Έτος
2008
Νόμος / διάταξη που αφορά
1513 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες γονείς / διαζύγιο, γονική μέριμνα
Σημασία απόφασης
Ανηθικότητα συμφωνίας για τη γονική μέριμνα όταν υπάρχει χρηματικό αντάλλαγμα

 

Πρόεδρος: Βασίλειος Τσιότρας. Δικαστές: Γ. Ακριβός, Ε. Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη (εισηγήτρια). Δικηγόροι: Χ. Βεργούλης - Γ. Πατσαρίκας.

Η υπό κρίση έφεση της ενάγουσας κατά της 27230/2006 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθ. 495 επ., 511 επ., 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, η απόφαση επιδόθηκε νόμιμα στην εκκαλουσα - ενάγουσα στις 14.9.2006 (βλ. την από 14.9.2006 βεβαίωση του δικαστικού επιμελητή θεσσαλονίκης Β.Π. στο περιθώριο του αντιγράφου της του επιδοθέντος στην ενάγουσα με επιμέλεια του εναγομένου), η δε έφεση της ασκήθηκε διά της καταθέσεως της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 13.10.2006 (βλ. την πράξη κατάθεσης ενδίκου μέσου). Πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλουσα εξέθετε στην αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, τα ακόλουθα: Oτι με τον εναγόμενο σύζυγο της βρίσκεται από το Μάιο του 2001 σε διάσταση, με την 20741/2002 δε οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης, που εκδόθηκε επί αγωγής της κατά την ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Β ΚΠολΔ ανατέθηκε στην ίδια η επιμέλεια των δύο ανηλίκων τέκνων τους Δ. και Μ. και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλλει διατροφή γι` αυτά. Oτι στις 16.10.2003, προκειμένου να επιλύσουν με τον εναγόμενο τα προβλήματα που προέκυψαν από τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης τους, την αναγκαιότητα λύσης του γάμου τους ενόψει και της απόκτησης εκ μέρους της άλλου τέκνου από σχέση την οποία συνήψε με άλλον άνδρα μετά από τη διάσπαση, και κυρίως τα ζητήματα της ρύθμισης της επιμέλειας των κοινών τέκνων τους, της επικοινωνίας με αυτά, της εκπροσώπησης τους, της διαχείρισης της περιουσίας τους και της διατροφής τους, συνυπέγραψαν το από 16.10.2003 ιδιωτικό συμφωνητικό. Ότι σε αυτό προβλέφθηκαν μεταξύ άλλων κατά λέξη και τα εξής: "Διά του παρόντος η β` συμβαλλόμενη αναγνωρίζει ρητά και ανεπιφύλακτα ότι ο α` συμβαλλόμενος, παρά τη μεταξύ τους δημιουργηθεισα δυσάρεστη κατάσταση, έχει σταθεί δίπλα στα ανήλικα τέκνα τους με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και τους παρείχε απλόχερα αγάπη, ψυχική υποστήριξη και χρηματική βοήθεια πέραν του δέοντος και πέραν των διά της άνω υπ` αριθ. 20741/2002 δικαστικής αποφάσεως ορισθέντων σχετικών υποχρεώσεων του. Κατά τη βάσιμη και ανεπιφύλακτη λοιπόν άποψη της, ο α` συμβαλλόμενος είναι κατάλληλος ίνα αναλάβει εξ ολοκλήρου και κατά τα ανωτέρω την άσκηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους. Περαιτέρω συμφωνείται όπως ο α` συμβαλλόμενος άμεσα καταθέσει νομίμως αγωγή κατά της β` συμβαλλόμενης περί εκδόσεως διαζυγίου κατ` αντιδικία και οριστικής αναθέσεως εις αυτόν της γονικής μέριμνας και επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους, κατά τη συζήτηση της οποίας η β` συμβαλλόμενη υποχρεούται όπως αφενός παρασταθεί και συνομολογήσει άπασα την ενλόγω αγωγή του α` συμβαλλομένου και εκδοθεί απόφαση υπέρ του, και αφετέρου όπως παραιτηθεί από την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως που θα εκδοθεί. Συμφωνείται δε όπως ο α` συμβαλλόμενος καταβάλει εις την β` συμβαλλόμενη το ποσό των εκ 30.000 ευρώ (τριάντα