1. Οι διαφορές του μέσου όρου των αμοιβών (genderpaygap), η συμμετοχή κυρίως σε ατυπικές μορφές απασχόλησης, οι διακοπές απασχόλησης (careerbreaks), η δυσχέρεια του συνδυασμού επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής χαρακτηρίζουν τις γυναίκες. Η παρέμβαση των δικαστηρίων εστιάζεται σε μεμονωμένα ζητήματα. Οι διαφορές εγείρονται από γυναίκες εργαζόμενες και στοχεύουν στην επέκταση και σε αυτές κάποιων ευνοϊκών για τους άνδρες διατάξεων. Πάντως, τα δικαστήρια δεν ανατρέπουν τις όποιες «γυάλινες οροφές», καθώς και τις δομικές ανισότητες που ενυπάρχουν στην αγορά εργασίας σε βάρος των γυναικών. Ο ρόλος τους παραμένει περιορισμένος.
Οι ανισότητες σε βάρος της γυναικείας απασχόλησης εξακολουθούν να διαιωνίζονται και η κρίση δημόσιου χρέους φαίνεται μάλλον να τις οξύνει. Τα πρώτα θύματα είναι οι γυναίκες που επιλέγουν σχεδόν αναγκαστικά την πρόωρη συνταξιοδότηση (ως μητέρες ανηλίκων), προκειμένου να αποφύγουν την ανεργία. Οι παραδοσιακές αντιλήψεις επανακάμπτουν και ειδικότερα επανέρχεται η επιλογή της «επιστροφής της γυναίκας στο σπίτι» και στα οικιακά καθήκοντα. Εξάλλου, η προσωρινότητα που χαρακτήριζε τη γυναικεία απασχόληση, γενικεύεται και επεκτείνεται και στο άλλο φύλο. Παρατηρούμε μια εκθήλυνση της απασχόλησης, με την έννοια ότι η υποδεέστερη και εύθραυστη απασχόληση επεκτείνεται και στον άνδρα.
Δεν συναντάμε πληθώρα αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων στο ζήτημα της ισότητας των φύλων. Συνοπτικά, οι αποφάσεις αφορούν την κατάρτιση χωριστών πινάκων επιτυχίας κατά φύλο κατά την προκήρυξη διαγωνισμού (πρόσβαση στην απασχόληση), τις διακρίσεις λόγω φύλου στις αμοιβές, την απομάκρυνση των γυναικών από την εργασία λόγω πρόωρης συνταξιοδότησης, την προστασία των εγκύων από την απόλυση, τις γονικές άδειες.
2. Το πολιτικά δικαστήρια ερμηνεύουν συνήθως τους νόμους για την ισότητα των φύλων (λ.χ. Ν. 1414/84) υπό το φως των Οδηγιών και της Συνθήκης. Τα δικαστήρια φαίνεται να έχουν ενσωματώσει αρκούντως το κοινοτικό δίκαιο και τη νομολογία του ΔΕΕ. Έτσι, λ.χ., ο Α.Π., επειδή ο Ν. 1414/84 δεν προέβλεπε ρητές αστικές κυρώσεις σε περίπτωση παράβασης της ισότητας των φύλων, αναφέρθηκε στη νομολογία του ΔΕΕ, σύμφωνα με την οποία «ο εθνικός δικαστής οφείλει να αναζητήσει ανάμεσα στις ρυθμίσεις της εθνικής νομοθεσίας του εκείνες που συνεπάγονται την αποτελεσματικότερη κύρωση». Ειδικότερα, δέχθηκε ότι το ανίσχυρο της διάκρισης δεν επιδρά στο κύρος του διαγωνισμού και στην περαιτέρω κατάρτιση της εργασιακής σύμβασης (Α.Π. 1095/1998). Με αυτό τρόπο κάλυψε αποτελεσματικά το κενό, αφού εξασφάλισε το θιγόμενο.
3. Η ελληνική νομολογία έχει δώσει επιτυχή δείγματα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας κατά των διακρίσεων λόγω φύλου. Τα πολιτικά δικαστήρια ακολουθούν την κοινοτική αρχή για αποτελεσματική δικαστική προστασία (Σ. Κουκούλη-Σπηλιωτοπούλου, ΕλλΔνη 34 (1993), σελ. 256 επ.).
