Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαίου

  • C-170/84 Bilka-Kaufhaus GmbH κατά Karin Weber von Hartz

    Υπάρχει παράβαση του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ από εταιρία που αποκλείει τους απασχολουμένους με μειωμένο ωράριο από το συνταξιοδοτικό σύστημα επιχειρήσεως, όταν το μέτρο αυτό πλήττει πολύ υψηλότερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, εκτός αν η επιχείρηση αποδείξει ότι το μέτρο αυτό εξηγείται

    από παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.

  • C-179/88 Birthe Vibeke Hertz κατά Aldi Marked K/S

    Υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του εθνικού δικαίου που έχουν θεσπιστεί κατ' εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, και του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας δεν αντιτίθενται στις απολύσεις που αποτελούν τη συνέπεια απουσιών οφειλομένων σε ασθένεια της οποίας αρχική αιτία είναι η εγκυμοσύνη ή ο τοκετός.

  • C-187/00 Bauer κατά Freie und Hansestadt Hamburg

    Μια διάταξη συλλογικής συμβάσεως που ισχύει στον δημόσιο τομέα, η οποία επιτρέπει σε άνδρες και γυναίκες εργαζομένους να απασχολούνται με μειωμένο ωράριο λόγω ηλικίας, συνιστά παράβαση των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, αν η εν λόγω απασχόληση με μειωμένο ωράριο λόγω ηλικίας επιτρέπεται μόνο μέχρι το χρονικό σημείο κατά το οποίο μπορεί για πρώτη φορά να ζητηθεί πλήρης σύνταξη βάσει του νομίμου καθεστώτος που διέπει τις συντάξεις γήρατος και αν η κατηγορία των προσώπων τα οποία μπορούν να λάβουν πλήρη σύνταξη με τη συμπλήρωση του 60ού έτους της ηλικίας αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από γυναίκες, ενώ η κατηγορία των προσώπων τα οποία μπορούν να λάβουν πλήρη σύνταξη μόνο με τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από άνδρες, εκτός εάν αυτή η διάταξη δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους εντελώς ξένους προς κάθε δυσμενή διάκριση λόγω φύλου. Στην περίπτωση κατά την οποία νομοθετικές διατάξεις και διατάξεις συλλογικής συμβάσεως συνιστούν παράβαση της οδηγίας 76/207, εισάγοντας δυσμενή διάκριση αντίθετη προς την οδηγία αυτή, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να μη λάβουν υπόψη την εν λόγω διάκριση κατά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων υπέρ της ζημιουμένης κατηγορίας προσώπων, με κάθε δυνατό τρόπο, χωρίς να χρειάζεται να ζητήσουν ή να περιμένουν την προηγούμενη κατάργησή τους από το νομοθέτη, από τα μέρη της συλλογικής συμβάσεως ή με άλλο τρόπο

  • C-196/02 Νικολούδη κατά ΟΤΕ

    Το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ έχουν αντικατασταθεί από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, έχει την έννοια ότι η ύπαρξη και η εφαρμογή μιας διατάξεως που προβλέπει ότι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μειωμένης απασχολήσεως, προσλαμβάνονται μόνο καθαρίστριες, δηλαδή γυναίκες, δεν αποτελούν καθαυτές άμεση διάκριση λόγω φύλου σε βάρος των γυναικών. Εντούτοις, ο μεταγενέστερος αποκλεισμός από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως, ο οποίος στηρίζεται στο φαινομενικά ουδέτερο σε σχέση με το φύλο του εργαζομένου κριτήριο ότι ο ενδιαφερόμενος ανήκει σε ορισμένη κατηγορία εργαζομένων που αποτελείται, δυνάμει εθνικής ρυθμίσεως που έχει ισχύ νόμου, μόνο από γυναίκες, συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου υπό την έννοια της οδηγίας 76/207. Ο πλήρης αποκλεισμός του συνυπολογισμού της μειωμένης απασχολήσεως στην αρχαιότητα συνιστά, όταν πλήττει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων γυναικών απ’ ό,τι εργαζομένων ανδρών, έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία είναι αντίθετη προς την οδηγία 76/207, εκτός αν οφείλεται σε παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. 

