Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαίου

  • C-262/84 Beets-Proper κατά F. Van Lanschot Bankiers NV

    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 έχει την έννοια ότι δεν παρέχεται στα κράτη μέλη ευχέρεια να εξαιρούν από την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ρητές ή σιωπηρές ρήτρες συμβάσεων εργασίας, συναπτομένων βάσει συλλογικής συμβάσεως, που έχουν ως αποτέλεσμα τη λύση της σχέσης εργασίας λόγω της ηλικίας που συμπληρώνει ο εργαζόμενος, όταν η ηλικία αυτή υπολογίζεται βάσει της ηλικίας κατά την οποία ο εργαζόμενος αποκτά δικαίωμα συντάξεως λόγω αποχωρήσεως και η οποία διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών

  • C-285/98 Kreil κατά Bundesrepublik Deutschland

    Αν και απόκειται στα κράτη μέλη, τα οποία πρέπει να θεσπίζουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφαλείας, να λάβουν τις αποφάσεις που αφορούν την οργάνωση των ενόπλων δυνάμεών τους, δεν συνάγεται ωστόσο εξ αυτού ότι οι αποφάσεις αυτές πρέπει να εκφεύγουν εντελώς του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου. Όταν, στην περίπτωση της οργανώσεως των ενόπλων δυνάμεων, οι αρμόδιες εθνικές αρχές κάνουν χρήση της ευχέρειας που τους παρέχει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 76/207, να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες για τις οποίες, λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας, δεν μπορούν, χωρίς να παραβιάζουν την αρχή της αναλογικότητας, να θεωρούν γενικώς ότι η σύνθεση όλων των ενόπλων μονάδων πρέπει να παραμείνει αποκλειστικά ανδροκρατούμενη.

    Η οδηγία 76/207 απαγορεύει την εφαρμογή εθνικών διατάξεων οι οποίες αποκλείουν γενικώς τις γυναίκες από τις στρατιωτικές θέσεις που συνεπάγονται τη χρήση όπλων και επιτρέπουν την πρόσβασή τους μόνο στις υγειονομικές υπηρεσίες και στα σώματα στρατιωτικής μουσικής

  • C-313/02 Wippel κατά Peek & Cloppenburg GmbH & Co. KG

    Εργαζόμενος με σύμβαση εργασίας, η οποία ορίζει ότι η διάρκεια της εργασίας και η οργάνωση του χρόνου εργασίας εξαρτώνται από τον ανακύπτοντα φόρτο εργασίας, καθορίζονται δε μόνον κατά περίπτωση από κοινού μεταξύ των μερών, και η οποία, επομένως, επηρεάζει την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του εν λόγω εργαζομένου, επανοργανώνοντας, σύμφωνα με τις ανάγκες, τον χρόνο εργασίας του, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας. Οι εργαζόμενοι με μερική απασχόληση που εργάζονται σε ευκαιριακή βάση εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ίδιας συμφωνίας-πλαισίου εάν το κράτος μέλος δεν εξαίρεσε εντελώς ή εν μέρει, δυνάμει της ρήτρας της 2, παράγραφος 2, τους εν λόγω εργαζομένους από τις ευεργετικές της διατάξεις

  • C-343/92 M. A. Roks…

    Το κοινοτικό δίκαιο αντιτάσσεται στην εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία, εξαρτώντας το δικαίωμα για παροχή λόγω ανικανότητας προς εργασία από προϋπόθεση που προηγουμένως δεν ίσχυε για τους άνδρες, στερεί τις έγγαμες γυναίκες των δικαιωμάτων που αντλούσαν από το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως. Το κοινοτικό δίκαιο δεν αντιτίθεται στη θέσπιση εθνικής νομοθεσίας η οποία, εξαρτώντας τη διατήρηση του ευεργετήματος της παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από μία προϋπόθεση που ισχύει εφεξής τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, έχει ως αποτέλεσμα την αφαίρεση από τις γυναίκες, για το μέλλον, των δικαιωμάτων που αντλούσαν από το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 αντιτίθεται στην εφαρμογή εθνικής νομοθεσίας η οποία εξαρτά τη χορήγηση παροχής λόγω ανικανότητας προς εργασία από την προϋπόθεση πραγματοποιήσεως κάποιου εισοδήματος κατά το έτος που προηγήθηκε της ενάρξεως της ανικανότητας, η οποία προϋπόθεση, καίτοι δεν κάνει διάκριση ανάλογα με το φύλο, αφορά πολύ μεγαλύτερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, ακόμη και όταν η θέσπιση της εθνικής αυτής νομοθεσίας στηρίζεται σε λόγους που αφορούν τον προϋπολογισμό.

