ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Σεπτεμβρίου 2008, με την εξής σύνθεση: Α. Τσαμπάση, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Πετρούλιας, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Μ. Σωτηροπούλου, Σ. Λαμπροπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 7 Απριλίου 2004 αίτηση:
της ..... .... . , κατοίκου Αθηνών (..... .... ....), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Βασίλειο Μαυρολέοντα (Α.Μ. 1259), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά των: 1) Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, ο οποίος παρέστη με τη Φωτεινή Δεδούση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 2) Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών - Πειραιώς, η οποία παρέστη με το δικηγόρο Στυλιανό Τζαβάρα (Α.Μ. 4071), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή η αιτούσα επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ΄ αριθμ. πρωτ. 37612/10.11.2003 απόφαση του Νομάρχη Αθηνών και 2) η υπ αριθμ. πρωτ. 3006/10.2.2004 απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου Δ. Γρατσία.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου
Και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (657880 και 808584/2004 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, ζητείται η ακύρωση: α) Της αποφάσεως 37612/10.11.2003 του βοηθού Νομάρχη Αθηνών, με την οποία απερρίφθη αίτημα της αιτούσης περί αλλαγής του επωνύμου της από «...................» σε «...............» και β) Της αποφάσεως 3006/10.2.2004 του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Αττικής, με την οποία απερρίφθη η προσφυγή της ενδιαφερομένης κατά της προμνησθείσης αποφάσεως του βοηθού Νομάρχη Αθηνών.
3. Επειδή, οι σχέσεις μεταξύ των συζύγων ρυθμίζονται εξαντλητικά από τον Αστικό Κώδικα. Ειδικώς, σχετικά με το επώνυμο των συζύγων, το άρθρο 1388 ΑΚ, ως έχει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983 (Α΄ 25) και είναι εφαρμοστέο, εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξεως, ορίζει ότι «με το γάμο δεν μεταβάλλεται το επώνυμο των συζύγων, ως προς τις έννομες σχέσεις. Στις κοινωνικές σχέσεις ο κάθε σύζυγος μπορεί, εφόσον σ΄ αυτό συμφωνεί και ο άλλος, να χρησιμοποιεί το επώνυμο του τελευταίου ή να το προσθέτει στο δικό του». Στο εν λόγω δε άρθρο προστέθηκε μεταγενεστέρως με το άρθρο 28 του ν. 3719/2008 («Μεταρρυθμίσεις για την οικογένεια, το παιδί, την κοινωνία και άλλες διατάξεις», Α΄ 241), τρίτη παράγραφος που ορίζει, επί πλέον, ότι «με συμφωνία των συζύγων, ο καθένας από αυτούς μπορεί να προσθέτει στο επώνυμό του το επώνυμο του άλλου. Η προσθήκη γίνεται με κοινή δήλωση ενώπιον του ληξίαρχου και ισχύει μέχρι να ανακληθεί ενώπιον του ληξιάρχου με κοινή δήλωση των συζύγων ή με μονομερή δήλωση οποιουδήποτε των συζύγων, η οποία κοινοποιείται στον άλλο σύζυγο…». Με τις ρυθμίσεις αυτές του Αστικού Κώδικα, που είναι αναγκαστικού δικαίου και δημοσίας τάξεως, ρυθμίζεται εξαντλητικώς και υποχρεωτικώς η νομική κατάσταση των συζύγων από πλευράς επωνύμου (βλ. ΣτΕ 4473/1995 7μ., 1810/1987), οριζομένου ειδικώς ότι με το γάμο ο κάθε σύζυγος διατηρεί το επώνυμό του. Μετά δε και τη νεότερη συμπλήρωση των διατάξεων αυτών του ΑΚ με το ν. 3719/2008, προβλέπεται μεν, επί πλέον, η δυνατότητα του κάθε συζύγου να προσθέτει στο επώνυμό του και εκείνο του άλλου συζύγου. Τούτο, όμως, γίνεται μόνο κατά τη διαδικασία του Αστικού Κώδικα, δηλαδή κατόπιν συμφωνίας των συζύγων με κοινή δήλωσή τους ενώπιον του ληξιάρχου και όχι δια της διοικητικής οδού.