χιλιάδων ευρώ), μέρος του οποίου αποτελεί τη νόμιμη και δίκαιη συμμετοχή της τελευταίας στα αποκτήματα του γάμου τους, το δε μεγαλύτερο μέρος αυτού αποτελεί την ανταμοιβή της εκ μέρους του α` συμβαλλομένου για τη ρητή και ανεπιφύλακτη εκ μέρους της αναγνώριση του συμφέροντος των ανηλίκων τέκνων τους να διαβιώνουν υπό τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του πατέρα τους α` συμβαλλομένου, καθώς και ένδειξη ευγνωμοσύνης του τελευταίου προς τη β` συμβαλλόμενη για το λόγο αυτόν, ήτοι για την εκ μέρους της β` συμβαλλόμενης ρητή και ανεπιφύλακτη παραχώρηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους εις τον α` συμβαλλόμενο". Ότι το ποσό των 30.000 ευρώ συμφωνήθηκε με το συμφωνητικό να καταβληθεί τμηματικά ως εξής: α`) 5.000 ευρώ κατά την κατάθεση και συζήτηση αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων του εναγομένου σχετικής με την προσωρινή ανάθεση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας των παιδιών τους σ` αυτόν, αφού υπογραφεί και άλλο συμφωνητικό αναφερόμενο στην προσωρινή ανάθεση της γονικής μέριμνας στον ίδιο, το οποίο θα συμφωνεί, όπως και οι ισχυρισμοί που θα περιλαμβάνονται στα έγγραφα σημειώματα που θα καταθέσουν κατά τη συζήτηση της αίτησης με τις προβλέψεις του από 16.10.2003 συμφωνητικού, β`) 10.000 ευρώ κατά την κατάθεση προτάσεων επί αγωγής διαζυγίου και οριστικής ανάθεσης σ` αυτόν της γονικής μέριμνας των παιδιών που θα ασκούσε ο εναγόμενος, οπότε και θα εμφανιζόταν η νυν ενάγουσα και εκεί εναγομένη αποδεχόμενη όλο το περιεχόμενο της αγωγής, ενώ οι προτάσεις των διαδίκων θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις ρυθμίσεις του συμφωνητικού, γ`) 15.000 ευρώ αμέσως μετά την παραίτηση της ενάγουσας από την άσκηση ενδίκων μέσων κατά της απόφασης που θα εκδιδόταν επί της ανωτέρω υπό στοιχείο β` αγωγής του εναγομένου με αντικείμενο την έκδοση διαζυγίου και την οριστική ανάθεση της γονικής μέριμνας των τέκνων τους σ` αυτόν. Η β` συμβαλλόμενη δήλωσε επίσης με το ίδιο συμφωνητικό ότι αναγνωρίζει το ποσό των 30.000 ευρώ "ως εύλογο και δίκαιο για το σκοπό που της καταβάλλεται" και ότι δεν διατηρεί απαίτηση διατροφής κατά του εν διαστάσει συζύγου της. Ότι η ίδια εκπλήρωσε όλες τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει με το ανωτέρω συμφωνητικό, με αποτέλεσμα να ανατεθεί πλέον στον εναγόμενο προσωρινά η επιμέλεια των τέκνων τους. Αυτός όμως της κατέβαλε μόνον την πρώτη συμφωνηθείσα δόση του ως άνω ποσού, ανερχόμενη σε 5.000 ευρώ, κατά τη συζήτηση της αιτήσεως του ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ανάθεση στον ίδιο της άσκησης της γονικής μέριμνας, στη συνέχεια όμως δεν της κατέβαλε τα υπόλοιπα 25.000 ευρώ, μη παριστάμενος κατά τη συζήτηση της αγωγής διαζυγίου και οριστικής ανάθεσης της άσκησης της γονικής μέριμνας στον ίδιο και θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτό θα απαλλασσόταν από τη σχετική υποχρέωση του. Ότι το ποσό των 25.000 ευρώ τής οφείλεται βάσει της αναγνώρισης του χρέους του, που έγινε εγκύρως με το άνω έγγραφο συμφωνητικό κατά τις διατάξεις του άρθρου 873 ΑΚ. Η ενάγουσα ζητούσε με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει 25.000 ευρώ, νομι- μοτόκως κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, ευθυνόμενος εκ της μεταξύ τους ανωτέρω συμβάσεως αναγνωρίσεως χρέους, άλλως δε, και αν θεωρηθεί άκυρη ή ελαττωματική η αιτία της οφειλής του και η σχετική σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού.

Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αφού εκτίμησε ότι η αγωγή στηριζόταν κατά την κύρια βάση της σε σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, την απέρριψε και κατά την κύρια και κατά την επικουρική της βάση, ως αόριστη μεν κατά το μέρος της που αναφερόταν στην απαίτηση της ενάγουσας για συμμετοχή της στα αποκτήματα του συζύγου της και ως μη νόμιμη κατά το μέρος της που αναφερόταν σε ανταμοιβή της ενάγουσας για την παραχώρηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων τους στον εναγόμενο. Ειδικότερα δέχθηκε ως προς την αξίωση από την αμέσως προαναφερόμενη δεύτερη αιτία ότι η σύμβαση με αυτό το περιεχόμενο αντίκειται στα χρηστά ήθη και είναι γι` αυτόν το λόγο άκυρη, μη δυνάμενη να θεμελιώσει αγώγιμη απαίτηση στηριζόμενη σ` αυτήν, αλλά και στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού δεν υφίσταται αυτοτελής αξίωση παροχής με βάση αυτές. Η ενάγουσα και ήδη εκκαλού-σα προσβάλλει την εκκαλουμένη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της και την παραδοχή της αγωγής της.

Οι λόγοι της εκκαλουμένης οι αναφερόμενοι σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων είναι απορριπτέοι ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης προϋποθέσεως (βλ. και Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 222 αρ. 6), εφόσον το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν υπεισήλθε στην έρευνα της ουσίας της υποθέσεως ώστε να τίθεται ζήτημα εκτίμησης των αποδείξεων, αλλά απέρριψε την αγωγή για λόγους αναγόμενους στο παραδεκτό και τη νομιμότητα του αγωγικού δικογράφου, η έρευνα των οποίων προηγείται της κατ` ουσίαν εξέτασης της αγωγής. Κατ` άρθρο 1510 παρ. 1 ΑΚ, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών με τις διατάξεις των άρθρων 1513 και 1514 ΑΚ προκύπτουν τα ακόλουθα: Η γονική μέριμνα έχει το χαρακτήρα λειτουργήματος, ο λειτουργικός δε χαρακτήρας έχει ως συνέπεια ότι το σχετικό δικαίωμα είναι διαρκές, υποχρεωτικό και προσωποπαγές. Eτσι, δεν είναι δυνατή η παραίτηση απ` αυτό ή η υποκατάσταση του φορέα της γονικής μέριμνας με μεταβίβαση σε άλλον. Φορείς του σχετικού δικαιώματος και υποχρεώσεως είναι και οι δύο γονείς και ο κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας αποτελεί αναγκαστικό δίκαιο σε περίπτωση ομαλής τους συμβίωσης. Συμφωνίες περί μερικής ή ολικής παραίτησης του ενός υπέρ του άλλου γονέως από την άσκηση της δεν είναι έγκυρες και δεν δεσμεύουν τους γονείς, με συνέπεια να μπορεί οποιοσδήποτε από τους δύο τους να αποστεί απ` αυτές χωρίς εις βάρος του συνέπειες. 0 κανόνας της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας μπορεί να μην είναι δυνατό να λειτουργήσει στις περιπτώσεις διαζυγίου ή ακυρώσεως του γάμου ή διακοπής της συμβίωσης μεταξύ των συζύγων, οπότε αυτή μπορεί να ρυθμιστεί διαφορετικά από το δικαστήριο, με γνώμονα το συμφέρον των ανηλίκων τέκνων. Η προσφυγή στο δικαστήριο δεν είναι υποχρεωτική για τους γονείς σ` αυτές τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες η γονική μέριμνα μπορεί να συνεχίσει να ασκείται από κοινού εάν συμφωνούν, σύμφωνα με τον ανωτέρω γενικό κανόνα (βλ. σχετ. Κουνουγέρη - Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τόμ. 2ος, έκδ. 2003, σελ. 242, 252, 253, 257, 258, 268, 279).

