Έτος
2007
Νόμος / διάταξη που αφορά
1400 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες σύζυγοι / περιουσιακές σχέσεις

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α2 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Χλαμπουτάκη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Κασσαβέτη, Ιωάννη Παπανικολάου, Ρένα Ασημακοπούλου και Χαράλαμπο Ζώη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 5 Μαρτίου 2007, με την παρουσία και της γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του αναιρεσείοντος: ......, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κων/νο Δημόπουλο.

Της αναιρεσίβλητης: ........, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Καλλιγέρου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ..

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-11-2002 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 6102/2003 του ίδιου Δικαστηρίου και 8547/2005 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά ο αναιρεσείων με την από 3-5-2006 αίτησή του.

Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Ζώης ανέγνωσε την από 21-2-2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αίτησης και την καταδίκη της αντιδίκου του στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αριθμ. 4 ,566 παρ. 1 και 577 παρ. 3 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στο δικόγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί, αν και ποίο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 θεμελιώνει η προβαλλομένη αιτίαση. Ειδικά για να είναι ορισμένος ο λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου (559 αρ. 1) πρέπει να καθορίζεται η συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που κατά τον αναιρεσείοντα παραβιάστηκε και το αποδιδόμενο στην πληττομένη νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του ουσιαστικού νόμου. Αν δε το δικαστήριο της ουσίας ερεύνησε την υπόθεση στην ουσία της, πρέπει να εκτίθενται και οι κρίσιμες σχετικές παραδοχές, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά, υπό τα οποία και συντελέστηκε η προβαλλόμενη παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Eξ άλλου για να είναι ορισμένος ο από το άρθρο 559 αρ. 19 λόγος αναίρεσης εξ αιτίας ανεπαρκών ή αντιφατικών αιτιολογιών πρέπει στο αναιρετήριο, πλήν των παραπάνω, να αναφέρεται σε τι συνίσταται η ανεπάρκεια ή η αντίφαση των αιτιολογιών, δηλαδή ποίες επιπλέον αιτιολογίες έπρεπε να περιλαμβάνει η απόφαση ή που εντοπίζονται οι ασάφειες. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει επιπρόσθετα να εκτίθεται στο αναιρετήριο ότι υποβλήθηκε στο εφετείο ισχυρισμός για την αντιμετώπιση του οποίου εσφαλμένα εσφαλμένα εφαρμόστηκε ή ενώ έπρεπε να εφαρμοστεί εσφαλμένα δεν εφαρμόστηκε ο επικαλούμενος κανόνας ουσιαστικού δικαίου, ώστε από το αναιρετήριο να προκύπτει η προβαλλόμενη νομική πλημμέλεια, δοθέντος ότι η αοριστία του λόγου αναίρεσης δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις ή άλλα διαδικαστικά έγγραφα (Ολ. ΑΠ 20/2005). Εξ άλλου κατά το άρθρο 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας, με βάση τη πραγματική και νομική κατάσταση, που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να υπάρχει κατά το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισμός, που στηρίζει τον λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί και επαναφερθεί νομίμως στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωκε την προσβαλλομένη απόφαση (Ολομ. ΑΠ 15/2000). Τέλος, ως περιουσία, κατά την έννοια του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης από τον ένα σύζυγο, στην απόκτηση της οποίας τεκμαίρεται μαχητώς ότι συνέβαλε και ο άλλος κατά ποσοστό 1/3, νοείται το σύνολο