Λωλίδου- Παγίδα.

Της αναιρεσίβλητης: ......................... , συζ. ................... ........ , κατοίκου Σαλαμίνας, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Μανούσο Μανουσέλη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26 Νοεμβρίου 2002 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης και την από 27 Ιανουαρίου 2003 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος, που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και συνεκδικάστηκαν.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 4368/2003 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 801/2004 του Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 8 Νοεμβρίου 2004 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Αθανάσιος Γιωτάκος ανέγνωσε την από 31 Ιανουαρίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την εν μέρει παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επειδή κατά το άρθρο 1510 παρ.1 ΑΚ, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Κατά δε τα άρθρα 1511 παρ.1 και 1512 του ίδιου Κώδικα, αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο, η απόφαση του οποίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον αυτό, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός από το νόμο, λαμβάνεται υπόψη υπό ευρεία έννοια και για τη διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζονται όλα τα επωφελή και πρόσφορα για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1518 παρ.1 ΑΚ η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Ωσαύτως με το άρθρο 15 του Ν.1438/1984, που αντικατέστησε το άρθρο 25 του Ν.344/1976 «περί ληξιαρχικών πράξεων» ορίζονται τα εξής: «Το όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη της γέννησης ύστερα από δήλωση των γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα ή του ενός από αυτούς εφόσον έχει έγγραφη εξουσιοδότηση του άλλου, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή. Αν ο ένας από τους γονείς δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, η δήλωση του ονόματος γίνεται από τον άλλο γονέα.

Αν και οι δύο γονείς δεν υπάρχουν ή δεν έχουν γονική μέριμνα, το όνομα καταχωρίζεται με δήλωση αυτού που έχει την επιτροπεία του προσώπου του τέκνου. Η γενόμενη σύμφωνα με τα ανωτέρω δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται». Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό και προς το ότι η ονοματοδοσία ανηλίκου τέκνου δεν είναι συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος που τελείται άπαξ (Ολομ.ΑΠ 240/1975, 99/1985) όπως και η συναρτημένη με αυτήν επιλογή του προσώπου του αναδόχου του τέκνου, προκύπτει ότι το δικαίωμα ονοματοδοσίας αποτελεί περιεχόμενο του ευρύτερου λειτουργικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας, είναι όμως ανεξάρτητο από το επιμέρους δικαίωμα της επιμέλειας, που αποτελεί επίσης περιεχόμενο της γονικής μέριμνας. Συνεπώς και αν ακόμα η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον ένα γονέα, είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, να αποφασίσουν αυτοί από κοινού για το όνομα που πρέπει να δοθεί στο τέκνο, σε περίπτωση δε διαφωνίας αυτών, αποφασίζει το δικαστήριο, με γνώμονα πρωτίστως το συμφέρον του τέκνου (σχετ. ΑΠ 1700/2001-ΑΠ 631/2002-ΑΠ 947/1996-ΑΠ 716/1993-ΑΠ 1321/1992). Ειδικότερα το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου, αποτελεί αόριστη νομική έννοια, που εξειδικεύεται ανάλογα με τις συνθήκες κάθε περίπτωσης, Για να κριθεί τί αποτελεί συμφέρον του ανηλίκου στη συγκειρμένη περίπτωση θα εκτιμηθούν τα περιστατικά που διαπιστώθηκαν, βάσει αξιολογικών κριτηρίων, που αντλεί το δικαστήριο από τους κανόνες της λογικής και τα διδάγματα της κοινής πείρας, λαμβάνοντας υπόψη, σχετικά με το πρόσωπο του ανηλίκου και τα πορίσματα της εξελικτικής ψυχολογίας και της παιδοψυχιατρικής. Η σχετική με το συμφέρον κρίση πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Η κρίση δε αυτή ελέγχεται αναιρετικά, κατά την υπαγωγή του πραγματικού στη νομική έννοια του συμφέροντος (σχετ. ΑΠ 770/1986 ΝοΒ 35,742 –ΑΠ 534/1991). Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο που δίκασε επί εφέσεως της αναιρεσίβλητης και αντεφέσεως του αναιρεσείοντος κατά της 4368/2003 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δέχθηκε, ανελέγκτως αναφορικά με την ονοματοδοσία του ανηλίκου τέκνου των διαδίκων τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στη Σαλαμίνα στις 19 Απριλίου 2001. Από το γάμο τους αυτόν απέκτησαν ένα αγόρι, που γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου 2001. Η έγγαμη σχέση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διακόπηκε οριστικά στις 10 Σεπτεμβρίου 2001, όταν η ενάγουσα-εναγομένη ήταν έγκυος. Το παιδί των διαδίκων διαμένει στη Σαλαμίνα με τη μητέρα του, στην οποία είχε ανατεθεί η άσκηση της επιμέλειας, με την 3555/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς…. Η ενάγουσα – εναγομένη αποφάσισε να βαπτίσει το παραπάνω ανήλικο τέκνο τους και έδωσε σχετικά προσκλητήρια για τη βάπτιση αυτή, που θα γινόταν στις 28 Σεπτεμβρίου 2002, σε συγγενείς και φίλους, καθώς και στο σύζυγό της, τον οποίο ενημέρωσε ότι θα προβεί στη βάπτιση του παιδιού και θα έδιδε σ`αυτό το όνομα «......». Ο εναγόμενος-ενάγων, αρχικά δεν έφερε αντίρρηση, αλλά λίγες ημέρες πριν από την προγραμματισμένη βάπτιση έστειλε στην ενάγουσα- εναγομένη, ένα εξώδικο στο οποίο ανέφερε, ότι αγνοούσε τα της βαπτίσεως, η οποία έπρεπε να γίνει την επομένη άνοιξη και ότι διαφωνούσε και με το όνομα «.........» και με την επιλογή των προσώπων των αναδόχων. Το εξώδικο αυτό κοινοποιήθηκε και στον θρησκευτικό λειτουργό, ο οποίος επρόκειτο να τελέσει το βάπτισμα, στο οποίο εφιστούσε την προσοχή ότι δεν έπρεπε να προχωρήσει στην τέλεση αυτού ερήμην του και χωρίς τη θέλησή του. `Ετσι, το βάπτισμα δεν τελέσθηκε κατά την ως άνω ημερομηνία και το παιδί παραμένει ακόμη αβάπτιστο.