Εξάλλου, κατά το άρθρο 178 του ΑΚ, "δικαιοπραξία που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη είναι άκυρη". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως κριτήριο των χρηστών ηθών χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αντίθεση δε στα χρηστά ήθη, που καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία και έχει ως συνέπεια να θεωρείται αυτή, κατ` άρθρο 180 ΑΚ, σαν να μη έγινε, κρίνεται από το περιεχόμενο της, ενόψει όχι μεμονωμένως της αιτίας που κίνησε τους συμβαλλόμενους να τη συνάψουν ή το σκοπό στον οποίο αυτοί αποβλέπουν, αλλά του συνόλου των περιστάσεων και των συνθηκών που τη συνοδεύουν (βλ. ΟλΑΠ 2/1991, ΑΠ 63/2005 ΕλλΔνη 2005.1411, ΑΠ 1137/2006 ΧρΙΔ 2006.40, ΑΠ 760/2001 ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, άκυρη ως αντίθετη στα χρηστά ήθη είναι και η δικαιοπραξία με την οποία συνομολογείται χρηματική αμοιβή για την εκτέλεση καθήκοντος ή την παράλειψη εκτέλεσης καθήκοντος που επιβάλλεται από το νόμο ή την ηθική χωρίς να προβλέπεται η παροχή ανταλλάγματος (βλ. σχετ. και Γεωργιάδη- Σταθόπουλου, Κατ` άρθρο Ερμ.ΑΚ, υπό άρθρο 178 II 2). Τέτοια δικαιοπραξία είναι και η σύμβαση με την οποία συνομολογείται, στην περίπτωση της διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η παροχή από τον ένα γονέα στον άλλο χρηματικού ποσού ως ανταμοιβή για την παραίτηση του τελευταίου από την ολική ή και μερική άσκηση της γονικής μέριμνας ή για την παραχώρηση της ασκήσεως της. Αυτό συμβαίνει διότι η γονική μέριμνα έχει κατά τα ανωτέρω και χαρακτήρα καθήκοντος και λειτουργήματος, που επιβάλλεται από το νόμο και την ηθική, είναι συνδεδεμένη με τα πρόσωπα των γονέων λόγω ακριβώς αυτής της ιδιότητας τους, η δε άσκηση ή παράλειψη άσκησης της δεν μπορεί να συνεπάγεται, σύμφωνα με τις ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, την παροχή ανταλλαγμάτων μεταξύ των φορέων της, αλλά αποσκοπεί στο συμφέρον των τέκνων.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τρόπο αφηρημένο, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, στην οποία δεν αναφέρεται η αιτία του χρέους, λογίζεται, σε περίπτωση αμφιβολίας, ότι έγινε με το σκοπό να γεννηθεί ενοχή, μη εξαρτώμενη από την αιτία του χρέους. Αν στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται απλώς η αιτία του χρέους, όταν αυτό μάλιστα γίνεται αορίστως (ΟλΑΠ 2088/1986), δεν αποκλείεται και πάλι να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του, διότι