Ζ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριο Νικολόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Μαΐου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου ....., περί αναιρέσεως του υπ΄ αριθμ. 372/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά.
Το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ΄ αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Νοεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1953/2006.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 139/8-3-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'αρθρ 485 & 1 ΚΠΔ την με αριθμ. 20/2006 αίτηση του ..... για αναίρεση του με αριθμ. 372/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 51/2006 έφεση του κατά του με αριθμ. 789/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί για αποπλάνηση παιδιών του ενός νεωτέρου των 10 ετών και του ετέρου νεωτέρου των 15 ετών και για πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις ενώπιον προσώπου νεωτέρου των 15 ετών και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και για συρρέουσα πλημμεληματική και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας , της απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 αρθ. Ι ΚΠΔ, και της υπέρβασης εξουσίας (άρθρ. 484 & 1α, β, δ, και στ ΚΠΔ).
Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης. α. Στο ότι το δικαστικό συμβούλιο εφάρμοσε λανθασμένα τις διατάξεις του άρθρου 339&1 ενώ έστω και δεκτών γενομένων των πραγματικών περιστατικών έπρεπε να εφαρμόσει τις διατάξεις του άρθρου 337 ΠΚ υπαγάγοντας τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις αυτές. β. Στο ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα με γενικόλογη αναφορά στα πραγματικά περιστατικά και εν τινι μέτρω αντιφατικότητα, δεν αιτιολογεί με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις την παραπεμπτική του κρίση. γ. Στο ότι κατά την ανάκριση και ειδικότερα κατά τον χρόνο της κλήσης του σε απολογία μετά την λήψη της προθεσμίας και πριν την έναρξη της απολογίας του τέθηκαν υπ' όψη του έγγραφα και συγκεκριμένα τρεις γνωματεύσεις ψυχολόγων που είχαν εγχειρισθεί από τους εγκαλούντες σε χρόνο προγενέστερο της πρώτης εμφάνισης του οπότε και έπρεπε να του τεθούν υπ' όψη και δ Στο ότι από μέρους του Εισαγγελέα που υπέβαλλε την πρόταση επιδείχθηκε όπως αναφέρει εις βάρος του μεροληψία λόγω του ότι το περιεχόμενο της πρότασης του αποπνέει εις βάρος του απαξία και επιθετικότητα με συνέπεια ν' αναιρείται η νηφάλια και αμερόληπτη κρίση του και ότι η άποψη του αυτή συνιστά τον αναιρετικό λόγο της υπέρβασης εξουσίας κατ' ερμηνευτική επέκταση των διατάξεων του άρθρου 484 & 1 ΚΠΔ.
Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, ή κατά την έκθεση αυτήν υπάρχει αντίφαση, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
Σύμφωνα εξάλλου με τη διάταξη του άρθρ. 339 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) με κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα όχι όμως και τα δέκα τρία έτη και γ) με φυλάκιση αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα τρία έτη. Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε, κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών. Με την έννοια αυτή έχει κριθεί ότι αποτελεί ασελγή πράξη όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύσηασέλγεια, αλλά και η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και στο σώμα του παιδιού, εφ' όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας (ΑΠ 105/1998, Π. Χρ. ΜΗ/754, ΑΠ 282/2002 ΠΧ ΝΒ 920, ΑΠ 2056/2006).