Οι αποφάσεις του Α.Π. 564/1992 και 657/1992 ερμήνευσαν το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντ/τος, ακολουθώντας τη νομολογία του ΔΕΚ. Ειδικότερα, χαρακτήρισαν τα οικογενειακά επιδόματα ως αμοιβή και εφάρμοσαν το άρθρο 119 ΣυνθΕΟΚ (μεταγενέστερα 141 και νυν 157). Υιοθέτησαν την ευρύτατη έννοια της αμοιβής (πρβλ. και άρθρο 2 Ν. 3896/2010).
Ειδικότερα, ο Α.Π. δέχεται ότι στην έννοια της αμοιβής περιλαμβάνονται και τα παρεχόμενα στον εργαζόμενο οικογενειακά επιδόματα (γάμου και παιδιών), τα οποία οφείλονται λόγω της εργασιακής σχέσεως και αποτελούν μέρος του μισθού υπό την έννοια των άρθρων 648, 649, 653 και 655 του ΑΚ. Επομένως, ανεξάρτητα από το ενδοοικογενειακό ζήτημα, αν ο ένας και ποιος ή και οι δύο σύζυγοι οφείλουν να αντιμετωπίζουν τα βάρη του γάμου, την έναντι του εργοδότη απαίτηση για τα οικογενειακά επιδόματα έχουν στο ακέραιο και οι δύο, εφόσον εργάζονται, γιατί τα εν λόγω επιδόματα είναι μέρος της αμοιβής, που δικαιούνται βάσει της εργασιακής σχέσεως, και, συνεπώς, δεν συγχωρείται ως προς αυτά καμιά διάκριση για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας. Εξάλλου, κατά τον Α.Π., η θεμελιώδης διάταξη του άρθρου 119 της Συνθήκης της Ρώμης, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη τυπική ισχύ, εφαρμόζεται στους μισθωτούς όχι μόνο του ιδιωτικού, αλλά και του δημόσιου τομέα, όπως δέχθηκε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις υποθέσεις με αριθμό 248/1983 και 58/1981 (Α.Π. 315/07).
4.Η Ολομ. του Α.Π. δέχθηκε τη δημιουργική εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φύλων. Το ζήτημα δεν είναι η κατάργηση της αντίθετης στην αρχή της ισότητας των φύλων διάταξης, αλλά η επέκτασή της και στο θιγόμενο φύλο. Μόνο έτσι διασφαλίζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό ο σεβασμός της ισότητας των φύλων. Πρόκειται για πάγια ερμηνευτική θέση του ΔΕΕ. Η επέκταση των ευνοϊκών ρυθμίσεων υπήρξε λαμπρό πεδίο θεωρητικής και νομολογιακής διαμάχης (Σ. Γιαννακούρου, Η ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών κατά το κοινοτικό και το ελληνικό εργατικό δίκαιο, 2008, σελ. 218). Ο Α.Π., όπως το ΣτΕ και το ΕλΣ, άρχισαν να ερμηνεύουν θετικά την εν λόγω αρχή από τη δεκαετία του ’90.
Κι ενώ η επεκτατική εφαρμογή της ισότητας είχε εμπεδωθεί νομολογιακά, σε τελευταίες αποφάσεις του Αρείου Πάγου (130/2005, 21/2006 Ολομ.) σημειώνεται μια μεταστροφή. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι τυχόν ευνοϊκή για κάποιο φύλο διάκριση θεωρείται κατηργημένη. Η διάταξη ως κατηργημένη δεν μπορεί να επεκταθεί και στο άλλο φύλο. Η ερμηνεία αυτή δεν εξυπηρετεί την αποκατάσταση των ανισοτήτων και μένει να δούμε αν όντως θα παγιωθεί. Το ζήτημα της επεκτατικής ισότητας επανέρχεται ιδιαίτερα στην περίοδο της κρίσης του δημόσιου χρέους.
