ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 27 Οκτωβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Ε. Σαρπ, Γ. Παπαγεωργίου, Σύμβουλοι, Μ. Αθανασοπούλου, Χ. Μπολόφη, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ν. Αθανασίου.
Για να δικάσει την από 13 Ιουνίου 2006 αίτηση:
της ...... , κατοίκου Θεσσαλονίκης (....), η οποία παρέστη με την δικηγόρο Γεωργία Αμοιρόγλου (Α.Μ. 10280), που την διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά 1) του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος παρέστη με τον Θ. Στριλάκο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, και 2) της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Θεσσαλονίκης, η οποία δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ` αριθμ. 15384/4-4-2006 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, 2) η υπ` αριθμ. 10/30689/3.2.2006 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης και 3) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου Ε. Σαρπ.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξουσία της αιτούσας, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ` αριθ. 2178501, 2947390/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση α) της υπ` αριθ. 10/30689/05/3.2.2006 αποφάσεως του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, με την οποία απερρίφθη το από 15.12.2005 αίτημα της αιτούσης περί αλλαγής του επωνύμου της (από «....... ..... ..........»), και β) της υπ` αριθ. 15384/4.4.2006 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία απερρίφθη προσφυγή της αιτούσης κατά της ως άνω νομαρχιακής αποφάσεως.
3. Επειδή, στο άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, ΦΕΚ Α΄ 164), όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 1329/1983 (ΦΕΚ Α΄ 25) Κώδικα με τον τίτλο «Εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας ανδρών και γυναικών στον Αστικό Κώδικα, τον Εισαγωγικό του Νόμο, την Εμπορική Νομοθεσία και τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και μερικός εκσυγχρονισμός των διατάξεων του Αστικού Κώδικα που αφορούν το Οικογενειακό Δίκαιο» και πριν από την συμπλήρωσή του με το άρθρο 28 του ν. 3719/2008 (ΦΕΚ Α΄ 241), ορίζεται ότι «Με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις τους. Στις κοινωνικές σχέσεις ο κάθε σύζυγος μπορεί, εφόσον σ` αυτό συμφωνεί και ο άλλος, να χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου ή να το προσθέτει στο δικό του». Περαιτέρω, ο ανωτέρω κυρωθείς με το άρθρο πρώτο του ν. 1329/1983 Κώδικας όρισε στο άρθρο 54 ότι «…Η διάταξη του άρθρου 1388 του Αστικού Κώδικα, όπως αντικαθίσταται από το άρθρο 15 αυτού του νόμου, εφαρμόζεται μόνο στους γάμους που τελούνται μετά την έναρξη της ισχύος του. Μπορούν όμως να υπαχθούν στην νέα ρύθμιση και γυναίκες που είναι ήδη έγγαμες κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος, εφόσον δηλώσουν τούτο στον αρμόδιο ληξίαρχο μέσα σε ένα χρόνο από αυτήν. Η δήλωση καταχωρίζεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης του γάμου» και στο άρθρο 66 ότι «Η γυναίκα που εξακολουθεί να φέρει και μετά την ισχύ αυτού του νόμου το επώνυμο του συζύγου της, σύμφωνα με τις διατάξεις της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 54, περιορίζεται μετά το διαζύγιο στο οικογενειακό της επώνυμο. Δικαιούται όμως να χρησιμοποιεί και μετά το διαζύγιο το επώνυμο του πρώην συζύγου της, εφόσον απέκτησε με αυτό επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη και δεν βλάπτονται από την χρησιμοποίησή του σοβαρά συμφέροντα του τελευταίου». Εξάλλου, η δυνατότητα ανακτήσεως του οικογενειακού επωνύμου, που είχε παρασχεθεί, με το ανωτέρω άρθρο 54 του ν. 1329/1983, για περιορισμένο χρονικό διάστημα στις έγγαμες γυναίκες, οι οποίες είχαν τελέσει γάμο πριν αρχίσει να ισχύει ο εν λόγω νόμος, χορηγήθηκε στις γυναίκες αυτές, χωρίς κανένα χρονικό περιορισμό, με την νεώτερη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 12 του ν. 1649/1986 (ΦΕΚ Α΄ 149), με την οποία ορίσθηκε ότι «Γυναίκες, που έχουν τελέσει γάμο πριν αρχίσει να ισχύει ο ν. 1329/1983, μπορούν να ανακτήσουν το πατρικό τους επώνυμο σύμφωνα με το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, αφού υποβάλλουν σχετική δήλωση στον αρμόδιο ληξίαρχο. Η δήλωση αυτή καταχωρίζεται στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γάμου».
