ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Βασίλειο Ρήγα Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λοβέρδου), Δημήτριο Δαλιάνη, Ιωάννη-Σπυρίδωνα Τέντε, Χαράλαμπο Δημάδη - Εισηγητή και Γεώργιο Γιαννούλη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 3 Δεκεμβρίου 2007, με την παρουσία και της Γραμματέως Σουζάνας Κουφιάδου, για να δικάσει μεταξύ :
Της αναιρεσείουσας: Χ, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Σπύρος Δημητρακόπουλος.
Του αναιρεσιβλήτου: Ψ, τον οποίο εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος του Φίλιππος Φυλακτόγλου.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 31.08.1992 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Ηλείας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 118/1998 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 562/2003 αναβλητική και 689/2006 του Εφετείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητά η αναιρεσείουσα με την από 18.12.2006 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Χαράλαμπος Δημάδης ανέγνωσε την από 23.11.2007 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της ενδίκου αιτήσεως αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 1400 του Α.Κ., όπως ισχύει μετά το ν. 1329/1983 και εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 12 του ν. 1649/1986, και για περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη της ισχύος του άνω νόμου (18.2.1983), λαμβανομένη σε συνδυασμό με το άρθρο 216 Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της εκ της ανωτέρω διατάξεως αγωγής είναι α) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ' ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, β) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και γ) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση με οποιονδήποτε τρόπο. Για το ορισμένο άρα της αγωγής πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφο, εκτός από τα κατά τη διάταξη του άρθρου 116 ΚπολΔ στοιχεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως της περιουσίας) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση καθώς και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Ειδικότερα α) για μεν το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται κατ' αρχήν υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υποχρέου ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει η αύξηση. Επί δε αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα, στηριζομένη στη συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως, το ζήτημα αν επήλθε ή όχι από της τελέσεως του γάμου επαύξηση της περιουσίας του υποχρέου και πόση ανάγεται τελικώς στο χρόνο ασκήσεως της αγωγής. Στον ίδιο χρόνο πρέπει να γίνεται και η σε χρήμα αναγωγή των όποιων αποκτήθηκαν περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου για τον προσδιορισμό της ενοχικής και, κατ' αρχήν, χρηματικής αξιώσεως του ενάγοντος στα αποκτήματα του άλλου συζύγου (ΑΠ 814/2004,1584/2003, 430/2002). Στην προκειμένη περίπτωση, από το δικόγραφο της αγωγής, που το περιεχόμενό του ελέγχεται για την έρευνα προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., όπως ορθώς εκτιμάται, εδέχθη δε και το Εφετείο, ιστορείται ότι οι διάδικοι σύζυγοι συνήψαν νόμιμο γάμο το έτος 1972, ότι κατά το θέρος του έτους 1987 ήλθαν σε διάσταση που διήρκησε επί τριετία, ότι κατά τη διάρκεια του γάμου των η ήδη αναιρεσείουσα απέκτησε την ψιλή κυριότητα επί ενός οικοπέδου με το υπ' αριθμ. ..... προικοσυμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πύργου Ηλείας Μ.