ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αθανάσιο Κρητικό, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Νικόλαο Οικονομίδη, Στέφανο Γαβρά και Αθανάσιο Γιωτάκο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 13 Οκτωβρίου 2004, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Γιαννέλη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) ................... , κατοίκου Σαλαμίνας, που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, 2) ........... του ..... , κατοίκου Περάματος, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Γιατράκο και 3) ............... , κατοίκου Περάματος, που παραστάθηκε με τον ίδιο παραπάνω δικηγόρο.
Του αναιρεσίβλητου: ........................... , κατοίκου Πειραιά, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Πατρινό.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 5-6-2002 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς και εκδόθηκε η απόφαση 1958/2003 του ίδιου Δικαστηρίου. Την αναίρεση της απόφασης αυτής ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 18 Ιουνίου 2003 αίτησή τους. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Στέφανος Γαβράς ανέγνωσε την από 12-11-2003 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του 2ου και της 3ης εκ των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή, από την προσκομιζόμενη με αρ. 1591Β/11.9.2003 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Αθηνάς Κιάρα προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με την επ΄αυτής πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση, επιδόθηκε με εντολή του αναιρεσιβλήτου στην πρώτη αναιρεσείουσα ................. . Επίσης, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με αρ. 1779Β/21.4.2004 έκθεση επιδόσεως της αυτής ως άνω δικαστικής επιμελήτριας, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σαυτήν (α΄ αναιρεσείουσα) με εντολή του αναιρεσιβλήτου ακριβές αντίγραφο της από 26.2.2004 αίτησης – κλήσης αυτού περί ορισμού νέας δικασίμου επί της υποθέσεως μετά τη ματαίωση της επ΄ αυτής συζητήσεως της αρχικώς ορισθείσας, με την επ΄ αυτής πράξη δικασίμου της άνω σημειούμενης (13.10.2004) και κλήση να εμφανισθεί κατ΄ αυτήν. Επομένως, εφόσον η άνω αναιρεσείουσα δεν εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου πρέπει να δικασθεί ερήμην και να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της (άρθρο 576 παρ. 2 εδ. α΄ και γ΄ ΚΠολΔ).
ΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 1515 παρ. 1 και 2 ΑΚ, η γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του ανήκει στη μητέρα του. Σε περίπτωση αναγνώρισής του, αποκτά γονική μέριμνα και ο πατέρας, που όμως την ασκεί αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Με αίτηση του πατέρα το δικαστήριο μπορεί και σε κάθε άλλη περίπτωση να αναθέσει και σ΄αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου. Εξάλλου, κατά το άρθρο 47 εδ. α΄ του ν.2447/1996 στις αναφερόμενες στο άρθρο αυτό περιπτώσεις, μεταξύ των οποίων και το άρθρο 1515 του ΑΚ, δεν επιτρέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης. Έτσι, η τελευταία αυτή διάταξη καθιστά ανέκκλητη την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, η οποία αφορά τη γονική μέριμνα του ανήλικου τέκνου, που γεννήθηκε και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του (ΑΠ.1111/2002). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 552 και 553 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι αναίρεση επιτρέπεται και κατά των οριστικών αποφάσεων των μονομελών πρωτοδικείων, που περατώνουν τη δίκη και δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων επί αγωγής του αναιρεσιβλήτου, κατά τη διαδικασία του άρθρου 681Β σε συνδυασμό με το άρθρο 681Γ ΚΠολΔ και με βάση την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 1515 ΑΚ, ανατέθηκε στον αναιρεσίβλητο η άσκηση της γονικής μέριμνας του ανηλίκου τέκνου του, που γεννήθηκε από την πρώτη αναιρεσείουσα και παραμένει χωρίς γάμο των γονέων του, το οποίο αναγνώρισε δικαστικώς ο αναιρεσίβλητος πατέρας του και υποχρεώθηκαν οι δεύτερος και τρίτη αναιρεσείοντες, στους οποίους η πρώτη είχε παραδώσει το τέκνο, να αποδώσουν αυτό στο φυσικό του πατέρα αναιρεσίβλητο. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι παραδεκτή, αφού η προσβαλλόμενη οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου δεν υπόκειται στα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της έφεσης.