των περιουσιακού περιεχομένου δικαιωμάτων που είναι δυνατό να αποτιμηθούν σε χρήμα και επομένως και χρήματα που έχουν κατατεθεί σε τράπεζα, σε κοινό λογαριασμό με τρίτο, κατά την έννοια του ν. 5638/32 (joint account), αφού στην περίπτωση αυτή ο συνδικαιούχος του λογαριασμού σύζυγος δικαιούται έναντι της τράπεζας, εξ ιδίου δικαίου, να κάνει χρήση ολοκλήρου του ποσού της κατάθεσης, ευθυνόμενος έναντι του μη αναλαβόντος συνδικαιούχου του λογαριασμού, δυνάμει της μεταξύ τους εσωτερικής σχέσης Από αυτά συνάγεται, ότι ο εναγόμενος προς απόδοση των αποκτημάτων σύζυγος στην περιουσία του οποίου περιλαμβάνεται και κατάθεση χρημάτων σε κοινό λογαριασμό, προς απόκρουση της εις βάρος του αγωγής του άλλου συζύγου προς απόδοση των αποκτημάτων, μπορεί να ισχυρισθεί και αποδείξει ότι ορισμένο ποσοστό της κατάθεσης σε κοινό λογαριασμό αυτού και τρίτου, ανήκει στον τρίτο, δυνάμει της μεταξύ τους εσωτερικής σχέσης και επομένως αποτελεί παθητικό της περιουσίας του, μη υπολογιζόμενο για τον καθορισμό της συμμετοχής του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός αυτός ως ένσταση πρέπει να προταθεί κατά τρόπο ορισμένο, στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και να επαναφερθεί νομίμως στο δευτεροβάθμιο, με αναφορά δηλαδή της μεταξύ αυτού και του τρίτου, συνδικαιούχου του λογαριασμού σχέσης, δυνάμει της οποίας ο τρίτος είναι δικαιούχος ορισμένου ποσοστού της κοινής κατάθεσης, προσδιορίζοντας και το ποσοστό ή ποσό αυτό. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων, ζητεί την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης του εφετείου, κατ' επίκληση παραβιάσεων από το άρθρο 559 αρ. 1, 8 και 19 ΚΠολΔ, αποδίδοντας σ' αυτό τις εξής, αντιστοίχως, αιτιάσεις: α) διότι το εφετείο για τον προσδιορισμό της τελικής αυτού περιουσίας συνυπολόγισε και ποσό 30.000 ευρώ που αποτελούσε κατάθεση σε κοινό λογαριασμό αυτού, της αναιρεσίβλητης και των δύο τέκνων τους, παραβιάζοντας έτσι την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ (1ος λόγoς), β) διότι το εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του ότι ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ποσού 10.000.000 δραχμών ήσαν σε κοινό λογαριασμό αυτού και του ανηψιού του ........, το δε ποσό των 30.814 ευρώ που ήσαν σε κοινό λογαριασμό αυτού και της αναιρεσίβλητης καθώς και των δύο τέκνων τους είχε αναληφθεί από τους συνδικαιούχους αυτούς το έτος 1995 (3ος λόγος) γ) διότι το εφετείο προς καθορισμό της τελικής του περιουσίας, με αντιφατικές αιτιολογίες, συνυπολογίζει το παραπάνω ποσό του κοινού λογαριασμού καθώς και ποσό 5.000 ευρώ, που αποτελούσε κατάθεση σε δικό του ατομικό λογαριασμό, χωρίς να προσδιορίζει τους λοιπούς συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού (2ος λόγος). Οι λόγοι αυτοί αναίρεσης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, διότι ο αναιρεσείων δεν αναφέρει στο αναιρετήριο ότι προέβαλε παραδεκτώς στο πρωτοβάθμιο και επανέφερε με λόγο έφεσης στο δευτεροβάθμιο ισχυρισμό προς απόκρουση της αγωγής της αναιρεσίβλητης συζύγου του, ότι οι συνδικαιούχοι των παραπάνω κοινών λογαριασμών, εδικαιούντο, δυνάμει της μεταξύ τους εσωτερικής σχέσης, ορισμένο ποσοστό των κοινών αυτών λογαριασμών και ποίο, ούτε επίσης αναφέρει τις παραδοχές του δικαστηρίου υπό τις οποίες συντελέστηκαν οι προβαλλόμενες παραβιάσεις.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 3 Μαΐου 2006 αίτηση του ..........για αναίρεση της υπ' αριθμ. 8.547/2005 απόφασης του Εφετείου Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης από ευρώ χίλια εκατόν εβδομήντα (1.170).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαρτίου 2007. Και

Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Μαΐου 2007.