ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1 Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Βασίλειο Ρήγα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Ιωάννη Παπανικολάου), Γεώργιο Χρυσικό, Ιωάννη Σίδερη, Νικόλαο Λεοντή και Γεώργιο Γεωργέλλη , Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Νοεμβρίου 2009, με την παρουσία και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: Του αναιρεσείοντος: Χ, κατοίκου ....... , ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Μπιτσάκη, με δήλωση κατ` αρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Της αναιρεσιβλήτου: Ψ, κατοίκου ...... , η οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Καραγκούνη, ο οποίος ανακάλεσε την από 13.11.2009 δήλωσή του για παράσταση κατ` αρθρο 242 παρ. 2 και παραστάθηκε αυτοπροσώπως. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 19 Απριλίου 2004 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης.
Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 41350/2006 οριστική του ιδίου Δικαστηρίου και 511/2008 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 10 Απριλίου 2008 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Γεώργιος Χρυσικός, ανέγνωσε την από 2 Νοεμβρίου 2009 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 10 Απριλίου 2008 αίτηση αναίρεσης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψή της αιτήσεως και την καταδίκη του αντιδίκου της στην δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 του Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005).
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ., που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, ο λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης της απόφασης, ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νόμιμων όρων και προϋποθέσεων της διάταξης που εφαρμόστηκε η περί της συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή τους, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ. ΑΠ 30/1997, 28/1997). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε, ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέλαβε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερή ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, συνάγεται ότι η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αυξήσεως του υποχρέου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ. ΑΠ 28/1996).
Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλ` η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξιώσεως, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της εγέρσεως της αγωγής. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακή κατάστασης στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υποχρέου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση της τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, π.χ. ύπαρξη χρεών ή δανείων ανεξόφλητων κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, που διαφοροποιούν απομειωτικά την καθαρή αξία της τελικής περιουσίας, αποτελεί βάση καταλυτικής ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Περαιτέρω, ο χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν, έστω και αν πρόκειται για ακίνητα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά την έναρξη της διάστασης και πριν από τη συμπλήρωση τριετίας από της έναρξης, στο ίδιο δε κρίσιμο χρονικό σημείο μεταφέρεται και συνυπολογίζεται και η αξία της συμβολής του ενός συζύγου με την παροχή υπηρεσιών κατά την προαναφερθείσα έννοια, έστω και εάν κατά το χρόνο της τριετούς διάστασης δεν υπήρξε τέτοια πραγματική συμβολή, αλλ` αυτή αναφέρεται στο χρόνο πριν από τη διάσταση. Τέλος, ο εναγόμενος ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (Α.Π. 1223/2007, 661/2005, 662/2005) που δεν ταυτίζεται εννοιολογικά με την προαναφερθείσα ένσταση της ύπαρξης στοιχείων (χρεών) διαφοροποιήσεως της τελικής καθαρής αξίας της αποκτηθείσας περιουσίας.. Η συμβολή του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (άρθρο 1390 ΑΚ). Ειδικότερα, η παροχή υπηρεσιών, που η σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων, αποτελεί δική της συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου, μόνο όταν οι υπηρεσίες αυτές των οποίων προσδιορίζεται το είδος και η αξία τους έστω και η συνολική στην απόφαση (ΑΠ 1678/2005, 1418/2005). είναι περισσότερες από αυτές, που η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες επιβάλει, χωρίς να είναι αναγκαίο σε κάθε περίπτωση να προσδιορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας των αποκτημάτων του υποχρέου (ΑΠ 3/2003, 252/2002, 1658/2001), ή σε σχέση με καθένα από τα αποκτήματα αυτά χωριστά. Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη επίσης εκτίμηση των αποδείξεων: "Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο Θρησκευτικό γάμο, στη ..., στις 11-12-1983 και από το γάμο αυτό δεν απέκτησαν τέκνα. Το Μάιο 1999 η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε οριστικά και κατά την άσκηση της αγωγής (Μάϊο 2003), είχε συμπληρωθεί, χρόνος διάσπασης τριών (3) τουλάχιστον ετών. Κατά τον χρόνο τελέσεως του γάμου των διαδίκων οι οποίοι δεν επέλεξαν το σύστημα της κοινοκτημοσύνης, ο εναγόμενος στερούνταν οποιασδήποτε κινητής ή ακίνητης περιουσίας, ενώ κατά τη διάρκεια του γάμου και μέχρι τον κρίσιμο χρόνο της ασκήσεως της ένδικης αγωγής, ο εναγόμενος απέκτησε κατά κυριότητα τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία. Ένα διαμέρισμα ευρισκόμενο στην επί των οδών ... πολυώροφη οικοδομή, στην Κάτω ..., της οποίας η άδεια κατασκευής εξεδόθη το έτος 1989.