4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο μόνο του ν.δ. 2573/1953 (ΦΕΚ Α΄ 241), όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 2130/1993 (ΦΕΚ Α΄ 62) και αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με την παρ. 9 του άρθρου 9 του ν. 2307/1995 (ΦΕΚ Α΄ 113), ορίζεται ότι «1. Η πρόσληψη και η αλλαγή επωνύμου … γίνεται με απόφαση του Νομάρχη. ... 2. … 3. Με αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται λεπτομέρειες για τις προϋποθέσεις και τον τρόπο πρόσληψης και αλλαγής επωνύμου …». Στο δε σχετικό με την αλλαγή επωνύμου Κεφάλαιο Γ΄ της - εκδοθείσης κατ` εξουσιοδότηση της ως άνω διατάξεως - υπ` αριθ. Φ. 42301/12167/28.6.1995 αποφάσεως του Υφυπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ Β΄ 608), ορίζονται τα εξής : «1. Για την αλλαγή επωνύμου υποβάλλεται στο νομάρχη αίτηση του ενδιαφερομένου … στην οποία πρέπει να ορίζεται λεπτομερώς ο σκοπός για τον οποίο επιδιώκεται η μεταβολή και να δηλώνεται το επώνυμο του οποίου ζητείται η πρόσληψη. Η αίτηση αυτή απευθύνεται στο νομάρχη, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο δήμος ή η κοινότητα, στο μητρώο αρρένων ή το δημοτολόγιο του οποίου είναι γραμμένος ο ενδιαφερόμενος. … 2. Ο νομάρχης παραγγέλλει, με δαπάνη του ενδιαφερομένου, τη δημοσίευση περίληψης της αίτησης αλλαγής επωνύμου σε μία εφημερίδα από αυτές που εκδίδονται στην πρωτεύουσα ή την περιφέρεια του νόμου, ή γειτονικού νομού. Η περίληψη πρέπει να περιέχει ακριβή σημείωση περί του ονόματος, επαγγέλματος, τόπου και έτους γέννησης και κατοικίας του ενδιαφερομένου, περί του επωνύμου, η απόκτηση του οποίου επιδιώκεται, ως και πρόσκληση σε κάθε αντιτιθέμενο στη ζητούμενη αλλαγή, όπως μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από της δημοσιεύσεως, υποβάλει στο Νομάρχη τις αντιρρήσεις του. 3. Μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών, ο νομάρχης εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία αποδέχεται ή απορρίπτει την αίτηση. Με την ίδια απόφαση, ο νομάρχης αποφαίνεται συγχρόνως και επί των αντιρρήσεων που τυχόν έχουν υποβληθεί κατά της ζητούμενης αλλαγής. Η απόφαση του νομάρχη με την οποία αποδέχεται τη ζητηθείσα αλλαγή επωνύμου, κοινοποιείται στις αρχές που τηρούν δημοτολόγιο και μητρώο αρρένων, στο γραφείο ποινικού μητρώου του οικείου Πρωτοδικείου, στην Εισαγγελία και Αστυνομικές Αρχές του τόπου κατοικίας του ενδιαφερόμενου και στον ενδιαφερόμενο για να την προσκομίσει στην Αστυνομική Αρχή του τόπου της κατοικίας του, κατά την έκδοση δελτίου ταυτότητος. 4. …».
5. Επειδή, από την παρατεθείσα στην τρίτη σκέψη διάταξη του εδαφίου β΄ του άρθρου 66 του ν. 1329/1983 προκύπτει ότι γυναίκα, η οποία είχε τελέσει γάμο πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου και διατήρησε και μετά την έναρξη ισχύος του το επώνυμο του συζύγου της, δικαιούται, σε περίπτωση λύσεως του γάμου με διαζύγιο, να εξακολουθήσει να φέρει το εν λόγω επώνυμο σε όλες τις σχέσεις της, έννομες και κοινωνικές, και σε όλα τα αφορώντα αυτήν δημόσια έγγραφα, εφόσον με το επώνυμο αυτό απέκτησε επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη και δεν βλάπτονται από την χρησιμοποίησή του σοβαρά συμφέροντα του τέως συζύγου. Η επίλυση δε τυχόν αμφισβητήσεων ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων για την χρήση του επωνύμου του τέως συζύγου από την γυναίκα και μετά την λύση του γάμου με διαζύγιο ή η αναγνώριση του δικαιώματός της να φέρει το επώνυμο αυτό υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων. Η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 66 εδαφίου β΄ του ν. 1329/1983, ως ειδική, κατισχύει των παρατεθεισών στην προηγούμενη σκέψη γενικών περί αλλαγής επωνύμου διατάξεων του ν.δ/τος 2753/1953 και της κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως και, επομένως, δεν είναι δυνατόν να χωρήσει η αναγνώριση του δικαιώματος της διαζευγμένης γυναίκας να φέρει το επώνυμο του τέως συζύγου της με την προβλεπόμενη στα νομοθετήματα αυτά διοικητική διαδικασία, η οποία παρέχει στο νομάρχη διακριτική εξουσία να εκτιμήσει τους λόγους που επικαλείται ο αιτούμενος την μεταβολή του επωνύμου του και να αποφανθεί αιτιολογημένως, ενόψει της σοβαρότητας των λόγων αυτών, εάν ενδείκνυται ή όχι η ζητούμενη μεταβολή.