Επειδή, κατά την ως άνω διάταξη του άρθρου 1515 παρ. 1 εδ. β΄ του ΑΚ, ο πατέρας σε περίπτωση εκούσιας αναγνώρισης ή δικαστικής μετά από αγωγή του ιδίου ή των γονέων του, αποκτά αυτοδικαίως γονική μέριμνα και έτσι γίνονται φορείς αυτής και οι δύο γονείς του τέκνου. Η άσκησή της στην περίπτωση αυτή ανατίθεται αποκλειστικά στη μητέρα. Ο πατέρας αποκτά αυτοδικαίως τη γονική μέριμνα και την άσκησή της αν έπαυσε η γονική μέριμνα της μητέρας ή αν αυτή αδυνατεί να την ασκήσει για νομικούς ή πραγματικούς λόγους. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο πατέρας που αποκτά τη γονική μέριμνα, ασκεί αυτήν ή μέρος της με απόφαση του δικαστηρίου ύστερα από αίτηση του ιδίου, εφόσον αυτό επιβάλλεται από το συμφέρον του τέκνου, όπως ιδίως όταν συμφωνεί η μητέρα, η συμφωνία της οποίας αναφέρεται ως κύρια, αλλά ενδεικτική περίπτωση συμφέροντος του τέκνου. Η δικαστική απόφαση μπορεί να αναθέτει την άσκηση της γονικής μέριμνας είτε αποκλειστικά στον πατέρα, είτε στον πατέρα από κοινού με τη μητέρα, είτε ολόκληρης ή ορισμένων μόνον λειτουργιών της. Βασικό κριτήριο για την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας σε ένα εκ των γονέων, όταν συντρέχει περίπτωση, είναι το συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον αυτό λαμβάνεται υπό ευρεία και γενική έννοια και προς διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζονται όλα τα επωφελή και πρόσφορα για το ανήλικο στοιχεία, όπως είναι η ηλικία, το φύλο, οι ειδικές ανάγκες του, οι προσωπικές ιδιότητες και ιδίως η ηθική υπόσταση, η μόρφωση και το περιβάλλον των γονέων και οι δυνατότητες αυτών, από άπόψη χρόνου, για την αυτοπρόσωπη άσκηση της γονικής μέριμνας. Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου πρέπει να ζητείται και συνεκτιμάται η γνώμη του, εφόσον έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά και αβίαστα ως προϊόν ελεύθερης και ανεπηρέαστης επιλογής του. Δεν είναι δε απαραίτητο να αναφέρεται στην απόφαση του δικαστηρίου, η γνώμη του ανηλίκου, ούτε, βεβαίως, επιβάλλεται στο δικαστήριο να συμμορφώνεται προς τη γνώμη του. Η απόφαση εξάλλου ανάθεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας, πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 1511 παρ. 2 εδ. β΄ΑΚ, να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις εξαιτίας του φύλου, της κοινωνικής προέλευσης και της περιουσίας των γονέων. Στην προκείμενη περίπτωση, το Μονομελές Πρωτοδικείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως προκύπτει απ` αυτήν, δέχθηκε τα εξής:
Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) και η πρώτη εναγομένη (ήδη πρώτη αναιρεσείουσα) είχαν μνηστευθεί τον Ιούνιο του έτους 1988. Κατά τη διάρκεια της μνηστείας τους είχαν σεξουαλική σχέση, εξαιτίας της οποίας αυτή κατέστη έγκυος και την 9-2-1990 γέννησε θήλυ τέκνο. Στο μεταξύ διάστημα η μνηστεία λύθηκε και η άνω εναγομένη χωρίς να ενημερώσει τον ενάγοντα παρέδωσε το βρέφος της στους δεύτερο και τρίτη εναγομένους (β` και γ` αναιρεσείοντες) που δεν είχαν τεκνοποιήσει με σκοπό την υιοθεσία αυτού. Ο ενάγων όταν πληροφορήθηκε τον τοκετό άσκησε την από 27-4-1990 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και ζήτησε να αναγνωριστεί φυσικός πατέρας του τέκνου του, ενώ παράλληλα απευθύνθηκε στη Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας για να πληροφορηθεί εάν υπήρχε στάδιο υιοθεσίας. Το θέρος του έτους 1990, κατόπιν Εισαγγελικής παραγγελίας, η ως άνω δημόσια υπηρεσία του γνωστοποίησε ότι είχε υποβληθεί η υπ` αριθμ. 28/31-5-1990 αίτηση για υιοθεσία και ότι, μετά τις ενέργειές του, η διαδικασία της υιοθεσίας διεκόπη μέχρι να εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση επί της αγωγής του. Ο ενάγων αγνοούσε τότε το όνομα των υποψηφίων θετών γονέων, λόγω του απορρήτου της υιοθεσίας, πλην όμως από τη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της ανήλικης θυγατέρας του, την οποία έλαβε με εισαγγελική εντολή το μήνα Μάρτιο του έτους 1992, πληροφορήθηκε ότι ο δεύτερος των εναγομένων είχε αναγνωρίσει την ανήλικη κόρη του ως δικό του παιδί που είχε γεννηθεί από τον εξωσυζυγικό δήθεν δεσμό του με την πρώτη εναγομένη, με την υπ` αριθμ. 34696/27-2-1991 πράξη εκούσιας αναγνώρισης παιδιού που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του, του Συμβ/φου Πειραιά, ......................... και ότι την είχαν βαπτίσει και την ονόμασαν «.....». Στην ως άνω εκούσια αναγνώριση είχε συναινέσει και η φυσική μητέρα, πρώτη εναγομένη, ενώ από το περιεχόμενο της ανωτέρω συμβολαιογραφικής πράξεως προκύπτει ότι τη γονική μέριμνα του παιδιού αυτού θα ασκούσε ο δεύτερος εναγόμενος «δεδομένου ότι (όπως αναφέρεται εκεί) η μητέρα, πρώτη εναγομένη, αδυνατεί να ασκήσει τη γονική μέριμνα του παιδιού της, τόσο για πραγματικούς όσο και για νομικούς λόγους» (οι οποίοι δεν αναφέρονται). Κατόπιν αυτών, με εισαγγελική παρέμβαση το μήνα Απρίλιο του έτους 1992, η Διεύθυνση Κοινωνικής Πρόνοιας πληροφόρησε τον ενάγοντα ότι ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων ήταν οι υποψήφιοι θετοί γονείς και ότι μετά τη διακοπή της διαδικασίας για την υιοθεσία, η τρίτη των εναγομένων – σύζυγος του δευτέρου – είχε υποβάλει νέα αίτηση τον Οκτώβριο του έτους 1991 για την υιοθεσία της θυγατέρας του ενάγοντος, ως δήθεν τέκνο του συζύγου της (β` εναγομένου), που γεννήθηκε εκτός γάμου. Ο ενάγων στη συνέχεια άσκησε την από 11-6-1992 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της πράξης εκούσιας αναγνώρισης. Επί των αγωγών αυτών, κατόπιν ιατρικής αιματολογικής πραγματογνωμοσύνης, εκδόθηκε η 3392/1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία τις δέχτηκε ως ουσιαστικά βάσιμες και αναγνώρισε τον ενάγοντα φυσικό πατέρα της ..... , καθώς επίσης την ακυρότητα της πράξης εκούσιας αναγνώρισης. Οι εναγόμενοι άσκησαν έφεση κατά της άνω απόφασης, επί της οποίας εκδόθηκε η 797/1999 