4. Επειδή, στο άρθρο μόνο του ν.δ. 2573/1953, με τίτλο «περί αλλαγής επωνύμου και προσλήψεως επωνύμου, πατρωνύμου και μητρωνύμου» (Α΄ 241), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 9 του ν. 2307/1995 (Α΄ 113), ορίζεται (παράγραφος 1) ότι η πρόσληψη και αλλαγή επωνύμου γίνεται με απόφαση του Νομάρχη και προβλέπονται, περαιτέρω, στην παράγραφο 3, τα εξής: «Με αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορούν να καθορίζονται λεπτομέρειες για τις προϋποθέσεις και τον τρόπο πρόσληψης και αλλαγής επωνύμου». Κατ΄ επίκληση της τελευταίας αυτής νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως εκδόθηκε η απόφαση Φ. 42301/12167/28.6.1995 του Υπουργού Εσωτερικών (Β΄ 608), η οποία ορίζει στο Κεφάλαιο Γ΄, αναφερόμενο στην αλλαγή επωνύμου, τα εξής: «1. Για την αλλαγή επωνύμου υποβάλλεται στο νομάρχη αίτηση του ενδιαφερομένου ή των γονέων του ή του γονέα που ασκεί τη γονική μέριμνα ή του επιτρόπου, στην οποία πρέπει να ορίζεται λεπτομερώς ο σκοπός για τον οποίον επιδιώκεται η μεταβολή και να δηλώνεται το επώνυμο του οποίου ζητείται η πρόσληψη. Η αίτηση αυτή απευθύνεται στο νομάρχη, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο δήμος ή η κοινότητα, στο μητρώο αρρένων ή το δημοτολόγιο του οποίου είναι γραμμένος ο ενδιαφερόμενος. Η ανωτέρω αίτηση πρέπει να συνοδεύεται και με τα ακόλουθα στοιχεία: α) Πιστοποιητικό περί εγγραφής του προσώπου που αφορά η αίτηση στο μητρώο αρρένων ή δημοτολόγιο, από το οποίο να προκύπτει ο τόπος, το έτος γέννησης και η οικογενειακή κατάσταση αυτού. β) Πιστοποιητικό ποινικού μητρώου. γ) Βεβαίωση του οικείου Εισαγγελέα, από την οποία να προκύπτει ότι ο ζητών τη μεταβολή δεν διώκεται για κάποια αξιόποινη πράξη. δ) Πιστοποιητικό περί της στρατολογικής κατάστασης, προκειμένου για άνδρες ε) Γραμμάτιο καταθέσεως, στο Δημόσιο Ταμείο, του νόμιμου τέλους (…). 2. Ο νομάρχης παραγγέλλει, με δαπάνη του ενδιαφερόμενου, τη δημοσίευση περίληψης της αίτησης αλλαγής επωνύμου σε μία εφημερίδα από αυτές που εκδίδονται στην πρωτεύουσα ή την περιφέρεια του νομού ή γειτονικού νομού. Η περίληψη πρέπει να περιέχει ακριβή σημείωση περί του ονόματος, επαγγέλματος, τόπου και έτους γέννησης και κατοικίας του ενδιαφερόμενου, περί του επωνύμου, η απόκτηση του οποίου επιδιώκεται, ως και πρόσκληση σε κάθε αντιτιθέμενο στη ζητουμένη αλλαγή, όπως μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από της δημοσιεύσεως, υποβάλει στο Νομάρχη τις αντιρρήσεις του. 3. Μετά την πάροδο της προθεσμίας των δεκαπέντε (15) ημερών, ο νομάρχης εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με την οποία αποδέχεται ή απορρίπτει την αίτηση. Με την ίδια απόφαση, ο νομάρχης αποφαίνεται συγχρόνως και επί των αντιρρήσεων που τυχόν έχουν υποβληθεί κατά της ζητούμενης αλλαγής. Η απόφαση του νομάρχη με την οποία αποδέχεται τη ζητηθείσα αλλαγή επωνύμου, κοινοποιείται στις αρχές που τηρούν δημοτολόγιο και μητρώο αρρένων, στο γραφείο ποινικού μητρώου του οικείου Πρωτοδικείου, στην Εισαγγελία και Αστυνομικές Αρχές του τόπου γεννήσεως και κατοικίας του ενδιαφερόμενου και στον ενδιαφερόμενο για να την προσκομίσει στην Αστυνομική Αρχή του τόπου της κατοικίας του, κατά την έκδοση νέου δελτίου ταυτότητας». Με τις διατάξεις αυτές προβλέπεται διοικητική διαδικασία ενώπιον του Νομάρχη για την πρόσληψη ή την αλλαγή του επωνύμου, κατ΄ εξαίρεση και για σοβαρούς λόγους, τους οποίους εκτιμά ο Νομάρχης με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του (βλ. ΣτΕ 2906/1996, 1676/2001, 2567/2002, 3935/2007).
