Απόφαση του Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 1981
Στην υπόθεση 96/80
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του EmployementAppealTribunal του Ηνωμένου Βασιλείου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου μεταξύ
J . P . JENKINS και
KINGSGATE ( CLOTHING PRODUCTIONS ) LTD ,
Αντικείμενο της υπόθεσης
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας του Συμβουλίου 75/117/ΕΟΚ της 10ης Φεβρουαρίου 1975 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζόμενων ανδρών και γυναικών,
Σκεπτικό της απόφασης
1. Με διάταξη της 25ης Φεβρουαρίου 1980, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 12 Μαρτίου 1980, το EmploymentAppealTribunal του Ηνωμένου Βασιλείου υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της συνθήκης ΕΟΚ, ορισμένα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 1975 περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των Κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζόμενων ανδρών και γυναικών (JOL 45 , σ . 19 , ΕΕ ειδ έκδ . αριθ . N 45 , τόμ . 05/002 , σ . 42 .)
2. Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ εργαζόμενης με μειωμένο ωράριο γυναίκας και της εργοδότριάς της, κατασκευάστριας γυναικείων ενδυμάτων, στην οποία η πρώτη προσάπτει ότι της παρείχε αμοιβή ανά ώρα εργασίας κατώτερη από εκείνη που κατέβαλλε σε άρρενα συνάδελφό της απασχολούμενο με πλήρες ωράριο σε όμοια εργασία .
3. Αυτή η ανισότητα αμοιβής συνιστά, κατά την εν λόγω εργαζόμενη, παραβίαση της ρήτρας περί ισότητας των αμοιβών, που ήταν ενσωματωμένη στη σύμβαση εργασίας της, δυνάμει του EqualPayAct 1970, του οποίου το άρθρο 1 παράγραφος 2α προβλέπει ισότητα αμοιβών μεταξύ αντρών και γυναικών σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες «μια γυναίκα έχει προσληφθεί για να απασχοληθεί σε εργασία της ίδιας φύσεως με εκείνη που παρέχεται από έναν άρρενα εργαζόμενο» .
4. Το IndustrialTribunal , που επιλήφθηκε της υποθέσεως σε πρώτο βαθμό διαπίστωσε, με την απόφασή του της 5ης Φεβρουαρίου 1979, ότι, στην περίπτωση εργασίας με μειωμένο ωράριο, εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας που αντιπροσωπεύει, όπως εν προκειμένω, το 75% της διάρκειας εργασίας με πλήρες ωράριο, αρκεί για να θεμελιώσει την ύπαρξη, μεταξύ εργασίας με μειωμένο ωράριο και εργασίας με πλήρες ωράριο, «ουσιαστικής διαφοράς» κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 3 του παραπάνω νόμου, σύμφωνα με το οποίο
«η ρήτρα περί ισότητας των αμοιβών δεν έχει εφαρμογή αν ο εργοδότης αποδεικνύει αντικειμενικά ότι η διαφοροποίηση μεταξύ των συμβάσεων εργασίας μιας γυναίκας κι ενός άντρα οφείλεται σε ουσιαστική διαφορά (άσχετη από το φύλο) μεταξύ των δύο περιπτώσεων».
5. Η ενάγουσα στην κύρια δίκη εφεσίβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον τουEmploymentAppealTribunal, το οποίο έκρινε ότι η διαφορά έθετε προβλήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου και υπέβαλε στο Δικαστήριο ορισμένα προδικαστικά ερωτήματαο .
6. Από τα στοιχεία που περιέχονται στη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι πριν από το 1975 η εργοδότρια διαφοροποιούσε τις αμοιβές μεταξύ των αρρένων και των θηλέων που απασχολούσε, ενώ δεν έκανε καμιά διάκριση ως προς την ωριαία αμοιβή μεταξύ εργασίας με μειωμένο ωράριο και εργασίας με πλήρες ωράριο. Από το Νοέμβριο του 1975 , ο μισθός για εργασία με πλήρες ωράριο (δηλαδή ο μισθός όσων εργάζονται 40 ώρες την εβδομάδα) εξομοιώθηκε για τους άρρενες και θήλεις εργαζομένους, ενώ, αντίθετα, ο ωριαίος μισθός για εργασία με μειωμένο ωράριο ορίστηκε κατά 10 % χαμηλότερος από τον ωριαίο μισθό για εργασία με πλήρες ωράριο.