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία, διέταξε νέα ιατρική πραγματογνωμοσύνη με τη μέθοδο του DNA, αφού η πρώτη εναγομένη αμφισβήτησε τα συμπεράσματα της πρώτης πραγματογνωμοσύνης και ζήτησε τη διενέργεια νέας ισχυριζόμενη μεταξύ άλλων, ότι πατέρας της θυγατέρας της .......... είναι ο νυν σύζυγός της ................... με τον οποίο (όπως ισχυρίστηκε) είχε εξώγαμες ερωτικές σχέσεις κατά το κρίσιμο διάστημα της σύλληψης του τέκνου της, γεγονός που δεν είχε μέχρι τότε γνωστοποιήσει για να αποφύγει (όπως ισχυρίστηκε) τον κοινωνικό της διασυρμό. `Ετσι με τη απόφαση αυτή (797/1999 Εφετείου Πειραιά) διορίστηκε πραγματογνώμονας ο .................... Παιδίατρος-Καθηγητής Γενετικής, ο οποίος κλήθηκε να γνωμοδοτήσει εάν η ανωτέρω ανήλικη ..... είναι τέκνο του ενάγοντα ........ , ή του δευτέρου εναγομένου ............ ..... ή του νυν συζύγου της πρώτης εναγομένης ............. . Τα άτομα που εξετάσθηκαν ήταν οι παραπάνω τρεις άνδρες, η πρώτη εναγομένη και φυσική μητέρα της ανήλικης ........ , καθώς και η ίδια η ανήλικη. Η εξέταση αυτή διενεργήθηκε και εκδόθηκε η από 18-10-1999 έκθεση καθορισμού πατρότητας με ανάλυση DNA, από την οποία επίσης προέκυπτε η πατρότητα του ενάγοντα με ποσοστό πιθανότητας 99,99%. Κατόπιν αυτού, το Εφετείο Πειραιά με την 112/2000 απόφασή του αναγνώρισε ότι η πράξη εκούσιας αναγνώρισης είναι άκυρη. Η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων με την από 15-4-2000 αίτησή τους άσκησαν αναίρεση κατά των παραπάνω εφετειακών αποφάσεων (797/1999 και 112/2000), η οποία τελικά απορρίφθηκε με την απόφαση 58/2001 του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια εκδόθηκε η 882/2001 απόφαση του Εφετείου Πειραιά, η οποία αναγνώρισε επίσης ότι ο ενάγων είναι ο φυσικός πατέρας της ..... . Η απόφαση αυτή δεν προσβλήθηκε από τους εναγομένους και κατέστη αμετάκλητη. Εκτός από τις παραπάνω αστικές δίκες, διεξήχθη και ποινική δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η 1555-1584/1998 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά, με την οποία η πρώτη και ο δεύτερος των εναγομένων καταδικάστηκαν σε ποινή φυλάκισης επτά (7) μηνών, ο καθένας για το αδίκημα της διατάραξης της οικογενειακής τάξης (άρθρ. 354 Π.Κ.). Κατά της ανωτέρω απόφασης άσκησαν αναίρεση, η οποία απορρίφθηκε με την 460/1999 απόφαση του Αρείου Πάγου. Στη συνέχεια ο ενάγων, με την υπ` αριθμ. 24/2002 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) ζήτησε να του ανατεθεί προσωρινά η επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας του ........ και να υποχρεωθούν ο δεύτερος και η τρίτη των εναγομένων να του αποδώσουν το τέκνο του, το οποίο παρακρατούν χωρίς να έχουν δικαίωμα επιμέλειάς του. Επί της άνω αιτήσεως, εκδόθηκε η 1563/2002 απόφαση, η οποία απέρριψε την αίτηση και επέτρεψε την προσωρινή επικοινωνία του αιτούντα με την ανήλικη θυγατέρα του, απορρίφθηκε δε στη συνέχεια και αίτησή του περί ανακλήσεως της εν λόγω αποφάσεως.
