Έτος
2006
Νόμος / διάταξη που αφορά
1388 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες σύζυγοι / επώνυμο
Σημασία απόφασης
Καλλιτεχνική φήμη με το επώνυμο του συζύγου

 

(Απόσπασμα)...

2. Στο άρθρο 1388 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ν. 1329/1983, ορίζεται ότι με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις αυτών. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνο στους γάμους που τελούνται μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983 (άρθρο 54 παρ. 2 αυτού). Στους γάμους που είχαν τελεσθεί προηγουμένως, σύμφωνα με την παλιά ΑΚ 1388, η έγγαμη γυναίκα είχε ως επώνυμο της (υποχρεωτικά και αποκλειστικά) το επώνυμο του άνδρα της. Μετά την ισχύ του νέου δικαίου (18.2.1983), δόθηκε στις γυναίκες των παλαιών γάμων, προαιρετικώς, η δυνατότητα να ανακτήσουν το πατρικό τους επώνυμο, με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 54 του ν. 1329/1983. Στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 66 εδ. α' του ν. 1329/1983 ορίζεται ότι η γυναίκα, που είχε εξακολουθήσει μετά την ισχύ του ν. 1329/1983 να φέρει το επώνυμο του συζύγου της (δηλαδή εκείνη που είχε τελέσει γάμο προηγουμένως και δεν είχε θελήσει να ανακτήσει το πατρικό της επώνυμο), περιορίζεται μετά το διαζύγιο στο οικογενειακό της επώνυμο (δηλαδή, σε περίπτωση που λυθεί ο γάμος της, ανακτά αυτοδικαίως και υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί αποκλειστικά το επώνυμο που είχε πριν από την τέλεση του γάμου). Στο δεύτερο εδάφιο του ίδιου άρθρου 66, όμως, ορίζεται ότι η γυναίκα αυτή «δικαιούται να χρησιμοποιεί και μετά το διαζύγιο το επώνυμο του πρώην συζύγου της, εφόσον απέκτησε με αυτό επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη και δεν βλάπτονται από τη χρησιμοποίηση του σοβαρά συμφέροντα του τελευταίου». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι μετά τη λύση ενός γάμου που είχε τελεσθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983, η γυναίκα, που είχε διατηρήσει μέχρι την αμετάκλητη απαγγελία του διαζυγίου το επώνυμο του συζύγου της, το οποίο, σύμφωνα με το προϊσχύσαν δίκαιο, είχε λάβει αναγκαστικά, είναι υποχρεωμένη να το εγκαταλείψει και να χρησιμοποιεί στο εξής, σε όλες τις έννομες σχέσεις αυτής, το επώνυμο που είχε πριν από την τέλεση του γάμου (δηλαδή το πατρικό ή οικογενειακό της επώνυμο). Ο κανόνας αυτός, όμως, επιδέχεται εξαίρεση υπέρ της γυναίκας, η οποία, κατά τη διάρκεια του γάμου και από τη νόμιμη χρησιμοποίηση του επωνύμου του τότε συζύγου της, απέκτησε επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη που συνδέεται άρρηκτα με το επώνυμο αυτό. Η γυναίκα αυτή, προκειμένου να ασκήσει δικαστικώς το δικαίωμα παρατάσεως της χρήσεως του επωνύμου του πρώην συζύγου της (δηλαδή, για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί η δραστηριότητα που επιβάλλει τη χρήση αυτή), πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τις προϋποθέσεις της εξαιρέσεως, δηλαδή το ότι η ίδια προέρχεται από γάμο που είχε τελεσθεί πριν από την 18.2.1983, ότι διατήρησε το συζυγικό επώνυμο και μετά την ημερομηνία αυτή, ότι ο γάμος λύθηκε αργότερα και ότι αυτή, κατά τη διάρκεια του είχε αποκτήσει επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη με το επώνυμο του πρώην συζύγου (βλ. Χ. Ροκόφυλλου Γ. Τριανταφυλλάκη, Η διατήρηση του συζυγικού επωνύμου ως εμπορικής επωνυμίας από τη διαζευγμένη έμπορο, ΝοΒ 39(1991)900 επ.). Παρά τη διατύπωση του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 66, το περιστατικό ότι «δεν βλάπτονται από τη χρησιμοποίηση του (επωνύμου) σοβαρά συμφέροντα» του πρώην συζύγου, δεν αποτελεί όρο, τον οποίο βαρύνεται να επικαλεστεί και να αποδείξει η γυναίκα. Αντίθετα, ο άνδρας που επιδιώκει δικαστικώς τη μη εφαρμογή της εξαιρέσεως και την επαναφορά στον κανόνα, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει το ότι από τη χρησιμοποίηση του δικού του επωνύμου, την οποία επιθυμεί να εξακολουθήσει η πρώην σύζυγος του, βλάπτονται κάποια σοβαρά συμφέροντα αυτού, τα οποία μόνον αυτός (και όχι η πρώην σύζυγος του) είναι σε θέση να γνωρίζει και να προσδιορίσει.