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά δέχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύει κατά το είδος τους προέκυψαν τα ακόλουθα: Ο κατηγορούμενος έγγαμος και πατέρας δύο ενηλίκων παιδιών στον δεύτερο όροφο τριώροφης οικοδομής στην οποία διαμένει και η οικογένεια των εγκαλούνταν με τα εξ παιδιά τους εκ των οποίων τέσσερα ήταν ανήλικα κατά τον επίδικο χρόνο η Κ1, ηΚ2 , η Κ3 και η ...... Οι οικογένειες των εγκαλούντων και κατηγορουμένου είχαν φιλικές σχέσεις και οι κατηγορούμενοι επισκεπτόντουσαν τακτικά την οικογένεια των εγκαλούντων . Ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος τις συχνές απουσίες των εγκαλούντων άρχισε να πηγαίνει στο διαμέρισμα τους όπου έμεναν μόνες τους οι παραπάνω ανήλικες Κατά τον χρόνο αυτό όπως προκύπτει από τις καταθέσεις των ανηλίκωνΚ2 καιΚ3 ο κατηγορούμενος περί τα τέλη του Μαΐου κατά τη διάρκεια μιας εκ των καθημερινών του επισκέψεων κατά την ώρα που απουσίαζαν οι εγκαλούντες κάθισε δίπλα στην Κ3 ή οποία δεν είχε ακόμη συμπληρώσει το 10 έτος (γεννήθηκε την 20-6-1994) και η οποία κατ' εκείνη την ώρα έβλεπε τηλεόραση έχοντας ανοίξει το παντελόνι του και έχοντας βγάλει έξω τα γεννητικά του όργανα πήρε το χέρι της ανήλικης και το κατηύθυνε για να το ακουμπήσει στο γεννητικό του όργανο. Μόλις η ανήλικη αντέδρασε αυτός την κράτησε από τη μέση και πριν καταφέρει να ξεφύγει ακούμπησε το γεννητικό του μόριο στο κάτω μέρος της πυτζάμας Μετά από αυτό το γεγονός άλλη ημέρα ο κατηγορούμενος είχε πάει στην τουαλέτα του σπιτιού και όταν πήγε η ανήλικη να μπει τον είδε να έχει ανοίξει το φερμουάρ του παντελονιού του και είχε βγάλει έξω τα γεννητικά του όργανα και της τα επεδείκνυε και όταν του είπε ότι θα το αναφέρει στη μαμά της ο κατηγορούμενος της είπε ότι δεν θα της ξανάδινε χαρτζιλίκι. Λίγες ημέρες μετά σε επίσκεψή του στο σπίτι των εγκαλούντων κατά τη διάρκεια παιχνιδιού της ανήλικηςΚ3 με την αδελφή της ηΚ3 μπήκε κάτω από το τραπέζι και όπως καθόταν ο κατηγορούμενος έβγαλε τα γεννητικά του όργανα έξω από το παντελόνι του Ο αυτός κατηγορούμενος περί τα μέσα Ιουνίου εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία όταν του ζήτησε η ανήλικηΚ2 (γεννήθηκε την 1-3-1990 να την μεταφέρει με την μηχανή του για να αγοράσει κάποια πράγματα όταν κατέβηκαν στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής την έπιασε με τα χέρια του και παρά την αντίδρασή της την φίλησε στο στόμα Το επόμενο βράδυ κατά την επίσκεψή του στο διαμέρισμα των ανηλίκων καθώς βρήκε τηνΚ2 στο λουτρό να φοράει μόνο μπουρνούζι μπήκε μέσα της το τράβηξε και προσπάθησε να την θωπεύσει σε απόκρυφα μέρη του σώματός της (προσπάθησε να την χουφτώσει όπως χαρκτηριστικά αναφέρει η ανήλικη στην κατάθεσή της) στη συνέχεια ενώ αυτή απομακρύνθηκε αυτός άρχισε ν'αυνανίζεται.
Κατά το άρθρο 337 & 1 κατά το οποίο "1 όποιος με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του τιμωρείται ..." προκύπτει ότι τα στοιχεία της πράξης αυτή είναι μεταξύ των άλλων οι ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις και η βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του . Η διαφοροποίηση των δύο διατάξεων είναι ότι στην με το άρθρο 339 αποσκοπείται η προστασία της ηθικής καθαρότητας και ψυχικής υγείας των νεωτέρων των 15 ετών οι οποίοι πρέπει να είναι εκτός πάσης γενετήσιας ζωής πλην της του γάμου που και αυτός κατά τις σχετικές διατάξεις του Α.Κ. αποκλείεται κάτω της ηλικίας αυτής και επίσης στην περίπτωση του άρθρου 339 σκοπός του δράστη είναι η γενετήσια ικανοποίηση ενώ στην περίπτωση του 337 σκοπός του δράστη είναι η βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής του με υπολανθάνοντα και όχι εμφανή σκοπό την γενετήσια ικανοποίησή του.
