Έτος
2008
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 10 ν. 1902/90, άρθρο 141 ΣυνθΕΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Θήλεα τέκνα ασφαλισμένων ειδικών ταμείων

 

Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών - Θεσσαλονίκης. Από την έναρξη ισχύος του ν. 1902/1990 για την απονομή συντάξεων στα θήλεα τέκνα των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων των ειδικών ταμείων ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για την απονομή συντάξεων στα άρρενα τέκνα. Δεν θίγονται ήδη θεμελιωμένα δικαιώματα για συντάξεις ή προσαυξήσεις συντάξεων. Για να λάβει το τέκνο συνταξιούχου του ταμείου ποσοστό 60% της σύνταξης του θανόντος γονέα του όταν είναι ορφανό και από τους δύο γονείς και το δικαίωμά του να είχε θεμελιωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1902/1990, ήτοι να είχε τότε συμβει ο θάνατος του γονέα. Η αναιρεσίβλητη δεν δικαιούται το ανωτέρω ποσοστό της σύνταξης, αφού το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα θεμελιώθηκε το έτος 1998. Οι σχετικές διατάξεις του ν. 1902/1990 δεν αντίκειται στη ΣΥΝΘΕΟΚ, στο Σύμφωνο για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Δεκτή η αναίρεση για παραβίαση ουσιαστικού δικαίου (αναιρεί την αριθμ. 820/2005 ΔΕφΑθ).

Αριθμός 158/2008

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Δεκεμβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Δ. Μπριόλας, Σπ. Μαρκάτης, Σύμβουλοι, Β. Ανδρουλάκης, Στ. Κτιστάκη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 30 Σεπτεμβρίου 2005 αίτηση: του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης» (Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Καλλιρρόης αριθ. 5 & Περραιβού 20), το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Σπ. Σαρρή (Α.Μ. 5157), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά της ............., κατοίκου Αθηνών (οδός ......... αριθ. ..), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Κων. Χρηστάκη (Α.Μ. 3776), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ταμείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 820/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Β. Ανδρουλάκη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Ταμείου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, Α’ 31), ζητείται η αναίρεση της 820/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ταμείου κατά της 8089/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτή προσφυγή της αναιρεσίβλητης, ακυρώθηκε η 1687/26-10-2000 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος Ταμείου και κρίθηκε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται αναπροσαρμογή της συντάξεώς της από 20% σε 60% της συντάξεως του αποβιώσαντος πατέρα της, όπως η σύνταξη αυτή είχε διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία θανάτου της μητέρας της.

2. Επειδή, στο άρθρο 1 του π.δ. 284/1974 "Περί τροποποιήσεως και ανασυντάξεως του Καταστατικού του Ταμείου συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης" (Α` 101) ορίζεται ότι το ως άνω Ταμείο αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, υπαγόμενο στην εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργού Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο άρθρο 43 του ίδιου π.δ. ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "1. Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου ... δικαιούνται συντάξεως: α) Η χήρα ... β) Τα νόμιμα τέκνα ...". Περαιτέρω, στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 45 του εν λόγω π.δ. ορίζονται τα εξής : "1. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται η χήρα (χήρος) ισούται προς το 70% του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης). 2. Το ποσόν της συντάξεως εις ην δικαιούται έκαστον τέκνον, το συντρέχον μετά της μητρός ή πατρός ισούται προς τα 20% του ποσού της συντάξεως του θανόντος (θανούσης) ... Προκειμένου όμως περί τέκνου, ορφανού εξ αμφοτέρων των γονέων, η σύνταξις ορίζεται εις 60% της συντάξεως του θανόντος (θανούσης). ... Το σύνολον πάντως των συντάξεων της χήρας (χήρου) και των τέκνων δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσόν της συντάξεως του θανόντος (θανούσης) και μη υπαρχούσης χήρας (χήρου) δικαιουμένης συντάξεως τα 80% του εν λόγω ποσού. Εάν το σύνολον των συντάξεων υπερβαίνει τα όρια του προηγουμένου εδαφίου, η σύνταξις εκάστου δικαιουμένου μειούται αναλόγως. ...". Εξ άλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 50 του ίδιου π.δ. ορίζεται ότι: "Το εις σύνταξιν δικαίωμα λήγει: α) ... δ) [Όπως η περίπτωση αυτή ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 12 παρ. 1 π.δ. 1029/1977 - Α` 345] Επί τέκνων, εγγονών, προγονών και αδελφών προκειμένου μεν περί αρρένων εις το τέλος του μηνός καθ’ ον συνεπλήρωσαν το 18ον έτος της ηλικίας των ή εν περιπτώσει συνεχίσεως σπουδών εις Ανωτέρας και Ανωτάτας Σχολάς το 25ον έτος της ηλικίας των ή συνήψαν γάμον, προκειμένου δε περί θηλέων εις το τέλος του μηνός καθ’ ον συνήψαν γάμον.". Τέλος, στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 1902/1990 (Α` 138), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε, από τότε που άρχισε να ισχύει, με το άρθρο 9 του ν. 1976/1991 (Α΄ 184), ορίζεται ότι: "Στο παρόν άρθρο υπάγονται οι ασφαλισμένοι, για κύρια ή επικουρική σύνταξη, στα Ειδικά Ταμεία Συντάξεως του προσωπικού των Τραπεζών, του ΤΑΠ-ΟΤΕ, του ΤΣΠ-ΗΣΑΠ και στη διεύθυνση ασφαλίσεως Προσωπικού ΔΕΗ ..." και στην παρ. 9 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι : "α. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου για την απονομή συντάξεων στα θήλεα παιδιά ή αδελφές των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων των ασφαλιστικών φορέων της παραγράφου 1, καθώς και για τις προσαυξήσεις των συντάξεων των τελευταίων για τα θήλεα παιδιά ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται για τα άρρενα παιδιά ή αδελφούς. β. Δικαιώματα συντάξεων που έχουν θεμελιωθεί πριν από την ισχύ του παρόντος νόμου, δεν θίγονται με τις διατάξεις αυτής της παραγράφου. Προκειμένου για διαζευγμένες θυγατέρες, το συνταξιοδοτικό δικαίωμα θεμελιώνεται εφ’ όσον ο θάνατος του γονέα και η λύση του γάμου επήλθαν πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. γ. ... δ. Οι διατάξεις αυτής της παραγράφου ισχύουν και για τις συντάξεις ή προσαυξήσεις συντάξεων, που απονέμονται από τους άλλους ασφαλιστικούς φορείς αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων".