Α., ότι επί του οικοπέδου αυτού ο ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος κατά το χρονικό διάστημα από τις αρχές του έτους 1979 μέχρι το έτος 1985 με δικές του δαπάνες και προσωπική εργασία (κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή, στην οποία εξειδικεύονται οι δαπάνες και η σε χρήμα αποτίμηση της εργασίας) ανήγειρε υπερυψωμένη ισόγεια κατοικία με δυνατότητα κατασκευής τριών υπέρ το ισόγειο ορόφων, ότι η αξία του όλου ακινήτου (οικοπέδου και κτίσματος) κατά την συμπλήρωση του χρόνου της τριετούς διαστάσεως των διαδίκων συζύγων ανερχόταν στο ποσό των 21.000.000 δραχμών, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί η αξία του οικοπέδου, ανερχομένη στο ποσό των 3.124.000 δραχμών και η αξία ληφθέντων δανείων εκ 3.560.000 δραχμών, που εξυπηρετούνται αποκλειστικά από την εναγομένη. Έτσι, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή αυτή η καθαρή αύξηση της περιουσίας της εναγομένης από την τέλεση του γάμου μέχρι την συμπλήρωση της τριετούς διαστάσεως των διαδίκων συζύγων, στην οποία συνέβαλε αποκλειστικά ο ενάγων με χρηματικές παροχές και προσωπική εργασία, ανήλθε στο συνολικό ποσό των 13.916.000 δραχμών [21.000.000- (3.124.000+3.960.000)]. Συναφώς δε προς τα ανωτέρω ο ενάγων εζήτησε, κατά το κύριο αίτημα, να επιδικασθεί αυτούσιο το μέρος της αυξήσεως της περιουσίας της εναγομένης που αντιστοιχεί στην έκταση της ιδικής του συμβολής, κατά δε το επικουρικό να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 13.916.000 δραχμών που αντιστοιχεί στην σε χρήμα αποτίμηση του μέρους της άνω προσαυξήσεως, που αντιστοιχεί στην έκταση της συμβολής. Υπό το ανωτέρω ιστορικό και αίτημα η αγωγή του αναιρεσιβλήτου είναι αρκούντως ορισμένη, διαλαμβάνουσα με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα κατά το νόμο αναγκαία για την γέννηση της ενδίκου αξιώσεως γεγονότα, ήτοι α) την αύξηση της περιουσίας της εναγομένης κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, με την ανέγερση της οικοδομής επί του οικοπέδου της, β) την συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση αυτή με αναφορά στον τρόπο της εν λόγω συμβολής και γ) την τελική αξία της περιουσίας της εναγομένης κατά τη συμπλήρωση τριετίας από τη διακοπή της εγγάμου συμβιώσεώς τους. Επομένως, το Εφετείο σύμφωνα με το νόμο έκρινε την αγωγή ορισμένη και παραδεκτή και συνεπώς ο περί του αντιθέτου δεύτερος, κατά το πρώτο μέρος, λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήσσεται η προσβαλλομένη για πλημμέλεια από το άρθρο 559 αρ.14 Κ.Πολ.Δ., διότι δεν την απέρριψε ως αόριστη, καίτοι ο ενάγων δε προσδιόρισε ποιες εργασίες εξετέλεσε με την σε χρήμα αποτίμησή τους πριν από την ισχύ του ν. 1329/1983 (18.2.1983) και ποιες μετά από την ισχύ του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλομένη για πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., γιατί το Εφετείο, παρά το ότι στην ιστορική βάση της αγωγής γίνεται αναφορά στην αξία της (τελικής) περιουσίας της κατά τον χρόνο γεννήσεως της ενδίκου αξιώσεως (χρόνος συμπληρώσεως της τριετούς διαστάσεως), έλαβε υπόψη για τον προσδιορισμό της εν λόγω αξίας, ακολούθως δε και για τον προσδιορισμό