Στην προκειμένη περίπτωση εν όψει όλων των ανέλεγκτα δεκτών γενομένων του προσβαλλόμενου βουλεύματος στο οποίο περιγράφονται πλήρως τα περιστατικά και οι συνθήκες τέλεσης των πράξεων του αναιρεσείοντα προκύπτει ότι επιδίωξη του δράστη ήταν η γενετήσια ικανοποίηση του και αυτό προκύπτει ανενδοίαστα από το γεγονός ότι μετά την αποτυχία του να χουφτώσει την ανήλικηΚ2 στο μπάνιο όπου προσπάθησε να της αποσπάσει το μπουρνούζι της στη συνέχεια αυνανίστηκε ενώ αυτή απομακρυνόταν . Και ναι μεν αυτή καθ' αυτή η πράξη του αυνανισμού όπως περιγράφεται σαν μεμονωμένο γεγονός μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις του άρθρου 337, στην προκειμένη όμως περίπτωση αυτό το γεγονός δείχνει ότι ο δράστης βρισκόταν σε πλήρη σεξουαλική διέγερση και όταν απέτυχε λόγω της αντίδρασης της ανήλικηςΚ2 να βρει διέξοδο στην κατάσταση αυτή άρχισε ν' αυνανίζεται εκδηλώνοντας έτσι ότι πρόθεσή του δεν ήταν απλά η επίδειξη των γεννητικών του οργάνων αλλά η γενετήσια ικανοποίησή του. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 &3 και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία , αφού εκτίθενται σ' αυτήν με πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις η λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης του άρθρου 339 ΠΚ στις διατάξεις του οποίου υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν και τις οποίες ορθά ερμήνευσε και δεν τις παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Οι αντίθετοι ισχυρισμοί του αναιρεσείοντα περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 399, αντί της διατάξεως του άρθρ. 337 παρ. 1 και 2 ΠΚ και ειδικότερα διότι δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα της αποπλανήσεως παιδιού εν προκειμένω, αφού πρόκειται για απλές ψαύσεις, θωπείες, εναγκαλισμό και ασπασμούς, για χειρονομίες δηλαδή ασέλγειες που στοιχειοθετούν το έγκλημα που προβλέπεται από το άρθρο 337 ΠΚ, ενώ αποπλάνηση υπάρχει μόνον σε περίπτωση χρησιμοποίησης των γεννητικών οργάνων, με οποιοδήποτε τρόπο, προς επιτυχία ηδονιστικού σκοπού, είναι αβάσιμοι εν όψει των εκτεθέντων. Ως προς τον δεύτερο λόγο συνιστάμενο στο ότι έχει εμφιλοχωρήσει απόλυτη ακυρότητα του άρθρου 171 & 1 λόγω του ότι παραβιάστηκαν δικαιώματα του κατηγορουμένου κατά την ανάκριση της ακυρότητας συνισταμένης στο ότι κατά την ανάκριση και ειδικότερα κατά τον χρόνο της κλήσης του στην μετά προθεσμία που έλαβε απολογία και πριν την έναρξη της απολογίας του τέθηκαν υπ' όψη του έγγραφα και συγκεκριμένα τρεις γνωματεύσεις ψυχολόγων που είχαν εγχειρισθεί από τους εγκαλούντες σε χρόνο προγενέστερο της πρώτης εμφάνισης του ενώ έπρεπε να του τεθούν υπ' όψη κατά την πρώτη του εμφάνιση και όχι στην μετά προθεσμία εμφάνισή του.
Κατά το άρθρο 171 & 1 στ δ ΚΠΔ απόλυτη ακυρότητα που λαμβάνεται και αυτεπάγγελτα υπ' όψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της δίκης και στον Αρειο Πάγο ακόμη προκαλείται αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την εμφάνιση την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος.
Εξ άλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 173 & 2 του ΚΠΔ από τις απόλυτες ακυρότητες που μνημονεύονται στο άρθρ. 171 όσες αναφέρονται σε πράξεις τις προδικασίας μπορούν να προτείνονται ωσότου γίνεται αμετάκλητη η παραπομπή στο ακροατήριο και κατά το επόμενο άρθρο 174 & 1 ακυρότητα που δεν προτάθηκε σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο καλύπτεται και κατά τη διάταξη του άρθρου 176 & 1. Αρμόδιο να κηρύξει την ακυρότητα των πράξεων της προδικασίας είναι το δικαστικό συμβούλιο ενώ των πράξεων της διαδικασίας στο ακροατήριο και της κύρια διαδικασία το δικαστήριο που επαναλαμβάνει την εκδίκαση της υπόθεσης. Από τις συνδυασμένες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι πράξεις η παραλείψεις προανακριτικών ή ανακριτικών υπαλλήλων που έχουν σχέση με την εμφάνιση εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος δημιουργούν απόλυτες ακυρότητες , ότι οι ακυρότητες αυτές μπορούν να προταθούν μέχρι της αμετάκλητης παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και ότι απαραίτητη προϋπόθεση για μπορούν οι ακυρότητες αυτές να προταθούν ακόμη και στο Άρειο Πάγο είναι να έχουν υποβληθεί και να έχουν τεθεί υπ' όψη του αρμοδίου κατ' άρθρο 176 & 1 ΚΠΔ δικαστικού συμβουλίου το οποίο είναι το αρμόδιο μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου οπότε απεκδύεται από κάθε δικαιοδοσία επί της υπόθεσης (ΑΠ 125972000 ΠΧ. ΝΑ 440 και 1260/2000 Π.Χ ΝΑ 441 ΑΠ 44/2005 ΠΧ ΝΕ 831).
