Άρθρο 1 - Δικαίωμα σύνταξης γυναικών υπαλλήλων, τέκνων και αδελφών
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'
Συνταξιοδοτικές διατάξεις δημοσίων υπαλλήλων
1. Κατ' εξαίρεση για τις γυναίκες υπαλλήλους, οι οποίες έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά, καθώς και για τους άνδρες υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και είναι χήροι η διαζευγμένοι, εφ' όσον, οι τελευταίοι, με δικαστική απόφαση έχουν την επιμέλεια των ανήλικων η ανίκανων παιδιών, αρκεί εικοσαετής πλήρης πραγματική συντάξιμη υπηρεσία ανεξάρτητα από το χρόνο πρόσληψής τους.
Όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε με το ν. 1976/91 άρθρο 1 παρ. 3.
Άρθρο 2 - Ηλικία συνταξιοδότησης, Χρόνος έναρξης πληρωμής της σύνταξης
Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν από τότε που ίσχυσαν από την παρ. 2 άρθρου 2 Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184) και εντάχθηκαν ως παράγραφοι 1 έως 4 στο ΠΔ 1041/1979 (ΦΕΚ Α 292) "Περί Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων", που ήδη σήμερα ενσωματώθηκαν στις αντίστοιχες διατάξεις του νέου Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων - ΠΔ 166/2000 ΦΕΚ Α 153/2000.
Σύμφωνα με την παρ. 2 άρθρου 9 του Νόμου 1976/1991 οι συντάξεις που έχουν εκδοθεί σε εφαρμογή του εδαφίου ε και μέχρι την ισχύ του Ν. 1914/1990, παραμένουν ισχυρές).
Άρθρο 3 - Όρια ηλικίας και έτη υπηρεσίας για συνταξιοδότηση
Οι διατάξεις του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκαν από τότε που ίσχυσαν από την παρ. 2 άρθρου 2 Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α 184) και εντάχθηκαν ως παράγραφοι 1 έως 4 στο ΠΔ 1041/1979 (ΦΕΚ Α 292) "Περί Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων", που ήδη σήμερα ενσωματώθηκαν στις αντίστοιχες διατάξεις του νέου Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων - ΠΔ 166/2000 ΦΕΚ Α 153/2000.
Σύμφωνα με την παρ. 2 άρθρου 9 του Νόμου 1976/1991 οι συντάξεις που έχουν εκδοθεί σε εφαρμογή του εδαφίου ε και μέχρι την ισχύ του Ν. 1914/1990, παραμένουν ισχυρές).
Άρθρο 7 -Συντάξιμος μισθός γενικών διευθυντών
1. Στο άρθρο 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προστίθενται παράγραφοι 15 και 16.
15. Για τον κανονισμό της σύνταξης του υπαλλήλου, ο οποίος καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία κατά την εκτέλεση υπηρεσίας που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο, λαμβάνονται υπόψη οι συντάξιμες αποδοχές του καταληκτικού κλιμακίου ή καταληκτικού βαθμού στον οποίο θα εξελισσόταν μισθολογικά ή βαθμολογικά σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κατά το χρόνο του παθήματος και αντιστοιχούν σε τριακονταπενταετή πραγματική υπηρεσία.
Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν εφαρμογή και για όποιον καθίσταται πλήρως ανίκανος για εργασία εξαιτίας δολοφονικής επίθεσης από ένα μόνο άτομο ή ομάδα κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας ή λόγω της ιδιότητας του ως υπαλλήλου στην ενέργεια ή συνταξιούχου.
16. α. Για όσους αποχωρούν από την υπηρεσία από 1ης Ιανουαρίου 2008 ως συντάξιμος μισθός, με βάση τον οποίο κανονίζεται η σύνταξη, λαμβάνεται υπόψη:
ι. Για συνολική συντάξιμη υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2007, ο οριζόμενος από τις διατάξεις των παραγράφων 1-15 του άρθρου αυτού.