5. Κρίθηκε ότι η απομάκρυνση από την εργασία των γυναικών παρά τη θέλησή τους, λόγω πρόωρης συνταξιοδότησής τους, αντιβαίνει στην αρχή της ισότητας των φύλων (Α.Π. 85/95, 266/1999, 1785/2001). Εδώ, η νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων εναρμονίζεται με τη νομολογία των διοικητικών που δέχονται επίσης το ασύμβατο των διαφορετικών ορίων συνταξιοδότησης μεταξύ ανδρών και γυναικών με την ισότητα των φύλων.
6. Το σημαντικότερο πρόβλημα για την πρόσβαση των γυναικών στην απασχόληση είναι η εγκυμοσύνη. Συχνά οι έγκυες απολύονται ή υφίστανται μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας κατά την επάνοδό τους από την εγκυμοσύνη. Τα πολιτικά δικαστήρια με τις αποφάσεις τους προσπάθησαν να προστατεύσουν τις εγκύους και σε μεγάλο βαθμό το πέτυχαν. Το ελληνικό δίκαιο και τα ελληνικά δικαστήρια παρέχουν αυξημένη προστασία. Η απόλυση επιτρέπεται για σπουδαίο λόγο που ερμηνεύεται αυστηρά από τον εθνικό δικαστή. Η νομολογία συνήγαγε, εξάλλου, ότι η καταγγελία της σχέσης εργασίας της εγκύου είναι απολύτως άκυρη, έστω και αν ο εργοδότης αγνοούσε την κατάσταση της εγκυμοσύνης κατά το χρόνο της απόλυσης (Α.Π. 245/2002).
7.Ο Α.Π., κατά την ερμηνεία διατάξεων για την εναλλακτική χορήγηση αδείας θηλασμού και φροντίδας τέκνου ως συνεχιζόμενης ισόχρονης άδειας με αποδοχές, προσπάθησε να απαλύνει την απαίτηση της συμφωνίας του εργοδότη, δεχόμενος ότι το δικαίωμα αυτό υπόκειται στον έλεγχο του άρθρου 281 ΑΚ (έλεγχος κατάχρησης δικαιώματος), όπως και όλες οι άλλες εκδηλώσεις του διευθυντικού δικαιώματος (Α.Π. 10/2010 Ολομ.). Η ερμηνεία αυτή του Α.Π. προσπαθεί να διορθώσει την απαίτηση της συμφωνίας του εργοδότη. Η τελευταία μπορεί να καταστήσει στην πράξη την εναλλακτική δυνατότητα ισόχρονης άδειας ανεφάρμοστη.
8. Η απαγόρευση των διακρίσεων με βάση το φύλο αφορά και τις έμμεσες διακρίσεις. Η έμμεση διάκριση διαμορφώθηκε στο κοινοτικό δίκαιο. Δεν ενδιαφέρει αν τυπικώς τα κριτήρια δεν περιέχουν διάκριση. Αρκεί να οδηγούν σε διακρίσεις στην αγορά εργασίας. Η νομολογία δεν έχει ανιχνεύσει τέτοιες διακρίσεις. Αναφέρουμε ως σχεδόν μοναδικό παράδειγμα την ΕιρΑθ 774/1999 (ΕΕργΔ 59, 89) που ορθώς θεώρησε ως έμμεση διάκριση την πρόσληψη μόνο καθαριστριών με μειωμένη απασχόληση. Η παράλειψη των γυναικών από υψηλόβαθμες θέσεις με κριτήρια που οδηγούν κατ’ αποτέλεσμα στις προαγωγές είναι μια σημαντική μορφή έμμεσης διάκρισης και θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη από τον Α.Π. (37/2004, απομάκρυνση εγκύου από τη θέση της προϊσταμένης).
9. Η σεξουαλική παρενόχληση αντιμετωπίζεται ως διάκριση από το κοινοτικό δίκαιο (άρθρο 2 Οδηγιών 2000/43 και 2000/78, πρβλ. και άρθρο 2 ν. 3304/05, ν. 38996/10). Πρόκειται για καινοτομία που εντάσσεται στην τάση για διεύρυνση των κριτηρίων απαγορευμένης διάκρισης. Η προσέγγιση της σεξουαλικής παρενόχλησης γινόταν κυρίως μέσω της αξιοπρέπειας του ατόμου παρά με βάση την ισότητα ανδρών και γυναικών.