3.  Επειδή, από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι από την έναρξη ισχύος του ν. 1902/1990 (δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 44 του νόμου, από τις 17 Οκτωβρίου 1990, ημερομηνία δημοσιεύσεως του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως) για την απονομή συντάξεων στα θήλεα τέκνα των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων των Ειδικών Ταμείων που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 1902/1990, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε, ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπονται για την απονομή συντάξεων στα άρρενα τέκνα. Δικαιώματα, όμως, που έχουν θεμελιωθεί πριν από την έναρξη ισχύος του πιο πάνω νόμου δεν θίγονται με τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 10 του νόμου αυτού. Οι διατάξεις της τελευταίας αυτής παραγράφου ισχύουν και για τις συντάξεις ή προσαυξήσεις συντάξεων που απονέμονται από τους άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως είναι και το αιτούν Ταμείο. Εξ άλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 45 του π.δ. 284/1974, σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου του αναιρεσείοντος Ταμείου η χήρα δικαιούται να λάβει το 70% του ποσού της συντάξεως του θανόντος και, αν υπάρχουν και τέκνα, κάθε τέκνο δικαιούται να λάβει το 20% του ποσού της ανωτέρω συντάξεως με τους ειδικότερους περιορισμούς που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 45 του ιδίου προεδρικού διατάγματος. Αν το τέκνο είναι ορφανό και από τους δύο γονείς δικαιούται να λάβει το 60% του ποσού της πιο πάνω συντάξεως. Για να λάβει, όμως, το τέκνο το 60% του ποσού της συντάξεως του θανόντος έναντι ποσοστού 20% που ελάμβανε, πρέπει το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα για προσαύξηση της συντάξεως που ελάμβανε να είχε θεμελιωθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 1902/1990. Τούτο συμβαίνει μόνον εάν ο θάνατος του μοναδικού γονέα του συνδικαιούχου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Εάν ο θάνατος επήλθε μετά το χρονικό αυτό σημείο, το τέκνο συνεχίζει να λαμβάνει το ποσοστό (20%) της συντάξεως που ελάμβανε και πριν από την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, οπότε θεωρείται ότι θεμελιώθηκε το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα να λάβει το εν λόγω ποσοστό της σύνταξης του θανόντος (Σ.τ.Ε. 2173/2005 επταμ.).