Στην προκειμένη περίπτωση από το προσβαλλόμενο βούλευμα όσο και από το πρωτόδικο αλλά και τα υπόλοιπα έγγραφα της δικογραφία νόμιμα και επιτρεπτά επισκοπούμενα δεν προκύπτει να έχει γίνει σχετική προσφυγή στο δικαστικό συμβούλιο το οποίο είναι αρμόδιο να επιληφθεί επί της προβολής της ακυρότητας αυτής και ως εκ τούτου η ακυρότητα αυτή σχετικά με την προσβολή των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου με το ότι δεν του τέθηκαν υπ' όψη κρίσιμα έγγραφα κατά την πρώτη εμφάνιση του προς απολογία όταν και έλαβε προθεσμία για απολογία αλλά την δεύτερη εμφάνιση του και πριν από την απολογία του καλύφθηκε ανεξάρτητα του ότι και αν ακόμη γίνει δεκτό ότι δεν έχει δικονομικά καλυφθεί δεν συνιστά ακυρότητα γιατί και ο ίδιος ο αναιρεσείων συνομολογεί ότι οι πραγματογνωμοσύνες αυτές , χωρίς να προσδιορίζει ποιες , αφού στη δικογραφία υπάρχουν έξι πραγματογνωμοσύνες του δόθηκαν πριν από την απολογία του χωρίς να προκύπτει από την απολογία του και τα απολογητικά του υπομνήματα να προέβαλλε κανένα σχετικό ισχυρισμό ή καμιά σχετική αντίρρηση , σημειωτέον δε ότι παρίστατο με συνήγορο υπεράσπισης και ως εκ τούτου και ο λόγος αυτός πρέπει ν' απορριφθεί.
Περαιτέρω ως προς την κατά τον αναιρεσείοντα υπάρχουσα υπέρβαση εξουσίας όπως αναφέρει κατ' ερμηνευτική επέκταση των διατάξεων του άρθρου 484 & 1 εδ. στ. ΚΠΔ και η οποία συνίσταται στο ότι απόμερους του Εισαγγελέα που υπέβαλλε την πρόταση επιδείχθηκε όπως αναφέρει εις βάρος του μεροληψία λόγω του ότι το περιεχόμενο της πρότασης του αποπνέει εις βάρος του απαξία και επιθετικότητα με συνέπεια ν' αναιρείται ή νηφάλια και αμερόληπτη κρίση του . Κατά τη διάταξη του άρθρου 484 & 2 ΚΠΔ κατά την οποία "2. Στην έκθεση πρέπει να διατυπώνονται και οι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο "προκύπτει ότι στην έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου πρέπει ν΄ αναφέρονται οι συγκεκριμένοι λόγοι για τους οποίους ασκείται το ένδικο μέσο όπως και τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται οι λόγοι αυτοί. Είναι δε αυτονόητο ότι οι λόγοι αυτοί πρέπει να προβλέπονται από σχετικές διατάξεις είτε του Κώδικα Ποινικής δικονομίας είτε του Ποινικού κώδικα επί των οποίων στηρίζονται όπως επίσης πρέπει να αναφέρονται και τα στοιχεία επί των οποίων στηρίζονται ή οι σχετικές απόψεις αν είναι αντίθετες από αυτές που αναφέρονται στα προσβαλλόμενα βουλεύματα ή αποφάσεις. Από αυτό προκύπτει ότι έφ' όσον προβαλλόμενος λόγος δεν προβλέπεται από σχετική διάταξη ή δεν στηρίζεται σε σχετική διάταξη είναι απαράδεκτος.
