ΝΟΜΟΣ
3232
Έτος
2004
ΦΕΚ
Α’ 48
Σχετικά Άρθρα
Άρθρο 4
Αντικείμενο
Σύνταξη διαζευγμένων - συνταξιοδότηση μητέρων ανάπηρων παιδιών
Αρμόδιο υπουργείο
Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης
Θεματικά πεδία Διακήρυξη Πεκίνου
Γυναίκες και οικονομία
Θεματικά κριτήρια (προηγούμενες συλλογές)
Κοινωνική ασφάλιση - πρόνοια Άγαμη μητέρα
Τομέας Πολιτικής
Κοινωνική αλληλεγγύη
Τομέας COFOG
Κοινωνική προστασία
Ωφελούμενοι - χρήστες
Γονείς ΑμΕα
Άρθρο 4

«1. Ο/η διαζευγμένος/η, σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου δικαιούται σύνταξη λόγω θανάτου του/της πρώην συζύγου από το Δημόσιο, τους φορείς κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και το ΝΑΤ εφόσον πληροί αθροιστικά τις εξής προϋποθέσεις:».

 

α. Να έχει συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας ή να είναι ανίκανος/η για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό 67% και άνω. Η ανικανότητα στην περίπτωση αυτή κρίνεται κατά το χρόνο του θανάτου του/της πρώην συζύγου και βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής.

β. Ο/η πρώην σύζυγος, κατά τη στιγμή του θανάτου του, να κατέβαλε διατροφή που είχε καθοριστεί είτε με δικαστική απόφαση είτε με σύμβαση μεταξύ των πρώην συζύγων.

«γ. Δέκα (10) έτη εγγάμου βίου μέχρι τη λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.»

δ. Το διαζύγιο να μην οφείλεται σε ισχυρό κλονισμό της εγγάμου συμβιώσεως υπαιτιότητα του αιτούντος τη σύνταξη.

«ε. Συνολικό ετήσιο ατομικό φορολογητέο εισόδημα το οποίο να μην υπερβαίνει το διπλάσιο του ποσού των εκάστοτε καταβαλλόμενων από τον Ο.Γ.Α. ετήσιων συντάξεων στους ανασφάλιστους υπερήλικες.»

στ. Να μην έχει τελεστεί άλλος γάμος.

«2. Το ποσό κύριας και επικουρικής σύνταξης που δικαιούται ο/η διαζευγμένος/η καθορίζεται ως εξής: α. Σε περίπτωση θανάτου του/της πρώην συζύγου, εφόσον ο γάμος είχε διαρκέσει δέκα (10) έτη έως τη λύση του με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 75% στο χήρο ή χήρα και 25% στο/στη διαζευγμένο/η. Για κάθε έτος εγγάμου βίου πέραν του δεκάτου (10ου) και μέχρι το τριακοστό πέμπτο (35ο) έτος διάρκειας του γάμου, το ποσοστό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα μειώνεται κατά 1% στο χήρο ή χήρα και αυξάνεται αντίστοιχα κατά 1% στο/στη διαζευγμένο/η. Προκειμένου περί εγγάμου βίου που διήρκησε πλέον των τριάντα πέντε (35) ετών έως τη λύση του κατά τα ανωτέρω, το ποσό σύνταξης που δικαιούται ο χήρος ή η χήρα επιμερίζεται κατά 50% στο χήρο ή χήρα και 50% στο/στη διαζευγμένο/η. Στις ανωτέρω περιπτώσεις εάν ο θανών ή η θανούσα δεν καταλείπει χήρα ή χήρο σύζυγο, ο διαζευγμένος ή η διαζευγμένη δικαιούται το αυτό σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά περίπτωση, ποσοστό της σύνταξης που θα εδικαιούτο ο χήρος ή η χήρα σύζυγος. β. Σε περίπτωση περισσοτέρων του ενός δικαιούχων διαζευγμένων το αναλογούν για τον/την διαζευγμένο/η κατά τα ως άνω ποσοστά ποσό σύνταξης κύριας και επικουρικής επιμερίζεται εξίσου μεταξύ αυτών.»

3. Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης και διακόπτεται σε περίπτωση τέλεσης νέου γάμου μετά τη συνταξιοδότηση.

4. Εάν η διάζευξη έλαβε χώρα πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού και ο ασφαλιστικός κίνδυνος επαληθεύθηκε μετά την έναρξη ισχύος αυτού, ως προς τη συνταξιοδότηση του/της διαζευγμένου/ης εφαρμόζονται, αντίστοιχα, οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.

5. Εάν η διάζευξη και ο ασφαλιστικός κίνδυνος επαληθεύθηκε πριν την ισχύ των διατάξεων του νόμου αυτού, ο/η διαζευγμένος/η δικαιούται συντάξεως μόνο σε περίπτωση που η σύνταξη του/της πρώην συζύγου δεν έχει μεταβιβασθεί σε χήρο/α σύζυγο ή τέκνα του.

6. Οι διατάξεις περί κατώτατου ορίου και Επιδόματος Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Ε.ΚΑΣ.) δεν έχουν εφαρμογή για συντάξεις που κανονίζονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

7. Το συνολικό ετήσιο ατομικό εισόδημα αποδεικνύεται από το εκκαθαριστικό σημείωμα φόρου εισοδήματος και αφορά εισοδήματα που δηλώθηκαν με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος του προηγούμενου οικονομικού έτους. Σε περίπτωση μη υποχρέωσης υποβολής φορολογικής δήλωσης το εν λόγω εισόδημα αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/1986 η οποία θεωρείται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ο έλεγχος των εισοδηματικών κριτηρίων διενεργείται ανά διετία.

8. Οι ανωτέρω συνταξιοδοτηθέντες καλύπτονται για παροχές ασθένειας από τον ασφαλιστικό οργανισμό του/της πρώην συζύγου, εφόσον δεν καλύπτονται άμεσα ή έμμεσα από οποιονδήποτε ασφαλιστικό οργανισμό. Από το καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης παρακρατείται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις του οικείου ασφαλιστικού φορέα εισφορά συνταξιούχου.