ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Μαΐου 2004, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α` Τμήματος, Δ. Μπριόλας, Ειρ. Σαρπ, Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Δ. Εμμανουηλίδης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.
Για να δικάσει την από 9 Ιουλίου 2002 αίτηση: του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Α.Τ.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σόλωνος αριθ. 1), το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Θεόδωρο Κουτσιούμπα (Α.Μ. 5101), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του .....................................και, λόγω θανάτου του, κατά των κληρονόμων του : α) .......................................οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Αντώνη Στασινό (Α.Μ. 3516), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ταμείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 4797/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Συμβούλου, Ειρ. Σαρπ.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Ταμείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο των συνεχιζόντων τη δίκη κληρονόμων του αποβιώσαντος αναιρεσιβλήτου, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται, κατά νόμο (βλ. άρθρο 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998, ΦΕΚ Α΄ 31/17.2.1998), χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 4797/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απερρίφθη έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου κατά της 9839/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία είχε γίνει δεκτή προσφυγή του ....................................και είχε ακυρωθεί η 2403/θ.5/10.4.1997 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος Ταμείου, κατά το μέρος που με αυτήν είχε απορριφθεί αίτηση του ανωτέρω περί χορηγήσεως σ` αυτόν συντάξεως λόγω θανάτου της συζύγου του, συνταξιούχου του εν λόγω Ταμείου.
2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση παραδεκτώς στρέφεται κατά των ...........................ως κληρονόμων του προαναφερθέντος................................, οι οποίοι παρέστησαν υπό την ιδιότητα αυτή και ενώπιον του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση διοικητικού εφετείου. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα.
3. Επειδή, το Καταστατικό του αναιρεσείοντος Ταμείου, όπως ανασυντάχθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την Φ.46/3239/ 23.2.1987 απόφαση του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΦΕΚ Β΄ 108), ορίζει στο άρθρο 17 παρ. 1 ότι "Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου του Ταμείου λόγω αναπηρίας ή γήρατος, καθώς και στην περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου του Ταμείου, ... δικαιούνται σύνταξη σύμφωνα με τις παρακάτω διατάξεις : α) Η χήρα. β) Τα νόμιμα τέκνα, ... γ) Οι γονείς και οι άγαμες αδελφές ... δ) Οι θυγατέρες, ... οι οποίες έχουν διαζευχθεί ...". Η διάταξη, όμως, αυτή, προβλέπουσα τη συνταξιοδότηση μόνο της χήρας ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του αναιρεσείοντος Ταμείου και όχι και του χήρου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου αυτού, εισάγει, ενόψει των ήδη κρατουσών κοινωνικών συνθηκών, αδικαιολόγητη διάκριση επί τη βάσει του φύλου και, ως εκ τούτου, αντίκειται στις κατοχυρούσες την ισότητα, και, ειδικότερα, την ισότητα των δύο φύλων, διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος και δεν δύναται να τύχει εφαρμογής. Συνεπώς, προς αποκατάσταση της επιβαλλομένης εν προκειμένω ίσης μεταχειρίσεως των δύο φύλων, ο χήρος ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του αναιρεσείοντος Ταμείου δικαιούται σύνταξη υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται να συντρέχουν προκειμένης της συνταξιοδοτήσεως της χήρας ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ταμείου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1467/2004 Ολομ., 993/2003, 1312/2002).
