ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Στυλιανό Πατεράκη, Αντιπρόεδρο, Στέφανο Γαβρά, Δημήτριο Λοβέρδο, Ρένα Ασημακοπούλου και Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 8 Φεβρουαρίου 2006, με την παρουσία και της γραμματέως Σιταρά Αικατερίνης, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: ............. , πρώην συζύγου .... , κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κώστα Παναγιώτου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ. Την αναιρεσιβλήτου: ......... , κατοίκου Παλαιού Ψυχικού Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Χρήστου Σιέτου και Αθανασίου Κονταξή.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10-10-1990 αγωγή και την από 14-2-1991 ανταγωγή δια των προτάσεων των ανωτέρω διαδίκων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 597/2002 του ίδιου Δικαστηρίου, 2549/2003 προδικαστική και 1046/2004 οριστική του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 8/6/2004 αίτησή της και τους από 21/2/2005 πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Στέφανος Γαβράς ανέγνωσε την από 27 Απριλίου 2005 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να γίνουν δεκτοί οι πρώτος και τέταρτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως και να απορριφθούν οι λοιποί, καθώς και οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως. Οι πληρεξούσιοι του αναιρεσιβλήτου ζήτησαν την απόρριψή της αίτησης και των προσθέτων λόγων και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, προϋποθέσεις της αξιώσεως του συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι: 1) λύση ή ακύρωση του γάμου ή διάσταση των συζύγων επί χρόνο μεγαλύτερο των τριών ετών, 2) αύξηση της περιουσίας του υποχρέου, αφότου τελέσθηκε ο γάμος και 3) συμβολή με οποιονδήποτε τρόπο του δικαιούχου συζύγου στην ανωτέρω αύξηση της περιουσίας του υποχρέου. Η τελευταία, που συνίσταται όχι μόνο σε παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και υπηρεσιών, σε χρήμα αποτιμωμένων και στο συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και καθό μέρος αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες, πρέπει να προσδιορίζονται κατ` είδος και κατ` αξία στην απόφαση για να μη στερείται η τελευταία νομίμου βάσεως. Στην προκείμενη περίπτωση, η ενάγουσα εξέθετε με την αγωγή της ότι συνέβαλε στην εκ μέρους του εναγομένου απόκτηση κατά τη διάρκεια του γάμου τους των αναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων με την παροχή υπηρεσιών στο συζυγικό οίκο και για την ανατροφή των ανηλίκων τέκνων τους (αλλά και με χρήματα από τις αποδοχές της από την εργασία της), προσδιορίζοντας και το ποσοστό της συμβολής της στην απόκτηση κάθε περιουσιακού στοιχείου. Επί των θεμάτων αυτών τάχθηκε η προσήκουσα απόδειξη με την 440/1992 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου. Το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: Από την τέλεση του γάμου των διαδίκων (7.3.1970) μέχρι την αμετάκλητη λύση αυτού (23.7.1989) ο αναιρεσίβλητος απέκτησε τα εξής περιουσιακά στοιχεία: 1) ένα διαμέρισμα στην Αθήνα (.................. , 2ος όροφος), εμβαδού 130 τ.μ., το οποίο αγόρασε με το 31487/17.10.1972 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ................. , αντί πραγματικού τιμήματος 700.000 δρχ., 2) ένα ισόγειο κατάστημα, εμβαδού 19,56 τ.μ., και ένα διαμέρισμα, εμβαδού 68 τ.