Από τη διάταξη του άρθρου 484&1 εδ στ ΚΠΔ κατά την οποία Υπέρβαση εξουσίας. Υπάρχει υπέρβαση εξουσίας όταν συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν την δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα αν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προδικαστικό ζήτημα που με ρητή διάταξη του νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά άρθρα 307, 309 και 318 ή τέλος παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτουμένη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση (άρθρα 41 και 50 ) ή για το οποίο δόθηκε η άδεια δίωξης (άρθρο 54 ) ή για το οποίο δεν είχε επιτραπεί ρητά η έκδοση άρθρο 438)". Από αυτό προκύπτει ότι ο ποινικός νομοθέτης περιχαράκωσε και περιόρισε την υπέρβαση εξουσίας στις περιπτώσεις που αναφέρονται παραπάνω ώστε ν' αποκλείσει την από μέρους των κατηγορουμένων επέκταση κατ' ερμηνευτικό τρόπο ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος λόγος της υπέρβασης εξουσίας πρέπει να απορριφθεί σαν απαράδεκτος και να απορριφθεί το αίτημα για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του το συμβούλιό σας λόγω του ότι με την απολογία του και τα υπομνήματά του επαρκώς προέβαλλε τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του. Κατ' ακολουθία των παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα (άρθρ. 485 παρ. 1, 519 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Α. Να απορριφθεί η με αριθμ. 20/27-11-2006 αίτηση του .... περί αναιρέσεως του υπ' αριθ. 372/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Β. Να απορριφθεί το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση.
Γ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα την 27-2-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 του ΠΚ όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη β) με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα έτη όχι όμως και τα δέκα τρία έτη και γ) με φυλάκιση αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα τρία έτη. Από τη διάταξη αυτή, που σκοπό έχει να προστατεύσει την αγνότητα της νεαρής ηλικίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της αποπλανήσεως παιδιού απαιτείται οποιαδήποτε υπό γενετήσια άποψη ασελγής πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών, η οποία αντικειμενικά προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη. Έτσι, στοιχειοθετεί το πιο πάνω έγκλημα όχι μόνο η συνουσία ή ανάλογη με αυτή παρά φύση πράξη, αλλά και κάθε άλλη ασελγής πράξη, όπως η ψαύση και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων και άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, ο εναγκαλισμός και το φίλημα στο πρόσωπο και στο στόμα του ανηλίκου, εφόσον οι ενέργειες αυτές κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, διότι και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της νεαρής ηλικίας. Εξάλλου, έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ίδιου Κώδικα, υπάρχει, όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη και την πληρότητα τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται, μόνο, να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά απ' αυτά κατ' επιλογή, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 του ΚΠοινΔ (Ολ.ΑΠ1/2005). Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1στοιχ. β΄ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ΄ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή όταν αυτό δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και στην περίπτωση που η διάταξη παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος από τον Άρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, ότι από τα κατονομαζόμενα κατ΄ είδος αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα ακόλουθα: "... Ο κατηγορούμενος ..... , ηλικίας 52 ετών, είναι έγγαμος με την ..... και πατέρας δύο ενήλικων αγοριών. Η ανωτέρω οικογένεια του κατοικεί στο διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου τριώροφης οικοδομής επί της οδού ..... . Στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου κατοικούν οι εγκαλούντες σύζυγοι με τα έξι τέκνα τους εκ των οποίων δύο (.... και ....) είναι ενήλικοι και τέσσερα (Κ1, Κ2,Κ3 και ....) είναι ανήλικες. Στον τρίτο όροφο της ίδιας οικοδομής κατοικούν ο πεθερός και η πεθερά του κατηγορουμένου ....