ιι. Για συνολική συντάξιμη υπηρεσία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα αυτού, η οποία διανύεται από 1ης Ιανουαρίου 2008 και μετά, ποσοστό του πηλίκου της διαιρέσεως του συνόλου των μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών, που έλαβε ο υπάλληλος κατά τα πέντε τελευταία έτη που προηγούνται της ημερομηνίας κατά την οποία αποχωρεί της υπηρεσίας, χωρίς τον υπολογισμό των τρίμηνων αποδοχών, των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών υπηρεσίας που έχει πραγματοποιήσει ο υπάλληλος εντός της χρονικής αυτής περιόδου.
Αν ο υπάλληλος στην ίδια χρονική περίοδο δεν έχει σαράντα (40) τουλάχιστον μηνών υπηρεσία, για τον προσδιορισμό των μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών συνυπολογίζονται και οι ασφαλιστέες αποδοχές μηνών υπηρεσίας της αμέσως προηγούμενης χρονικής περιόδου, μέχρι τη συμπλήρωση του αριθμού των σαράντα (40) μηνών.
Για τον προσδιορισμό των παραπάνω συνολικών αποδοχών λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές που έλαβε ο υπάλληλος κατά τη χρονική περίοδο των προηγούμενων εδαφίων της περίπτωσης αυτής, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί κατά το χρόνο αποχώρησής του από την υπηρεσία.
Ειδικά για τους υπαλλήλους που θα αποχωρήσουν από 1ης Ιανουαρίου 2008 μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2012. για τον προσδιορισμό των συνολικών αποδοχών, θα λαμβάνεται υπόψη ποσοστό του πηλίκου της διαιρέσεως του συνόλου των μηνιαίων ασφαλιστέων αποδοχών που έλαβε ο υπάλληλος από 1ης Ιανουαρίου 2008 και μέχρι την αποχώρησή του, χωρίς τον υπολογισμό των τρίμηνων αποδοχών, των δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, δια του αριθμού των μηνών υπηρεσίας του κατά τη χρονική αυτή περίοδο.
β. Το ποσοστό της υποπερίπτωσης ιι της προηγούμενης περίπτωσης της παραγράφου αυτής, με βάση το οποίο κανονίζεται η σύνταξη, ορίζεται σε 79% για όσους αποχωρήσουν το έτος 2008, μειούμενο κατά 1% για καθένα από τα επόμενα έτη αποχώρησης του υπαλλήλου και καταλήγει σε 70%, για όσους αποχωρούν από το έτος 2017 και μετά.
γ. Ως ασφαλιστέες αποδοχές, με βάση τις οποίες υπολογίζεται η σύνταξη της υποπερίπτωσης ιι της περίπτωσης α' της παραγράφου αυτής, νοείται το σύνολο των αποδοχών του υπαλλήλου, οι οποίες έχουν υποβληθεί σε κράτηση για κύρια σύνταξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 59 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων".
2. Η αναπροσαρμογή των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων γίνεται αυτεπαγγέλτως ή και ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων, τα δε οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του μήνα, κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση.
Άρθρο 10 -Συνταξιοδοτικό καθεστώς ασφαλισμένων σε Ειδικά Ταμεία Συντάξεων
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'
Συνταξιοδοτικές διατάξεις ασφαλισμένων σε Ειδικά Ταμεία Συντάξεων
"1. Στο παρόν άρθρο υπάγονται οι ασφαλισμένοι, για κύρια ή επικουρική σύνταξη, στα Ειδικά Ταμεία Συντάξεως του προσωπικού των Τραπεζών, του ΤΑΠ-ΟΤΕ, του ΤΣΠ-ΗΣΑΠ και στη Διεύθυνση Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ. Ως επικουρικά ταμεία για την εφαρμογή του παρόντος νοούνται τα επικουρικά ταμεία ή κλάδοι ή λογαριασμοί, που λειτουργούν με τη μορφή ΝΠΔΔ καθώς και κάθε άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που χορηγούν περιοδικές παροχές υπό τύπο συντάξεων, βοηθημάτων ή μερισμάτων, εφ' όσον τα έσοδα αυτών από εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικούς πόρους ή άλλη επιχορήγηση υπερβαίνουν τα έσοδα από εισφορές των ασφαλισμένων.