5. Επειδή, εν προκειμένω, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η αιτούσα .......... .......... σύζυγος ............... , υπέβαλε την 5.9.2003 αίτηση στη Νομαρχία Αθηνών, με την οποία ζήτησε την αλλαγή του επωνύμου της από «........» σε «.............», δια της προσθήκης δηλαδή στο οικογενειακό της επώνυμο, του επωνύμου του συζύγου της. Η αίτηση αυτή, από την οποία, πέραν της βουλήσεως της αιτούσης να προσθέτει στο επώνυμό της το επώνυμο του συζύγου της, δεν προέκυπταν άλλοι λόγοι για τους οποίους η εν λόγω επεδίωκε την αλλαγή του επωνύμου της, απερρίφθη με την πράξη 37612/10.11.2003 του βοηθού Νομάρχη Αθηνών (πρώτη προσβαλλόμενη πράξη) με το αιτιολογικό ότι «η αλλαγή του επωνύμου του ατόμου ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και επιπλέον στη συγκεκριμένη περίπτωση η αλλαγή επωνύμου με λόγο το γάμο θα επέφερε ανατροπή των εφαρμοσθεισών ρυθμίσεων του Αστικού Κώδικα και καταστρατήγηση τω ανωτέρω διατάξεων». Με την αυτή κατά βάση αιτιολογία απορρίφθηκε, με τη δεύτερη των προσβαλλόμενων 3006/10.2.2004 απόφαση, σχετική προσφυγή που υπέβαλε η ενδιαφερόμενη ενώπιον του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής. Στην απορριπτική δε αυτή απόφαση του Γενικού Γραμματέα αναγράφονται, ειδικώτερα, προς επίρρωση της αιτιολογίας τα εξής επιλέξει: «Το επώνυμο ναι μεν αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, η αλλαγή, όμως, αυτού δεν ανήκει στην ευχέρεια και την πρωτοβουλία του ατόμου, αλλά ενδιαφέρει τη Δημόσια Τάξη. Χωρεί δια της διοικητικής οδού με την επίκληση μόνο σοβαρών λόγων (επώνυμο κακόηχο, που προκαλεί θυμηδία, δυσχερές στην προφορά, κακή φήμη από πράξεις άλλου προσώπου)… Οι αλλεπάλληλες αλλαγές του επωνύμου προκαλούν σύγχυση και δυσχέρεια στις συναλλαγές. δ) Οι λόγοι που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν συνιστούν κατά την έννοια των ισχυουσών διατάξεων, σοβαρό λόγο ή εξαιρετική περίπτωση». Η αιτιολογία αυτή, της απορρίψεως του υποβληθέντος ως άνω αιτήματος παρίσταται νόμιμη και επαρκής απορριπτομένου του περί του αντιθέτου λόγου ακυρώσεως. Και τούτο διότι, όπως προελέχθη, στο άρθρο 1388 ΑΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, προσδιορίζεται υποχρεωτικώς η νομική κατάσταση των συζύγων από πλευράς επωνύμου, οριζομένου ειδικώς ότι με το γάμο οι σύζυγοι διατηρούν το επώνυμό τους. Και ναι μεν, μετά και την νεότερη συμπλήρωση του άρθρου αυτού με το ν. 3719/2008, προβλέπεται στον Αστικό Κώδικα η δυνατότητα του συζύγου να προσθέτει στο επώνυμό του και εκείνο του άλλου συζύγου, η προσθήκη, όμως, αυτή χωρεί μόνο υπό τις προϋποθέσεις και κατά τη διαδικασία του ΑΚ, δηλαδή κατόπιν συμφωνίας των συζύγων με κοινή δήλωσή τους ενώπιον του ληξιάρχου. Συνεπώς, τόσον υπό την ισχύ του άρθρου 1388 ΑΚ προ της συμπληρώσεώς του με το ν. 3719/2008, όσον και μετά την εν λόγω συμπλήρωση, αποκλείεται η πρόσληψη επωνύμου εκ μέρους του ενός εκ των δύο συζύγων, δια της διοικητικής οδού βάσει των διατάξεων του νδ 2573/1953 και της κατ΄ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσης Φ. 42301/12167/28-6-1995 αποφάσεως του Υφυπουργού Εσωτερικών. Ειδικώτερα, κατά την διατύπωση του εκ των πλειοψηφούντων Συμβούλου Δ. Πετρούλια: Όπως έχει παγίως κριθεί (βλ. ΣτΕ 852/1957, 221/1962, 3659/1987, 2906/1996 κ.