η διάταξη του εδαφίου β` του ως άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτήν ορισμένη έννοια μόνον ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας). Κατά κανόνα όμως σε τέτοιες περιπτώσεις πρόκειται για αιτιώδη αναγνώριση χρέους, η οποία δεν προβλέπεται μεν ως επώνυμη συμβατική σχέση, εντάσσεται όμως στη γενική αρχή της συμβατικής ελευθερίας (ΑΚ 361). Η περιεχόμενη στη σχετική σύμβαση δήλωση μπορεί να έχει απλώς επιβεβαιωτικό χαρακτήρα και η σημασία της να είναι κυρίως αποδεικτική (εξώδικη ομολογία). Αυτή επάγεται όμως και διακοπή της παραγραφής ως αναγνώριση (ΑΚ 260), είναι δε δυνατό να έχει και άλλα νομικά αποτελέσματα (λ.χ. ΑΚ 272 παρ. 2 εδ. β`, 437,156). Η σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους μπορεί επίσης να ιδρύει νέα και αυτοτελή βάση υποχρέωσης, που στηρίζει μόνη της την αξίωση του δανειστή. Αυτό σημαίνει ότι σε περίπτωση έγερσης αγωγής εκ μέρους του για την ικανοποίηση της απαίτησης του δεν απαιτείται αναλυτική παράθεση των γενεσιουργών της λόγων, αλλά αρκεί η αναφορά του περιεχομένου της σύμβασης αναγνώρισης στην οποία περιλαμβάνεται και συνοπτική απλώς μνεία της αιτίας από την οποία προήλθε, εκείνος δε που αναγνώρισε την από ορισμένη αιτία οφειλή του δεν μπορεί πλέον να προτείνει τις ενστάσεις τις οποίες είχε από την κύρια αιτία (βλ. σχετικά με τον επιβεβαιωτικό χαρακτήρα της αιτιώδους αναγνώρισης και τις συνέπειες του καθώς και τη δυνατότητα ίδρυσης νέας αυτοτελούς βάσης ενοχής και τις συνέπειες της ΑΠ 779/2004 και 1432/2005 ΕλλΔνη 47.1407 και 191). Oπως κάθε σύμβαση, έτσι και η αιτιώδης αναγνώριση χρέους είναι δεσμευτική για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενο της, σε συνδυασμό και με την αναφερόμενη αιτία της, που αποτελεί αναγκαίο μέρος αυτού, να μην προσκρούει σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη, κατ` άρθρο 178 ΑΚ, κατά τα προεκτιθέμενα. Τέλος, ο νομικός χαρακτήρας των εκτιθεμένων από τους διαδίκους πραγματικών περιστατικών και, όταν πρόκειται για σύμβαση, η φύση αυτής δεν εξαρτάται από την ονομασία που δίνουν οι ίδιοι, αλλά αποτελεί έργο του δικαστηρίου, το οποίο σχηματίζει την κρίση του ως προς τον χαρακτήρα της σύμβασης από το περιεχόμενο των συμφωνηθέντων και καθορίζει τους κανόνες δικαίου που θα εφαρμοστούν, λαμβάνοντας υπόψη, όταν παρίσταται ανάγκη, και στοιχεία έξω από το περιεχόμενο της σύμβασης (βλ. ΑΠ 82/87 ΕλλΔνη 29.288, ΕφΑΘ 2439/2001 ΤΝΠ Νόμος).