  • C-37/89 Weiser κατά Caisse nationale des barreaux français

    Ένα πρόσωπο το οποίο ασκεί μη μισθωτή δραστηριότητα, όπως η δικηγορία, και αποχωρεί από το επάγγελμα του για να γίνει υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν δικαιούται, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, να ζητήσει την εφαρμογή, υπέρ αυτού, του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η διάταξη αυτή είναι, ωστόσο, ανίσχυρη στο μέτρο που προβλέπει διαφορετική μεταχείριση, όσον αφορά τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από εθνικό σύστημα στο ασφαλιστικό σύτημα των Κοινοτήτων, μεταξύ των υπαλλήλων που έχουν αποκτήσει τα δικαιώματα αυτά απασχολούμενοι ως μισθωτοί και εκείνων που τα έχουν αποκτήσει απασχολούμενοι ως μη μισθωτοί

  • C-4/02 και 5/02 Schönheit κατά Stadt Frankfurt am Main και Becker κατά Land Hessen

    Δεν επιτρέπεται εφαρμογή νομοθεσίας, η οποία μπορεί να συνεπάγεται μείωση του ποσού της συντάξεως των δημοσίων υπαλλήλων που άσκησαν τα καθήκοντά τους με μειωμένο ωράριο κατά τη διάρκεια τουλάχιστον μέρους της σταδιοδρομίας τους, όταν αυτή η κατηγορία υπαλλήλων περιλαμβάνει σημαντικά υψηλότερο αριθμό γυναικών παρά ανδρών, εκτός αν η νομοθεσία αυτή δικαιολογείται από παράγοντες αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Ο στόχος περιορισμού των δημοσίων δαπανών δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διαφορετική μεταχείριση λόγω φύλου. 

  • C-43/75 Defrenne κατά Sabena

    Μπορεί να γίνεται επίκληση της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων που ορίζεται από το άρθρο 119 ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, τα οποία οφείλουν να εξασφαλίζουν την προάσπιση των δικαιωμάτων που παρέχει η διάταξη αυτή στους ιδιώτες, ιδίως σε περίπτωση διακρίσεων που πηγάζουν άμεσα από νομοθετικές διατάξεις ή από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, καθώς και σε περίπτωση άνισης αμοιβής γυναικών και ανδρών εργαζομένων για όμοια εργασία, όταν αυτή εκτελείται στην ίδια επιχείρηση ή υπηρεσία, ιδιωτική ή δημόσια. Ακόμη καν στους τομείς στους οποίους το άρθρο 119 δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως επιφυλάσσουσα αποκλειστική αρμοδιότητα στον εθνικό νομοθέτη για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών, δεδομένου ότι η εφαρμογή αυτή μπορεί να προκύπτει, εφόσον είναι αναγκαίο, από τη συνδρομή κοινοτικών και εθνικών διατάξεων.

  • C-450/93 Kalanke κατά Freie Hansestadt Bremen

    Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας 76/207, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία παρέχει αυτομάτως, εφόσον υφίστανται ίσα προσόντα των υποψηφίων διαφορετικού φύλου που έχουν γίνει δεκτοί ως προαγώγιμοι, προτεραιότητα στους υποψηφίους θηλυκού φύλου στους τομείς όπου οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται, νοουμένου ότι υφίσταται υποεκπροσώπηση όταν οι γυναίκες δεν εκπροσωπούν τουλάχιστον το ήμισυ του προσωπικού των διαφόρων βαθμίδων της οικείας κατηγορίας και όταν συμβαίνει το ίδιο όσον αφορά τα προβλεπόμενα από το οργανόγραμμα επίπεδα καθηκόντων.

