Στη γενική παρουσίαση της νομοθεσίας, εξετέθη ότι το εμπορικό δίκαιο, ον κατά βάση τεχνικό οργανωτικό, δεν περιέχει κατά κανόνα διατάξεις που, άμεσα ή εμμέσα, να εισάγουν διακρίσεις μεταξύ των δύο φύλων. Εξ αυτού του λόγου και η οικεία με το ζήτημα νομολογία είναι περιορισμένη. Περιορίζεται δε στην παράθεση δύο αποφάσεων: Μίας απόφασης εθνικού δικαστηρίου και μίας απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εισαγωγικώς, σημειώνεται ότι η εθνικού δικαστηρίου απόφαση δεν εντάσσεται τυπολογικά στην ύλη του εμπορικού δικαίου, αλλά εις εκείνη του αστικού δικαίου, αφού αφορά σε σωματείο (ΑΚ 78επ.). Ωστόσο, το δίκαιο είναι ενιαίο. Και, κυρίως, η απόφαση τέμνει το ζήτημα της συνταγματικότητας του άρθρ. 24 παρ. 9 Ν.2725/1999, η οποία προβλέπει ποσόστωση μεταξύ των δύο φύλων κατά τη συμμετοχή τους σε συλλογικά όργανα (αθλητικών) σωματείων. Με δεδομένο ότι και η διάταξη του άρθρ. 6 παρ. 1 περ. β) Ν. 2839/2000 (ΦΕΚ Α 196/12.09.2000) είναι ομολόγου περιεχομένου και δύναται να αφορά και σε ανώνυμες εταιρείες, είναι προφανές ότι η συνταγματικότητα του πρώτου νόμου συνεπάγεται και τη συνταγματικότητα του δευτέρου.

Ειδικότερα, επί της νομολογίας, παρατηρούνται τα κάτωθι:

Απόφαση Εφετείου Αθηνών 2853/2012 

Με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 9 Ν. 2725/1999, ο νομοθέτης, με σκοπό να αποκαταστήσει πραγματική ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέσπισε ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και, γενικότερα, κατέστησε ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στη διοίκηση των αθλητικών ομοσπονδιών. Η διάταξη ευρίσκεται σε πλήρη αρμονία και προς την ευρωπαϊκή πολιτική για την προώθηση της συμμετοχής των γυναικών στα κέντρα λήψεως των αποφάσεων και εντάσσεται στα μέτρα που περιλαμβάνονται στη Σύσταση 3/2003 της Επιτροπής Υπουργών προς τα κράτη μέλη για την ισόρροπη συμμετοχή γυναικών και ανδρών στην πολιτική και δημόσια διαδικασία λήψεως αποφάσεων, τα οποία δύνανται να εφαρμόζονται και για την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στα όργανα λήψεως αποφάσεων των αθλητικών ομοσπονδιών.

Η καθιέρωση της ποσόστωσης των γυναικών στη διοίκηση των αθλητικών σωματείων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη νομική σκέψη. Συνεπώς, ο νομοθέτης εισάγοντας ποσόστωση υπέρ των γυναικών δεν θεσπίζει παρέκκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων, καθιερώνοντας τη συμμετοχή ορισμένου ποσοστού γυναικών στα διοικητικά συμβούλια των αθλητικών ομοσπονδιών και η διάταξη αυτή δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 παρ. 2 του Συντάγματος, αφού λαμβάνει υπ’ όψη και συνεκτιμά συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια.

Η απόφαση αυτή, καίτοι δεν αφορά στο εμπορικό δίκαιο, αλλά στο αστικό, είναι γενικότερης σημασίας, αφού κρίνεται συνταγματική διάταξη, εισάγουσα ποσόστωση στη συμμετοχή γυναικών σε όργανα διοίκησης νομικών προσώπων, εν προκειμένω, αθλητικών σωματείων και ομοσπονδιών. Τούτο σημαίνει ότι, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, είναι συνταγματική και η διάταξη του άρθρ. 6 παρ. 1 περ. β) Ν. 2839/2000 (ΦΕΚ Α 196/12.09.2000), περί της οποίας έχει ήδη γίνει λόγος στη γενική παρουσίαση του ζητήματος. 

Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης, απόφαση της 1ης Μαρτίου 2011, C-236/09 “Test-Achats

Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρο το άρθρο 5 παρ. 2 Οδηγίας 2004/113/ΕΚ από την 21η Δεκεμβρίου 2012 και εφ’ εξής, ως αντικείμενο στην αρχή της ισότητας. Ο λόγος που έτσι έκρινε το δικαστήριο, εκτίθεται κατωτέρω.