μ., στην Άρτα που αγόρασε με το 33657/24.3.1976 συμβόλαιο σύστασης οροφοκτησίας του συμβολαιογράφου Άρτας .............. . Ειδικότερα ο εναγόμενος ήταν συγκύριος κατά το 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, στην Άρτα (οδό ..................), πριν από το γάμο του. Μαζί με τους λοιπούς συγκυρίου ...... κατασκεύασε, στο οικόπεδο αυτό, πολυώροφη οικοδομή, κατά το διάστημα 1977-1979, από την οποία έλαβε ο ίδιος τα παραπάνω κατάστημα και διαμέρισμα. Η συμμετοχή του στην ανέγερση της οικοδομής αυτής ανήλθε στο ποσό των 1.500.000 δρχ., 3) ένα οικόπεδο, στη θέση «Ανάβρυτα» στο Μαρούσι Αττικής, εμβαδού 848,60 τ.μ., το οποίο αγόρασε με το 30551/13.7.1979 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ......... . , αντί πραγματικού τιμήματος 1.800.000 δρχ., από το οποίο, ποσό 800.000 δρχ. καταβλήθηκε τμηματικά σε τρεις (3) δόσεις μέχρι 30.6.1980, 4) ένα αγροτεμάχιο, εμβαδού 1132,31 τ.μ., στη θέση «Ξυλοκέριζα» Νέας Μάκρης Αττικής, με τη σ` αυτό ισόγεια λυόμενη οικία, εμβαδού 120 τ.μ., το οποίο αγόρασε με το 11350/25.8.1981 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ................. , αντί πραγματικού τιμήματος 5.000.000 δρχ., από το οποίο ποσό 3.000.000 δρχ. καταβλήθηκε τμηματικά σε είκοσι (20) μηνιαίες δόσεις, ποσού 150.000 δρχ. εκάστης, με έναρξη καταβολής της πρώτης δόσης την 7.10.1981. Στην παραπάνω οικία ο εναγόμενος κατά το 1986-1987 κατασκεύασε προσθήκη, εμβαδού 80 τ.μ., 5) ένα οικόπεδο εμβαδού 623,25 τ.μ., με την επ` αυτού ημιτριώροφη παλαιά οικοδομή, στο Π. Ψυχικό Αττικής (............), που αγόρασε τμηματικά, με βάση τα 2769/25.9.1987 και 23125/26.10.1987 συμβόλαια των συμβολαιογράφων Αθηνών ........... και ............... , αντίστοιχα, αντί 20.000.000 και 4.000.000 δρχ. Την οικοδομή αυτή επισκεύασε και αναπαλαίωσε, ήδη δε την χρησιμοποιεί ως κατοικία του, 6) τρεις ορόφους στην ανεγειρόμενη τότε και ευρισκόμενη στο στάδιο των επιχρισμάτων οικοδομή, που βρίσκεται στη θέση «Αμπελόκηποι» του Δήμου Αθηναίων (............................), τους οποίους αγόρασε με το 1647/4.7.1989 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ............ , αντί τιμήματος 47.814.624 δρχ. Το ακίνητο αυτό ήδη χρησιμοποιεί ο εναγόμενος για την άσκηση του επαγγέλματός του ως ιατρού μαιευτήρος – γυναικολόγου, στεγάζοντας εκεί το επιστημονικό του κέντρο, 7) το 1985 έγινε το πρώτον μέτοχος του «.........................» αποκτώντας δέκα οκτώ (18) μετοχές ονομαστικής αξίας 2.000 δρχ. εκάστης, στη συνέχεια όμως αγόρασε μεγάλο αριθμό μετοχών και συγκεκριμένα 10.000 μετοχές και έγινε ο κυριότερος μέτοχος και 8) το διάστημα 1978-1982 έγινε μέτοχος και του μαιευτηρίου «......» αποκτώντας 3000-4000 μετοχές, τις οποίες πώλησε το 1994 προς 1000 δρχ. εκάστη και εισέπραξε ποσό 3.000.000 – 4.000.000 δρχ. Την 31.8.1982 αγόρασε κατά 50% εξ αδιαιρέτου το ........ αυτοκίνητο, τύπου MERCEDES 230, το δε υπόλοιπο 50% αυτού εξ αδιαιρέτου αγόρασε η μητέρα του ............... . Το αυτοκίνητο αυτό την 17.10.1988 πωλήθηκε και παραδόθηκε στον ........... . Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η αναιρεσείουσα κατά την τέλεση του γάμου τους εργαζόταν ως μόνιμη υπάλληλος της Γεωργικής Υπηρεσίας Στρατού (Γ.Υ.