Έτος
2009
Νόμος / διάταξη που αφορά
1439 §3 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες σύζυγοι / διαζύγιο

 

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ A1 Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Καλαμίδα, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Διονύσιο Γιαννακόπουλο, Ιωάννη - Σπυρίδωνα Τέντε, Βασίλειο Φούκα και Γεώργιο Χρυσικό, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 23 Μαρτίου 2009, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Χ, κατοίκου ..., η οποία δεν παραστάθηκε. Του αναιρεσιβλήτου: Ψ, κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο του Δημήτριο Σωτηρόπουλο, με δήλωση κατ` αρθρο 242 παρ. 2 ΚπολΔ.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με τις από 29 Οκτωβρίου 2004 και 5 Νοεμβρίου 2003 αγωγες των ήδη, αναιρεσείουσας και αναιρεσιβλήτου αντίστοιχα, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Βόλου. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 71/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 470/2007 του Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 17 Οκτωβρίου 2007 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χρυσικός ανέγνωσε την από 13 Μαρτίου 2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 17-10-2007 αίτησης αναίρεσης. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον αναιρεσίβλητο υπ` αριθ. ... έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βόλου ... προκύπτει, ότι ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην αναιρεσείουσα Χ. Η τελευταία όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν εμφανίσθηκε, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., κατά την παραπάνω συνεδρίαση, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του πινακίου. Επομένως, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση παρά την απουσία της αναιρεσείουσας (άρθρο 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Ο λόγος αναίρεσης από του αριθ. 14 του άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ ιδρύεται όταν παρά το νόμο το δικαστήριο κήρυξε ή δεν κήρυξε απαράδεκτο. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1439 παρ.1 ΑΚ καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του εναγομένου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης και προσδιορίζονται γενικά όρια εντός των οποίων θα κινηθεί ο δικαστής χωρίς να τίθεται η υπαιτιότητα ως βάση του ισχυρού κλονισμού. Συνεπώς, τα γεγονότα που μπορούν να προκαλέσουν ισχυρό κλονισμό μπορεί να είναι και ανυπαίτια ή ακόμη και μη καταλογιστά, δεν έχει δε σημασία ποίος από τους συζύγους δημιούργησε πρώτος το λόγο κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης. Με την έννοια αυτή αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξαρτήτως ποιόν από τους δύο βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το αν υπάρχει, υπαιτιότητα μόνο στο πρόσωπο του ενός από τους συζύγους. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός σημαίνει ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμία πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, αφού το δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου, δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση. Συνέπεια τούτων είναι ότι η απόφαση που κηρύσσει τη λύση του γάμου δεν αποτελεί δεδικασμένο ούτε ως προς την ύπαρξη καθεαυτή των επί μέρους πραγματικών περιστατικών που επέφεραν τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης, αφού το δεδικασμένο αφορά στην έννομη σχέση ή στο δικαίωμα που κρίθηκε τελεσίδικα (Κ.Πολ.Δ 322, 324), ούτε ως προς το ζήτημα της υπαιτιότητας για τον κλονισμό αυτόν, ακόμη και αν ο λόγος διαζυγίου αφορά αποκλειστικά στο πρόσωπο του εναγομένου, τα δε ζητήματα υπαιτιότητας κρίνονται αυτοτελώς στη δίκη διατροφής. Στην πραγματικότητα δηλαδή αντικείμενο της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό δικαίωμα της λύσης του γάμου.

Επομένως, στην περίπτωση συνεκδίκασης αντίθετων αγωγών διαζυγίου, με τις οποίες καθένας από τους συζύγους ζητεί τη λύση του γάμου για ισχυρό κλονισμό της έγγαμης σχέσης, από λόγο που αφορά το πρόσωπο του άλλου συζύγου, αν η μία απ` αυτές γίνει δεκτή και η άλλη απορριφθεί, είναι προφανές ότι ο διάδικος του οποίου η αγωγή έγινε δεκτή δεν έχει έννομο συμφέρον, κατ` άρθρα 68, 516 παρ. 2, 556 παρ. 2 και 578 Κ.Πολ.Δ, να ασκήσει αντίστοιχα έφεση ή αναίρεση κατά της πρωτόδικης ή της τελεσίδικης απόφασης και να ζητήσει την εξαφάνισή της με σκοπό να εξαφανισθούν βλαπτικές γι` αυτόν εσφαλμένες αιτιολογίες που αφορούν δική του συμπεριφορά κλονιστική, καθόσον η έννομη συνέπεια που και αυτός επιδίωξε με την αγωγή του, δηλαδή η λύση του γάμου, στην οποία εμμένει, έχει ήδη επέλθει, και ως εκ τούτου το εκατέρωθεν υποβληθέν αίτημα δικαστικής διάπλασης έχει ικανοποιηθεί με την απαγγελία διαζυγίου, έστω και με βάση διάφορα περιστατικά, απαρτίζοντα, όμως, τον ίδιο λόγο-αντικειμενικό κλονισμό του γάμου (Α.Π. 1301/2005, Α.Π 669/2005), ενώ η ίδια απόφαση δεν αποτελεί δεδικασμένο για την ύπαρξη κανενός από τα επί μέρους πραγματικά περιστατικά που κρίθηκε ότι επέφεραν ή όχι τον κλονισμό της έγγαμης σχέσης των διαδίκων.