2. Συντάξιμος χρόνος, με τη συμπλήρωση του οποίου θεμελιώνεται δικαίωμα για σύνταξη γήρατος, κύριας και επικουρικής, παραμένει ο προβλεπόμενος από τα καταστατικά του κάθε ταμείου. Οπου προβλέπεται θεμελίωση δικαιώματος με ασφάλιση άνω των είκοσι πέντε (25) ετών, το δικαίωμα θεμελιώνεται με τη συμπλήρωση της εικοσιπενταετίας.
3. Ο υπολογισμός και η απονομή της σύνταξης διέπονται από τις ισχύουσες κάθε φορά καταστατικές διατάξεις του κάθε ταμείου.
4. Εξαιρετικώς για όσους έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα ασφάλισης από 1.1.83 και μετά, ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Καταργούνται οι διατάξεις κάθε ταμείου της παραγρ. 1 που τυχόν προβλέπουν θεμελίωση δικαιώματος συντάξεως γήρατος των γυναικών με 15ετή συντάξιμη υπηρεσία.
β) Η μηνιαία σύνταξη καθορίζεται σε πεντηκοστά επί του 80% των αποδοχών, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη από τις καταστατικές διατάξεις κάθε ταμείου για τον υπολογισμό της σύνταξης:
ι. Μέχρι συμπληρώσεως 25 ετών υπηρεσίας, ένα πεντηκοστό (1/50) για κάθε έτος.
ιι. Για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των 25 και μέχρι συμπληρώσεως 30 ετών, δύο πεντηκοστά (2/50).
ιιι. Για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν των 30 και μέχρι συμπληρώσεως 35 ετών, τρία πεντηκοστά (3/50).
5. Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των ασφαλισμένων των ειδικών ταμείων της παραγρ. 1 του άρθρου αυτού ορίζονται ως εξής, ανεξάρτητα αν από τα καταστατικά τους προβλέπεται συνταξιοδότηση με όριο ηλικίας ή χωρίς όριο ηλικίας:
α) Για όσους έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης μέχρι την 31.12.82 και συμπληρώνουν το συντάξιμο χρόνο μέχρι την 31.12.97:
αα) Το τεσσαρακοστό δεύτερο (42ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο, προκειμένου για γυναίκες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό 50% και άνω ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω.
ββ) Το πεντηκοστό τρίτο (53ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο για τις λοιπές γυναίκες.
γγ) Το πεντηκοστό πέμπτο (55ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τους άνδρες.
β) Για όσους έχουν υπαχθεί για πρώτη φορά στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης μέχρι την 31.12.82 και συμπληρώνουν το συντάξιμο χρόνο από 1.1.98 και μετά:
αα) Το πεντηκοστό (50ό) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό από 50% και άνω ή ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω. ββ) Το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και
γγ) Το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο, προκειμένου για τους άνδρες.
γ) Για όσους υπάγονται στην υποχρεωτική ασφάλιση οποιουδήποτε φορέα κύριας ασφάλισης από 1.1.83 και μετά:
αα) Το πεντηκοστό (50ό) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για γυναίκες που έχουν ανήλικα ή σωματικώς ή πνευματικώς ανίκανα παιδιά κατά ποσοστό 50% και άνω η ανίκανο σύζυγο κατά ποσοστό 67% και άνω. ββ) Το πεντηκοστό όγδοο (58ο) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο προκειμένου για τις λοιπές γυναίκες και
γγ) Το εξηκοστό (60ό) έτος της ηλικίας συμπληρωμένο, προκειμένου για τους άνδρες.
δ) Τα όρια ηλικίας που ορίζουν οι διατάξεις των περ. α' και β' της παραγράφου αυτής δεν ισχύουν για όσους δεν έχουν χρόνο πραγματικής ασφάλισης επτά (7) τουλάχιστον ετών, πέραν του απαιτουμένου, κατά περίπτωση για θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, συνταξίμου χρόνου.
Για τη συμπλήρωση του κατά την περίπτωση αυτήν ορίου των 7 ετών συμπεριλαμβάνεται και ο χρόνος που θεωρείται και υπολογίζεται ως συντάξιμος σύμφωνα με τις διατάξεις της διαδοχικής ασφάλισης που ισχύουν κάθε φορά.