Για να γίνει κατανοητή η απόφαση και κυρίως η σημασία της, οφείλει να εκκινήσει κανείς από το άρθρ. 5 Οδηγίας 2004/113/ΕΚ. Το άρθρο 5 Οδηγίας 2004/113/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004 για την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στην πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών, διέπει τη χρήση αναλογιστικών παραγόντων που έχουν σχέση με το φύλο στην παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών και άλλων συναφών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Το άρθρο 5 παράγραφος 1 προβλέπει για τα νέα συμβόλαια που συνάπτονται μετά την 21η Δεκεμβρίου 2007, ότι η χρήση του φύλου ως αναλογιστικού παράγοντα για τον υπολογισμό των ασφαλίστρων και των παροχών δεν πρέπει να οδηγεί, για τους ασφαλιζόμενους, σε διαφορές μεταξύ ασφαλίστρων και μεταξύ παροχών («κανόνας ασφαλίστρων και παροχών ανεξαρτήτως φύλου»).

Ωστόσο, το άρθρο 5 παράγραφος 2 της Οδηγίας προβλέπει παρέκκλιση από αυτόν τον κανόνα, παρέχοντας τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επιτρέπουν αναλογικές διαφορές μεταξύ των ασφαλίστρων και παροχών των ασφαλιζομένων όταν το φύλο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την αξιολόγηση του κινδύνου, βάσει συναφών και αξιόπιστων αναλογικών και στατιστικών δεδομένων.

Το κρίσιμο είναι ότι η παρέκκλιση αυτή στερείτο χρονικού περιορισμού. Δηλαδή η Οδηγία επέτρεπε στα κράτη μέλη να εισάγουν διατάξεις, αντικείμενες στον «κανόνα ασφαλίστρων και παροχών ανεξαρτήτως φύλου», άνευ οποιουδήποτε χρονικού περιορισμού.

Εις αυτό το σημείο, επεμβαίνει το Δικαστήριο: «Βάλλει» κατά του άρθρ. 5 παρ. 2, όχι γενικώς, αλλά λόγω της έλλειψης χρονικού περιορισμού. Και το κηρύσσει ανίσχυρο από την 21η Δεκεμβρίου 2012 και εφ’ εξής. Το Δικαστήριο δεν αντιτίθεται, κατ’ αρχάς, στην εξαίρεση από τον εκτεθέντα κανόνα, αφού λαμβάνει υπ’ όψιν του τα ισχύοντα στα κράτη μέλη. Ωστόσο, η εξαίρεση μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον για ένα μεταβατικό διάστημα, το οποίο ορίζει έως την 20η Δεκεμβρίου 2012. Στη συγκεκριμένη απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 5 παράγραφος 2, παρέχοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διατηρούν χωρίς χρονικό περιορισμό παρέκκλιση από τον κανόνα περί καθορισμού ασφαλίστρων και παροχών ανεξαρτήτως φύλου, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, έρχεται σε αντίθεση με την επίτευξη του επιδιωκόμενου από την Οδηγία σκοπού τής ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών κατά τον υπολογισμό ασφαλίστρων και παροχών, όπως αυτός έχει καθορισθεί από τον νομοθέτη για τον τομέα των ασφαλίσεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι συμβατό με τα άρθρα 21 και 23 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η σημασία της απόφασης αυτής είναι προφανής: Η Οδηγία 2004/113 ΕΚ μετεγγράφηκε στην εθνική έννομη τάξη με τον Ν. 3769/2009 (ΦΕΚ Α 105). Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 της Οδηγίας αντιστοιχεί στο άρθρο 6 παρ. 3 Ν. 3769/2009. Εν όψει της απόφασης «Test - Achats» και της σύμφωνης με το κοινοτικό δίκαιο ερμηνείας του εθνικού δικαίου, ιδίως εκείνου που τέθηκε σε συμμόρφωση προς Οδηγία, η διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 Ν. 3769/2009 πρέπει να θεωρείται ανεφάρμοστη από την 21η Δεκεμβρίου 2012 και εφ’ εξής.

Εν όψει των ανωτέρω, επιβάλλεται η τροποποίηση του Ν. 3769/2009, ούτως ώστε να συνάδει προς τις ανωτέρω κατευθυντήριες. Επίσης, πρέπει να τροποποιηθεί αντιστοίχως και η υπ’ αριθμ. Υ.Α. Κ3-4382/2001 (ΦΕΚ Β 847/04-07-2001) Απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης. Αναφορικώς με τον Ν. 3769/2009 δεν έχει εισέτι γίνει τροποποίησή του. Σημειώνεται, ότι την 4η Απριλίου 2012 εστάλη επιστολή της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιριών Ελλάδος (Ε.Α.Ε.Ε.) προς το Υπουργείο Ανάπτυξης με σχέδιο νομοτεχνικής επεξεργασίας των αλλαγών στον Ν. 3769/2009. Αντιθέτως, έχει ήδη καταρτισθεί σχέδιο απόφασης της επιτροπής πιστωτικών και ασφαλιστικών θεμάτων της Τραπέζης της Ελλάδος, σχετικά με την τροποποίηση της άνω Υ.Α.