Στην προκείμενη περίπτωση, η έγγραφη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων μερών με το περιεχόμενο που παρατίθεται ανωτέρω, όπως αυτό αναφέρεται αναλυτικώς στην αγωγή, αποτελεί, όσον αφορά την απαίτηση της ενάγουσας που συνίσταται στη λήψη ανταλλάγματος ("ανταμοιβής" της κατά την έκφραση που χρησιμοποιήθηκε) για τη συμφωνία της στη ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας των τέκνων της, σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους. Αυτό συμβαίνει διότι τα μέρη θέλησαν με αυτήν να ιδρύσουν νέα ενοχή στηριζόμενη στη σχετική σύμβαση, χωρίς όμως να αποσυνδέσουν το χρέος αυτό από την αιτία του. Αντιθέτως μάλιστα το συνέδεσαν με αυτήν. Το δικαστήριο καταλήγει σε αυτήν την κρίση του όχι μόνον από τη γενική αναφορά της αιτίας στο σχετικό παρατιθέμενο απόσπασμα του συμφωνητικού, αλλά και από τα εξής εκτιθέμενα στην αγωγή στοιχεία, τα οποία οδηγούν στο σχηματισμό πλήρους δικανικής πεποίθησης ως προς το χαρακτήρα της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης: 1) Κατά το χρόνο κατάρτισης της σύμβασης η αποκλειστική άσκηση της επιμέλειας των ανηλίκων τέκνων των διαδίκων είχε ανατεθεί με οριστική απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου στην ενάγουσα (βλ. σελ. 4 της αγωγής). 2) Η σχετική πρόβλεψη για ανταμοιβή της ενάγουσας περιλήφθηκε σε ιδιωτικό συμφωνητικό που είχε ως κύριο αντικείμενο τη ρύθμιση της επιμέλειας των τέκνων των διαδίκων και την επικοινωνία με αυτά, την εκπροσώπηση τους, τη διαχείριση της περιουσίας τους και τη διατροφή τους (βλ. σελ. 5 της αγωγής). 3) Στο σχετικό όρο του συμφωνητικού γίνεται εκτενής και ειδική αναφορά στην αιτία της αναγνώρισης του σχετικού χρέους, το ποσό του οποίου αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος αυτών που θα κατέβαλλε ο εναγόμενος. Αναφέρεται ειδικότερα ότι αυτό το ποσό αποτελεί ανταμοιβή της για τη ρητή και ανεπιφύλακτη αναγνώριση εκ μέρους της του συμφέροντος των τέκνων τους να διαβιώνουν υπό τη γονική μέριμνα και επιμέλεια του πατέρα τους και την παραχώρηση της άσκησης των συγκεκριμένων λειτουργημάτων σ` αυτόν, καθώς και ότι θα καταβληθεί και εις ένδειξη ευγνωμοσύνης του γι` αυτές τις αιτίες (βλ. σελ. 6 αγωγής). 4) Ο τρόπος τμηματικής καταβολής του συνολικού ποσού, που ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει ο εναγόμενος, συνδέθηκε άμεσα με τις δικαστικές ενέργειες, στις οποίες ήταν αναγκαίο να προβεί η ενάγουσα και αυτός προκειμένου να του ανατεθεί με δικαστική απόφαση η άσκηση της γονικής μέριμνας και επιμέλειας των τέκνων τους. Ειδικότερα, καθορίσθηκε υποχρέωση καταβολής 5.000 ευρώ κατά τη συζήτηση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων του εναγομένου για την προσωρινή ρύθμιση της άσκησης της γονικής μέριμνας και επιμέλειας, 10.000 ευρώ με την κατάθεση προτάσεων επί αγωγής διαζυγίου και οριστικής ρύθμισης της άσκησης της γονικής μέριμνας και 15.000 ευρώ με την παραίτηση της ενάγουσας από τα ένδικα μέσα κατά της αποφάσεως με τα παραπάνω αντικείμενα (βλ. σελ. 6 και 7 αγωγής). Με τους ίδιους όρους καθορίσθηκε και το περιεχόμενο των ισχυρισμών που θα προέβαλλε η ενάγουσα με το σχετικό έγγραφο σημείωμα και τις προτάσεις της ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, το οποίο έπρεπε να είναι σύμφωνο με τις προβλέψεις του συμφωνητικού, ώστε να επιτευχθεί ουσιαστικά η "δικαστική επικύρωση" της ως άνω συμφωνίας τους (βλ. σελ. 7 της αγωγής). 5) Η ενάγουσα έλαβε από τον εναγόμενο 5.000 ευρώ έναντι του συνολικώς συμφωνηθέντος ποσού κατά τη συζήτηση της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων που είχε καταθέσει αυτός (βλ. σελ. 8 της αγωγής). 6) Η ίδια διατείνεται ότι, αν και εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της, που ανέλαβε με τη σύμβαση, και συγκεκριμένα επιτεύχθηκε να ανατεθεί με απόφαση ασφαλιστικών μέτρων η προσωρινή επιμέλεια των τέκνων τους στον εναγόμενο, αυτός δεν υπήρξε συνεπής στις υποχρεώσεις του καταβολής του υπολοίπου ποσού. Η ενάγουσα συνδέει και με τον τρόπο αυτόν άμεσα την εκπλήρωση της δικής του συμφωνηθείσας "παροχής" με το αντάλλαγμα που συμφωνήθηκε να της καταβάλειο εναγόμενος.