Ο εναγόμενος-ενάγων αρνείται ότι είχε ενημερωθεί από την ενάγουσα-εναγομένη για τα ανωτέρω και ότι υπαναχώρησε, ισχυριζόμενος ότι πράγματι ποτέ δεν είχε ενημερωθεί. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου δεν κρίνεται πειστικός, αφού θα ήταν αδιανόητο να προχωρήσει η ενάγουσα στην βάπτιση του κοινού τέκνου ερήμην του πατέρα, στη Σαλαμίνα, όπου οι κατοικίες των διαδίκων βρίσκονται, όπως και οι δυο συνομολογούν, σε κοντινή απόσταση και το συγγενικό και γειτονικό περιβάλλον ήταν γνωστό και οικείο και στους δύο διαδίκους και θα ήταν αδύνατο να μη πληροφορηθεί ο εναγόμενος τις πρωτοβουλίες αυτές της συζύγου του και να μην αντιδράσει. Η οψιγενής αυτή άρνηση του εναγομένου στη βάπτιση του τέκνου τους και ιδίως στην ονοματοδοσία του οφείλεται στο ότι η μεν ενάγουσα ήθελε να δοθεί το όνομα του πατέρα της «........», για λόγους συναισθηματικούς, για να τιμήσει τον πατέρα της που ήταν ναυτικός και είχε πνιγεί σε ναυάγιο, αυτός δε για τους ίδιους συναισθηματικούς λόγους ήθελε να δοθεί το όνομα του από μητρική γραμμή προπάππου του «........». Οι λόγοι που ήθελε να δοθεί το όνομα αυτό, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, ήταν σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον από τη μητρική γραμμή πάππο του, ................. , τον οποίο γνώρισε ως πατέρα, μετά τη διάζευξη των γονέων του, οπότε ο πατέρας του ......... τον είχε εγκαταλείψει. Μη τρέφοντας συμπάθεια ο εναγόμενος-ενάγων προς τον πατέρα του, με την 28382/1986 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς περί αλλαγής επωνύμου, έλαβε το επώνυμο του παππού του «........». `Ετσι, λοιπόν, δεν τίθεται θέμα για το όνομα του πατέρα του εναγομένου-ενάγοντος, ώστε να δικαιολογείται (σύμφωνα με τα ελληνικά ήθη) να δοθεί το όνομα «......» στο ανήλικο, τα δε περί ευγνωμοσύνης του εναγομένου προς τον από τη μητρική γραμμή πάππο του και της, εξ αιτίας της ευγνωμοσύνης αυτής, επιθυμίας του να δοθεί στο παιδί το όνομα του πατέρα του ως άνω πάππου του είναι αβάσιμα. Ούτε, περαιτέρω ως δεύτερο (πρόσθετο) όνομα κρίνεται σκόπιμο να δοθεί το όνομα «....» ώστε το παιδί να φέρει το σύνθετο όνομα «................», το οποίο στο μέλλον ενδέχεται να προκαλεί σύγχυση,αφού οι μεν προσκείμενοι στην μητέρα του παιδιού θα το ονομάζουν «........», οι δε προσκείμενοι στον πατέρα «......». Αντιθέτως, το όνομα «.........», κρίνει το Δικαστήριο ότι αρμόζει περισσότερο να δοθεί στο ως άνω ανήλικο τέκνο, αφού το όνομα αυτό είναι το όνομα όχι του προπάππου του πατέρα του, αλλά του δικού του πάππου, πατέρα της μητέρας