7. Από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει επίσης ότι, κατά τη διαδικασία ενώπιον του IndustrialTribunal, οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο, τους οποίους απασχολούσε η εν λόγω εργοδότρια, ήταν όλοι θήλεος φύλου, ενώ ο μόνος εργαζόμενος άρρενος φύλου, απασχολούμενος τότε με μειωμένο ωράριο, ήταν κάποιος που μόλις είχε συνταξιοδοτηθεί και του είχε επιτραπεί κατ’ εξαίρεση και για σύντομες περιόδους, να συνεχίσει να εργάζεται μετά τη συμπλήρωση της κανονικής ηλικίας συνταξιοδοτήσεως .
8. Έχοντας υπόψη του τα στοιχεία αυτά, το EmploymentAppealTribunal διατύπωσε τα ακόλουθα ερωτήματα:
«1 ) Η αρχή της ισότητας των αμοιβών, που περιέχεται στο άρθρο 119 της συνθήκης ΕΟΚ και στο άρθρο 1 της οδηγίας περί ισότητας των αμοιβών, απαιτεί μήπως να είναι ίση η αμοιβή για εργασία που πληρώνεται με βάση τη χρονική διάρκεια, ανεξάρτητα:
α ) από τον αριθμό ωρών εργασίας που παρέχονται κάθε εβδομάδα, ή
β)από τον αν είναι προς όφελος του εργοδότη από εμπορικής απόψεως να ενθαρρύνει την παροχή του ανώτατου δυνατού αριθμού ωρών εργασίας και συνεπώς να πληρώνει αναλογικά υψηλότερες αμοιβές σε όσους εργάζονται περισσότερο από 40 ώρες την εβδομάδα από ό,τι σ’ αυτούς που εργάζονται λιγότερο από 40 ώρες την εβδομάδα;
2) Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 α) ή β) είναι αρνητική,
ποιά κριτήρια πρέπει να χρησιμοποιηθούν για να καθοριστεί, αν η αρχή της ισότητας των αμοιβών έχει ή όχι εφαρμογή στην περίπτωση που υπάρχει στις αμοιβές που υπολογίζονται κατά μονάδα χρόνου διαφορά , η οποία συνδέεται με το συνολικό αριθμό ωρών εργασίας την εβδομάδα;
3) Μήπως η απάντηση στα ερωτήματα 1 α ) ή β ) ή 2 θά διέφερε ( και αν ναί, σε ποιά σημεία ) αν αποδεικνυόταν ότι σημαντικά μικρότερο ποσοστό θηλέων εργαζόμενων παρά αρρένων είναι σε θέση να παράσχει τον απαιτούμενο κατώτατο αριθμό ωρών την εβδομάδα για να δικαιούται την πλήρη ωριαία αμοιβή ;
4) Οι σχετικές διατάξεις του άρθρου 119 της συνθήκης ΕΟΚ ή του άρθρου 1 της παραπάνω οδηγίας, ανάλογα με την περίπτωση, έχουν άμεση εφαρμογή στα Κράτη μέλη υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως;»
Επί των τριών πρώτων ερωτημάτων
9. Από τα τρία πρώτα ερωτήματα, καθώς και από το σκεπτικό της διατάξεως περί παραπομπής προκύπτει ότι το εθνικό δικαστήριο ερωτά βασικά αν μία διαφορά του ύψους των αμοιβών αφενός για εργασία που παρέχεται με μειωμένο ωράριο και αφετέρου για όμοια εργασία που παρέχεται με πλήρες ωράριο, μπορεί ενδεχομένως να αποτελέσει διάκριση που απαγορεύεται από το άρθρο 119 της συνθήκης, όταν η κατηγορία των εργαζόμενων με μειωμένο ωράριο περιλαμβάνει, κατά αποκλειστικό ή κατά κύριο λόγο, γυναίκες εργαζόμενες.
10. Στα ερωτήματα, όπως τέθηκαν, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει την εφαρμογή επί όμοιας εργασίας της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζόμενων. Οι διαφορές στη μεταχείριση που η διάταξη αυτή απαγορεύει είναι, κατά συνέπεια, αποκλειστικά και μόνο εκείνες που βασίζονται στη διαφορά φύλου των εργαζόμενων. Συνεπώς, το γεγονός ότι η εργασία με μειωμένο ωράριο αμείβεται με ωριαία βάση κατώτερη από την αμοιβή της εργασίας με πλήρες ωράριο δε συνιστά, καθαυτό, διάκριση που απαγορεύεται από το άρθρο 119, αν αυτή η ωριαία αμοιβή εφαρμόζεται χωρίς διάκριση φύλου στους εργαζόμενους που ανήκουν στη μία ή στην άλλη από τις δύο αυτές κατηγορίες μισθωτών.