Η ανωτέρω σύμβαση αιτιώδους αναγνώρισης χρέους, κατά το μέρος της με το οποίο συμφωνήθηκε οικονομικό αντάλλαγμα και συγκεκριμένα χρηματική παροχή καταβλητέα από τον εναγόμενο προς την ενάγουσα για την παραίτηση της από την άσκηση του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας των ανηλίκων τέκνων τους και για την παραχώρηση της ασκήσεως της σ` αυτόν, που θα ολοκληρωνόταν διά της ως άνω μεθοδεύσεως (κατάθεση σημειώματος και προτάσεων με καθορισμένο εκ των προτέρων και συμφωνηθέν μεταξύ των διαδίκων περιεχόμενο) και με την έκδοση σχετικών δικαστικών αποφάσεων, είναι αντίθετη στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση με αυτό το περιεχόμενο έρχεται ειδικότερα σε αντίθεση με τις ιδέες του κατά γενική αντίληψη με φρόνηση και χρηστότητα σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, σύμφωνα με τα εκτενώς προδιαλαμβανομενα. Επομένως αυτή είναι κατά το μέρος αυτό άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε, το σχετικό δε αίτημα της αγωγής, το στηριζόμενο σε αυτήν τη σύμβαση, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο κατά την κύρια βάση του. Η αγωγή είναι μη νόμιμη κατά το σχετικό αίτημα της και ως προς την επικουρική της βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι ο εναγόμενος δεν κατέστη πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία της ή προς ζημία της ενάγουσας, ώστε να υποχρεούται να της αποδώσει την ωφέλεια κατ` άρθρο 904 ΑΚ. Ειδικότερα η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του από την άκυρη, λόγω αντίθεσης της στα χρηστά ήθη, συμβάσεως, δεν τον καθιστά αδικαιολογήτως πλουσιότερο κατά το ποσό που είχε αναλάβει να καταβάλει βάσει αυτής. Αντιθέτως, κατά την έννοια του άρθρου 904 παρ. 1 εδ. 2 ΑΚ, ο εναγόμενος θα μπορούσε στην προκείμενη περίπτωση να ζητήσει την απόδοση της ωφέλειας της ενάγουσας αν είχε εκπληρώσει την προερχόμενη από άκυρη σύμβαση παροχή. Η αγωγή είναι περαιτέρω απορριπτέα ως αόριστη, κατ` άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, και κατά την κύρια και κατά την επικουρική της βάση ως προς την απαίτηση της ενάγουσας που στηρίζεται στην αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα του συζύγου της - εναγομένου. Στο αγωγικό δικόγραφο δεν αναφέρεται καν σε ποιο ύψος ανέρχεται συγκεκριμένα αυτή η απαίτηση της, που ανάγεται στις περιουσιακές σχέσεις των συζύγων μετά τη λύση του γάμου ή τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης επί τριετία και διαφοροποιείται βεβαίως από το αντάλλαγμα για την παραχώρηση της άσκησης της γονικής μέριμνας, το οποίο αποτελούσε κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας "το μεγαλύτερο μέρος" του αιτηθέντος ποσού των 30.000 ευρώ. Η ενάγουσα με λόγο της έφεσης της ισχυρίζεται ότι η σύμβαση μεταξύ της ιδίας και του εναγομένου αποτελούσε μεν τελικώς αιτιώδη αναγνώριση χρέους, αυτή αποσκοπούσε όμως να ιδρύσει νέα αυτοτελή βάση ενοχής απαλλαγμένη από τις όποιες ενστάσεις του εναγομένου από την κύρια αιτία, με συνέπεια να είναι εσφαλμένη η απόρριψη της αγωγής αυτής. Ο λόγος αυτός της