του, με την οποία διαμένει και η οποία θα επιλέξει και τους αναδόχους, οι οποίοι και ευχερώς θα μπορούν ανά πάσα στιγμή να επισκέπτονται τον αναδεκτό τους στο σπίτι της μητέρας του, στα πλαίσια της πνευματικής συγγενείας («κουμπαριάς»), η οποία θα δημιουργηθεί με το βάπτισμα. Ακολούθως το Εφετείο, κατά παραδοχή της εφέσεως της αναιρεσίβλητης, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και παρέσχε σ`αυτήν την άδεια να επιλέξει, για τη βάπτιση του ανηλίκου τέκνου τους, από κοινού με τον εναγόμενο σύζυγό της, τους αναδόχους και το όνομα του τέκνου, δίδοντας σ`αυτό το όνομα «........................», και δικάζοντας τις συνεκδικασθείσες αντίθετες αγωγές, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή της αναιρεσίβλητης, παρέχοντας σ`αυτήν την άδεια, να επιλέξει, για τη βάπτιση του τέκνου τους, τους αναδόχους του και να δώσει σ`αυτό το όνομα «.......». Έτσι που έκρινε το Εφετείο, με τις ανωτέρω αιτιολογίες, εντασσόμενες στον πυρήνα του υπαγωγικού συλλογισμού του, χωρίς να αναφέρει ρητώς ότι το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να δοθεί σ`αυτό το όνομα «......» και χωρίς να εξειδικεύει την έννοια του συμφέροντος του τέκνου που αποτελεί νομική έννοια υποκείμενη στον αναιρετικό έλεγχο, αλλά δεχόμενο γενικώς, ότι δεν τίθεται θέμα να δοθεί στο τέκνο το όνομα «.....» του πάππου του, μετά την εγκατάλειψή του από τον πραγματικό πατέρα του, ότι δεν κρίνεται σκόπιμο, ως δεύτερο (πρόσθετο) όνομα να δοθεί στο ανήλικο τέκνο το όνομα «.....», γιατί ενδέχεται στο μέλλον να προκαλεί σύγχυση και ότι αντιθέτως το όνομα «.....» (του πατέρα της αναιρεσίβλητης) αρμόζει περισσότερο να δοθεί στο τέκνο, και να γίνει η επιλογή των αναδόχων του από την αναιρεσίβλητη, χωρίς περαιτέρω να δέχεται ότι έτσι εξασφαλίζεται καλύτερα η ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του ανηλίκου και η ανάπτυξη της προσωπικότητάς του και παραβλάπτεται από τη διπλή ονομασία, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς, ασαφείς και ενδοιαστικές αιτιολογίες, οι οποίες δημιουργούν αμφιβολία ως προς το αν παραβιάστηκαν ή όχι οι περιέχουσες την αόριστη αυτή νομική έννοια του συμφέροντος του τέκνου, διατάξεις των άρθρων 1511 και 1512 του ΑΚ και καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των διατάξεων αυτών που εφάρμοσε. Επομένως πρέπει να γίνουν δεκτοί ως βάσιμοι οι πρώτος, πέμπτος και έκτος, κατά την αιτίασή του για ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, λόγοι της αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, για έλλειψη νόμιμης βάσης.