της σε χρήμα αξίας του οφειλομένου στον ενάγοντα μέρους της αυξήσεως, αντιστοιχούντος στην έκταση της συμβολής, μεταγενέστερο χρονικό σημείο, ήτοι εκείνο της ασκήσεως της αγωγής. Όπως όμως, προκύπτει από την προσβαλλομένη το Εφετείο έκρινε ότι η χρηματική αξία της τελικής περιουσίας της εναγομένης μεταξύ των ανωτέρω δύο χρονικών σημείων παρέμεινε αμετάβλητη και επομένως η αναφορά του στον χρόνο ασκήσεως της αγωγής για τον προσδιορισμό της ανωτέρω χρηματικής αξίας δεν θεμελιώνει τον από τον αριθμό 8 του άρθρου 553 Κ.Πολ.Δ. προβλεπόμενο αναιρετικό λόγο εξαιτίας λήψεως υπόψη ισχυρισμού, μη διαλαμβανομένου στην ιστορική βάση της αγωγής. Επομένως, ο άνω λόγος αναιρέσεως (πρώτος από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ.) είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
II. Επειδή, κατά το άρθρο 1400 §1 του ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Η προηγουμένη παράγραφος εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομία ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες". Κατά δε το άρθρο 54 §1 του ίδιου ν. 1329/1983, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από τότε που ίσχυε με το άρθρο 12 του ν. 1649/1986, οι διατάξεις του άρθρου 1400 του ΑΚ αφορούν και περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1329/1983, εφόσον ο γάμος δεν έχει λυθεί ή ακυρωθεί μέχρι τότε. Kατά την αληθινή έννοια των διατάξεων αυτών η απαίτηση του κάθε συζύγου στα αποκτήματα του άλλου από το άρθρο 1400 ΑΚ είναι, κατ' αρχήν, ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή του δικαιούχου. Η αύξηση της περιουσίας του υποχρέου συζύγου προκύπτει από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεώς του σε δύο χρονικά σημεία, δηλαδή τη στιγμή της τελέσεως του γάμου αφενός και τη στιγμή που γεννάται η αξίωση αφετέρου. Για την ορθή αποτίμηση της τυχόν αυξήσεως της περιουσίας του υποχρέου, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, πρέπει να υπολογισθεί η πραγματική αύξηση της περιουσίας, με αποτίμηση και της αρχικής περιουσίας στις τιμές του χρόνου υπολογισμού της τελικής περιουσίας (ήτοι του χρόνου γεννήσεως της άνω αξιώσεως). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας θεωρείται στην περίπτωση λύσεως του γάμου με διαζύγιο ή ακυρώσεώς του ο χρόνος του αμετακλήτου της σχετικής αποφάσεως, στην περίπτωση δε της τριετούς διαστάσεως, ενόψει του ότι η άσκηση της αξιώσεως με βάση τη συμπλήρωση τριετίας από τη συζυγική διάσταση έχει ως προϋπόθεση ότι ο γάμος δεν έχει ακόμη λυθεί ή ακυρωθεί, η περιουσιακή αύξηση του υποχρέου συζύγου στην περίπτωση αυτή πρέπει να ανάγεται στο χρόνο ασκήσεως της αγωγής του άρθρου 1400 του ΑΚ, καθόσον για την γέννηση της αξιώσεως αυτής δεν ορίζεται από το νόμο συγκεκριμένη χρονική αφετηρία, αφού αρκεί να έχει διαρκέσει η διάσταση των συζύγων περισσότερο από τρία χρόνια (ΑΠ 94/2001, 1658/2001). Περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ η συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υποχρέου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και υπηρεσιών, σε χρήμα αποτιμωμένων, καθό μέτρο αυτές δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση της συνεισφοράς του στις οικογενειακές ανάγκες. (ΑΠ 3/2003). Εξάλλου, στο άρθρο 56 του ν. 1329/1983 ορίζονται τα εξής: "Οι προίκες που έχουν ήδη συσταθεί κατά την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου αποδίδονται στην γυναίκα. Από το χρονικό αυτό σημείο η γυναίκα αποκτά αυτοδικαίως το πλήρες δικαίωμα στα προικώα. Η απόδοση δεν υπόκειται σε καμία φορολογία ή τέλος. Ο άνδρας δεν οφείλει, σ' αυτή την περίπτωση, τους καρπούς που συνέλεξε πριν από την έναρξη της ισχύος αυτού του νόμου, ακόμη και αν τους συνέλεξε υπερβαίνοντας την τακτική εκμετάλλευση ή από έκτακτα περιστατικά. Αλλά και δεν δικαιούται να απαιτήσει τις δαπάνες που έκανε στα προικώα κατά την ίδια αυτή περίοδο, εφόσον αυτές βαραίνουν τον επικαρπωτή, σύμφωνα με τις διατάξεις που ρυθμίζουν την επικαρπία. Δικαιούται, αντίθετα, στην περίπτωση που επιχείρησε ουσιώδεις προσθήκες στα προικώα, που δεν τον βαρύνουν ως επικαρπωτή, να απαιτήσει τη διαφορά ανάμεσα στην αξία του προικώου μαζί με την προσθήκη, κατά τον χρόνο της απόδοσης, και στην αξία του, κατά τον ίδιο χρόνο, χωρίς την προσθήκη". Με την διάταξη του τελευταίου εδαφίου του ανωτέρω άρθρου, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση, του ν. 1329/1983, ενόψει της αυτοδίκαιης αποκτήσεως των προικώων πραγμάτων από την γυναίκα, κατά πλήρη κυριότητα, μετά την κατάργηση του θεσμού της προικός με το νόμο αυτό, και την επ' αυτών παύση της διοικήσεως και διαχειρίσεως του συζύγου ως επικαρπωτή κατά τις προϊσχύουσες και καταργηθείσες με τον ίδιο νόμο διατάξεις των άρθρων 1412 και 1414 παρ.2 ΑΚ, παρεσχέθη μια ειδική έννομη προστασία στο σύζυγο, ο οποίος προέβη με δικές του δαπάνες σε ουσιώδεις προσθήκες επί του προικώου που αύξησαν την αξία του, χωρίς να είναι αναγκαία η εκ μέρους του επίκληση και απόδειξη των ουσιαστικών προϋποθέσεων των άρθρων 736 επ.ΑΚ, στα οποία παραπέμπει το άρθρο 1117 ΑΚ, και χωρίς να είναι αναγκαίο, για να του επιδικασθεί η διαφορά μεταξύ της αξίας του (μέχρι την 18.2.1983) προικώου με την προσθήκη και της αξίας του χωρίς αυτή κατά τον χρόνο της αποδόσεως της προικός, να αναμείνει την αμετάκλητη λύση ή ακυρότητα του γάμου ή τη συμπλήρωση της τριετούς διαστάσεως. Η προαναφερομένη όμως νομική ρύθμιση, εξυπηρετούσα τους ίδιους δικαιοπολιτικούς σκοπούς, όπως και εκείνη της διατάξεως του άρθρου 1400 ΑΚ, δεν αποκλείει και την υπό της τελευταίας διατάξεως προβλεπόμενη αγωγή από το σύζυγο για την άσκηση του δικαιώματός του προς συμμετοχή στο "απόκτημα" της συζύγου του, στην περίπτωση που με οποιοδήποτε τρόπο συνέβαλε στην αύξηση της περιουσίας της με ουσιώδεις προσθήκες που πραγματοποιήθηκαν στο μέχρι την 18.2.1983 προικώο ακίνητό της και ανεξάρτητα από το χρόνο της συμβολής στην αύξηση αυτή. Περαιτέρω η κατά την έννοια του εδαφίου 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου έγκειται στην ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή αυτού, η οποία υπάρχει όταν εφαρμόζεται κανόνας δικαίου, ενώ δεν υφίστανται οι πραγματικές προϋποθέσεις του, ή αντιστρόφως, όταν δεν εφαρμόζεται κανόνας δικαίου, ενώ υφίστανται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, το Εφετείο, εδέχθη ανελέγκτως, μετ' εκτίμηση των αποδείξεων, τα εξής περιστατικά "Οι διάδικοι, συνήψαν νόμιμο γάμο στον ... την 11-6-1972. H συμβίωσή τους διήρκεσε μέχρι το έτος 1987, οπότε διεσπάσθη οριστικά (επακολούθησε δε και η λύση του γάμου το έτος 1993). Κατά τη διάρκεια του γάμου τους και συγκεκριμένα με το ..... συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πύργου Μ.