Σ.), συνταξιοδοτήθηκε δε πρόωρα την 22.7.1979. Οι ετήσιες καθαρές αποδοχές της μέχρι τη συνταξιοδότησή της ανέρχονταν το 1970 σε 25.038 δρχ., το 1971 σε 42.628 δρχ., το 1972 σε 49.766 δρχ., το 1973 σε 55.153 δρχ., το 1974 σε 73.054 δρχ., το 1975 σε 102.807 δρχ., το 1976 σε 129.832 δρχ., το 1977 σε 161.286 δρχ., το 1978 σε 224.996 δρχ. και το 1979 σε 182.660 δρχ. Μετά τη συνταξιοδότησή της και μέχρι τη λύση του γάμου των διαδίκων, η ετήσια σύνταξή της ανερχόταν, το 1979 σε 30.819 δρχ., το 1980 σε 88.934 δρχ., το 1981 σε 108.653 δρχ., το 1982 σε 180.313 δρχ., το 1983 σε 251.098 δρχ., το 1984 σε 312.861 δρχ., το 1985 σε 370.608 δρχ., το 1986 σε 411.715 δρχ., το 1987 σε 454.248 δρχ., το 1988 σε 580.845 δρχ. και 1989 σε 706.067 δρχ. Παράλληλα, αυτή, μέχρι τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων τον Ιανουάριο 1983, προσέφερε και την προσωπική της εργασία στη συζυγική κατοικία, φροντίζοντας η ίδια για την καθαριότητα, το φαγητό, τα εφόδια, το πλύσιμο και σιδέρωμα των ρούχων, την περιποίηση του συζύγου της και την επίβλεψη και ανατροφή των ανηλίκων τότε τριών τέκνων τους, οι προσωπικές όμως αυτές υπηρεσίες της δεν υπερέβαιναν το μέτρο της υποχρέωσής της για συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, ενόψει του ότι μέχρι τη συνταξιοδότησή της εργαζόταν καθημερινά στην υπηρεσία της, ο δε εναγόμενος είχε προσλάβει ως οικιακή βοηθό την ................ , που ζούσε μαζί τους για αρκετά χρόνια και έτσι η ενάγουσα σύζυγός του δεν επιβαρυνόταν ιδιαίτερα, πέραν από την συνεισφορά της στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, δεν αποδείχθηκε δε ότι προσέφερε τις υπηρεσίες της και ως γραμματέας και στο ιατρείο του εναγομένου. Κατά την τέλεση του γάμου των διαδίκων ο τελευταίος ήταν αγροτικός ιατρός (έλαβε το πτυχίο του την 15.6.1968) και έκτοτε για δύο περίπου έτη υπηρέτησε με την ως άνω ιδιότητα σε ορεινό χωριό της Άρτας, εξυπηρετώντας ως ιατρός, αλλά και με φάρμακα και τα γύρω χωριά, στη συνέχεια δε ως ειδικευόμενος ιατρός σε νοσοκομείο των Αθηνών και το 1974 έλαβε την ειδικότητα του μαιευτήρα γυναικολόγου. Ως ειδικευόμενος ιατρός διατηρούσε και ιδιωτικό ιατρείο στο παραπάνω με στοιχείο (1) διαμέρισμά του (...........................). Ως αγροτικός ιατρός είχε εισόδημα 15.000 δρχ. μηνιαίως και από το φαρμακείο, που διαχειριζόταν, ποσό 15.000 δρχ. μηνιαίως, επιπλέον, ενώ κατά το αντίστοιχο διάστημα η ενάγουσα είχε μηνιαίο εισόδημα το 1970, 2086,5 δρχ. (25.038 δρχ. ετησίως: 12 μήνες), το 1971, 3552,33 δρχ. (42.628 δρχ. ετησίως: 12 μήνες), το 1972, 4147,16 δρχ. (49.766 δρχ. ετησίως: 12 μήνες), το 1973, 4596,08 δρχ. (55.153 δρχ. ετησίως: 12 μήνες) και το 1974, 6087,83 δρχ. (73.054 δρχ. ετησίως: 12 μήνες). Όταν ο εναγόμενος έλαβε την ειδικότητά του και άρχισε να εργάζεται ως μαιευτήρας – γυναικολόγος, τα έσοδά του αυξήθηκαν, άρχισε να έχει επιτυχίες ως ιατρός και να αυξάνει η πελατεία του. Από το 1977 μάλιστα έγινε ευρύτατα γνωστός στον επαγγελματικό του χώρο και απέκτησε μεγάλη φήμη και πελατεία, κυρίως για τις επιτυχίες του στην εξωσωματική γονιμοποίηση, τα δε εισοδήματά του αυξήθηκαν κατακόρυφα, σε σχέση με τα πολύ χαμηλά εισοδήματα της αντιδίκου του. Σχετικά με τα εισοδήματά του, με την 2050/1984 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ των διαδίκων, έγινε δεκτό ότι το 1984 είχε εισοδήματα 200.000 δρχ. μηνιαίως, ενώ με τη νεότερη 240/1990 όμοια απόφαση του ιδίου δικαστηρίου έγινε δεκτό ότι από το 1990 τα εισοδήματά του ανέρχονταν σε 4.000.000 – 5.000.000 δρχ. μηνιαίως. Η ενάγουσα, με τις από 1.3.1984 και 19.3.1984 αιτήσεις της ασφαλιστικών μέτρων, κατά του αντιδίκου της, συνομολογεί