έφεσης είναι απορριπτέος, διότι ερείδεται και αυτός επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού η αγωγή δεν απορρίφθηκε κατά παραδοχή ενστάσεως του εναγομένου, αλλά εξ υπαρχής ως μη νόμιμη με βάση το περιεχόμενο της. Η σύσταση δε νέας αιτιώδους ενοχής δεν συνεπάγεται το ανέλεγκτο του περιεχομένου της, σε συνδυασμό και με την προσδιοριζόμενη αιτία, όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει η ενάγουσα με άλλο λόγο της έφεσης της, που είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Τα στοιχεία αυτά ελέγχονται από το δικαστήριο προκειμένου να διαγνωσθεί αν η σύμβαση δεν αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου ή στα χρηστά ήθη και αν επομένως δεσμεύει τα μέρη, ώστε να είναι νόμιμο το αίτημα δικαστικής προστασίας που ζητείται με βάση αυτήν. Δεν ασκούν επίσης οποιαδήποτε έννομη επιρροή στην κρίση επί της νομιμότητας της αγωγής: α`) Το γεγονός ότι η παραίτηση από το δικαίωμα γονικής μέριμνας είναι άκυρη, αφού το καθοριστικό στην προκείμενη περίπτωση ζήτημα είναι η λήψη ανταλλάγματος για την παραίτηση από την άσκηση της και την παραχώρηση της άσκησης της, η οποία μεθοδεύεται μάλιστα να επιτευχθεί με την έκδοση σχετικής δικαστικής απόφασης κατά τον προαναφερόμενο τρόπο, β`) Τα επικαλούμενα από την ενάγουσα με το δικόγραφο της έφεσης της πραγματικά περιστατικά, ότι το συμφωνητικό αναφερόταν σε προσωρινή ρύθμιση της επιμέλειας των τέκνων τους και σε εκπροσώπηση και διαχείριση της περιουσίας αυτών από αμφότερους τους διαδίκους, αφού και η συνομολόγηση ανταλλάγματος για την παραχώρηση μέρους μόνον της άσκησης της γονικής μέριμνας (δηλαδή της επιμέλειας ή και προσωρινής επιμέλειας) αντίκειται στα χρηστά ήθη. γ`) Το επικαλούμενο από την ενάγουσα περιστατικό, ότι το συμφωνητικό υπογράφηκε προς διευθέτηση των διαφορών μεταξύ της ιδίας και του συζύγου της με πρωτοβουλία του τελευταίου, αφού η ίδια ζητεί με την αγωγή της την εκπλήρωση του ανταλλάγματος που της υποσχέθηκε. Επομένως και οι λόγοι της εφέσεως της ενάγουσας με το αμέσως προαναφερόμενο περιεχόμενο είναι απορριπτέοι.

Απορριπτέος ως μη νόμιμος είναι και ο λόγος της, με τον οποίο ισχυρίζεται ότι μόνο με τον προβλεφθέντα στο συμφωνητικό τρόπο μπορούσαν να ανατραπούν τα αποτελέσματα της οριστικής απόφασης που ανέθεταν στην ίδια την επιμέλεια, ο δε εναγόμενος ανέλαβε να της καταβαλει το ανωτέρω ποσό λόγω ιδιαίτερου ηθικού καθήκοντος του, εφόσον ηθικό καθήκον ανταμοιβής για ανήθικη συναλλαγή δε μπορεί να νοηθεί. Σύμφωνα με αυτά, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που κατέληξε σε όμοια κρίση και απέρριψε την αγωγή και κατά την κύρια και κατά την επικουρική της βάση ως εν μέρει μη νόμιμη (ως προς το αντάλλαγμα για την παραχώρηση άσκησης της γονικής μέριμνας) και εν μέρει αόριστη (ως προς την απαίτηση την αναφερόμενη σε συμμετοχή στα αποκτήματα) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο, έστω και με εν μέρει ελλιπείς αιτιολογίες, οι οποίες πρέπει να συμπληρωθούν με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθ. 534 ΚΠολΔ κατ` ανάλογη εφαρμογή).