Α., που έχει μεταγραφεί νόμιμα, ο πατέρας της εναγομένης συνέστησε υπέρ αυτής προίκα αποτελούμενη από μία χαμώγειο πλινθόκτιστη πεπαλαιωμένη οικία επί οικοπέδου συνολικού εμβαδού 140,58 τ.μ. επί της οδού ..... στον ... . Στις αρχές του 1979 οι διάδικοι κατεδάφισαν το παλαιό κτίσμα, το οποίο ουδεμία αξία είχε και από τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους δυνάμει της ..... οικοδομικής αδείας άρχισαν να ανεγείρουν νέα οικοδομή αποτελούμενη από ισόγειο και με θεμελίωση ικανή για την ανοικοδόμηση τριών ακόμη ορόφων. Τον Δεκέμβριο του 1979 οι διάδικοι με τα τέκνα τους εγκαταστάθηκαν στην ακόμη ημιτελή νεοανεγερθείσα οικία, όπου διέμεναν έκτοτε καθόλο το χρονικό διάστημα που διήρκεσε κατά τα άνω η κοινή συμβίωση. Η οικία, δηλαδή το ισόγειο της οικοδομής, είναι υπερυψωμένη με τρία ή τέσσερα σκαλοπάτια από το έδαφος κι έχει συνολικό εμβαδόν 100,69 τ. μ., αποτελείται δε από δύο υπνοδωμάτια, καθιστικό, σαλόνι και λοιπούς βοηθητικούς χώρους. Οι εργασίες κατασκευής διεκόπησαν παντελώς μέχρι το έτος 1985, οπότε συνεχίσθηκαν εκ νέου με την τοποθέτηση πατωμάτων, εσωτερικής βαφής, κατασκευής τζακιού, κεντρικής θέρμανσης, χωρίς όμως να ολοκληρωθούν πλήρως, αφού δεν έγιναν εξωτερικά επιχρίσματα και βαφή των μπαλκονιών. Η οικία είναι καλής εργολαβικής κατασκευής ("συμβατική" κατά την έκφραση της πραγματογνώμονα), επενδυμένη με δρύινα πατώματα, πλην της κουζίνας και του λουτρού, που έχουν πλακάκια. Η αξία του ακινήτου (οικοπέδου και οικίας) κατά τον κρίσιμο χρόνο για τη γέννηση της ένδικης αξιώσεως που είναι αυτή της ασκήσεως της αγωγής και που δεν διαφοροποιείται από εκείνη της συμπληρώσεως της τριετούς διάστασης της συμβιώσεως, ανέρχεται σε 11.733.120 δρχ. (αναλυτικά δε 19.000 δρχ. το τ.μ. η αξία του οικοπέδου ή 2.671.020 δρχ. (140,58 χ 19.000) και 90.000 (δρχ. το τ.μ. η αξία της οικίας ή 9.061.100 δρχ. (100,69Χ 90.000). Η εναγομένη, επομένως, κατά τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης αύξησε την περιουσία της με την ανέγερση της ως άνω οικοδομής, η οποία περιουσία μετ' αφαίρεση της αξίας του οικοπέδου αποτελεί το κατά την έννοια του αρθρ. 1400 του Α.Κ. απόκτημα. Για την ανέγερση της οικοδομής στο αρχικό στάδιο η εναγομένη έλαβε ενυπόθηκο δάνειο ποσού 405.000 δρχ. από την Εθνική Κτηματική Τράπεζα της Ελλάδος (σχετικό το ..... δανειστικό συμβόλαιο) έντοκο με ποσοστό 5% κατά το ποσό των 200.000 δρχ. και άτοκο κατά το ποσό των 205.000 δρχ. διαρκείας 25 ετών. Επίσης, για την αποπεράτωση της οικοδομής ο εναγόμενος έλαβε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας τον Οκτώβριο του 1985 δάνειο ύψους 915.000 δρχ. (σχετική η ..... σύμβαση δανείου), προς εξόφληση του οποίου η εναγομένη παραχώρησε δικαίωμα εγγραφής δεύτερης υποθήκης στο ακίνητο της. Η αξία των δανείων αυτών, οι δόσεις των οποίων, όπως δεν αμφισβητείται, βαρύνουν και εξοφλούνται από την εναγομένη, κατά τον κρίσιμο χρόνο γέννησης της αξιώσεως του ενάγοντος αποτιμώνται στο συνομολογούμενο ποσό των 3.960.000 δρχ. Ακόμη, κατά το αρχικό στάδιο ανέγερσης της οικοδομής το έτος 1979 η εναγομένη ενισχύθηκε με το ποσό των 200.000 δρχ. από τον πατέρα της ως συνδρομή για την απόκτηση δικής της στέγης, το οποίο διέθεσε για την κατασκευή της οικίας. Επομένως η καθαρή αξία του ακινήτου της εναγομένης μετά την αφαίρεση των παραπάνω δανείων, της αξίας, του οικοπέδου και του ποσού των 200.000 δρχ. που εισέφερε για την κατασκευή της οικίας