Περαιτέρω, το Μονομελές Πρωτοδικείο δέχθηκε, ότι από τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων ενεπλάκη σε μακρόχρονο και δαπανηρό δικαστικό αγώνα δώδεκα ετών, στον οποίο προσπάθησε να αγωνιστεί με εντιμότητα και νόμιμα μέσα. Η εμπλοκή του σε πολυάριθμες αστικές και ποινικές δίκες οφείλεται στις δόλιες ενέργειες των εναγομένων, οι οποίοι απέβλεπαν να στερηθεί τη θυγατέρα του. Η συμπεριφορά τους αυτή αποσκοπούσε να τον αποτρέψουν να αναθρέψει το φυσικό του τέκνο και δημιούργησαν με τις ενέργειες τους πρωτοφανή νοσηρή κατάσταση, η οποία οδήγησε βαθμιαία στην αστυνόμευση της ...... , ώστε να μην έλθει σε επαφή με τον ενάγοντα πατέρα της και τους συγγενείς της από την πατρική γραμμή, ενώ είχαν δώσει ρητές οδηγίες στο σχολείο της να μην επιτρέπεται η προσέγγισή της από τον ενάγοντα ή την αδελφή του. Αποδεικνύεται έτσι η κοινωνική ανωριμότητα των εναγομένων και η έλλειψη αυτοσυνειδησίας, ενώ ο υπερβολικός εγωϊσμός και το κτητικό σύνδρομο του ζεύγους ...... (2ος και 3η των εναγομένων) δημιουργούν σοβαρούς ενδοιασμούς για το χαρακτηρισμό ως ανιδιοτελούς, της αγάπης και στοργής που υποστηρίζουν ότι τρέφουν προς την ........ , την οποία δεν βοήθησαν να βιώσει, ανώδυνα και ήπια τη νέα αυτή πραγματικότητα, προκειμένου να οδηγηθεί σε ισορροπία.
Επρεπε δε με ηρεμία και διακριτικότητα και με τη βοήθεια ειδικών επιστημόνων να αποκαλύψουν έγκαιρα στην ............. τη φυσική της προέλευση και να ενθαρρύνουν την ανεμπόδιστη επικοινωνία με το γεννήτορά της, ώστε το παιδί να δομήσει στέρεα την προσωπικότητα και το συναίσθημα και να υπερβεί ομαλά το ψυχικό τραύμα της απόρριψης από τη φυσική του μητέρα. Αντίθετα οι β` γ` εναγόμενοι χρησιμοποίησαν τη δική τους παράνομη συμπεριφορά για να εμποδίσουν τον ενάγοντα να ασκήσει τα δικαιώματά του, τα οποία ο νόμος και η ηθική τάξη επιβάλλουν, με τον ισχυρισμό ότι έχουν μεγαλώσει την ...... από βρεφική ηλικία και έχουν παγιώσει μία κατάσταση δώδεκα ετών, κατακρατώντας την ανήλικη άνευ νομίμου δικαιώματος. Εξάλλου, συνεχίζει το Μονομελές Πρωτοδικείο, η φυσική μητέρα της ανήλικης (α` εναγομένη) από τότε που γέννησε αυτή (1990), την παρέδωσε στο ζεύγος ...... (β` και γ` εναγομένους) ενώ η ίδια δημιούργησε δική της οικογένεια, τελώντας γάμο με τον ........... , από τον οποίο (γάμο) απέκτησε δύο τέκνα. Μέχρι σήμερα δε επιδεικνύει πλήρη αδιαφορία για την τύχη της ανήλικης ....... και ως εκ τούτου η ανεπάρκειά της να ανταποκριθεί στο λειτούργημα της γονικής μέριμνας αυτής είναι αποδεδειγμένη. Αντίθετα, ο ενάγων πατέρας αποδείχθηκε ότι δεν αδιαφόρησε για το παιδί του, αλλά επί σειρά ετών προσπαθεί να προσεγγίσει την ανήλικη θυγατέρα του και να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του, αλλά και τα καθήκοντά του απέναντι στο ανήλικο τέκνο του, όπως είναι αυτό της γονικής του μέριμνας. Ο ίδιος δεν έχει δημιουργήσει οικογένεια και ζεί με την ανύπανδρη επίσης αδελφή του. Είναι ηθικός, έντιμος, υγιής και έχει την οικονομική δυνατότητα, ως συνταξιούχος εργοδηγός της ...... , να συμπαρασταθεί στις υλικές ανάγκες της κόρης του, και δεν αμφισβητείται η αγάπη που νιώθει γι` αυτήν, η οποία αποτελεί το σκοπό της ζωής του. Μετά απ` αυτά, πρέπει να ανατεθεί στον ενάγοντα αποκλειστικά η άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης θυγατέρας του ..... , και να αφαιρεθεί αυτή (γονική μέριμνα) από την πρώτη εναγομένη, η άσκηση της οποίας εκ μέρους της είναι αδύνατη για λόγους πραγματικούς.