Τέλος, το έννομο συμφέρον αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης και η συνδρομή του ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, η έλλειψή του δε συνεπάγεται την απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαράδεκτου (άρθρα 68, 73 και 532 Κ.Πολ.Δ). "Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη υπ` αριθ. 470/2007 απόφαση του Εφετείου Λάρισας απορρίφθηκε η έφεση της αναιρεσείουσας με τις ακόλουθες αιτιολογίες - παραδοχές ως απαράδεκτη: Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα, που νίκησε, με την υπό κρίση έφεση της, ιστορούσε ότι ορθώς έγινε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η ένδικη αγωγή διαζυγίου αυτής κατά του εφεσίβλητου-ενάγοντος συζύγου της και κηρύχθηκε λελυμένος ο γάμος τους συνεπεία της αντισυζυγικής του συμπεριφοράς που κλόνισε την έγγαμη σχέση τους και κατέστησε αφόρητη την εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης γι` αυτήν και απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη η αντίθετη αγωγή του αντιδίκου, αλλά εσφαλμένως έγινε δεκτό ότι και η ίδια δημιουργούσε επεισόδια και καυγάδες σε βάρος του εφεσίβλητου- ενάγοντος τα οποία όμως δεν είχαν αιτία τις έμμονες ιδέες της ότι αυτός διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, αλλά ήταν απότοκος της σε βάρος της αντισυζυγικής συμπεριφοράς του συζύγου της και ότι πάντως έπραττε έτσι γιατί πίστευε ότι με τον τρόπο αυτό θα τον συνετίσει, πλην όμως μάταια, επιδιώκει μετά από αυτά, όχι τη μεταρρύθμιση του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης αλλά απλώς τη διόρθωση του αιτιολογικού της, ειδικότερα, δε όπως γίνει δεκτό ότι αυτή ήταν ήπιος χαρακτήρας, δεν δημιουργούσε επεισόδια και καυγάδες, πάντοτε συμπαραστάθηκε στο σύζυγο της και είχε αποδεχθεί την εξωσυζυγική του δραστηριότητα, αφού πάντα επέστρεφε στη συζυγική κατοικία, μόνο που την τελευταία φορά δεν αντιλήφθηκε ότι η νέα σχέση του δεν ήταν παροδική".

Σύμφωνα όμως με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η έφεση αυτή είναι απαράδεκτη διότι η εκκαλούσα, που νίκησε στην πρωτοβάθμια δίκη, δεν έχει έννομο συμφέρον προσβολής της αποφάσεως, την ύπαρξη του οποίου άλλωστε και δεν επικαλείται, αφού από το διατακτικό της αποφάσεως δεν προκαλείται βλάβη στην εκκαλούσα από δε την αιτιολογία, η οποία σημειωτέον είναι πλεοναστική, ότι και αυτή δημιουργούσε επεισόδια σε βάρος του εναγομένου τα οποία όμως ήταν απότοκα της δικής του αντισυζυγικής συμπεριφοράς, δεν ιδρύεται δεδικασμένο, δεδομένου ότι αυτή δεν έχει τα προσόντα διατακτικού και έτσι δεν δικαιολογείται ύπαρξη εννόμου συμφέροντος προσβολής της αποφάσεως, πέραν του ότι το δεδικασμένο της διαπλαστικής αποφάσεως του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμία περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 Α.Κ., ενόψει της διατάξεως του άρθρου 1444 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα. Όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση του, το Εφετείο απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας για έλλειψη έννομου συμφέροντος, η απόρριψη δε αυτή προφανή έχει την έννοια ότι αναφέρεται σε κήρυξη απαραδέκτου, αφού το Εφετείο δεν εξέτασε την ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης, αλλά αρκέστηκε μόνο στην διακρίβωση της έλλειψης εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας εκκαλούσας να ασκήσει έφεση κατά της παραπάνω πρωτόδικης απόφασης. Ενόψει αυτών, το Εφετείο όχι παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο, και επομένως ο μοναδικός λόγος αναίρεσης, με τον οποίο, ύστερα από εκτίμησή του, αποδίδεται στο Εφετείο η πλημμέλεια αυτή από τον αριθμό 14 του αρθ. 559 του Κ,.Πολ.Δ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 17-10-2007 αίτηση της .. για αναίρεση της υπ` αριθμ. 470/2007 απόφασης του Εφετείου Λάρισας. Και

Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά δαπάνη του αναιρεσίβλητου που κατέθεσε προτάσεις, την οποία ορίζει σε χίλια (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Απριλίου 2009. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 4 Μαΐου 2009. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