Το διαμέρισμα αυτό, το οποίο έχει εμβαδόν 86,63 τ.μ. μικτά και 70,92 τ.μ. καθαρά, αποτελείται από δύο δωμάτια, σαλόνι, κουζίνα, λουτροαποχωρητήριο, διάδρομο και αναλογεί σ` αυτό ποσοστό 9,44%, εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου και των λοιπών κοινοχρήστων και κοινοκτήτων μερών της οικοδομής, αγοράσθηκε αντί τιμήματος ποσού 20.000.000 δραχμών, όπως τούτο αναγράφεται στο υπ` αριθμ.... συμβόλαιο αγοράς της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Μαρίας Άτσαλα και όχι 35.000.000 δραχμών, που υποστηρίζει η ενάγουσα. Αναφορικά με την αξία του ως άνω περιουσιακού στοιχείου, κατά τον κρίσιμο χρόνο της ασκήσεως της αγωγής (Μάϊος 2003), το Δικαστήριο συνεκτιμώντας όλα τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία και λαμβάνοντας υπόψη την παλαιότητα του διαμερίσματος, (10) ετών, το εμβαδόν και την αστική : περιοχή όπου ευρίσκεται, καταλήγει στην κρίση, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής ότι η αξία αυτού κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο ανερχόταν στο ποσό των 22.000.000 δραχμών ή 64.563 ευρώ. Επίσης κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα ο εναγόμενος απέκτησε ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Opel Asta, 1,4 κ.ε, το ; οποίο αγοράσθηκε από τον ίδιο στις 27- 12-1993, αντί : συνολικού τιμήματος 2.786.358 δραχμών, (βλ. το υπ` αριθμ. ... τιμολόγιο και την απ 15-5-2000 βεβαίωση της εταιρίας .... ...), αξίας κατά τον ίδιο κρίσιμο χρόνο 1.500.000 δραχμών, ή 5.000 Ευρώ. Δηλαδή η συνολική αξία των κτηθέντων κατά τη διάρκεια του γάμου περιουσιακών στοιχείων του εναγομένου, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 23.500.000 δραχμών [22.000.000 + 1.500.000], ή 68.966 Ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος καθ` όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης του με την ενάγουσα εργαζόταν ως ειδικευμένος εργάτης- πλέκτης στην πλεκτοβιομηχανία ........ και οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν το έτος 2000, σύμφωνα με τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής της ως άνω εταιρίας που προσκομίζει ο ίδιος, στο ποσό των 380.000 έως 450.000 δραχμών, ενώ σύμφωνα με το εκκαθαριστικό σημείωμα του έτους 1998 και τη βεβαίωση καταβολής ετησίων αποδοχών του έτους 1999 της εν λόγω εταιρίας, τα οποία προσκομίζει η ενάγουσα, οι αποδοχές αυτού ανέρχονταν κατά τα έτη αυτά, μηνιαίως, στο ποσό των 445.000 και 555.000 δραχμών αντιστοίχως. Εξάλλου αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα καθ` όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης της με τον εναγόμενο, δεν εργαζόταν, αλλά ασχολούνταν με την περιποίηση και φροντίδα του ιδίου και του συζυγικού οίκου τους, δεδομένου ότι δεν απέκτησαν τέκνα. Ετσι το τίμημα του ανωτέρω διαμερίσματος αποπληρώθηκε εξ ολοκλήρου από τον εναγόμενο, με χρήματα που έλαβε ως στεγαστικό δάνειο από την Τράπεζα .... , όπως προκύπτει από το αντίγραφο της τραπεζικής επιταγής της ως άνω Τράπεζας, ποσού 20.000.000 δραχμών (βλ. προσκ. το από 11-2-2000 αντίγραφο της επιταγής), καταβλητέο σε μηνιαίες δόσεις, από το Μάρτιο 2000 έως το Φεβρουάριο 2015, όπως αυτό προκύπτει από το αντίγραφο των τοκοχρεωλυτικών δόσεων της ιδίας Τράπεζας που προσκομίζει ο εναγόμενος, την από 21-10-2006 τραπεζική ενημερότητα αυτής και το αντίγραφο του βιβλιαρίου καταθέσεων του.