ότι ο τελευταίος είχε τότε εισοδήματα 900.000 δρχ. μηνιαίως, ενώ με τις από 16.10.1989 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και από 5.2.1990 αγωγή της εναντίον του, συνομολογεί ότι το 1989 και 1990 αυτός είχε εισοδήματα τουλάχιστον 15.000.000 δρχ. μηνιαίως. Εκτός από τα ως άνω αποδεχθέντα υψηλά εισοδήματά του από την εργασία του, ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, ενισχυόταν οικονομικά με σημαντικά ποσά από τους γονείς του, που ήσαν ευκατάστατοι διδάσκαλοι, κατοικούσαν στην Άρτα και ήταν το μοναδικό τους τέκνο. Τα προαναφερθέντα περιουσιακά στοιχεία του ο εναγόμενος απέκτησε: α) το με στοιχείο (1) ακίνητο διαμέρισμα στη .......................) χωρίς συμμετοχή της ενάγουσας. Από το τίμημα δε των 700.000 δρχ. κατέβαλε ποσό 550.000 δρχ. από ισόποση δωρεά του πατέρα του και το υπόλοιπο των 150.000 δρχ. από τους μισθούς του ως αγροτικού ιατρού και τα έσοδά του από τη διαχείριση του φαρμακείου, β) τις με στοιχείο (2) οριζόντιες ιδιοκτησίες (κατάστημα και διαμέρισμα στην Άρτα) χωρίς συμμετοχή της ενάγουσας, με χρήματα που διέθεσαν οι γονείς του. Ειδικότερα, για το όλο κτίριο, απαιτήθηκε ποσό 4.500.000 δρχ., από το οποίο οι γονείς του κατέβαλαν για λογαριασμό του ποσό 1.500.000 δρχ., που αντιστοιχεί στο μερίδιό του (1/3 εξ αδιαιρέτου), γ) το με στοιχείο (3) ακίνητο (οικόπεδο στο Δήμο Αμαρουσίου) χωρίς τη συμμετοχή της ενάγουσας, από το τίμημα δε των 1.800.000 δρχ. αυτός κατέβαλε ποσό 1.000.000 δρχ. από ισόποση δωρεά των γονέων του, το δε υπόλοιπο των 800.000 δρχ. από τα εισοδήματά του από την εργασία του, δ) το με στοιχείο (4) ακίνητο (αγροτεμάχιο με λυόμενη οικία, στη Ν. Μάκρη) αγόρασε αντί τιμήματος 5.000.000 δρχ. χωρίς τη συμμετοχή της ενάγουσας. Από αυτό, ποσό 2.400.000 δρχ. κατέβαλε από ισόποση δωρεά των γονέων του, οι οποίοι ανέλαβαν την υποχρέωση να καταβάλουν επιπλέον και ποσό 750.000 δρχ. σε δέκα πέντε (15) μηνιαίες δόσεις των 50.000 δρχ. εκάστης, ενώ το υπόλοιπο των 1.850.000 δρχ. κατέβαλε ο ίδιος, από τα υψηλά κατά την περίοδο εκείνη ως άνω εισοδήματά του, από την εργασία του. Η ενάγουσα δεν συμμετείχε ούτε στην επέκταση της επί του ακινήτου αυτού οικίας, αφού οι σχετικές εργασίες έγιναν την περίοδο 1986-1987, που οι διάδικοι βρίσκονταν σε διάσταση, και είχε ασκήσει αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων και αγωγές περί διατροφής κατά του εναγομένου, ε) τα με στοιχεία (5) και (6) ακίνητα (οικία, στο Π. Ψυχικό και οριζόντιες ιδιοκτησίες, επί των οδών ...................), και τις μετοχές του ............. , αγόρασε από τα πολύ υψηλά εισοδήματά του από την εργασία του, μετά τον Ιανουάριο του 1983, που επήλθε η διάστημα των διαδίκων, χωρίς καμμία συμμετοχή της ενάγουσας. Από τον Ιανουάριο του 1983, μέχρι την ως άνω αμετάκλητη λύση του γάμου τους, οι διάδικοι δεν είχαν καμμία οικονομική συνεργασία μεταξύ τους, ενώ η κατά το διάστημα αυτό φροντίδα των ανηλίκων τότε τέκνων τους, την οποία είχε η ενάγουσα, αποτιμήθηκε και συνυπολογίστηκε στην υποχρέωσή της για διατροφή των ανηλίκων, πέραν του ότι η άσκηση απ` αυτή της επιμέλειας του προσώπου τους, δεν είχε αιτιώδη συνάφεια με την αγορά των συγκεκριμένων περιουσιακών στοιχείων, από τον αντίδικό της και στ) τις μετοχές του Μαιευτηρίου «....» αγόρασε, χωρίς συμμετοχή της ενάγουσας, με χρήματα που διέθεσαν οι γονείς του και συγκεκριμένα με διακόσιες (200) χρυσές λίρες Αγγλίας και το υπόλοιπο τίμημα