4.Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσίβλητη, ως άγαμη θυγατέρα, και η μητέρα της, ως χήρα ασφαλισμένου του αναιρεσείοντος Ταμείου, ελάμβαναν σύνταξη ανερχόμενη σε ποσοστό 20% και 70% αντιστοίχως του ποσού της συντάξεως του θανόντος στις 17-11-1983 ασφαλισμένου. Μετά τον θάνατο της μητέρας της αναιρεσίβλητης, που επήλθε στις 6-11-1998, η τελευταία ζήτησε από το Ταμείο, με την από 24-2-1999 αίτησή της, την αναπροσαρμογή του ποσοστού της συντάξεώς της από 20% σε 60%. Το αίτημά της απορρίφθηκε με την 3076/1999 απόφαση του Διευθυντή του Ταμείου, με την αιτιολογία ότι εφ’ όσον ο θάνατος της μητέρας της επήλθε μετά την έναρξη της ισχύος των διατάξεων του ν. 1902/1990, δεν θίγεται μεν η ήδη χορηγηθείσα σύνταξη, αποκλείεται, όμως, η προσαύξησή της. Ένσταση της αναιρεσίβλητης κατά της εν λόγω αποφάσεως απορρίφθηκε με την 1687/2000 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος με την ίδια αιτιολογία. Με την προσφυγή της κατά της τελευταίας αποφάσεως η αναιρεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι το αίτημά της αφορούσε τον ανακαθορισμό της χορηγηθείσης πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 1902/1990 συντάξεως στους δικαιούχους του αποβιώσαντος ασφαλισμένου Ν. Σταθάτου και όχι την προσαύξησή της και συνεπώς δεν ενέπιπτε στο ρυθμιστικό πλαίσιο των διατάξεων του ν. 1902/1990. Η προσφυγή έγινε δεκτή με την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι το αίτημα της αναιρεσίβλητης αφορούσε την αναπροσαρμογή (ανακατανομή) της συντάξεώς της λόγω θανάτου της μητέρας της και όχι την αύξηση του ποσού της συντάξεως, στην οποία αφορά η διάταξη του άρθρου 10 παρ. 8 του ν. 1902/1990, ακυρώθηκε η πιο πάνω απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος και αναγνωρίστηκε ότι η αναιρεσίβλητη δικαιούται αναπροσαρμογή της συντάξεώς της από 20% σε 60% της συντάξεως του αποβιώσαντος πατέρας της, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί κατά την ημέρα του θανάτου της μητέρας της. Έφεση κατά της αποφάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Το δικάσαν Εφετείο έκρινε ότι οι διατάξεις του ν. 1902/1990 αφορούν την απονομή συντάξεων στα θήλεα τέκνα ασφαλισμένων ή συνταξιούχων, καθώς και προσαυξήσεις συντάξεων των συνταξιούχων της παρ. 1 του άρθρου 10 του ν. 1902/1990. Στην προκειμένη δε περίπτωση, κατά την οποία δεν πρόκειται ούτε για απονομή συντάξεως σε θηλικό τέκνο, ούτε για προσαύξηση της σύνταξης συνταξιούχου για θηλικό τέκνο, αλλά πρόκειται για «αναπροσαρμογή» της συντάξεως της αναιρεσίβλητης λόγω θανάτου της μητέρας της, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 45 του καταστατικού του Ταμείου, η σύνταξη της αναιρεσίβλητης δεν καταλαμβάνεται από τις διατάξεις του ν. 1902/1990. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο απέρριψε λόγο εφέσεως σύμφωνα με τον οποίο η απόληψη ποσοστού 60% της συντάξεως του θανόντος πατέρα της αναιρεσίβλητης (σε σχέση με το ποσοστό 20% που ελάμβανε μέχρι τον θάνατο της μητέρας της) συνιστά «προσαύξηση», η οποία καταλαμβάνεται από την διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 1902/1990 και 20 παρ. 1 του ν. 2556/1997, και όχι αναπροσαρμογή της συντάξεως, (γιατί, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 1902/1990, ως «αναπροσαρμογή» νοείται η αναδιάρθρωση της αρχικής συντάξεως λόγω αλλαγής των στοιχείων που αρχικώς ελήφθησαν υπ’ όψιν για τον προσδιορισμό της), ούτε «ανακατανομή» στους αρχικούς δικαιούχους» (δεδομένου ότι η έννοια αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη περισσότερων δικαιούχων της σύνταξης). Ο λόγος απορρίφθηκε με την σκέψη ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 45 παρ. 8 του καταστατικού του Ταμείου, η σύνταξη των δικαιούχων «αναπροσαρμόζεται» σε περίπτωση θανάτου των δικαιοδόχων προσώπων βάσει των καθοριζομένων ποσοστών σύνταξης καθενός από αυτούς, η εν λόγω δε «αναπροσαρμογή» έχει την έννοια της ανακατανομής της ήδη χορηγούμενης στην αναιρεσίβλητη σύνταξης λόγω θανάτου της μητέρας της. Με τις σκέψεις αυτές το διοικητικό εφετείο απέρριψε την έφεση και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

5. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, η κρίση αυτή του δικάσαντος Εφετείου είναι εσφαλμένη, όπως βασίμως προβάλλεται, διότι το δικαίωμα της αναιρεσίβλητης να προσαυξηθεί η σύνταξή της - και να λαμβάνει έτσι το 60% (από το 20%) της συντάξεως του θανόντος πατέρα της - θεμελιώθηκε μετά τον θάνατο της μητέρας της (ο οποίος επήλθε στις 6-11-1998), δηλαδή μετά την έναρξη ισχύος του ν. 1902/1990.