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Η αιτούσα, της οποίας το οικογενειακό επώνυμο είναι «.......», συνήψε το 1977 γάμο με τον ......... . Με το επώνυμο του συζύγου της έλαβε πτυχίο ιατρικής, άδεια ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, άδεια χρησιμοποιήσεως του τίτλου της ιατρικής ειδικότητας της αναισθησιολογίας, ενεγράφη στον Ιατρικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, διορίσθηκε ως αναισθησιολόγος στο «.............................................................» και υπηρέτησε ως έκτακτη εκπαιδευτικός στο Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Θεσσαλονίκης. Ο γάμος της αιτούσης λύθηκε με την υπ` αριθ. 18598/1996 απόφαση του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την δημοσίευση της υπ` αριθ. 1654/2.12.1998 αποφάσεως του Αρείου Πάγου. Με την υπ` αριθ. 30507/15.12.2005 αίτησή της προς το Τμήμα Αστικής και Δημοτικής Κατάστασης της Διεύθυνσης Πολιτικών Δικαιωμάτων και Προστασίας των Πολιτών της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Θεσσαλονίκης η αιτούσα ζήτησε να εγκριθεί η αλλαγή του επωνύμου της και να της επιτραπεί στο εξής να φέρει το επώνυμο «......» αντί του «........... ..», ισχυρίσθηκε δε, προσκομίζοντας και σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, το μεν ότι το οικογενειακό της επώνυμο είναι κακόηχο, το δε ότι από το γάμο της και μετά έχει αναπτύξει επαγγελματική δραστηριότητα ως ιατρός με το επώνυμο του πρώην συζύγου της (πτυχίο και άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, διορισμός στο «............................................................» και στο Τ.Ε.Ι.), ότι με το επώνυμο αυτό καλείται σε σεμινάρια του κλάδου της και ότι, γενικά, χρησιμοποιεί το επώνυμο αυτό σε κάθε είδους συναλλαγή της με τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ., ακόμη και μετά τη λύση του γάμου της. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με την προσβαλλόμενη νομαρχιακή απόφαση. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτό ότι τις περιπτώσεις προσκτήσεως και αλλαγής επωνύμου, που είναι ήδη ρυθμισμένες από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα, δεν έθιξαν καθόλου οι διατάξεις του ν.δ/τος 2573/1953 και της κατ` εξουσιοδότηση αυτών εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως, ότι αλλαγή επωνύμου, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, επιτρέπεται μόνον εάν συντρέχουν σοβαροί λόγοι (όπως π.χ. εάν το επώνυμο είναι κακόηχο), ότι το κακόηχο του οικογενειακού της επωνύμου, που επικαλείται η αιτούσα, αποτελεί λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την μεταβολή του κατ` εφαρμογή του ν.δ/τος 2573/1953, η ζητούμενη, όμως, αλλαγή στο επώνυμο του πρώην συζύγου της για επαγγελματικούς λόγους αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 1329/1983, σύμφωνα με τις οποίες η αιτούσα μπορεί να χρησιμοποιεί μόνο το επώνυμο αυτό, εφόσον δεν θίγονται συμφέροντα του πρώην συζύγου της. Κατά της νομαρχιακής αυτής αποφάσεως η αιτούσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με την οποία προέβαλε ότι, εφόσον είχε επικαλεσθεί σοβαρούς λόγους που επέβαλαν την πρόσκτηση από αυτήν του συγκεκριμένου αυτού επωνύμου (σοβαρή δυσχέρανση των επαγγελματικών και κοινωνικών της σχέσεων, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το οικογενειακό της επώνυμο είναι δυσχερές και κακόηχο), η απόρριψη του αιτήματός της απαιτούσε ειδικότερη αιτιολογία, δεδομένου, άλλωστε, ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προέκυπτε αντίθεση του πρώην συζύγου της στην εξακολούθηση χρησιμοποιήσεως από αυτήν του επωνύμου του. Η προσφυγή της αυτή απερρίφθη με την δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, με την αιτιολογία ότι η νομαρχιακή απόφαση εκδόθηκε νομίμως κατ` εφαρμογήν του ν.