4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής : Ο................................, με την από 30.7.1996 αίτησή του προς το αναιρεσείον Ταμείο, ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη, λόγω του επισυμβάντος την 10.10.1989 θανάτου της συζύγου του....................................................., η οποία ήταν συνταξιούχος του εν λόγω Ταμείου από τις 23.7.1972. Η αίτηση αυτή απερρίφθη με την 2403/1997 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, με την αιτιολογία ότι το καταστατικό του Ταμείου δεν προβλέπει δικαίωμα απονομής συντάξεως στο χήρο σύζυγο αποβιωσάσης συνταξιούχου. Κατά της αποφάσεως αυτής ο ανωτέρω άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή με την 9839/1999 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά της αποφάσεως αυτής το Ταμείο άσκησε έφεση, η οποία απερρίφθη με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 του Καταστατικού του Ταμείου, κατά το μέρος που εξαιρούν της συνταξιοδοτήσεως το χήρο ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ταμείου, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος και ότι, προς αποκατάσταση της επιβαλλομένης εν προκειμένω ίσης μεταχειρίσεως των δύο φύλων, εφαρμοστέο είναι, από την εξεταζόμενη άποψη, για το χήρο ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ταμείου, το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τη χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου αυτού. Κατόπιν τούτου το διοικητικό εφετείο επικύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση, η οποία είχε κρίνει ομοίως και είχε αναπέμψει την υπόθεση στο αναιρεσείον Ταμείο για να κρίνει τόσο ως προς το χρόνο ενάρξεως της συνταξιοδοτήσεως του ..............................όσο και ως προς τη συνδρομή των λοιπών προϋποθέσεων για τη συνταξιοδότησή του. Η κρίση της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι διατάξεις του άρθρου 17 του Καταστατικού του αναιρεσείοντος Ταμείου είναι ανίσχυρες κατά το μέρος που εξαιρούν της συνταξιοδοτήσεως το χήρο ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ταμείου είναι νόμιμη, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, και, συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
5. Επειδή, περαιτέρω, προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιρετέα, διότι δεν έλαβε υπόψη α) τη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της περιπτώσεως α΄ της παρ. 6 του άρθρου 10 του Ν. 1902/1990 (ΦΕΚ Α΄ 138), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε, από τότε που άρχισε να ισχύει, με την παρ. 1 του άρθρου 9 του Ν. 1976/1991 (ΦΕΚ Α΄ 184), σύμφωνα με την οποία "Σε περίπτωση θανάτου του υπαλλήλου δικαιούνται σύνταξη τα, από τις καταστατικές διατάξεις εκάστου ταμείου, προβλεπόμενα μέλη οικογένειας αυτού, από την ημερομηνία θανάτου του", και β) τη διάταξη του άρθρου 27 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α΄ 165), η οποία προβλέπει ότι, σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου, δικαιούται σύνταξη ο επιζών σύζυγος, μόνον "εφόσον έχει μια από τις παρακάτω προϋποθέσεις : α. Είναι ανάπηρος και ανίκανος για κάθε βιοποριστική εργασία σε ποσοστό 67% τουλάχιστον. β. Δεν έχει μέσο μηνιαίο εισόδημα από οποιαδήποτε πηγή μεγαλύτερο του 40πλάσιου του εκάστοτε ημερομίσθιου ανειδίκευτου εργάτη, προσαυξημένο κατά 20% για καθένα από τα κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού προστατευόμενα και δικαιούμενα σύνταξης παιδιά". Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι ανωτέρω διατάξεις δεν ασκούν καμία επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση. Η μεν παράγραφος 6 του άρθρου 10 του Ν. 1902/1990, όπως αντικαταστάθηκε, ρυθμίζει ζήτημα άσχετο με το εν προκειμένω κρίσιμο και ειδικότερα ορίζει ότι τα όρια ηλικίας που θεσπίζονται με την προηγούμενη παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου 10 για τη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων στα ειδικά ταμεία συντάξεως των τραπεζών δεν έχουν εφαρμογή στις προβλεπόμενες στη διάταξη αυτή (παρ. 6 άρθρου 10) περιπτώσεις. Εξάλλου, στη διάταξη του τελευταίου εδαφίου της περιπτώσεως α΄ της ανωτέρω παρ. 6 του άρθρου 10 του Ν. 1902/1990, που επικαλείται το αναιρεσείον Ταμείο και έχει ανωτέρω εκτεθεί, υπάρχει ειδική ρύθμιση για την έναρξη της συνταξιοδοτήσεως, σε περίπτωση θανάτου του ασφαλισμένου, των μελών της οικογένειάς του που δικαιούνται σύνταξη κατά τις καταστατικές διατάξεις κάθε ταμείου, και, συνεπώς, στην περίπτωση αυτή δεν ισχύουν οι λοιπές ρυθμίσεις που προβλέπονται στην περίπτωση α΄. Περαιτέρω, η δεύτερη διάταξη, που επικαλείται, κατά τα ανωτέρω, το αναιρεσείον Ταμείο - του άρθρου 27 του Ν. 2084/1992 - περιλαμβανομένη στο Κεφάλαιο Α΄ του Τρίτου Μέρους του Ν. 2084/1992, το οποίο (μέρος) έχει τον τίτλο "Ρυθμίσεις για τους ασφαλιζόμενους στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.1993", αφορά πάντως τους ασφαλιζόμενους στους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως μετά την 1.1.1993, προϋπόθεση που δεν συντρέχει εν προκειμένω αφού η θανούσα σύζυγος του αναιρεσιβλήτου ήταν συνταξιούχος του Ταμείου από 23.7.1972.
6. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.