6. Επειδή, με το εμπροθέσμως κατατεθέν υπόμνημά της η αναιρεσίβλητη προβάλλει ότι οι διατάξεις του ν. 1902/1990, οι οποίες μνημονεύτηκαν στην δεύτερη σκέψη, είναι αντίθετες: α) με την παρ. 4 του άρθρου 141 της Κωδικοποιημένης Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σύμφωνα με την οποία: "Προκειμένου να εξασφαλιστεί εμπράκτως η πλήρης ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών στην εργασία, η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν μέτρα που προβλέπουν ειδικά πλεονεκτήματα, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούμενο φύλο να συνεχίσει μια επαγγελματική δραστηριότητα ή προλαμβάνουν ή αντισταθμίζουν τα μειονεκτήματα στην επαγγελματική σταδιοδρομία", καθώς και β) με την παρ. 2 του άρθρου 23 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997 (Α` 25), στην οποία ορίζεται ότι: "Αναγνωρίζεται το δικαίωμα ανδρών και γυναικών σε ηλικία γάμου να παντρεύονται και να δημιουργούν οικογένεια". Η πρώτη όμως από τις πιο πάνω διατάξεις αναφέρεται στην δυνατότητα των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να θεσπίσουν (ή να διατηρήσουν) θετικά μέτρα υπέρ του λιγότερο εκπροσωπούμενου στην αγορά εργασίας φύλου, χωρίς να θεωρείται ότι με τον τρόπο αυτό παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνεται στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου, και η δεύτερη στο δικαίωμα ανδρών και γυναικών να συνάπτουν γάμο. Στην προκειμένη περίπτωση οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 1902/1990 ευρίσκονται εκτός του ρυθμιστικού πεδίου των παραπάνω διατάξεων, εφ` όσον αναφέρονται σε συνταξιοδότηση εμμέσως ασφαλισμένων και αποβλέπουν μάλιστα στην κατοχύρωση της αρχής της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Εν πάση δε περιπτώσει, οι καταργούμενες καταστατικές διατάξεις δεν είχαν τον χαρακτήρα θετικών μέτρων που απέβλεπαν στην ενίσχυση του λιγότερο εκπροσωπούμενου στην αγορά εργασίας φύλου, ώστε να τίθεται, ενδεχομένως, λόγω της καταργήσεώς τους, ζήτημα αντιθέσεώς τους με την παραπάνω διάταξη της Συνθήκης, όπως φαίνεται να υπολαμβάνει η αναιρεσίβλητη. Συνεπώς, ο πιο πάνω λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

7. Επειδή, τέλος, με το υπόμνημά της η αναιρεσίβλητη προβάλλει ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις του ν. 1902/1990 έρχονται σε αντίθεση με την υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (το οποίο κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, Α` 256), διότι, όπως ισχυρίζεται, με την εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών προξενείται στην αναιρεσίβλητη σοβαρή μείωση της περιουσιακής καταστάσεώς της με την στέρηση της συντάξεως που εδικαιούτο με βάση τις καταστατικές διατάξεις. Και ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, γιατί ως περιουσία, προστατευόμενη, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, θεωρείται το δικαίωμα που αποκτά, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, ο εργαζόμενος για την, κατ’ αρχήν, χορήγηση συνταξιοδοτικής παροχής (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Α.Δ. Αζινάς κατά Κύπρου της 20.6.2002 και Guygusuz κατά Αυστρίας της 16.9.1998) και όχι και η προσδοκία για την χορήγηση αυξήσεων στην απονεμόμενη σύνταξη, βάσει σταθερού συστήματος αναπροσαρμογής της (Σ.τ.Ε. 2244/2007 ? πρβ. Σ.τ.Ε. 1022/2005 επταμ.).

8. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η υπόθεση δε, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στον δικάσαν δικαστήριο για νέα κρίση.

9. Επειδή, το δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει την αναιρεσίβλητη από την δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ταμείου, σύμφωνα με το άρθρο 39 παρ.1 εδ. β` του π.δ. 18/1989 (Α` 8).

Διά ταύτα

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.