ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Ιουνίου 1990
Στην υπόθεση C-37/89,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunald'instance του Παρισιού ( πέμπτου διοικητικού διαμερίσματος) προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης, με την οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του μεταξύ
MichelWeiser, μονίμου υπαλλήλου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κατοίκου Λουξεμβούργου, και Caissenationaledesbarreauxfrançais, με έδρα το Παρίσι,
την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
συγκείμενο από τους Ο. Due, πρόεδρο, F. Α. Schockweiler, M. Zuleeg, προέδρους τμήματος,
G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida, M. Diez de Velasco, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: M. Darmon γραμματέας: J. Α. Pompe, βοηθός γραμματέας
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
- ο Μ. Weiser, εκπροσωπούμενος από τον JeanRooy, δικηγόρο Παρισιού,
- το Caissenationaledesbarreauxfrançais, εκπροσωπούμενο από τους RobertCollin, δικηγόρο Παρισιού, και F. Herbert, δικηγόρο Βρυξελλών,
- η κυβέρνηση της Γαλλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενη από την EdwigeBelliard και τον ClaudeChavance,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον SeanvanRaepenbusch,
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση, αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των διαδίκων της κύριας δίκης, της γαλλικής κυβερνήσεως και της Επιτροπής, καθώς και του Συμβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον JohnCarbery, κατά τη συνεδρίαση της 30ής Ιανουαρίου 1990, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 13ης Φεβρουαρίου 1990, εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1. Με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1989, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 16 Φεβρουαρίου 1989, το Tribunald'instance του Παρισιού ( πέμπτου διοικητικού διαμερίσματος) υπέβαλε, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης, προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Κοινοτήτων.
2. Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Μ. Weiser, μονίμου υπαλλήλου του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και του Caissenationaledesbarreauxfrançais ( Εθνικού ταμείου δικηγορικών συλλόγων της Γαλλίας - στο εξής: Caisse).
3. O Μ. Weiser ήταν εγγεγραμμένος στον δικηγορικό σύλλογο Παρισιού από το 1967 έως το 1984 και, υπό την ιδιότητα του αυτή, κατέβαλε συνταξιοδοτικές εισφορές στο Caisse. Το 1985, κατόπιν της μονιμοποιήσεώς του στο Δικαστήριο, ζήτησε τη μεταφορά, στις Κοινότητες, των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που είχε αποκτήσει στη Γαλλία και τα οποία αντιστοιχούσαν στην περίοδο της καταβολής εισφορών από το 1967 έως το 1984.
4. Το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων προβλέπει ότι ο υπάλληλος που εισέρχεται στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, μετά τη λήξη των καθηκόντων του σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση, έχει την ευχέρεια, κατά τον χρόνο της μονιμοποιήσεώς του, να καταβάλει στις Κοινότητες είτε το στατιστικό ισοδύναμο των δικαιωμάτων επί της συντάξεως αρχαιότητας που έχει αποκτήσει στη διοίκηση, τον εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή την επιχείρηση όπου υπαγόταν, είτε το κατ' αποκοπή ποσό της εξαγοράς που του οφείλεται από το ταμείο συντάξεων αυτής της διοικήσεως, του οργανισμού ή της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της αποχωρήσεως του.
5. Κατόπιν της αρνήσεως του Caisse να μεταφέρει τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα του Μ. Weiser, ο τελευταίος προσέφυγε στη δικαιοσύνη. Το Tribunald'instance του Παρισιού (πέμπτου διοικητικού διαμερίσματος), στο οποίο υποβλήθηκε η διαφορά, υπέβαλε στο Δικαστήριο το εξής προδικαστικό ερώτημα: «Δικαιούται Γάλλος δικηγόρος, που αποχωρεί από το επάγγελμα για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, να ζητήσει την εφαρμογή υπέρ αυτού των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων;»
6. Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς το νομικό πλαίσιο και τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.
7. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο υποβληθέν ερώτημα, πρέπει, καταρχάς, να καθοριστεί το περιεχόμενο του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως. Κατά το γράμμα της διατάξεως αυτής, το ευεργέτημα της μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων παρέχεται στους υπαλλήλους που είχαν ασκήσει προηγουμένως καθήκοντα σε διοίκηση, σε εθνικό ή διεθνή οργανισμό ή σε επιχείρηση.
8. Από το κείμενο του άρθρου 11, παράγραφος 2, προκύπτει ότι τα « καθήκοντα » που έχει ασκήσει ο υπάλληλος πριν από την είσοδο του στην υπηρεσία των Κοινοτήτων πρέπει να τα έχει ασκήσει «σε» διοίκηση, οργανισμό ή επιχείρηση, ως τοιαύτα δε μπορούν να νοηθούν μόνο καθήκοντα τα οποία ασκούνται, δυνάμει υπαλληλικού οργανισμού ή σε εκτέλεση συμβάσεως, από μισθωτό και όχι από ανεξάρτητο επαγγελματία.
9. Κατά συνέπεια, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως καλύπτει μόνο τα μισθωτά επαγγέλματα και δεν αφορά δραστηριότητες των οποίων χαρακτηριστικό είναι η οικονομική και προσωπική αυτοτέλεια, όπως η δραστηριότητα του δικηγόρου.
10. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όπως η δικηγορία, και αποχωρεί από το επάγγελμα του για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν δικαιούται να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
11. Ωστόσο, τόσο ο προσφεύγων της κύριας δίκης και η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο υποστήριξαν ότι αυτή η κατά γράμμα ερμηνεία της επίμαχης διάταξης αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Η γαλλική κυβέρνηση, από την πλευρά της, επίσης υποστήριξε ότι ένα αποτέλεσμα αποκλεισμού των ελευθερίων επαγγελμάτων από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως δύσκολα συμβιβάζεται με τη γενική αυτή αρχή του κοινοτικού δικαίου.
12. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η ευχέρεια μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων έχει τον χαρακτήρα δικαιώματος που παρέχεται από τον κανονισμό υπηρεσιακής καταστάσεως και του οποίου μπορεί να γίνει επίκληση τόσο έναντι των κρατών μελών όσο και έναντι των οργάνων της Κοινότητας ( βλέπε την απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 1981, Επιτροπή κατά Βελγίου, 137/80, Συλλογή 1981, σ. 2393 ).
13. Κατά συνέπεια, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση των κοινοτικών υπαλλήλων αναλόγως του επαγγελματικού τους παρελθόντος είναι σύμφωνη προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Πράγματι, η αρχή αυτή συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα, ο σεβασμός του οποίου επιβάλλεται και στις κοινοτικές αρχές, όταν αυτές θεσπίζουν κανόνες που διέπουν την υπηρεσιακή κατάσταση των κοινοτικών υπαλλήλων, και πρέπει να διασφαλίζεται από το Δικαστήριο ( βλέπε τελευταία τις αποφάσεις της 18ης Απριλίου 1989, Retter, 130/87, Συλλογή 1989, σ. 865, και της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Schneemann, C-137/88, Συλλογή 1990, σ. 1-369).
14. Πρέπει, συναφώς, να τονιστεί ότι ο κοινοτικός νομοθέτης, όταν θεσπίζει κανόνες σχετικώς με τη μεταφορά, στο κοινοτικό σύστημα, συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτήσει οι κοινοτικοί υπάλληλοι στο πλαίσιο εθνικού συστήματος, είναι υποχρεωμένος να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Οφείλει, κατά συνέπεια, να αποφεύγει να θεσπίζει κανόνες οι οποίοι συνεπάγονται άνιση μεταχείριση των υπαλλήλων, εκτός αν η κατάσταση των ενδιαφερομένων, κατά τον χρόνο εισόδου τους στην υπηρεσία της Κοινότητας, δικαιολογεί διαφορετική μεταχείριση λόγω ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών του καθεστώτος που διέπει τα αποκτηθέντα συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή λόγω μη υπάρξεως τέτοιων δικαιωμάτων.
15. Όμως, το γεγονός απλώς και μόνον ότι ορισμένοι υπάλληλοι, πριν από την είσοδο τους στην υπηρεσία των Κοινοτήτων, έχουν αποκτήσει συνταξιοδοτικά δικαιώματα ως μισθωτοί ενώ άλλοι έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά ως μη μισθωτοί δεν συνιστά, από πλευράς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, διαφορά καταστάσεως δυνάμενη να δικαιολογήσει την αναγνώριση στους μεν και την άρνηση στους δε της δυνατότητας μεταφοράς των δικαιωμάτων τους, εφόσον, τουλάχιστον, τόσον οι μεν όσο και οι δε υπάγονταν σε συνταξιοδοτικά συστήματα τα οποία, όπως τα εκ του νόμου συστήματα, παρουσιάζουν ανάλογα χαρακτηριστικά όσον αφορά την εφαρμογή αυτών των διατάξεων του άρθρου 11 του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως.
16. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως, περιορίζοντας το πεδίο εφαρμογής του μόνο στους υπαλλήλους οι οποίοι έχουν ασκήσει δραστηριότητες μισθωτού, ρυθμίζει, κατά τρόπο διαφορετικό, προσωπικές καταστάσεις οι οποίες, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως και του σκοπού της επίμαχης διάταξης, δεν παρουσιάζουν διαφορές τέτοιες ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί διαφορά μεταχειρίσεως αυτού του είδους.
17. Κατά συνέπεια, το άρθρο 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως είναι ανίσχυρο στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από εθνικό σύστημα στο ασφαλιστικό σύστημα των Κοινοτήτων, μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά απασχολούμενοι ως μισθωτοί και εκείνων που τα έχουν αποκτήσει απασχολούμενοι ως μη μισθωτοί. Στον κοινοτικό νομοθέτη εναπόκειται να συναγάγει τις αναγκαίες συνέπειες.
18. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όπως η δικηγορία, και αποχωρεί από το επάγγελμα του για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν δικαιούται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η διάταξη αυτή είναι, ωστόσο, ανίσχυρη στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από εθνικό σύστημα στο ασφαλιστικό σύστημα των Κοινοτήτων, μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά απασχολούμενοι ως μισθωτοί και εκείνων που τα έχουν αποκτήσει απασχολούμενοι ως μη μισθωτοί.
Επί των δικαστικών εξόδων
19. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η γαλλική κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, που υπέβαλαν παρατηρήσεις το Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει, ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος το οποίο ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε, με απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 1989, το Tribunald'instance του Παρισιού (πέμπτου διοικητικού διαμερίσματος), αποφαίνεται:
Ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όπως η δικηγορία, και αποχωρεί από το επάγγελμα του για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν δικαιούται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Η διάταξη αυτή είναι, ωστόσο, ανίσχυρη στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από εθνικό σύστημα στο ασφαλιστικό σύστημα των Κοινοτήτων, μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά απασχολούμενοι ως μισθωτοί και εκείνων που τα έχουν αποκτήσει απασχολούμενοι ως μη μισθωτοί.
Due Schockweiler Zuleeg
Mancini O'Higgins Moitinho de Almeida Diez de Velasco
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουνίου 1990.
Ο γραμματέας J.-G. GiraudΟ πρόεδρος Ο. Due