11. Ελλείψει τέτοιας διακρίσεως, το γεγονός ότι για εργασία που αμείβεται με βάση τη χρονική διάρκεια χορηγείται αμοιβή ανά ώρα εργασίας, που διαφέρει ανάλογα με τον αριθμό των ωρών εργασίας κατά εβδομάδα, δεν προσκρούει, συνεπώς, στην αρχή της ισότητας των αμοιβών που θεσπίζει το άρθρο 119 της συνθήκης, εφόσον η διαφορά αμοιβής μεταξύ της εργασίας με μειωμένο ωράριο και της εργασίας με πλήρες ωράριο εξηγείται από την παρεμβολή παραγόντων που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση βασιζόμενη στο φύλο .
12. Τέτοια περίπτωση μπορεί να συντρέχει ιδίως όταν ο εργοδότης, παρέχοντας για την εργασία με μειωμένο ωράριο αμοιβή ανά ώρα εργασίας κατώτερη από εκείνη που πληρώνει για την εργασία με πλήρες ωράριο, επιδιώκει, για οικονομικούς σκοπούς που δικαιολογούνται αντικειμενικά, να ενθαρρύνει την εργασία με πλήρες ωράριο, ανεξάρτητα από το φύλο του εργαζόμενου.
13. Αντίθετα, αν διαπιστώνεται ότι σημαντικά μικρότερο ποσοστό θηλέων αντί αρρένων παρέχουν τον ελάχιστο αριθμό ωρών εργασίας κατά εβδομάδα, ο οποίος απαιτείται για να μπορούν να αξιώσουν τον πλήρη ωριαίο μισθό, η ανισότητα αμοιβής αντίκειται στο άρθρο 119 της συνθήκης, όταν, ενόψει των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι θήλεις εργαζόμενες για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν αυτό τον ελάχιστο αριθμό ωρών την εβδομάδα, η μισθολογική τακτική της εν λόγω επιχειρήσεως δεν μπορεί να εξηγηθεί από παράγοντες που αποκλείουν διάκριση βασιζόμενη στο φύλο.
14. Όταν υπάρχει διαφορά αμοιβής ανά ώρα εργασίας, μεταξύ εργασίας με μειωμένο ωράριο και εργασίας με πλήρες ωράριο, απόκειται στον εθνικό δικαστή να κρίνει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση και ενόψει των πραγματικών περιστάσεων, των όσων προηγήθηκαν και των κινήτρων του εργοδότη, αν μία μισθολογική τακτική, όπως αυτή που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης, μολονότι παρουσιάζεται ως διαφοροποίηση με βάση τον εβδομαδιαίο χρόνο εργασίας, συνιστά ή όχι στην πραγματικότητα διάκριση λόγω του φύλου των εργαζόμενων.
15. Συνεπώς, στα τρία πρώτα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μια διαφορά αμοιβής μεταξύ εργαζόμενων με πλήρες ωράριο και εργαζόμενων με μειωμένο ωράριο δε συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 119 της συνθήκης , παρά μόνον αν αποτελεί στην πραγματικότητα έμμεσο τρόπο για να μειωθεί το ύψος αμοιβής των εργαζόμενων με μειωμένο ωράριο ενόψει του γεγονότος ότι η κατηγορία αυτή εργαζόμενων αποτελείται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από γυναίκες.
Επί του τετάρτου ερωτήματος
16. Τέλος, με το τέταρτο ερώτημα, το εθνικό δικαστήριο ερωτά, αν οι διατάξεις του άρθρου 119 της συνθήκης εφαρμόζονται άμεσα εν προκειμένω.
17. Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο με τη νομολογία του (απόφαση της 8ης Απριλίου 1976 , Defrenne , 43/75 , Rec . σ . 455· απόφαση της 27ης Μαρτίου 1980, Macarthys, 129/79 , Rec . 1275· απόφαση της 11ης Μαρτίου 1981, Lloyds, 69/80), το άρθρο 119 της συνθήκης εφαρμόζεται άμεσα σε όλες τις μορφές διακρίσεως που μπορούν να διαπιστωθούν με τή βοήθεια μόνο των κριτηρίων της όμοιας εργασίας και της ισότητας των αμοιβών που περιέχει η διάταξη αυτή, χωρίς για την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων να είναι αναγκαία κοινοτικά ή εθνικά μέτρα που να τα προσδιορίζουν ειδικότερα. Μεταξύ των διακρίσεων που μπορούν να διαπιστωθούν με τον τρόπο αυτό από τα δικαστήρια, το Δικαστήριο έχει μνημονεύσει ιδιαίτερα την περίπτωση άνισης αμοιβής μεταξύ εργαζόμενων αρρένων και θηλέων για όμοια εργασία που παρέχεται στην ίδια επιχείρηση ή υπηρεσία , ιδιωτική ή δημόσια .