Εξάλλου, συνεχίζει το Δικαστήριο, από την επικοινωνία του με το τέκνο, συνήγαγε ότι πρόκειται περί ισορροπημένης, ώριμης και συγκροτημένης για την ηλικία του (13 ετών) προσωπικότητας, πράγμα που οφείλεται, πέραν των εκ γενετής ιδιοτήτων και χαρακτηριστικών του, και στο περιβάλλον όπου έζησε και αναπτύχθηκε μέχρι τώρα. Το γεγονός δε ότι δεν επιθυμεί επί του παρόντος να μεταβάλει τόπο διαμονής και πρόσωπα μετά των οποίων θα συμβιώσει, οφείλεται, όπως είναι φυσικό, στο ότι, αφενός θεωρεί οικογένειά του αυτή των εναγομένων (β` και γ`) και αφετέρου δεν έχει έλθει σε ψυχική επαφή με τον ενάγοντα- φυσικό του πατέρα-, γεγονός για το οποίο αποκλειστικά ευθύνονται αυτοί (εναγόμενοι), αφού του απέκρυψαν την αλήθεια και όταν αυτή (αλήθεια), για λόγους ανεξάρτητους από τη θέλησή τους, του αποκαλύφθηκε, απέφυγαν τη διευκόλυνση με διάφορα προσχήματα, της επικοινωνίας του με αυτόν. Το συμφέρον δε του ανηλίκου, είναι η γνώση του προσώπου του γεννήτορά του και η ψυχική επαφή του με αυτόν, για την υγιή και ολοκληρωμένη διάπλαση της προσωπικότητάς του, αλλά και για το μακροπρόθεσμο ηθικό, και υλικό «καλό» αυτού, έτσι ώστε αποβαίνει προς όφελός του η απόδοσή του προς τον ουδέποτε αδιαφορήσαντα ενάγοντα. Μετά απ` αυτά, δέχθηκε την αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου και ανέθεσε σ` αυτόν την άσκηση της γονικής μέριμνας της ανήλικης, την οποία αφαίρεσε από την πρώτη αναιρεσείουσα, διατάσσοντας τους δεύτερο και τρίτη αναιρεσείοντες να του παραδώσουν το ως άνω τέκνο. Με την κρίση του αυτή το Μονομελές Πρωτοδικείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες τις άνω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ούτε προέβη σε εσφαλμένη εξειδίκευση της περιεχόμενης στις άνω διατάξεις νομικής έννοιας «του συμφέροντος του τέκνου». Συνεπώς, ο αντίθετος λόγος αναιρέσεως, πρώτος με αρ. 1 και 2, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη για πλημμέλεια από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η περιεχόμενη στον ίδιο λόγο αιτίαση, ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη και δεν συνεκτίμησε τη γνώμη της ανήλικης και τις μέχρι τότε συνθήκες διαβιώσεως αυτής πλησίον των δευτέρου και τρίτης των αναιρεσιβλήτων, πλήττει αληθώς την εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο της ουσίας, η οποία δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ) και