Ομοίως από τον εναγόμενο εξοφλήθηκε και το τίμημα του προαναφερομένου αυτοκινήτου, με χρήματα που ήταν προϊόν της εργασίας του, (βλ. το υπ` αριθμ. ... τιμολόγιο και την από 15-5-2000 βεβαίωση της εταιρίας ...). Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους, ο εναγόμενος διατηρούσε ατομικό τραπεζικό λογαριασμό, το ύψος των καταθέσεων του οποίου, με δική της προτροπή για αποταμίευση, ανήλθε κατά τον χρόνο διάσπασης της έγγαμης συμβίωσης τους, στο ποσό των 55.760 ευρώ και ότι εξόφλησε το ποσό των 15.000.000 δραχμών του τιμήματος του διαμερίσματος, που ανερχόταν σε 35.000.000 δραχμές, από αποταμιεύσεις που οφείλονταν στη δική της συνετή διαχείριση των εσόδων της οικογένειας, η δε μάρτυς απόδειξης κατέθεσε, ότι το έτος 1995 διαπραγματεύονταν την αγορά του διαμερίσματος που διέμεναν, αξίας 30.000.000 δραχμών, το ποσό δε που είχαν αποταμιεύσει και οι δύο και ήταν κατατεθειμένο στο λογαριασμό του εναγομένου, ανερχόταν τότε, δηλαδή το έτος 1995, στο ποσό των 15.000.000 δραχμών. Όμως από τα προσκομιζόμενα από τον εναγόμενο έγγραφα και συγκεκριμένα τον υπ` αριθμ.... λογαριασμό ταμιευτηρίου της ....... Τράπεζας, αποδεικνύεται ότι οι διάδικοι διατηρούσαν κοινό λογαριασμό στην ως άνω Τράπεζα, ο οποίος στις 21-5-1999 παρουσίαζε υπόλοιπο 58.914 δραχμές και μηδενικό υπόλοιπο την 13-7-1999 (βλ. προσκ. βιβλιάριο καταθέσεων). Ακόμη από το από 27-1-1997 δελτίο κατάθεσης της Τράπεζας ..... , σε συνδυασμό με την αναλυτική εκτύπωση αυτής, προκύπτει ότι ο υπ` αριθμ. ... λογαριασμός που αναφέρεται και στα δύο αυτά έγγραφα, αποτελεί κοινό λογαριασμό των διαδίκων, το υπόλοιπο του οποίου κατά την 9-2- 1999 ήταν 629 δραχμές, ενώ την 15-6-1999 μετά τους πιστωθέντες τόκους, το υπόλοιπο ήταν 2.385 δραχμές (βλ. προσκ. τα ως άνω έγγραφα). Από τα ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος δεν διατηρούσε ατομικό λογαριασμό, αφού και στους δύο ως άνω λογαριασμούς συνδικαιούχος φέρεται και η ενάγουσα, οι λογαριασμοί δε αυτοί μηδενίσθηκαν ουσιαστικά προ της ενάρξεως της τριετούς διάστασης των διαδίκων, ενώ τα ελάχιστα υπόλοιπα αυτών δεν αποδείχθηκε ότι τα εισέπραξε ο εναγόμενος. Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι σε έτερο φύλλο κίνησης του λογαριασμού αυτού εκδοθέν στις 30-10-1998, που αφορά στο διάστημα από 10-10-1997 έως 9-7-1998, καταγράφονται καταθέσεις και αναλήψεις ποσών ενός και δύο εκατομμυρίων δραχμών, γεγονός που αποδεικνύει ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους οι διάδικοι χρησιμοποιούσαν τις οικονομίες τους για τη διαβίωση τους. Όσον αφορά στο υπ` αριθμ. 0703823 αντίγραφο λογαριασμού χρεογράφου της Τράπεζας ... ... , που προσκομίζει η ενάγουσα, ο οποίος ανήκει στον εναγόμενο και εκδόθηκε για ποσό ονομαστικής αξίας 4.300.000 δραχμών, για διάστημα από 15-9-1994 έως 15-9-1995, δεν αποδείχθηκε ότι το ποσό αυτό μετά τη λήξη του εισπράχθηκε από τον εναγόμενο και αναλώθηκε είτε από τον ίδιο, είτε από κοινού στα πλαίσια της έγγαμης συμβίωσης, είτε αν μετά τη λήξη του κατατέθηκε στον ως άνω λογαριασμό που διατηρούσαν οι διάδικοι στην ίδια Τράπεζα, σε κάθε περίπτωση δε, δεν αποδείχθηκε ότι το χρηματικό αυτό ποσό αποτελεί στοιχείο της τελικής περιουσίας του εναγομένου, ήτοι ότι υπήρχε κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων, ώστε να συνυπολογιστεί στην αξία της τελικής περιουσίας του κατά τον κρίσιμο χρόνο της άσκησης της ένδικης αγωγής και επομένως δεν μπορεί να γίνει λόγος για επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου με το περιουσιακό αυτό στοιχείο και αντίστοιχη αξίωση της ενάγουσας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ (βλ. και ΑΠ 926/2000, 655/1998). Με βάση τις παραπάνω παραδοχές, ο πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο παραπονείται η εκκαλούσα ότι η εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως εκτίμησε τις αποδείξεις και δέχθηκε ότι το τίμημα αγοράς του διαμερίσματος το οποίο απέκτησε ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης τους, ανήλθε στο ποσό των 20.000.000 δραχμών και όχι σ` αυτό των 35.000.000 δραχμών, που ήταν προϊόν τραπεζικού δανείου αλλά και κοινών αποταμιεύσεων τους, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, ομοίως δε αβάσιμοι και απορριπτέοι κρίνονται οι, δεύτερος και τρίτος των λόγων της έφεσης, όπως αυτοί εκτιμώνται συνολικώς από το δικαστήριο, με τους οποίους η εκκαλούσα αποδίδει σφάλμα στην εκκαλουμένη γιατί δεν προσμέτρησε στην τελική περιουσία του εφεσίβλητου και το ποσό των 55.760 Ευρώ, το οποίο καθ` όλη τη διάρκεια της δεκαεξαετούς έγγαμης συμβίωσης τους, αποτελούσε το σύνολο των κοινών αποταμιεύσεων τους και όχι μόνο το ποσό των 60.000 δραχμών, όπως εδέχθη.