  • C-20/71 Sabbatini κατά European Parliament

    Το Δικαστήριο αναγνώρισε την αναγκαιότητα να εξασφαλισθεί η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών κοινοτικών εργαζομένων

  • C-207/98 Mahlburg κατά Land Mecklenburg-Vorpommern

    Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 3, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, απαγορεύει την άρνηση προσλήψεως εγκύου γυναίκας για απασχόληση αορίστου χρόνου για τον λόγο ότι η συνδεομένη με την κατάσταση αυτή εκ του νόμου απαγόρευση εργασίας δεν επιτρέπει, εφόσον διαρκεί η εγκυμοσύνη της, να καταλάβει, από την αρχή, την εν λόγω θέση απασχολήσεως. Πράγματι, η εφαρμογή των σχετικών με την προστασία της εγκύου γυναίκας διατάξεων δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη δυσμενή μεταχείριση όσον αφορά την πρόσβασή της σε απασχόληση.

  • C-226/98 Jørgensen κατά Foreningen af Speciallæge

    H οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, και η οδηγία 86/613/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν ανεξάρτητη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της γεωργικής, καθώς και για την προστασία της μητρότητας, έχουν την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου σε υπόθεση αφορώσα την ίση μεταχείριση, όπως είναι η υπόθεση της κύριας δίκης, είναι αναγκαία η χωριστή αξιολόγηση καθενός από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους όρους ασκήσεως επαγγελματικής δραστηριότητας που απορρέουν από την επίδικη ρύθμιση, καθόσον τα στοιχεία αυτά αποτελούν, αφεαυτών, ειδικά μέτρα στηριζόμενα σε κριτήρια εφαρμογής που προσιδιάζουν σ' αυτά και πλήττουν σημαντικό αριθμό προσώπων που ανήκουν σε ορισμένη κατηγορία

  • C-227/04 Lindorfer κατά Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

    Η χρήση παραμέτρων που διαφοροποιούνται αναλόγως του φύλου προκειμένου να υπολογισθεί ο αριθμός των πρόσθετων συνταξίμων ετών σε περίπτωση μεταφοράς στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που ένας υπάλληλος απέκτησε λόγω επαγγελματικών δραστηριοτήτων προγενεστέρων της προσλήψεώς του στις Κοινότητες συνιστά διάκριση λόγω φύλου η οποία δεν δικαιολογείται αντικειμενικά από την αναγκαιότητα διασφαλίσεως υγιούς οικονομικής διαχειρίσεως του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος. 

  • C-237/85 Rummler κατά Dato-Druck GmbH

    Δεν απαγορεύεται ένα σύστημα επαγγελματικής κατατάξεως να χρησιμοποιήσει, προκειμένου να καθοριστεί το επίπεδο αμοιβών, το κριτήριο της μυϊκής προσπάθειας ή κοπώσεως ή το κριτήριο του βαθμού του χαρακτήρα μιας εργασίας ως βαριάς, εάν, ενόψει της φύσεως των εργασιών, η προς εκτέλεση εργασία απαιτεί, πράγματι, την καταβολή ορισμένης σωματικής δυνάμεως, υπό την προϋπόθεση ότι, λαμβάνοντας υπόψη και άλλα κριτήρια, επιτυγχάνει το σύστημα αυτό να αποκλείσει, στο σύνολο του, κάθε διάκριση λόγω φύλου. Τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η κατάταξη στα διάφορα μισθολογικά κλιμάκια πρέπει να διασφαλίζουν την ίδια αμοιβή για ίδια αντικειμενικώς εργασία, είτε αυτή επιτελείται από άνδρα εργαζόμενο είτε από γυναίκα εργαζομένη. 

  • C-25/02 Rinke κατά Ärztekammer Hamburg

    Η τήρηση της απαγορεύσεως των εμμέσων δυσμενών διακρίσεων λόγω φύλου συνιστά προϋπόθεση της νομιμότητας κάθε πράξεως που εκδίδουν τα κοινοτικά όργανα. η εκπαίδευση κατά μερική απασχόληση στη γενική ιατρική πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένο αριθμό εκπαιδευτικών περιόδων κατά πλήρη απασχόληση.

  • C-256/01 Allonby κατά Accrington & Rossendale College

    Tο άρθρο 141, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι μια γυναίκα, της οποίας η σύμβαση εργασίας με επιχείρηση δεν ανανεώθηκε και η οποία τέθηκε αμέσως στη διάθεση του πρώην εργοδότη της μέσω άλλης επιχειρήσεως για να παράσχει τις ίδιες υπηρεσίες, δεν μπορεί να επικαλεσθεί, έναντι της μεσολαβήτριας επιχειρήσεως, την αρχή της ισότητας των αμοιβών, λαμβάνοντας ως μέτρο συγκρίσεως την αμοιβή που λαμβάνει για την ίδια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας άνδρας που απασχολείται από τον πρώην εργοδότη της γυναίκας αυτής. 