είναι ως εκ τούτου απαράδεκτη. Κατά τη γνώμη όμως του μέλους του Δικαστηρίου τούτου Αρεοπαγίτη Νικολάου Κασσαβέτη το από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ μέρος του πρώτου λόγου της αναίρεσης έπρεπε να κριθεί βάσιμο γιατί είναι ανεπαρκής η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς τη συνδρομή του και από την εφαρμοστέα στην κριθείσα περίπτωση διάταξη του άρθρου 1515 παρ. 1 και 2 ΑΚ. απαιτούμενου συμφέροντος της ανωτέρω ανήλικης για την ανάθεση στον αναιρεσίβλητο της άσκησης της γονικής μέριμνάς της. Συνίσταται δε ειδικότερα κατά την ίδια γνώμη η ανεπάρκεια της αιτιολογίας αυτής της προσβαλλόμενης απόφασης στο ότι παρά την παραδοχή της ότι η ισορροπημένη ώριμη και συγκροτημένη προσωπικότητα της ηλικίας 13 ετών ανωτέρω ανήλικης θυγατέρας του αναιρεσείοντος οφείλεται «και στο περιβάλλον όπου έζησε και αναπτύχθηκε μέχρι τώρα», δηλαδή στην επιλογή από την πρώτη αναιρεσείουσα μητέρα της συμβίωσης της ανήλικης αυτής με τους δεύτερο και τρίτη από τους αναιρεσίβλητους δεν εκτίθενται στην ίδια απόφαση περιστατικά που να θεμελιώνουν ότι η προσωπικότητα αυτή της ανήλικης (η διατήρηση και η περαιτέρω προς τη ψυχική ωριμότητα εξέλιξη της οποίας αποτελεί το σκοπούμενο στην κριθείσα περίπτωση συμφέρον της) δεν θα πληγεί με την ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας της στον αναιρεσίβλητο πατέρα της. Ήταν δε αναγκαίο να περιλάβει η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης τα περιστατικά αυτά γιατί η με αυτή ανάθεση της άσκησης της γονικής μέριμνας της ανωτέρω θυγατέρας του αναιρεσιβλήτου σε αυτόν θα έχει από τη φύση της ως αναγκαία επακόλουθα (α) τη στέρηση αρχικά απ΄ αυτή του οικείου στην ίδια από τη νηπιακή της ηλικία κατά την προσβαλλόμενη απόφαση ανθρώπινου περιβάλλοντός της, που κατά την ίδια απόφαση είναι από τους συντελεστικούς παράγοντες της δημιουργίας σε αυτή «ισορροπημένης, ώριμης και συγκροτημένης» για την ηλικία της των δεκατριών χρόνων κατά την έκδοση της ίδιας απόφασης «προσωπικότητας» και (β) τη δημιουργία στη συνέχεια σε αυτή της ανάγκης προσαρμογής της σε άλλο ανθρώπινο περιβάλλον και μάλιστα σε χρόνο που ενόψει της λόγω της ανωτέρω ηλικίας της εισόδου της στην εφηβική ηλικία της θα υποστεί όπως γίνεται επιστημονικά δεκτό ψυχικές αλλαγές σχετιζόμενες με μια γενική μεταδόμηση της προσωπικότητάς της.