Τέλος με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο της έφεσης, παραπονείται η εκκαλούσα ότι η εκκαλουμένη απόφαση, κατ` εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1400 ΑΚ, έκρινε ότι η συμβολή της στα 16 έτη της έγγαμης συμβίωσης της με τον εναγόμενο, περιορίσθηκε μόνο στη φροντίδα του οίκου τους, η οποία δεν υπερέβαινε την επιβεβλημένη από το νόμο συμβολή της στις οικογενειακές ανάγκες, ενόψει του γεγονότος ότι δεν απέκτησαν τέκνα και απέρριψε ως αβάσιμη κατ` ουσίαν την αγωγή της, ενώ έπρεπε να την κάνει καθ` ολοκληρίαν δεκτή, δεδομένου ότι στην αρχή του γάμου της με τον εναγόμενο υποστηρίχθηκαν οικονομικά από τους γονείς της, η ίδια δε καθ` όλη τη διάρκεια αυτού [γάμου], εκπλήρωνε τις οικογενειακές και οικιακές υποχρεώσεις και προσέφερε επί δέκα έξι έτη καθημερινώς τις υπηρεσίες της στον εναγόμενο σύζυγο της, απαλλάσσοντάς τον από τα ανάλογα βάρη του συζυγικού οίκου, και δίνοντας του έτσι τη δυνατότητα να ασχολείται απερίσπαστος με την εργασία του. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε πράγματι ότι, οι γονείς της ενάγουσας στην αρχή του γάμου, τους συνέδραμαν οικονομικά και μεταξύ άλλων προέβησαν στην αγορά των επίπλων της οικίας τους αφού ο εναγόμενος δεν εργαζόταν (βλ. κατάθεση μάρτυρος απόδειξης), ενώ δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η επίπλωση και ο εξοπλισμός της οικίας τους, αξίας 37.900 Ευρώ που απέκτησαν καθ` όλη τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης από το προϊόν της εργασίας του, παραμένει μέχρι σήμερα στην κατοχή της ενάγουσας. Προσέτι αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα καθ` όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους, φρόντιζε και περιποιόταν τον εναγόμενο σύζυγο της και ασχολιόταν επί καθημερινής βάσεως με τις οικιακές εργασίες, (πλύσιμο, μαγείρεμα, καθαρισμό), επίσης διαχειριζόταν με σύνεση τα έσοδα της οικογένειας και περιόριζε τις δαπάνες της, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ασφάλεια στο συζυγικό οίκο αλλά και το κατάλληλο κοινωνικό και ψυχολογικό κλίμα για την απρόσκοπτη ενασχόληση του εναγομένου με την εργασία του και υπερωριακά, οι υπηρεσίες της δε αυτές υπερέβαιναν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το μέτρο της υποχρέωσης της για συμβολή στις οικογενειακές ανάγκες.
Συνεπώς, ενόψει των όσων προαναφέρονται, υπήρξε συμβολή της ενάγουσας στην επαύξηση της ακίνητης περιουσίας του εναγομένου, σε ποσοστό όμως μικρότερο του 1/3 αυτής, ήτοι μικρότερο του ποσού των 22.988 Ευρώ [68.966 € : 3] και δη κατά το ποσό των 6.000 Ευρώ, απορριπτόμενης ως αβάσιμης της προβληθείσας υπό του εναγομένου ενστάσεως περί μηδενικής συμβολής της ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας του. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος της έφεσης με τον οποίο η ενάγουσα υποστηρίζει τα αυτά, δηλαδή ότι υπήρξε συμβολή της στην ως άνω επαύξηση της ακίνητης περιουσίας του εναγομένου, είναι βάσιμος και πρέπει ως τέτοιος να γίνει δεκτός". Το Εφετείο με το να δεχθεί με τις ανωτέρω σκέψεις τον αντίστοιχο τέταρτο λόγο της έφεσης της αναιρεσίβλητης κατά της αντιθέτως κρινάσης πρωτόδικης απόφασης, σε σχέση με τη συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, την εφαρμοσθείσα ως άνω ουσιαστική διάταξη του άρθρου 1400 του ΑΚ, καθόσον τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά για τη συμβολή της αναιρεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος συζύγου της με παροχή υπηρεσιών πέραν του αναγκαίου μέτρου, που δεν είχε ανάγκη περαιτέρω εξειδίκευσης ως προς το είδος και την αξία των υπηρεσιών που συνιστούν τη συνυπολογιστέα συμβολή της αναιρεσίβλητης συζύγου, δικαιολογούν την παραδοχή κατά ένα μέρος της αγωγής κατά το αντίστοιχο αίτημά της, έστω και αν στην περιουσία του αναιρεσείοντος περιλαμβάνονταν περιουσιακά στοιχεία του αποκτηθέντα μετά την έναρξη της διάστασης και πριν από τη συμπλήρωση τριετίας. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους τρεις συναφείς λόγους του αναιρετηρίου, κατά το ένα μέρος τους, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 1 του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης.
Από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό του εφαρμοστέου εδώ κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1400 ΑΚ την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων τόσο ως προς το είδος και την αξία των υπηρεσιών που συνιστούν τη συνυπολογιστέα συμβολή, όσο και ως προς την ύπαρξη χρεών, προερχόμενων από το ανεξόφλητο κατά το χρόνο της συμπληρώσεως της τριετούς διάστασης (ποσό του δανείου αγοράς του διαμερίσματος), αφού ο αναιρεσείων δεν επικαλείται ειδικά στο αναιρετήριο ότι και ως προς το χρέος από το ανεξόφλητο υπόλοιπο του δανείου προέβαλε σχετικό καταλυτικό ισχυρισμό στο Εφετείο. Επομένως, τα όσα αντίθετα υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τους τρεις λόγους του αναιρετηρίου κατά το άλλο μέρος τους με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 19 του αρθρ. 559 του Κ.Πολ.Δ κρίνονται αβάσιμα και απορριπτέα, όπως και οι αντίστοιχοι λόγοι αναίρεσης. Εξ άλλου, οι αιτιολογίες της προσβαλλόμενης με τις οποίες απορρίφθηκαν οι τρεις πρώτοι λόγοι της έφεσης της αναιρεσίβλητης όσο είχαν σχέση με την ανυπαρξία πραγματικής συμμετοχής της στις δαπάνες απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων του διαμερίσματος και του αυτοκινήτου του αναιρεσείοντος, δεν ενέχουν αντίφαση από τη μεταγενέστερη παραδοχή ότι η αναιρεσίβλητη συνέβαλε στην απόκτηση των ιδιων περιουσιακών στοιχείων διαχρονικά με την παροχή με τις προεκτεθείσες συνθήκες των προσωπικών της υπηρεσιών και την αποτίμησή τους σε 6.000 ευρώ. Περαιτέρω, ο ίδιος λόγος αναίρεσης κατά το άλλο μέρος του, υπό την αποδιδόμενη πλημμέλεια από τον αριθμό 17 του άρθ. 559 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος αφού οι επικαλούμενες αντιφάσεις αναφέροντα στο αιτιολογικό και όχι στο διατακτικό της προσβαλλόμενης.
Εξάλλου οι ίδιοι λόγοι αναίρεσης κατά την σ` αυτούς κατά το τρίτο μέρος τους περιλαμβανόμενη αιτίαση από τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 19 και 561 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ ότι υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης ή ανεπάρκεια των αιτιολογιών της προσβαλλόμενης απόφασης, σχετικά με την εκτίμηση των αποδείξεων, που αφορούν το ίδιο πιο πάνω προαναφερόμενο κρίσιμο ζήτημα περίτου κατά πόσο δηλαδή υπήρξε ή όχι συμβολή πραγματική της αναιρεσίβλητης στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος μέχρι τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης και τα αντίστοιχα επιχειρήματα της αναιρεσίβλητης και τα περί του αντίθετου επιχειρήματα του αναιρεσείοντας που έχουν σχέση με το τελικό αποδεικτικό πόρισμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο και βρίσκονται κατά τον αναιρεσείοντα σε αντίθεση: α) με το ότι απορρίφθηκαν οι τρεις πρώτοι λόγοι της έφεσης της αναιρεσίβλητης β) πρόκειται για περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της τριετούς διάστασης και γ) δεν υπήρξε καμία πραγματική συμβολή της αναιρεσίβλητης είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι, αφού κατά τα προεκτιθέμενα, το από τις αποδείξεις πόρισμα εκτίθεται με σαφήνεια, πειστικότητα και κατά λογική ακολουθία τρόπο στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπου δεν είχε ανάγκη περαιτέρω εξειδίκευσης η έννοια του αναγκαίου μέτρου, με τους ίδιους δε λόγους κατά τα λοιπά, εκ του περιεχομένου των οποίων δεν συντρέχει εξαιρετική περίπτωση από εκείνες του αρθ. 561 παρ. 1 του ΚΠολΔ, πλήττεται πλέον, μέσω των προαναφερομένων επιχειρημάτων του αναιρεσείοντος, η ουσία αποκλειστικά της υπόθεσης, που δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10-4-2008 αίτηση του Χ για αναίρεση της υπ` αριθμ. 511/2008 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, την οποία ορίζει σε χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 8 Δεκεμβρίου 2009.
Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 2 Φεβρουαρίου 2010. Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