ά), από τις διατάξεις του ν. 2573/1983 και της κατ΄ επίκληση αυτού εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως, οι οποίες παρατέθηκαν στη σκέψη 3, συνάγεται ότι ναι μεν το επώνυμο αποτελεί στοιχείο της προσωπικότητας του ατόμου, η αλλαγή του, όμως, δεν απόκειται στην ιδιωτική βούληση, αλλά γίνεται ύστερα από απόφαση του Νομάρχη, εφόσον συντρέχουν συγκεκριμένοι και σοβαροί λόγοι, ικανοί να δικαιολογήσουν τη μεταβολή του επωνύμου. Οι διατάξεις αυτές (οι οποίες είναι εφαρμοστέες και επί υποβολής αιτήματος, με το οποίο ο ένας των συζύγων επιδιώκει αλλαγή του επωνύμου του συνισταμένη στην προσθήκη, στο επώνυμό του, του επωνύμου του άλλου συζύγου, δεδομένου ότι το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, δεν αποκλείει την εφαρμογή της ανωτέρω διοικητικής διαδικασίας στην ειδική αυτή περίπτωση, βλ. σχετικώς ΣτΕ 2906/1996) έχουν υπαγορευθεί από λόγους γενικού συμφέροντος, δεδομένου ότι το επώνυμο, το οποίο έχει καθοριστικό ρόλο στην ταυτοποίηση του προσώπου, ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και, ειδικότερα, συνάπτεται με την ασφάλεια των συναλλαγών και των εννόμων εν γένει σχέσεων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου του ατόμου. Εν προκειμένω : α) Η αιτούσα, με την αίτησή της προς τη Διοίκηση ζήτησε την αλλαγή του επωνύμου της, δια της προσθήκης σ΄ αυτό του επωνύμου του συζύγου της, χωρίς να επικαλεσθεί, όπως, κατά τα ανωτέρω απαιτούν οι διατάξεις του ν. 2573/1953 και της κατ΄ επίκληση αυτού εκδοθείσης υπουργικής αποφάσεως, συγκεκριμένους, σοβαρούς λόγους που δικαιολογούν την αλλαγή αυτή. β) Οι προσβαλλόμενες πράξεις, έχουν, ανεξαρτήτως των ειδικοτέρων αιτιολογιών τους, την έννοια ότι, και υπό την εκδοχή της εφαρμογής των τελευταίων αυτών διατάξεων, το αίτημα της αιτούσης δεν είναι δυνατόν, εν πάση περιπτώσει, να ικανοποιηθεί, λόγω της μη επικλήσεως εκ μέρους της των απαιτουμένων από τις εν λόγω διατάξεις συγκεκριμένων, σοβαρών λόγων. Με το περιεχόμενο, όμως, αυτό, οι προσβαλλόμενες πράξεις αιτιολογούνται νομίμως και επαρκώς, διότι και επί αλλαγής επωνύμου, συνισταμένης στην προσθήκη στο επώνυμο του ενός συζύγου του επωνύμου του άλλου, δεν αρκεί η επιθυμία του ενδιαφερομένου συζύγου να μεταβληθεί με τον τρόπο αυτό το επώνυμό του, αλλά απαιτείται και επίκληση ειδικών, σοβαρών λόγων που δικαιολογούν τη μεταβολή. Προς την απόφαση εμειοψήφησε ο Σύμβουλος Δ. Γρατσίας, ο οποίος υπεστήριξε την εξής άποψη, με την οποία συνετάγη και η Πάρεδρος Σ. Λαμπροπούλου: Το επώνυμο του ατόμου, ως στοιχείο της προσωπικότητός του, προστατεύεται, όπως και τα λοιπά στοιχεία της προσωπικότητος, από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Η προστασία αυτή δεν διασφαλίζει μόνον το δικαίωμα του ατόμου έναντι εξωτερικών επεμβάσεων στο επώνυμο, αλλά καλύπτει, ως στοιχείο συνδεόμενο με την ανάπτυξη της προσωπικότητος, και το δικαίωμα του ατόμου να μεταβάλει το επώνυμό του.
Το τελευταίο αυτό δικαίωμα, το οποίο ανήκει τόσο στους άγαμους όσο και στους εγγάμους, είναι, όπως το σύνολο των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη συνταγματική κατοχύρωση της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητος, δεκτικό περιορισμού, υπό την προϋπόθεση ότι ο περιορισμός αυτός προβλέπεται στο νόμο, σκοπεί στην εξυπηρέτηση σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και δεν παραβιάζει τα όρια που χαράσσει η συνταγματική αρχή της αναλογικότητος. Εν όψει τούτου και δεδομένου ότι επώνυμο του ατόμου, ως στοιχείο καθοριστικό για την ταυτοποίησή του, ενδιαφέρει προδήλως τη δημόσια τάξη, είναι συνταγματικώς ανεκτή η θέσπιση, με τυπικό νόμο, διατάξεως, κατά την οποία μεταβολή του επωνύμου μπορεί να αποκλεισθεί από τη Διοίκηση αν η τελευταία επικαλεσθεί, με πράξη της ειδικώς αιτιολογημένη, ότι λόγω των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες τελεί το συγκεκριμένο άτομο, συντρέχουν λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος που κωλύουν την μεταβολή του επωνύμου του. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η παρατεθείσα στη σκέψη 3 διάταξη του ν.δ. 2573/1953, ερμηνευόμενη κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, έχει την έννοια ότι η μεταβολή επωνύμου χωρεί κατόπιν δηλώσεως ενώπιον του οικείου Νομάρχη, ο οποίος μπορεί να αποκλείσει την επιδιωκόμενη μεταβολή, εφόσον επικαλεσθεί αιτιολογημένως ότι τούτο επιβάλλουν λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος. Η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την οποία η μεταβολή του επωνύμου χωρεί μόνον εάν ο ενδιαφερόμενος επικαλεσθεί και αποδείξει συγκεκριμένους και σοβαρούς λόγους που δικαιολογούν, κατά την κρίση της Διοικήσεως, την ικανοποίηση του αιτήματός του, δεν είναι συμβατή με τη συνταγματική προστασία του επωνύμου, εφόσον εξαρτά, κατ΄ ουσίαν, την άσκηση συνταγματικού δικαιώματος από προηγουμένη άδεια της Διοικήσεως. Εξ άλλου, η κρίσιμη ρύθμιση του ν. 2573/1953, όπως κατά τα ανωτέρω πρέπει να ερμηνευθεί, καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία ο ένας των συζύγων επιδιώκει μεταβολή του επωνύμου του, συνισταμένη στην προσθήκη σ΄ αυτό του επωνύμου του συζύγου του. Το άρθρο 1388 του Αστικού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον εν προκειμένω κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 15 του ν. 1329/1983, δεν μπορεί να αποτελέσει έρεισμα προς παντελή αποκλεισμό του δικαιώματος τούτου των συζύγων, προεχόντως, διότι ουδείς λόγος δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό, με την τελευταία ως άνω νομοθετική διάταξη, της ασκήσεως του εν λόγω δικαιώματος, το οποίο συνιστά ειδικότερη έκφανση του συνταγματικώς, κατά τα εκτεθέντα, κατοχυρωμένου δικαιώματος μεταβολής του επωνύμου. Εν όψει των ανωτέρω, οι προσβαλλόμενες πράξεις, με τις οποίες το αίτημα της αιτούσης περί μεταβολής του επωνύμου της, συνιστάμενο στην προσθήκη σ΄ αυτό του επωνύμου του συζύγου της, απερρίφθη χωρίς η Διοίκηση να επικαλεσθεί ότι την μεταβολή αυτή κωλύουν συγκεκριμένοι λόγοι δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, δεν αιτιολογούνται, κατά την ως ως άνω μειοψηφήσασα άποψη, νομίμως, και θα έπρεπε να ακυρωθούν.
6. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω η υπό κρίση αίτηση αποβαίνει απορριπτέα.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την υπό κρίση αίτηση.
Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.
Επιβάλλει στην αιτούσα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ, καθώς και τη δαπάνη της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Αθηνών - Πειραιώς, η οποία ανέρχεται, ομοίως, στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2009 και στις 26 Ιουνίου 2009
Η Προεδρεύουσα Αντιπρόεδρος Η Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 17ης Μα ΐ ου 2011.
Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Ο Γραμματέας