ΙΙ. Επειδή η αντιφατικότητα ή η ανεπάρκεια των αιτιολογιών, ως λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως, κατά το άρθρο 559 αριθ.19 ΚΠολΔ, πρέπει να αναφέρεται σε πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά και αποτέλεσαν την ελάσσονα πρόταση του συλλογισμού της αποφάσεως (Ολ.ΑΠ 2/1997).

Συνεπώς δεν ιδρύεται από τη διάταξη αυτή λόγος αναιρέσεως για αντιφατικές ή ανεπαρκείς αιτιολογίες της απόφασης, όταν προβάλλεται αντίφαση μεταξύ δεκτών γενομένων πραγματικών περιστατικών και του συμπεράσματος που συνήγαγε το δικαστήριο (ΑΠ 542/2000 Ελ.Δ). Με τους έβδομο και όγδοο λόγους της αναιρέσεως, ο αναιρεσείων αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ.19 του ΚΠολΔ, προβάλλοντας ότι ενώ στο σκεπτικό της προβαίνει σε παραδοχή του λόγου της ασκηθείσας δια των προτάσεών του αντεφέσεως, ως προς το δικαίωμα της επικοινωνίας του με το τέκνο και τον τρόπο ασκήσεως αυτού, και με την αντέφεσή του ζητούσε, να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο του, μεταξύ άλλων, και κάθε Τρίτη και Πέμπτη ημέρα της εβδομάδος, κατά τις ώρες από 5.00 μμ έως 8.00 μμ., στο διατακτικό της ορίζεται να επικοινωνεί με το ανήλικο τέκνο του κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο και δεν διαλαμβάνει διάταξη για να επικοινωνεί με το τέκνο του και κατά τις ανωτέρω ημέρες και ώρες της εβδομάδας, με αποτέλεσμα, να πάσχει η απόφαση αυτή από ανεπαρκή αιτιολογία και περαιτέρω να μειώνονται, χωρίς την ύπαρξη οιασδήποτε αιτιολογίας, οι ώρες και ημέρες επικοινωνίας με το ανήλικο τέκνο του. `Ετσι όμως δεν προβάλλεται ανεπάρκεια στις αιτιολογίες που στηρίζουν το εξ αυτών συμπέρασμα του δικαστηρίου, αλλά αντίφαση μεταξύ αιτιολογιών και του διατακτικού της αποφάσεως. Συνεπώς οι λόγοι αυτοί της αναιρέσεως είναι απορριπτέοι, προεχόντως ως απαράδεκτοι.

Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως κατά το μέρος που αφορά το κεφάλαιο της ονοματοδοσίας του τέκνου και να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

Για τους λόγους αυτούς Αναιρεί την 801/2004 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Παραπέμπει, κατά τούτο την υπόθεση προς εκδίκαση στο Εφετείο Πειραιώς, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος την οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1170) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Φεβρουαρίου 2005. Και

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στις 2 Μαρτίου 2005.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