Ειδικά κατά την εφαρμογή της περίπτωσης αυτής οι άνδρες ασφαλισμένοι της Διεύθυνσης Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ δεν δικαιούνται σύνταξη πριν από την συμπλήρωση του 50ού έτους της ηλικίας τους.
ε) Εφ' όσον ο δικαιούχος παραμένει στην υπηρεσία και μετά τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου, το δικαίωμα σύνταξης που θεμελιώνεται, δεν θίγεται από την παραμονή ή από ενδεχόμενες μεταβολές που επέρχονται κατά τη διάρκεια της παραμονής αυτής.
στ) Η καταβολή της σύνταξης των υπαλλήλων, οι οποίοι παραιτούνται ή απολύονται με τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση απαιτούμενου συντάξιμου χρόνου, αναστέλλεται μέχρι την συμπλήρωση της ηλικίας συνταξιοδότησης. Με τη λήξη της αναστολής αρχίζει η καταβολή της σύνταξης προσαυξημένης με τις αναπροσαρμογές που μεσολάβησαν στο μεταξύ. Στην περίπτωση αυτήν ο υπάλληλος δικαιούται να εισπράξει το εφάπαξ βοήθημα, κατά το χρόνο αποχώρησής του, από το φορέα Πρόνοιας στον οποίο είναι ασφαλισμένος εφ' όσον πληροί και τις λοιπές προϋποθέσεις του καταστατικού του οικείου φορέα.
Ο αποχωρών υπάλληλος και τα προστατευόμενα σύμφωνα με το καταστατικό κάθε Ταμείου μέλη εάν το επιθυμούν, μπορούν να συνεχίζουν την ασφάλισή τους για υγειονομική περίθαλψη στον ίδιο φορέα, εφ' όσον δεν έχουν υπαχθεί εξ ιδίου δικαιώματος στην ασφάλιση άλλου φορέα ή κλάδου υγείας. Για τη συνέχιση της ασφάλισης καταβάλλεται από τον αποχωρούντα υπάλληλο η εισφορά συνταξιούχου του κλάδου υγείας.
6. Οι περιορισμοί της παραγρ. 5 του άρθρου αυτού δεν έχουν εφαρμογή: α) Για όσους αποχωρούν ή απολύονται από την υπηρεσία λόγω σωματικής ή διανοητικής ανικανότητας είτε αυτή οφείλεται στην υπηρεσία είτε όχι. Το ίδιο ισχύει και όταν ο υπάλληλος, ενώ έχει θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης και αποχωρήσει πριν από την ηλικία συνταξιοδότησης, καταστεί εν τω μεταξύ ανίκανος κατά ποσοστό τουλάχιστον 67%.
Στην περίπτωση αυτή η σύνταξη καταβάλλεται από την ημερομηνία που κατέστη ανίκανος.
Το ποσοστό της ανικανότητας και η ημερομηνία που επήλθε αυτή, βεβαιώνεται με γνωμάτευση της υγειονομικής επιτροπής κάθε ταμείου. Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου δικαιούνται σύνταξη τα, από τις καταστατικές διατάξεις εκάστου ταμείου, προβλεπόμενα μέλη οικογενείας αυτού, από την ημερομηνία θανάτου του.
β) Για όσους είναι παντελώς τυφλοί, παραπληγικοί, τετραπληγικοί ή πάσχουν από μεσογειακή και μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία.
γ) Για όσους απολύονται χωρίς δική τους υπαιτιότητα.
δ) Για όσους αποχωρούν από την υπηρεσία μέχρι 31.12.97 και έχουν συμπληρώσει τριακονταπενταετή τουλάχιστον συντάξιμη υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται ο χρόνος διαδοχικής ασφάλισης, καθώς και κάθε άλλος χρόνος ο οποίος λαμβάνεται υπόψη για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος από τις καταστατικές διατάξεις εκάστου Ταμείου.
7. Για όλους τους ασφαλισμένους και τους εφεξής ασφαλιζόμενους στους ασφαλιστικούς φορείς αυτού του άρθρου, τους υπαγόμενους στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, αντί των παραγράφων 2 έως και 6, εξακολουθούν να ισχύουν οι αντίστοιχες διατάξεις του καταστατικού κάθε φορά, όπως αυτές εφαρμόζονται πριν από την έναρξη ισχύος αυτού του νόμου.