  • C-262/84 Beets-Proper κατά F. Van Lanschot Bankiers NV

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 έχει την έννοια ότι δεν παρέχεται στα κράτη μέλη ευχέρεια να εξαιρούν από την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ρητές ή σιωπηρές ρήτρες συμβάσεων εργασίας, συναπτομένων βάσει συλλογικής συμβάσεως, που έχουν ως αποτέλεσμα τη λύση της σχέσης εργασίας λόγω της ηλικίας που συμπληρώνει ο εργαζόμενος, όταν η ηλικία αυτή υπολογίζεται βάσει της ηλικίας κατά την οποία ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα συντάξεως λόγω αποχωρήσεως και η οποία διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών

  • C-285/98 Kreil κατά Bundesrepublik Deutschland

    Αν και απόκειται στα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφαλείας, να λάβουν τις αποφάσεις που αφορούν την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεών τους, δεν συνάγεται ωστόσο εξ αυτού ότι οι αποφάσεις αυτές πρέπει να εκφεύγουν εντελώς του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Όταν, στην περίπτωση της οργανώσεως των ενόπλων δυνάμεων, οι αρμόδιες εθνικές αρχές κάνουν χρήση της ευχέρειας που τους παρέχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/207, να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες για τις οποίες, λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας, δεν μπορούν, χωρίς να παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, να θεωρούν γενικώς ότι η σύνθεση όλων των ενόπλων μονάδων πρέπει να παραμείνει αποκλειστικά ανδροκρατούμενη.

    Η οδηγία 76/207 απαγορεύει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων οι οποίες αποκλείουν γενικώς τις γυναίκες από τις στρατιωτικές θέσεις που συνεπάγονται τη χρήση όπλων και επιτρέπουν την πρόσβασή τους μόνο στις υγειονομικές υπηρεσίες και στα σώματα στρατιωτικής μουσικής

  • C-313/02 Wippel κατά Peek & Cloppenburg GmbH & Co. KG

    Εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας, η οποία ορίζει ότι η διάρκεια της εργασίας και η οργάνωση του χρόνου εργασίας εξαρτώνται από τον ανακύπτοντα φόρτο εργασίας, καθορίζονται δε μόνον κατά περίπτωση από κοινού μεταξύ των μερών, και η οποία, επομένως, επηρεάζει την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του εν λόγω εργαζομένου, επανοργανώνοντας, σύμφωνα με τις ανάγκες, τον χρόνο εργασίας του, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας. Οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση που εργάζονται σε ευκαιριακή βάση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου εάν το κράτος μέλος δεν εξαίρεσε εντελώς ή εν μέρει, δυνάμει της ρήτρας της 2, παράγραφος 2, τους εν λόγω εργαζομένους από τις ευεργετικές της διατάξεις

  • C-343/92 M. A. Roks…

    Το κοινοτικό δίκαιο αντιτάσσεται στην εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία, εξαρτώντας το δικαίωμα για παροχή λόγω ανικανότητας προς εργασία από προϋπόθεση που προηγουμένως δεν ίσχυε για τους άνδρες, στερεί τις έγγαμες γυναίκες των δικαιωμάτων που αντλούσαν από το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στη θέσπιση εθνικής νομοθεσίας η οποία, εξαρτώντας τη διατήρηση του ευεργετήματος της παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από μία προϋπόθεση που ισχύει εφεξής τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση από τις γυναίκες, για το μέλλον, των δικαιωμάτων που αντλούσαν από το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά τη χορήγηση παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από την προϋπόθεση πραγματοποιήσεως κάποιου εισοδήματος κατά το έτος που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητας, η οποία προϋπόθεση, καίτοι δεν κάνει διάκριση ανάλογα με το φύλο, αφορά πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, ακόμη και όταν η θέσπιση της εθνικής αυτής νομοθεσίας στηρίζεται σε λόγους που αφορούν τον προϋπολογισμό.

  • C-37/89 Weiser κατά Caisse nationale des barreaux français

    Ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όπως η δικηγορία, και αποχωρεί από το επάγγελμα του για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν δικαιούται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η διάταξη αυτή είναι, ωστόσο, ανίσχυρη στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από εθνικό σύστημα στο ασφαλιστικό σύτημα των Κοινοτήτων, μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά απασχολούμενοι ως μισθωτοί και εκείνων που τα έχουν αποκτήσει απασχολούμενοι ως μη μισθωτοί

  • C-4/02 και 5/02 Schönheit κατά Stadt Frankfurt am Main και Becker κατά Land Hessen

    Δεν επιτρέπεται εφαρμογή νομοθεσίας, η οποία μπορεί να συνεπάγεται μείωση του ποσού της συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων που άσκησαν τα καθήκοντά τους με μειωμένο ωράριο κατά τη διάρκεια τουλάχιστον μέρους της σταδιοδρομίας τους, όταν αυτή η κατηγορία υπαλλήλων περιλαμβάνει σημαντικά υψηλότερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, εκτός αν η νομοθεσία αυτή δικαιολογείται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Ο στόχος περιορισμού των δημοσίων δαπανών δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου. 

  • C-423/04 Richards κατά Secretary of State for Work and Pensions

    Άρνηση χορηγήσεως συντάξεως γήρατος σε ηλικία 60 ετών σε τρανσεξουαλικό άτομο το οποίο υποβλήθηκε σε εγχείρηση αλλαγής φύλου ώστε να γίνει από άνδρας γυναίκα

  • C-43/75 Defrenne κατά Sabena

    Μπορεί να γίνεται επίκληση της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων που ορίζεται από το άρθρο 119 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να εξασφαλίζουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που παρέχει η διάταξη αυτή στους ιδιώτες, ιδίως σε περίπτωση διακρίσεων που πηγάζουν άμεσα από νομοθετικές διατάξεις ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς και σε περίπτωση άνισης αμοιβής γυναικών και ανδρών εργαζομένων για όμοια εργασία, όταν αυτή εκτελείται στην ίδια επιχείρηση ή υπηρεσία, ιδιωτική ή δημόσια. Ακόμη καν στους τομείς στους οποίους το άρθρο 119 δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιφυλάσσουσα αποκλειστική αρμοδιότητα στον εθνικό νομοθέτη για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών, δεδομένου ότι η εφαρμογή αυτή μπορεί να προκύπτει, εφόσον είναι αναγκαίο, από τη συνδρομή κοινοτικών και εθνικών διατάξεων.

  • C-450/93 Kalanke κατά Freie Hansestadt Bremen

    Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία παρέχει αυτομάτως, εφόσον υφίστανται ίσα προσόντα των υποψηφίων διαφορετικού φύλου που έχουν γίνει δεκτοί ως προαγώγιμοι, προτεραιότητα στους υποψηφίους θηλυκού φύλου στους τομείς όπου οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται, νοουμένου ότι υφίσταται υποεκπροσώπηση όταν οι γυναίκες δεν εκπροσωπούν τουλάχιστον το ήμισυ του προσωπικού των διαφόρων βαθμίδων της οικείας κατηγορίας και όταν συμβαίνει το ίδιο όσον αφορά τα προβλεπόμενα από το οργανόγραμμα επίπεδα καθηκόντων.

    Επιτρέπει εθνικά μέτρα στον τομέα της προσβάσεως στην απασχόληση, περιλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως, τα οποία, με το να ευνοούν ειδικά τις γυναίκες, σκοπό έχουν να βελτιώνουν την ικανότητα των γυναικών να ανταγωνίζονται στην αγορά εργασίας και να ακολουθούν σταδιοδρομία υπό συνθήκες ισότητας με τους άνδρες. Δεν συνιστά μέτρο αυτού του είδους η εθνική ρύθμιση η οποία εξασφαλίζει στις γυναίκες απόλυτη και από ουδεμία προϋπόθεση εξαρτωμένη προτεραιότητα επί διορισμού ή προαγωγής, καθότι βαίνει πέραν της προωθήσεως της ισότητας ευκαιριών και υποκαθιστά στην ισότητα ευκαιριών το αποτέλεσμα, δηλαδή την ισότητα εκπροσωπήσεως, στο οποίο μόνον η εφαρμογή της ισότητας ευκαιριών θα μπορούσε να απολήξει.