ανέρχεται σε 4.902,120 δρχ. (11.733.120-(2.671.00 +3.960.000 +200.000) 6.831.000). Ο ενάγων από την τέλεση του γάμου εργαζόταν ως τεχνίτης οικοδόμος (καλουπιτζής). Πρόσφερε την προσωπική του εργασία στην ανέγερση της οικίας κυρίως κατά το πρώτο στάδιο το έτος 1979 κατά την κατασκευή του σκελετού της οικοδομής και της θεμελίωσης. Την εργασία, αυτή παρείχε όχι μόνο στον τομέα της ειδικότητας του αλλά και σε άλλες παρεμφερείς οικοδομικές εργασίες ως εκ της εμπειρίας που είχε αποκτήσει λόγω της επαγγελματικής του ενασχόλησης ως οικοδόμος και ως βοηθός των τεχνιτών άλλων ειδικοτήτων, απασχολείτο δε μετά το πέρας της εργασίας του σε τρίτους είτε όταν δεν εργαζόταν αλλαχού και κατά το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο μέχρι τον μήνα Δεκέμβριο του 1979 έκαμε 10 ημερομίσθια τον μήνα αξίας 800 δρχ. το καθένα και συνολικά 80.000 δρχ. (10 ημερ. Χ 10 μην. Χ 800 δρχ.). Ομοίως και κατά το δεύτερο στάδιο των εργασιών από τον Οκτώβριο του 1985 που ελήφθη το δάνειο από τον Ο.Ε.Κ. μέχρι τον Μάϊο του 1986 πρόσφερε κατά τον ίδιο ως άνω τρόπο προσωπική εργασία, σε μικρότερη όμως έκταση λόγω της φύσεως των εκτελούμενων εργασιών) πραγματοποιώντας έτσι 5 ημερομίσθια τον μήνα αξίας 3.000 δρχ. το καθένα και συνολικά 120.000 δρχ. (5 ημ. Χ 8 μην. Χ 3.000). Η παραπάνω προσωπική εργασία του ενάγοντος συνιστά τη συμβολή του στην κατασκευή της οικίας της εναγομένης και εντεύθεν στην επαύξηση της περιουσίας της. Περαιτέρω, ο ενάγων διέθετε τα εκ της εργασίας του εισοδήματα για την αντιμετώπιση των δαπανών διαβιώσεως της οικογενείας του, αποτελούμενης από τους ήδη διαδίκους και της ανήλικες τότε θυγατέρες τους. Δεν αποδείχθηκε ότι είχε την ευχέρεια και πάντως ότι διέθεσε χρήματα για την αγορά υλικών και την αμοιβή εργατοτεχνιτών κατά την κατασκευή της οικίας. Αυτό συνάγεται και εκ του ότι οι εργασίες της κατασκευής διακόπηκαν τον Δεκέμβριο του 1979 και επαναλήφθηκαν με τη λήψη του δανείου από τον Ο.Ε.Κ. Ούτε αποδείχθηκε ότι κατά την επί τετράμηνο απασχόληση του στη ... στις αρχές του 1980 αποκόμισε κάποιο χρηματικό ποσό που διέθεσε στην κατασκευή της οικίας, η οποία κατασκευή, όπως ελέχθη άλλωστε, είχε διακοπεί από τα τέλη του 1979. Kατά συνέπεια, η κατά τα άνω συμβολή του ενάγοντος, αναγόμενη σε τρέχουσες τιμές κατά τον χρόνο γέννησης της αξιώσεως του, ανέρχεται σε ποσοστό 1/3 της επαύξησης της περιουσίας της εναγομένης και συγκεκριμένα σε 1.634.040 δρχ., (4.202.120 χ 1/3)". Ακολούθως το Εφετείο επεδίκασε στον ενάγοντα αναιρεσίβλητο, κατόπιν εξαφανίσεως της πρωτοδίκου αποφάσεως και μερική παραδοχή της αγωγής του, το ποσό του 1.634.040 δραχμών ή των 4.795,421 ευρώ, που αντιστοιχεί στην κατά το 1/3 χρηματική αποτίμηση της τεκμαρτής συμβολής του στο απόκτημα της εναγομένης. Έτσι, όπως έκρινε το Εφετείο, δεν παραβίασε τις προδιαλαμβανόμενες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου και επομένως, ο περί του αντιθέτου δεύτερος, κατά το δεύτερο μέρος, και τρίτος λόγοι αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. είναι αβάσιμοι.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.12.2006 αίτηση για αναίρεση της 689/2006 απόφασης του Εφετείου Πατρών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εκτακοσίων (1.800) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 12 Μαρτίου 2008. Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 9 Ιουλίου 2008.