IV. Επειδή, κατά το εδ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Πράγματα υπό την έννοια της άνω διατάξεως είναι οι ασκούντες ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που υπό την προϋπόθεση της νόμιμης προτάσεώς τους θεμελιώνουν ιστορικώς το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. Ο εκ του άνω άρθρου λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος, αν δικαστήριο που δίκασε έλαβε υπόψη τον προταθέντα ισχυρισμό και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ. ΑΠ 12/1991). Στην προκείμενη περίπτωση με το δεύτερο λόγο της αναιρέσεως πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, διότι δεν έλαβε υπόψη τους προταθέντες ισχυρισμούς των ήδη αναιρεσειόντων και συγκεκριμένα : α) τον ισχυρισμό των δευτέρου και τρίτης τούτων ότι ο αναιρεσίβλητος δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που επιβάλλει το λειτούργημά του για την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου του, λόγω της επικαλούμενης ασθένειας αυτού (καταθλιπτικής συνδρομής) και β) τον ισχυρισμό της πρώτης τούτων, ότι αυτή συναινεί να παραμείνει η ανήλικη υπό την επιμέλεια των ως άνω δευτέρου και τρίτης. Όπως όμως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαστήριο που δίκασε εμμέσως αλλά σαφώς, απέρριψε κατ` ουσία τους εν λόγω ισχυρισμούς, αφού δέχθηκε ότι ο αναιρεσίβλητος είναι σε θέση να ασκεί τα καθήκοντα που του επιβάλλει το λειτούργημά του για την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου του. Επομένως ο άνω λόγος της αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Επειδή, κατ` άρθρο 559 αρ. 11 εδ. γ` ΚΠολΔ ιδρύεται λόγος αναιρέσεως αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν. Ο λόγος αυτός απορρίπτεται ως αβάσιμος, αν προκύπτει από την απόφαση ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία προσκομίσθηκαν και των οποίων έγινε επίκληση. Αρκεί δε προς τούτο η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου, χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολογήσεως καθενός, εφόσον από τη γενική αυτή αναφορά, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, προκύπτει αναμφιβόλως η λήψη υπόψη του αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 694/2003).
Εξάλλου, για το ορισμένο του λόγου αυτού πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα και να προσδιορίζεται το περιεχόμενό τους.
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η εκ του άρθρου 559 αρ. 11 ΚΠολΔ πλημμέλεια, στην οποία φέρεται ότι υπέπεσε το Μονομελές Πρωτοδικείο, με το να μη λάβει υπόψη του τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι αναιρεσείοντες, και τα οποία είναι : 1) οι με αρ. 3681/2000 και 1563/2002 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων), 2) η από 21-5-1997 βεβαίωση του Διευθυντή Κλάδου Υγειονομικής της ..... , που αναφέρει ότι ο αναιρεσίβλητος πάσχει από χρονίσασα καταθλιπτική συνδρομή, 3) η έκθεση κοινωνικής έρευνας της κοινωνικής λειτουργού ......................... και 4) οι εκθέσεις δασκάλων της ανήλικης. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη την 1563/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, την οποία ειδικώς μνημονεύει, ενώ ως προς την έκθεση κοινωνικής έρευνας στην ίδια απόφαση (προσβαλλόμενη) αναφέρεται, ότι τέτοια έκθεση δεν προσκομίσθηκε. Επομένως, η σχετική με τα αποδεικτικά αυτά μέσα αιτίαση είναι αβάσιμη και απορριπτέα. Η ίδια αιτίαση, σχετικά με τη μη λήψη υπόψη της άνω με αρ. 3681/2000 απόφασης και των εκθέσεων των δασκάλων της ανήλικης, είναι απορριπτέα ως αόριστη, διότι δεν προσδιορίζεται το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης, ούτε εξειδικεύονται οι εκθέσεις των δασκάλων της ανήλικη, ο ερευνώμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού από τη ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι για να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα συνεξετίμησε όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι, σε συνδυασμό προς όλες τις υπόλοιπες αιτιολογίες της και την ειδική μάλιστα αναφορά ότι ο αναιρεσίβλητος είναι υγιής, προκύπτει αναμφίβολα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το προμνησθέν αποδεικτικό μέσο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.6.2003 αίτηση αναίρεσης των ................... ......... , κατά της με αρ. 1958/2003 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη του αναιρεσιβλήτου, την οποία ορίζει σε χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170,00) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Οκτωβρίου 2004.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 9 Φεβρουαρίου 2005.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