συμπλήρωσε από τα υψηλά εισοδήματά του από την εργασία του. Με βάση τα αποδειχθέντα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά έκρινε το Εφετείο ότι η ενάγουσα δεν είχε καμμία συμμετοχή στην απόκτηση των παραπάνω περιουσιακών στοιχείων από τον εναγόμενο, κατά τη βάσιμη περί αυτού ένσταση τούτου, από το άρθρο 1400 παρ. 1 εδ. β` του ΑΚ και απέρριψε την αγωγή της αναιρεσείουσας. Με τον πρώτο λόγο της αίτησης αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, με επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, η πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, αφού α) δεν αποτιμώνται σε χρήμα οι υπηρεσίες που προσέφερε η ενάγουσα στο συζυγικό οίκο και για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, β) δεν προσδιορίζεται το ποσό των οικογενειακών αναγκών, ούτε γ) το ποσό κατά το οποίο με βάση τις δυνάμεις της ήταν υποχρεωμένη η ενάγουσα να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των αναγκών αυτών. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ο λόγος αυτός της αίτησης αναιρέσεως είναι βάσιμος, αφού πράγματι με αυτές δεν προσδιορίζονται τα ως άνω, υπό α`, β` και γ` στοιχεία και έτσι στερείται η απόφαση επαρκούς αιτιολογίας στο ζήτημα της συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου, το οποίο ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.
Επειδή, κατ` άρθρο 559 αριθ. 10 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε προ του ν. 2915/2001, «αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, ή δεν διέταξε απόδειξη γι` αυτά», υπό την αυτονόητη προϋπόθεση, στη δεύτερη περίπτωση, ότι το δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να πράξει τούτο κατά νόμο.
Εξάλλου, η αγωγή από το άρθρο 1400 του ΑΚ, αν ο γάμος λυθεί με διαζύγιο, δικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Στην προκείμενη περίπτωση, ο εναγόμενος με τις προτάσεις του της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου άσκησε ανταγωγή, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι η αντεναγομένη πρώην σύζυγός του απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους, μεταξύ άλλων, ένα διαμέρισμα 109,50 τ.μ. επί της οδού ........ ....... , αντί πραγματικού τιμήματος 1.800.000 δρχ., και ότι αυτός συνέβαλε στην απόκτησή του κατά τα 8/9, ήτοι με το ποσό των 1.600.000 δρχ. και ότι η αξία του εν λόγω ακινήτου κατά το χρόνο άσκησης της ανταγωγής του ήταν 18.000.000 δρχ. Η ενάγουσα αντεναγομένη με τις προτάσεις της πρώτης συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου αρνήθηκε την ανταγωγή. Ειδικώς δε, με την από 10.12.1991 προσθήκη αντίκρουση των προτάσεών της, που έγινε εντός της νόμιμης τριήμερης προθεσμίας μετά από τη συζήτηση της υποθέσεως (σύμφωνα με την επ` αυτών επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα) αρνήθηκε ότι το άνω διαμέρισμα αγοράσθηκε αντί τιμήματος 1.800.000 δρχ., όπως ισχυρίζεται ο εντενάγων, επικαλούμενη ότι το αληθές τίμημα αυτού ήταν το αναγραφόμενο στο σχετικό υπ` αριθ. 18068/1975 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Αθηνών ............ ..... .............. , ήτοι 800.000 δρχ. Επί των αντιθέτων αγωγής και ανταγωγής εκδόθηκε η 440/1992 προδικαστική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, η οποία έταξε αποδείξεις επί των εκατέρωθεν ισχυρισμών των διαδίκων. Από την απόφαση αυτή προκύπτει, ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρά την ως άνω ειδική άρνηση της αντεναγομένης, δεν έταξε απόδειξη επί του ισχυρισμού του αντενάγοντος ότι το τίμημα αγοράς του διαμερίσματος ανήλθε στις 1.800.000 δρχ. (Σημειώνεται, ότι κατ` άρθρο 441 ΚΠολΔ χωρεί ανταπόδειξη ως προς το αληθές τίμημα αγοράς, χωρίς την ανάγκη προσβολής του συμβολαίου, στο οποίο αναγράφεται μικρότερο τίμημα, ως πλαστού). Απόδειξη για το ως άνω ζήτημα (που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, αφού από το πραγματικό ύψος του τιμήματος θα καθορισθεί και το ποσοστό συμβολής σ` αυτό των διαδίκων, βάσει των εκατέρωθεν, αντίθετων ισχυρισμών αυτών) δεν τάχθηκε ούτε από την 2549/2003 προδικαστική απόφαση του Εφετείου, που έταξε συμπληρωματική απόδειξη επί της προβληθείσας κατά της ανταγωγής ένστασης της αντεναγομένης κατά του εκ του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ τεκμηρίου του 1/3. Πρέπει να λεχθεί σχετικώς, ότι η 597/2002 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που έκανε εν μέρει δεκτές την αγωγή και την ανταγωγή, δέχθηκε ότι το άνω διαμέρισμα της οδού ................... αγόρασε η αντεναγομένη αντί του αναγραφόμενου στο παραπάνω συμβόλαιο αληθούς τιμήματος των 800.000 δρχ. Εντεύθεν, συνεπεία της παραδοχής αυτής, η ενάγουσα, ως αντεναγομένη, δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει με λόγο εφέσεως τις πρωτόδικες αποφάσεις (προδικαστική και οριστική), διότι δεν έταξαν θέμα αποδείξεως εις βάρος του αντενάγοντος ως προς το ύψος του τιμήματος αγοράς του άνω αποκτήματος. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι το τίμημα αγοράς του εν λόγω ακινήτου ανήλθε στο ποσό του 1.800.000 δρχ. (και όχι στο αναγραφόμενο στο συμβόλαιο 800.000 δρχ.), βάσει δε της παραδοχής αυτής δέχθηκε περαιτέρω, ότι η αντεναγομένη κατέβαλε για την απόκτησή του 350.000 δρχ. και ο αντενάγων 1.450.000 δρχ. και επιδίκασε σ` αυτόν ποσοστό 80,55%, ήτοι 8.055.000 δρχ., δεχόμενο ότι η αξία του κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο ήταν 10.000.000 δρχ., κατά μερική παραδοχή της ανταγωγής και απόρριψη της κατ` αυτής ως άνω ενστάσεως της αντεναγομένης. Έτσι όμως το Εφετείο, δέχθηκε πράγματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά, χωρίς να διατάξει περί αυτών απόδειξη, ως είχε υποχρέωση, αφού οι ένδικες αγωγή και ανταγωγή εκδικάσθηκαν κατά την τακτική διαδικασία (πριν από τους ν. 2207/1994 και 2479/1997). Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός από το άρθρο 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, τέταρτος λόγος της αναιρέσεως, που αποδίδει στην προσβαλλομένη την πλημμέλεια αυτή. Δεν τίθεται δε εδώ ζήτημα απαραδέκτου του άνω λόγου αναιρέσεως, συνεπεία μη πρότασης του σχετικού ισχυρισμού, στον οποίο στηρίζεται ο λόγος αυτός, στο δικαστήριο της ουσίας (Εφετείο), διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν, πρόκειται για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση (άρθρο 562 παρ. 2 εδ. β` ΚΠολΔ). Κατ` ακολουθίαν, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσίβλητος στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν όλω (ως προς την αγωγή και την ανταγωγή) την 1046/2004 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας, την οποία ορίζει σε χίλια εξακόσια σαράντα (1640) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2006.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 8 Μαρτίου 2006.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