18. Οι διατάξεις του άρθρου 119 της συνθήκης έχουν άμεση εφαρμογή στην περίπτωση που ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια της όμοιας εργασίας και της ισότητας των αμοιβών, χωρίς την παρεμβολή κοινοτικών ή εθνικών μέτρων, ότι ενέχει διάκριση με βάση τη διαφορά του φύλου το γεγονός ότι για εργασία με μειωμένο ωράριο καταβάλλεται ανά ώρα εργασίας αμοιβή κατώτερη από εκείνη που καταβάλλεται για εργασία με πλήρες ωράριο.
Επί του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 1975
19. Το εθνικό δικαστήριο θέτει και ως προς το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 1975 τα ερωτήματα περί ερμηνείας που εξετάστηκαν ανωτέρω σε σχέση με το άρθρο 119 της συνθήκης .
20. Όπως προκύπτει από την πρώτη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία αυτή έχει ως βασικό σκοπό την πραγματοποίηση της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζόμενων αρρένων και θηλέων «που προβλέπεται στο άρθρο 119 της συνθήκης». Προς τούτο, η τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας ορίζει ειδικότερα «ότι είναι σκόπιμο να ενισχυθούν οι βασικές νομοθετικές διατάξεις με κανόνες που να διευκολύνουν τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής της ισότητας» .
21. Οι διατάξεις του άρθρου 1 της εν λόγω οδηγίας αρκούνται, στην πρώτη παράγραφο, να επαναλάβουν την αρχή της ισότητας των αμοιβών, που διατυπώνεται στο άρθρο 119 της συνθήκης, και προσδιορίζουν, στη δεύτερη παράγραφο, τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ίδιας αυτής αρχής σε περίπτωση που χρησιμοποιείται σύστημα επαγγελματικής κατατάξεως για τον καθορισμό των αμοιβών .
22. Συνεπώς, το άρθρο 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου, που έχει βασικό προορισμό να διευκολύνει τη συγκεκριμένη εφαρμογή της αρχής της ισότητας που προβλέπεται στο άρθρο 119 της συνθήκης, δεν επηρεάζει με κανένα τρόπο το περιεχόμενο ή το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω αρχής, όπως ορίζεται σ’ αυτό το άρθρο της συνθήκης .
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Επί των δικαστικών εξόδων
Τα έξοδα της κυβερνήσεως του Βασιλείου του Βελγίου, της κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, καθώς και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφασίσει για τα δικαστικά έξοδα.
Διατακτικό
Διά ταύτα
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το EmploymentAppealTribunal με «order» της 25ης Φεβρουαρίου 1980 αποφαίνεται:
1) Διαφορά αμοιβής μεταξύ εργαζόμενων με πλήρες ωράριο και εργαζόμενων με μειωμένο ωράριο δέ συνιστά διάκριση απαγορευόμενη από το άρθρο 119 της συνθήκης, παρά μόνο αν αποτελεί στην πραγματικότητα έμμεσο τρόπο για να μειωθεί το ύψος αμοιβής των εργαζόμενων με μειωμένο ωράριο ενόψει του γεγονότος ότι η κατηγορία αυτή εργαζομένων αποτελείται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από γυναίκες.
2) Οι διατάξεις του άρθρου 119 της συνθήκης έχουν άμεση εφαρμογή στην περίπτωση, που ο εθνικός δικαστής διαπιστώνει, χρησιμοποιώντας τα κριτήρια της όμοιας εργασίας και της ισότητας των αμοιβών, χωρίς την παρεμβολή κοινοτικών ή εθνικών μέτρων, ότι ενέχει διάκριση με βάση τη διαφορά του φύλου το γεγονός ότι για εργασία με μειωμένο ωράριο καταβάλλεται ανά ώρα εργασίας αμοιβή κατώτερη από εκείνη που καταβάλλεται για εργασία με πλήρες ωράριο.