"8. Γυναίκες ασφαλισμένες μέχρι 31.12.1992, των Φορέων και Κλάδων που εντάσσονται στο ΙΚΑ - ΕΤΑΜ με τα άρθρα 1 και 3 του νόμου αυτού, οι οποίες έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και άνδρες ασφαλισμένοι ομοίως, οι οποίοι έχουν τρία τουλάχιστον παιδιά και είναι χήροι ή διαζευγμένοι και οι τελευταίοι έχουν την επιμέλεια των ανήλικων ή ανίκανων παιδιών με δικαστική απόφαση, θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 20ετούς συντάξιμου χρόνου ανεξαρτήτως ηλικίας. «Προκειμένου για συνταξιοδοτικά δικαιώματα που θεμελιώνονται από 1.1.2011 απαιτείται η συμπλήρωση του 52ου έτους, από 1.1.2012 του 55ου και από 1.1.2013 του 65ου έτους της ηλικίας.»
9. α) Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου για την απονομή σύνταξης στα θήλεα παιδιά ή αδελφές των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων των ασφαλιστικών φορέων της παραγράφου 1, καθώς και για τις προσαυξήσεις των συντάξεων των τελευταίων για κάθε θήλεα παιδιά ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται για τα άρρενα παιδιά ή αδελφούς. β) Δικαιώματα συντάξεων ή προσαυξήσεων συντάξεων που έχουν θεμελιωθεί πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου, δεν θίγονται με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου. Προκειμένου για διαζευγμένες θυγατέρες, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα θεμελιώνεται εφ' όσον ο θάνατος του γονέα και η λύση του γάμου επήλθαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. γ) Κατ' εξαίρεση θυγατέρες ή αδελφές ασφαλισμένων ή συνταξιούχων, οι οποίες μέχρι την 17.10.90 είχαν συμπληρώσει το 50ό έτος της ηλικίας τους δικαιούνται σύνταξη, σε περιπτώσεις θανάτου του πατέρα ή αδελφού, εφ' όσον δεν εργάζονται ή δεν λαμβάνουν σύνταξη από άλλη πηγή, με την προϋπόθεση ότι προβλεπόταν η συνταξιοδότηση αυτών από τις καταστατικές διατάξεις των οικείων φορέων πριν από την παραπάνω ημερομηνία και σύμφωνα με τους ειδικότερους περιορισμούς των διατάξεων αυτών. Πάντως σε καμία περίπτωση η συνταξιοδότηση δεν μπορεί ν' αρχίσει πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας τους.
Τα ανωτέρω ισχύουν και για θυγατέρες ή αδελφές των οποίων η συνταξιοδότηση προβλεπόταν από γενικές διατάξεις. Στην περίπτωση αυτήν, η ηλικία συνταξιοδότησης είναι η προβλεπόμενη από τις γενικές αυτές διατάξεις.
δ) Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν και για τις συντάξεις ή προσαυξήσεις συντάξεων που απονέμονται από τους άλλους ασφαλιστικούς φορείς αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων.
10. Οι διατάξεις του άρθρου 5 του Ν. 435/76 (ΦΕΚ 250 Α') έχουν εφαρμογή και στους αποχωρούντες ή απομακρυνόμενους κατ' εφαρμογήν της περ. δ' της παραγρ. 5 του άρθρου αυτού.
11. Ανεξαρτήτως από το χρόνο πρόσληψης, το επί του συντάξιμου μηνιαίου μισθού ποσοστό σύνταξης για όσους παραμένουν στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση του κατά περίπτωση 35έτους συντάξιμου χρόνου, αυξάνεται κατά 1/50ό για κάθε έτος υπηρεσίας πέραν του 35ου και μέχρι του 40ού.
12. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για όλους τους ασφαλισμένους των ειδικών ταμείων της παραγρ. 1, έστω και αν με τις προϊσχύουσες καταστατικές διατάξεις είχαν συμπληρώσει προϋποθέσεις για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος".