ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,
τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ιδίως το άρθρο 13, παράγραφος 1,
την πρόταση της Επιτροπής,
τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου [1],
τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [2],
τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [3],
Εκτιμώντας τα εξής:
(1) Σύμφωνα με το άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ένωση βασίζεται στις αρχές της ελευθερίας, της δημοκρατίας, του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και του κράτους δικαίου, αρχές οι οποίες είναι κοινές για όλα τα κράτη μέλη, και σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως προκύπτουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
(2) Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η προστασία όλων των ατόμων έναντι των διακρίσεων αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα που αναγνωρίζεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη κάθε μορφής διακρίσεων εις βάρος των γυναικών, τη Διεθνή Σύμβαση για την εξάλειψη κάθε μορφής φυλετικών διακρίσεων, τα Σύμφωνα των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που έχουν υπογραφεί από όλα τα κράτη μέλη.
(3) Είναι σημαντικό η απαγόρευση των διακρίσεων να σέβεται άλλα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του ιδιωτικού και του οικογενειακού βίου και των συναλλαγών που διεξάγονται στο πλαίσιο αυτό, καθώς και της θρησκευτικής ελευθερίας.
(4) Η ισότητα ανδρών και γυναικών αποτελεί θεμελιώδη αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα άρθρα 21 και 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης απαγορεύουν όλες τις διακρίσεις λόγω φύλου και απαιτούν την εξασφάλιση της ισότητας ανδρών και γυναικών σε όλους τους τομείς.
(5) Το άρθρο 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας θεωρεί την προώθηση της ισότητας ως μία από τις ουσιαστικές αποστολές της Κοινότητας. Παρομοίως, στο άρθρο 3, παράγραφος 2 της Συνθήκης αναφέρεται ότι η Κοινότητα επιδιώκει να εξαλειφθούν οι ανισότητες και να προαχθεί η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλες τις δραστηριότητές της.
(6) Στην ανακοίνωσή της σχετικά με την Ατζέντα κοινωνικής πολιτικής, η Επιτροπή εξήγγειλε την πρόθεσή της να υποβάλει πρόταση οδηγίας σχετικά με τις διακρίσεις λόγω φύλου εκτός της αγοράς εργασίας. Η πρόταση αυτή συνάδει πλήρως με την απόφαση 2001/51/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2000, για τη θέσπιση προγράμματος κοινοτικής δράσης σχετικά με την κοινοτική στρατηγική για την ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών (2001-2005) [4], που καλύπτει όλες τις κοινοτικές πολιτικές και αποσκοπεί στην προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, με την προσαρμογή των πολιτικών αυτών και την εφαρμογή στην πράξη μέτρων για τη βελτίωση της κατάστασης των ανδρών και των γυναικών στην κοινωνία.
(7) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στη σύνοδό του στη Νίκαια, στις 7 και 9 Δεκεμβρίου του 2000, κάλεσε την Επιτροπή να ενισχύσει τα δικαιώματα που συνδέονται με την ισότητα, θεσπίζοντας πρόταση οδηγίας για την προώθηση της ισότητας των φύλων σε τομείς άλλους από την απασχόληση και τις επαγγελματικές δραστηριότητες.
(8) Η Κοινότητα έχει θεσπίσει μια σειρά νομικών μέσων για την πρόληψη και την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου στην αγορά εργασίας. Τα εν λόγω μέσα έχουν καταδείξει την αξία της νομοθεσίας στην καταπολέμηση των διακρίσεων.
(9) Οι διακρίσεις λόγω φύλου, συμπεριλαμβανομένης της παρενόχλησης και της σεξουαλικής παρενόχλησης, συμβαίνουν και σε τομείς εκτός της αγοράς εργασίας. Οι διακρίσεις αυτές μπορούν να είναι εξίσου επιβλαβείς, εφόσον λειτουργούν ως φραγμός στην πλήρη και επιτυχημένη ένταξη των ανδρών και των γυναικών στην οικονομική και την κοινωνική ζωή.
(10) Τα προβλήματα είναι ιδιαίτερα εμφανή όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών. Συνεπώς, οι διακρίσεις λόγω φύλου θα πρέπει να προληφθούν και να εξαλειφθούν από τον εν λόγω τομέα. Όπως και στην περίπτωση της οδηγίας 2000/43/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 2000, περί εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης προσώπων ασχέτως της φυλετικής ή εθνοτικής τους καταγωγής [5], ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα με τη θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας.
(11) Η εν λόγω νομοθεσία θα πρέπει να απαγορεύει τις διακρίσεις λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών. Ως αγαθά εκλαμβάνονται εκείνα που εμπίπτουν στις διατάξεις της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, οι οποίες αφορούν την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ως υπηρεσίες εκλαμβάνονται εκείνες που εμπίπτουν στο άρθρο 50 της εν λόγω Συνθήκης.
(12) Για να προληφθούν οι διακρίσεις λόγω φύλου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει τόσο για τις άμεσες όσο και τις έμμεσες διακρίσεις. Άμεσες διακρίσεις υφίστανται μόνο σε περίπτωση λιγότερο ευνοϊκής μεταχείρισης ενός προσώπου, λόγω φύλου, σε σχέση με άλλο πρόσωπο σε ανάλογη κατάσταση. Συνεπώς, παραδείγματος χάριν, οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στην παροχή υγειονομικών υπηρεσιών, οι οποίες οφείλονται στις σωματικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεν αφορούν ανάλογες καταστάσεις και δεν συνιστούν, επομένως, διάκριση.
(13) Η απαγόρευση των διακρίσεων θα πρέπει να ισχύει για πρόσωπα τα οποία παρέχουν αγαθά και υπηρεσίες τα οποία διατίθενται στο κοινό και τα οποία προσφέρονται εκτός του τομέα του ιδιωτικού και του οικογενειακού βίου και των συναλλαγών που διεξάγονται στο πλαίσιο αυτό. Δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται στο περιεχόμενο των μέσων μαζικής ενημέρωσης ή της διαφήμισης ούτε στη δημόσια ή ιδιωτική εκπαίδευση.
(14) Όλα τα άτομα απολαύουν την ελευθερία σύναψης συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας επιλογής αντισυμβαλλομένου. Άτομο το οποίο παρέχει αγαθό ή υπηρεσία μπορεί να έχει διάφορους υποκειμενικούς λόγους για την επιλογή αντισυμβαλλομένου. Εφόσον η επιλογή αντισυμβαλλομένου δεν βασίζεται στο φύλο του ατόμου, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να θίγει την ελευθερία του ατόμου για την επιλογή αντισυμβαλλομένου.
(15) Υπάρχουν ήδη πλείονα ισχύοντα νομικά μέσα για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα απασχόλησης και επαγγελματικής δραστηριότητας. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να ισχύει στον τομέα αυτόν. Το αυτό σκεπτικό ισχύει για τις μη μισθωτές δραστηριότητες στο βαθμό που καλύπτονται από ισχύοντα νομικά μέσα. Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να ισχύει μόνο για ασφαλίσεις και συντάξεις οι οποίες είναι ιδιωτικές, συνάπτονται σε εκούσια βάση και είναι ανεξάρτητες από τη σχέση εργασίας.
(16) Η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να είναι αποδεκτή μόνο εφόσον δικαιολογείται από θεμιτό σκοπό. Ο θεμιτός σκοπός μπορεί, παραδείγματος χάριν, να συνίσταται στην προστασία θυμάτων βίας σεξουαλικής φύσεως (σε περιπτώσεις όπως η ίδρυση εστιών διαμονής μόνο για άτομα του ενός φύλου), σε λόγους προστασίας του ιδιωτικού βίου και της αξιοπρέπειας (σε περιπτώσεις όπως η παροχή τμήματος της κατοικίας ορισμένου προσώπου για σκοπούς στέγασης), στην προαγωγή της ισότητας των φύλων ή των συμφερόντων ανδρών ή γυναικών (παραδείγματος χάριν σώματα εθελοντών μόνον του ενός φύλου), στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι (σε περιπτώσεις συμμετοχής σε ιδιωτικές λέσχες μόνο για άτομα του ενός φύλου), και στην οργάνωση αθλητικών δραστηριοτήτων (παραδείγματος χάριν αθλητικές εκδηλώσεις για άτομα μόνον του ενός φύλου). Οιοσδήποτε περιορισμός θα πρέπει, ωστόσο, να είναι σκόπιμος και αναγκαίος σύμφωνα με τα κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
(17) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες δεν απαιτεί να παρέχονται πάντα διευκολύνσεις σε άνδρες και γυναίκες σε κοινή βάση, εφόσον δεν παρέχονται υπό ευνοϊκότερους όρους μόνο στα άτομα του ενός φύλου.
(18) Η χρήση αναλογιστικών δεδομένων με βάση το φύλο είναι ευρέως διαδεδομένη κατά την παροχή ασφαλιστικών και άλλων συναφών χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Προκειμένου να εξασφαλισθεί η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, η χρήση του φύλου ως αναλογιστικού παράγοντα δεν θα πρέπει να οδηγεί σε διαφορές μεταξύ ατομικών ασφαλίστρων και παροχών. Για να αποφευχθεί η απότομη προσαρμογή της αγοράς, η εφαρμογή του κανόνα αυτού θα πρέπει να ισχύσει μόνον για τα νέα συμβόλαια που συνάπτονται μετά την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.