    Επιτρέπει εθνικά μέτρα στον τομέα της προσβάσεως στην απασχόληση, περιλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως, τα οποία, με το να ευνοούν ειδικά τις γυναίκες, σκοπό έχουν να βελτιώνουν την ικανότητα των γυναικών να ανταγωνίζονται στην αγορά εργασίας και να ακολουθούν σταδιοδρομία υπό συνθήκες ισότητας με τους άνδρες. Δεν συνιστά μέτρο αυτού του είδους η εθνική ρύθμιση η οποία εξασφαλίζει στις γυναίκες απόλυτη και από ουδεμία προϋπόθεση εξαρτωμένη προτεραιότητα επί διορισμού ή προαγωγής, καθότι βαίνει πέραν της προωθήσεως της ισότητας ευκαιριών και υποκαθιστά στην ισότητα ευκαιριών το αποτέλεσμα, δηλαδή την ισότητα εκπροσωπήσεως, στο οποίο μόνον η εφαρμογή της ισότητας ευκαιριών θα μπορούσε να απολήξει. 

  • C-77/02 Erika Steinicke κατά Bundesanstalt für Arbeit

    Τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι απαγορεύουν διάταξη κατά την οποία η υπαγωγή στο σύστημα απασχολήσεως με μειωμένο ωράριο λόγω ηλικίας μπορεί να επιτραπεί μόνο σε υπάλληλο ο οποίος, κατά τα πέντε τελευταία έτη πριν από την έναρξη της απασχολήσεως με μειωμένο ωράριο, εργάστηκε με πλήρες ωράριο τουλάχιστον επί τρία συνολικά έτη, εφόσον πολύ περισσότερες γυναίκες από άνδρες εργάζονται με μειωμένο ωράριο και, επομένως, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, αποκλείονται από το σύστημα απασχολήσεως με μειωμένο ωράριο λόγω ηλικίας, εκτός αν αυτή δικαιολογείται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ανεξάρτητων από οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.

  • C-80/70 Defrenne κατά βελγικού δημοσίου

    Τα γενικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης (νομικά συστήματα) δεν καλύπτονται από το άρθρο 119 της συνθήκης ΕΚ

  • C-96/80 Jenkins κατά Kings Gatte Ltd

    Μια διαφορά αμοιβής μεταξύ εργαζόμενων με πλήρες ωράριο και εργαζόμενων με μειωμένο ωράριο δε συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 119 τής Συνθήκης παρά μόνον αν αποτελεί στην πραγματικότητα έμμεσο τρόπο για να μειωθεί το επίπεδο αμοιβής των εργαζόμενων με μειωμένο ωράριο ενόψει τού γεγονότος ότι η κατηγορία αυτή εργαζόμενων αποτελείται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από γυναίκες 

  • Υπόθεση C-123/10 Waltraud Brachner κατά Pensionsversicherungsanstalt

    Το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, έχει την έννοια ότι ένα σύστημα ετήσιας αναπροσαρμογής των συντάξεων, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής και υπόκειται συνεπώς στην απαγόρευση των διακρίσεων, την οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 79/7 έχει την έννοια ότι, αν το αιτούν δικαστήριο καταλήξει, στο συμπέρασμα ότι ενδέχεται ο αποκλεισμός των κατώτατων συντάξεων από την κατ’ εξαίρεση αύξηση που προβλέπει το επίμαχο σύστημα αναπροσαρμογής να έχει περιαγάγει σε δυσμενέστερη θέση, στην πράξη, πολύ μεγαλύτερο ποσοστό συνταξιούχων γυναικών παρά συνταξιούχων ανδρών, για τη δυσμενέστερη αυτή μεταχείριση δεν μπορεί να προβληθεί ως δικαιολογητικός λόγος το γεγονός ότι για τις εργαζόμενες γυναίκες ισχύει χαμηλότερο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης ή ότι οι γυναίκες αυτές λαμβάνουν τη σύνταξη επί μακρότερο χρονικό διάστημα ή ότι το βασικό ποσό του αντισταθμιστικού επιδόματος αυξήθηκε επίσης κατ’ εξαίρεση για το ίδιο αυτό έτος 2008