3. Από όλα τα νομίμως και με επίκληση (βλ. τις προτάσεις των διαδίκων) προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που δόθηκαν νομίμως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται αφενός στο 43/2003 και αφετέρου στο ταυτάριθμο με την εκκαλουμένη πρακτικό συνεδριάσεως αυτού, από όλα τα έγγραφα, μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να παραλείπεται η αξιολόγηση ουδενός και από τις άμεσες ή έμμεσες ομολογίες των διαδίκων, όπου ειδικά και περιοριστικά αναφέρονται παρακάτω, αποδεικνύονται τα εξής: Οι διάδικοι τέλεσαν θρησκευτικό γάμο στην Καρδίτσα την 14.7.1979 και απέκτησαν δύο τέκνα, τα οποία είναι ήδη ενήλικα. Με το γάμο τους, η εναγομένη έλαβε ως νόμιμο επώνυμο το επώνυμο του συζύγου της. Μετά την 18.2.1983 (έναρξη ισχύος του νέου οικογενειακού δικαίου) δεν προέβη σε καμία ενέργεια για να ανακτήσει το πατρικό της επώνυμο και διατήρησε το επώνυμο του ενάγοντος. Μέχρι το έτος 1986, οι διάδικοι έζησαν στη θεσσαλονίκη. Κατόπιν εγκαταστάθηκαν στην Καρδίτσα, από την περιοχή της οποίας κατάγεται ο ενάγων, που ασκεί το επάγγελμα του καθηγητή μέσης εκπαιδεύσεως, ενώ, παράλληλα, ασχολείται με την εκκλησιαστική μουσική. Η εναγομένη, που κατάγεται από την περιοχή της Πτολεμάϊδας, εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα ακολουθώντας το σύζυγο της. Εκεί, έχοντας τις νόμιμες προϋποθέσεις, διορίσθηκε ως συμβολαιογράφος. Ο διορισμός της έγινε με το συνδυασμό των δύο επωνύμων, από τα οποία το πρώτο (του συζύγου) ήταν το νόμιμο επώνυμο της ως διοριστέας και το δεύτερο (πατρικό) ήταν το επώνυμο με το οποίο είχε λάβει το πτυχίο της από τη Νομική Σχολή. Από τότε (1987) η εναγομένη ασκούσε (και εξακολουθεί να ασκεί) ανελλιπώς στην περιοχή Καρδίτσας το επάγγελμα του συμβολαιογράφου και χρησιμοποιούσε παντού το συνδυασμό των δύο επωνύμων, με πρόταξη αυτού του συζύγου της. Αυτό γινόταν σε όλα τα συμβόλαια που συνέτασσε, στις επιγραφές του γραφείου της, στις επαγγελματικές της κάρτες, στις καταχωρήσεις της σε διάφορους καταλόγους και μητρώα κλπ. (αυτά συνομολογούνται). Με την πάροδο των ετών, μάλιστα, και εξαιτίας του ότι το επώνυμο του ενάγοντος ήταν γνωστό στην περιοχή της Καρδίτσας, ενώ το πατρικό επώνυμο της εναγομένης άγνωστο και η ταυτόχρονη χρήση των δύο επωνύμων δυσχερής, όλες οι προφορικές αναφορές στο πρόσωπο της εναγομένης, στον κύκλο της επαγγελματικής της δραστηριότητας, γίνονταν με τη χρήση του επωνύμου του συζύγου της. Για την παραδοχή αυτή είναι χαρακτηριστικό το ότι στον κατάλογο των δικηγόρων και των συγγενών επαγγελματιών, που εκδίδεται ετησίως από το Δικηγορικό Σύλλογο Καρδίτσας, η εναγομένη είναι καταχωρημένη επί σειρά πολλών ετών, στην κατηγορία των συμβολαιογράφων, μόνο με το επώνυμο του συζύγου της. Κατόπιν αυτών γίνεται σαφές ότι η εναγομένη, στην περιοχή όπου ασκεί τα καθήκοντα της ως άμισθος δημόσιος λειτουργός, υποκείμενη και στον ελεύθερο ανταγωνισμό, απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου της επαγγελματική φήμη με το επώνυμο του συζύγου. Την 1.7.1995, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε, με πρωτοβουλία του ενάγοντος. Αργότερα, μετά τη συμπλήρωση τετραετούς διαστάσεως και κατόπιν αγωγής του ιδίου, εκδόθηκε η 45/2000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καρδίτσας, με την οποία απαγγέλθηκε το διαζύγιο των διαδίκων. Η απόφαση αυτή κατέστη αμετάκλητη και ο γάμος έχει λυθεί (αυτό συνομολογείται). Μετά τη λύση του γάμου και λόγω της επαγγελματικής φήμης που είχε αποκτήσει, η εναγομένη είχε το δικαίωμα να συνεχίσει να χρησιμοποιεί το επώνυμο του συζύγου της στον κύκλο των επαγγελματικών της συναλλαγών, ως συμβολαιογράφου Καρδίτσας, καθώς και σε όσες άλλες σχέσεις ή δραστηριότητες επιδίδεται με προέχουσα την ιδιότητα αυτή (δηλαδή ακόμη και σε μη ακραιφνώς επαγγελματικές πράξεις ή συμπεριφορές, όπως η υποβολή υποψηφιότητας δημοτικού συμβούλου, για την οποία παραπονείται ο ενάγων, αλλά η οποία γίνεται με το κύρος που προσδίδει στην υποψήφια η ιδιότητα της ως συμβολαιογράφου). Η άποψη ότι η Καρδίτσα είναι μικρό μέρος και ο κόσμος τη γνωρίζει με το κύριο όνομα της, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαίο (δήθεν) να χρησιμοποιεί το επώνυμο του πρώην συζύγου της, δεν μπορεί να καταλύσει το δικαίωμα της εναγομένης, ως συμβολαιογράφου, να χρησιμοποιεί το επώνυμο, το οποίο είχε νομίμως επί δεκαπέντε χρόνια, απλά και μόνον επειδή υπέστη μια οικογενειακή μεταβολή που δεν επέλεξε η ίδια. 0α ήταν διαφορετικό το ζήτημα αν ήταν καλλιτέχνιδα και είχε γίνει γνωστή αποκλειστικά με το κύριο όνομα της (ή κάποιο υποκοριστικό αυτού). Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.

4. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται, ακόμη, και τα εξής: Η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης υπήρξε αφετηρία μιας πλειάδας δικαστικών διενέξεων μεταξύ των διαδίκων. Στο πλαίσιο των διενέξεων αυτών ο ενάγων, που έχει τελέσει στο μεταξύ δεύτερο γάμο και έχει εγκατασταθεί στη Λάρισα, άσκησε την κρινόμενη αγωγή. Με αυτήν επιδιώκει να απαγορευθεί η εξακολούθηση της χρησιμοποίησης του δικού του επωνύμου από την εναγομένη, λόγω βλάβης σοβαρών προσωπικών του συμφερόντων από τη χρησιμοποίηση αυτή. Ο ενάγων επικαλείται στην αγωγή ότι διάφοροι κοινοί γνωστοί, που βλέπουν να χρησιμοποιεί το επώνυμο του η εναγομένη, τον ρωτούν αν έχουν χωρίσει πράγματι ή όχι. Ότι κάποιοι άλλοι του ζητούν να μεσολαβήσει στην εναγομένη, προκειμένου να εξυπηρετηθούν καλύτερα στο γραφείο της. Και ότι, κυρίως, η νέα σύζυγος του παραπονείται συχνά για το ότι η εναγομένη εξακολουθεί να αποκαλείται ακόμη «κυρία...», πράγμα που την πικραίνει πολύ. Η αλήθεια και η ένταση των περιστατικών αυτών δεν είναι εύκολο να ελεγχθεί αντικειμενικά. Ο μάρτυρας του ενάγοντος, που είναι παιδικός του φίλος, τα επιβεβαίωσε όλα. Το Δικαστήριο δέχεται ότι τέτοια περιστατικά έχουν συμβεί, όχι όμως και ότι αυτά έχουν δημιουργήσει στον ενάγοντα μια αφόρητη ψυχολογική κατάσταση, για την αποτροπή της οποίας πρέπει να παύσει η εναγομένη να χρησιμοποιεί το επώνυμο του στις επαγγελματικές της σχέσεις. Ο ενάγων ζει, άλλωστε, σε διαφορετική πόλη και έχει αραιώσει τις επαφές του με το περιβάλλον της Καρδίτσας. Ως εκ τούτου, δεν αποδεικνύεται «σοβαρή βλάβη των προσωπικών συμφερόντων» αυτού, αποδιδόμενη αιτιωδώς στη χρησιμοποίηση του επωνύμου του από την εναγομένη. Πρόκειται, απλώς, για τις δυσάρεστες επιπτώσεις του διαζυγίου του, τις οποίες ο ίδιος γνώριζε (ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει) πριν αποφασίσει τη λύση του γάμου του και τις αποδέχθηκε. Γι' αυτό και δεν αποτελεί βλάβη, και μάλιστα σοβαρή, το ότι βρίσκεται ορισμένες φορές υποχρεωμένος να εξηγεί, σε όσους από άγνοια ή αδιακρισία ερωτούν ή δίδουν τη σχετική αφορμή, ότι ο προηγούμενος γάμος έχει λυθεί, ότι η πρώην σύζυγος του δικαιούται από το νόμο να χρησιμοποιεί στις επαγγελματικές της συναλλαγές το επώνυμο που είχε αποκτήσει με το γάμο εκείνον και ότι αυτός δεν έχει πλέον καμία σχέση μαζί της. Κατά συνέπεια ο ενάγων δεν ανταποκρίθηκε στο βάρος της απόδειξης της ως άνω αρνητικής προϋπόθεσης χρήσεως του επωνύμου του από την εναγομένη και η αγωγή του, με την οποία επιδιώκεται η παύση της χρήσεως αυτής και η παράλειψη της στο μέλλον, ελέγχεται ως αβάσιμη.