(19) Ορισμένες κατηγορίες κινδύνου μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με το φύλο. Σε μερικές περιπτώσεις, το φύλο είναι μεν ένας αλλά όχι αναγκαστικά ο μοναδικός αποφασιστικός παράγοντας στην αξιολόγηση των ασφαλιζομένων κινδύνων. Για τα συμβόλαια τα οποία ασφαλίζουν αυτού του είδους τους κινδύνους, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να επιτρέπουν εξαιρέσεις από τον κανόνα των ασφαλίστρων και παροχών ανεξαρτήτως φύλου, εφόσον μπορούν να εξασφαλίζουν ότι τα αναλογιστικά και στατιστικά δεδομένα στα οποία βασίζονται οι υπολογισμοί είναι αξιόπιστα, ενημερώνονται τακτικά και είναι διαθέσιμα στο κοινό. Εξαιρέσεις επιτρέπονται μόνο όταν η εθνική νομοθεσία δεν έχει ήδη καθιερώσει τον ενιαίο κανόνα ανεξαρτήτως φύλου. Πέντε έτη μετά τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επανεξετάσουν εάν οι εξαιρέσεις αυτές εξακολουθούν να αιτιολογούνται, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πρόσφατα αναλογιστικά και στατιστικά δεδομένα και έκθεση της Επιτροπής, η οποία υποβάλλεται τρία έτη μετά την ημερομηνία μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο.
(20) Η λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των γυναικών λόγω εγκυμοσύνης και μητρότητας θα πρέπει να θεωρείται ως μορφή άμεσης διάκρισης λόγω φύλου και, επομένως, να απαγορεύεται στον τομέα των ασφαλιστικών και συναφών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Τα έξοδα λόγω κινδύνων εγκυμοσύνης και μητρότητας δεν θα πρέπει, επομένως, να καταλογίζονται στα μέλη του ενός φύλου μόνον.
(21) Τα άτομα που έχουν υποστεί διακρίσεις λόγω φύλου θα πρέπει να διαθέτουν επαρκή μέσα νομικής προστασίας. Προκειμένου να υπάρχει ένα πιο αποτελεσματικό επίπεδο προστασίας, οι ενώσεις, οι οργανώσεις και άλλες νομικές οντότητες θα πρέπει επίσης να δύνανται να κινήσουν διαδικασίες, όπως τις ορίζουν τα κράτη μέλη, είτε εξ ονόματος κάποιου θύματος είτε προς υποστήριξή του, υπό την επιφύλαξη των εθνικών δικονομικών κανόνων όσον αφορά την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση ενώπιον των δικαστηρίων.
(22) Όταν υπάρχει εκ πρώτης όψεως διακριτική μεταχείριση, οι κανόνες περί βάρους της απόδειξης θα πρέπει να προσαρμόζονται και, προκειμένου να εφαρμόζεται αποτελεσματικά η αρχή της ίσης μεταχείρισης, το βάρος της απόδειξης θα πρέπει να μεταφέρεται στον εναγόμενο εφόσον προσάγονται αποδείξεις μιας τέτοιας διακριτικής μεταχείρισης.
(23) Η αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης απαιτεί κατάλληλη δικαστική προστασία έναντι αντιποίνων.
(24) Τα κράτη μέλη, προκειμένου να προαγάγουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, θα πρέπει να ενθαρρύνουν το διάλογο με τους σχετικούς φορείς, οι οποίοι έχουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και πρακτική, έννομο συμφέρον να συμβάλλουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών.
(25) Η προστασία έναντι διακρίσεων λόγω φύλου θα πρέπει να ενισχυθεί με την ίδρυση οργανισμού ή οργανισμών σε κάθε κράτος μέλος, αρμόδιων για την ανάλυση των σχετικών προβλημάτων, τη μελέτη δυνατών λύσεων και την παροχή συγκεκριμένης υποστήριξης προς τα θύματα. Ο εν λόγω οργανισμός ή οργανισμοί μπορούν να είναι ίδιοι με εκείνους που είναι υπεύθυνοι σε εθνικό επίπεδο για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή τη διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων ή την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
(26) Η παρούσα οδηγία ορίζει ελάχιστες απαιτήσεις, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν ευνοϊκότερες διατάξεις. Η εφαρμογή της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να χρησιμεύσει ως δικαιολογία για ενδεχόμενη οπισθοδρόμηση σε σχέση με την κατάσταση η οποία επικρατεί σήμερα στα κράτη μέλη.
(27) Τα κράτη μέλη θα πρέπει να προβλέπουν αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές κυρώσεις στις περιπτώσεις αθέτησης των υποχρεώσεων στο πλαίσιο της παρούσας οδηγίας.
(28) Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, και κυρίως η εξασφάλιση κοινού υψηλού επιπέδου προστασίας από τις διακρίσεις σε όλα τα κράτη μέλη, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και, συνεπώς, μπορούν, λόγω της κλίμακας και των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, του άρθρου 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, του ιδίου άρθρου, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα όρια που είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων αυτών,
(29) Σύμφωνα με την παράγραφο 34 της Διοργανικής Συμφωνίας για τη βελτίωση της νομοθεσίας [6], τα κράτη μέλη παροτρύνονται να καταρτίσουν, προς ιδία χρήση και προς όφελος της Κοινότητας, τους δικούς τους πίνακες, οι οποίοι αποτυπώνουν, στο μέτρο του δυνατού, την αντιστοιχία της παρούσας οδηγίας με τα μέτρα μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο, και να τους δημοσιοποιήσουν,
ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:
- Προηγούμενο
- Επόμενο >>