δ/τος 2573/1953 και της κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως, είναι δε ειδικώς και επαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα, με την απόφαση του Γενικού Γραμματέα έγινε δεκτό ότι δεν χωρεί πρόσκτηση ή αλλαγή επωνύμου δια της διοικητικής οδού σε όσες περιπτώσεις τα θέματα αυτά ρυθμίζονται από τις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ότι το κακόηχο του οικογενειακού της επωνύμου, που επικαλείται η αιτούσα, αποτελεί λόγο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αλλαγή του κατ` εφαρμογή του ν.δ/τος 2573/1953, ότι, ωστόσο, η ζητούμενη αλλαγή στο επώνυμο του πρώην συζύγου της, ακόμη και αν υποτεθεί ότι δεν θίγει τα συμφέροντα αυτού, αντίκειται στις αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του άρθρου 66 του ν. 1329/1983, σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να χρησιμοποιεί, και όχι να διατηρεί ή να αποκτήσει, το επώνυμο του πρώην συζύγου της, εφόσον απέκτησε με αυτό επαγγελματική ή καλλιτεχνική φήμη, ότι, εξάλλου, η επίκληση κοινωνικών και επαγγελματικών λόγων δεν δικαιολογεί την αλλαγή του επωνύμου με βάση την προβλεπόμενη από το ν.δ/γμα 2753/1953 και την κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα υπουργική απόφαση διοικητική διαδικασία, ότι η επικαλούμενη από την αιτούσα σιωπηρή συναίνεση του πρώην συζύγου της να χρησιμοποιεί το επώνυμό του δεν στοιχειοθετεί λόγο για την αλλαγή του επωνύμου της, αφού η δυνατότητα που το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα παρέχει στον κάθε σύζυγο, εφόσον συμφωνεί σε αυτό και ο άλλος, να χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου ή να το προσθέσει στο δικό του, αφορά αποκλειστικά τις κοινωνικές σχέσεις, ούτε αποτελεί προϋπόθεση για την αλλαγή του κατά την διοικητική διαδικασία του ν.δ/τος 2573/1953 και της κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως και, τέλος, ότι το αίτημα της αιτούσης να προσλάβει το επώνυμο του πρώην συζύγου της με τη διοικητική διαδικασία αλλαγής επωνύμου, για το λόγο ότι το οικογενειακό της επώνυμο είναι κακόηχο, αποτελεί καταχρηστική άσκηση δικαιώματος.
7. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων ανωτέρω στην πέμπτη σκέψη, νομίμως απερρίφθη το υποβληθέν στην Διοίκηση αίτημα της αιτούσης περί προσκτήσεως του επωνύμου του τέως συζύγου της, ανεξαρτήτως των ειδικότερων αιτιολογιών των προσβαλλομένων πράξεων. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η επανάκτηση του οικογενειακού επωνύμου της αιτούσης μετά το διαζύγιο ουδόλως εμπόδιζε την κατά την διοικητική διαδικασία του ν.δ/τος 2753/1953 μεταβολή του και την υπ` αυτής πρόσκτηση του επωνύμου του πρώην συζύγου της, ενόψει μάλιστα και της συνταγματικής κατοχυρώσεως του δικαιώματος της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητας, ότι η Διοίκηση δεν αντιμετώπισε με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία τους ισχυρισμούς της περί συνδρομής εξαιρετικής περιπτώσεως για την μεταβολή του επωνύμου της, αφού δεν εκτίμησε ειδικώς την νομιμότητα και την σοβαρότητα των κοινωνικών και επαγγελματικών λόγων που επικαλέσθηκε, ούτε κάλεσε την αιτούσα να εκθέσει τις απόψεις της και ότι ο Νομάρχης δεν παρήγγειλε την δημοσίευση περιλήψεως του αιτήματος αλλαγής επωνύμου της αιτούσης σε εφημερίδα με πρόσκληση σε κάθε αντιτιθέμενο στην μεταβολή για την υποβολή τυχόν αντιρρήσεων. Οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως, ερειδόμενοι στην αντίληψη ότι, για να εξακολουθήσει η αιτούσα να φέρει νομίμως μετά το διαζύγιο το επώνυμο του τέως συζύγου της στις έννομες σχέσεις της και να αναφέρεται με αυτό σε δημόσια έγγραφα, απαιτείται να εκδοθεί διοικητική πράξη κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ/τος 2753/1953 και της κατ` εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως και μετά τήρηση της προβλεπομένης σε αυτές διαδικασίας, που να εγκρίνει την εκ μέρους της χρήση του εν λόγω επωνύμου, είναι απορριπτέοι.
8. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στην αιτούσα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 3 Νοεμβρίου 2009.
Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Ο Γραμματέας
Μ. Βροντάκης Ν. Αθανασίου
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 23 Δεκεμβρίου 2009. Ο Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος Η Γραμματέας Μ. Βροντάκης Α. Ρίπη