και ....., αδελφή του εκ των εγκαλούντων ...... Ανάμεσα στις ως άνω οικογένειες είχαν αναπτυχθεί οικογενειακοί και φιλικοί δεσμοί και ο συγχρωτισμός τους ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Ο κατηγορούμενος επισκεπτόταν συχνά την οικία των εγκαλούντων, όπως ομολογούν οι ίδιοι, αλλά και οι μάρτυρες, που εξετάσθηκαν (...., ....-οικιακή βοηθός, ...., αλλά και ο μάρτυρας υπεράσπισης ....). Η παρουσία επομένως του κατ/νου στην οικία των εγκαλούντων ήταν ένα σχεδόν καθημερινό γεγονός, όπως και η συναναστροφή με τα τέκνα αυτών. Κατά το μήνα Μάιο του έτους 2004 ο εκ των εγκαλούντων.... (πατέρας των ως άνω ανηλίκων) υπέστη έμφραγμα του μυοκαρδίου και μετά την νοσηλεία του οι θεράποντες ιατροί του, του συνέστησαν να βαδίζει πολύ, πράγμα το οποίο έκανε καθημερινά, συνοδευόμενος από τη σύζυγο του. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα ο κατηγορούμενος άρχισε να πυκνώνει τις επισκέψεις του στο σπίτι τους, γνωρίζοντας ότι εκεί βρίσκονταν εκτός των ενηλίκων αγοριών και οι ανήλικες θυγατέρες τους .Το καλοκαίρι του 2004 κι ενώ όλη η οικογένεια των εγκαλουμένων ήταν στο εξοχικό τους στη ...., οι δύο κόρες των εγκαλούντων Κ1 (γεννηθείσα την 18-1-89) καιΚ2 (γεννηθείσα την 1-3-90), κι ενώ ο 1ος των εγκαλούνων κοιμόταν, άρχισαν να εκμυστηρεύονται στην μητέρα τους, .... και 2α των εγκαλούντων, ότι κατά το διάστημα Μαίου -Ιουνίου 2004 κατά το οποίο αυτοί έλειπαν από το σπίτι, λόγω της ασθενείας του 1ου των εγκαλούντων, ο κατ/νος προέβη σε ασελγείς πράξεις σε βάρος τους. Το ίδιο είχε κάνει και στη μικρότερη αδελφή τους Κ3 (που γεννήθηκε την 20-6-04), όπως η ίδια τους το είχε εμπιστευθεί. Ειδικότερα, από τις καταθέσεις των τριών ανηλίκων θυγατέρων των εγκαλούντων που έδωσαν στη Δ Ανακρίτρια Πειραιά προέκυψαν τα εξής: Περί το τέλος Μαΐου 2004 κατά τη διάρκεια μίας εκ των καθημερινών επισκέψεων του κατ/νου στο διαμέρισμα των εγκαλούντων, κάθισε δίπλα στην ανήλικη θυγατέρα αυτών Κ3, (γεννηθείσα την 20-6-94 όπως προαναφέρθηκε και δεν είχε συμπληρώσει τότε τα 10 έτη, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως αυτής), η οποία παρακολουθούσε τηλεόραση. Ο ανωτέρω, όπως προκύπτει από το σύνολο της κατωτέρω περιγραφόμενης συμπεριφοράς του, έχοντας σκοπό να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του της έπιασε το χέρι το ακούμπησε στο γεννητικό του μόριο, το οποίο είχε μόλις βγάλει από το παντελόνι του προκειμένου να του το χαϊδέψει. Μόλις η ως άνω ανήλικη αντέδρασε, αυτός την κράτησε από τη μέση και πριν καταφέρει αυτή να ξεφύγει ακούμπησε το γυμνό γεννητικό του μόριο στο κάτω μέρος της πυτζάμας της(οράτε τις από 17-3-2005 και 10-5-2005 καταθέσεις της Κ3). Λίγες ημέρες αργότερα ο κατηγορούμενος εισήλθε στην τουαλέτα του διαμερίσματος των εγκαλούντων χωρίς να ανάψει το φως και ανέμενε εκεί μέχρι να εμφανιστεί η ως άνω ανήλικη. "Οταν κάποια στιγμή αυτή εισήλθε για σωματική της ανάγκη, έκπληκτη διαπίστωσε, ότι ο κατηγορούμενος είχε βγάλει το γεννητικό του μόριο έξω από το παντελόνι του και της το επέδειξε, έσπευσε δε πριν αποχωρήσει να της τονίσει ότι αν το εκμυστηρευόταν στη μητέρα της δεν θα της ξαναέδινε χαρτζιλίκι. Λίγες μέρες αργότερα κι ενώ η ανωτέρω ανήλικη έπαιζε κυνηγητό με την αδελφή της κι όταν μπήκε κάτω από το τραπέζι χάριν του παιχνιδιού ο κατ/νος είχε βγάλει έξω από το παντελόνι του τα γεννητικά του όργανα Στην αντίδραση της ανήλικηςΚ3 αυτός απάντησε "όλοι οι άντρες το κάνουν αυτό". Για την ως επιμέρους πράξη της επίδειξης των γεννητικών οργάνων στην ανήλικηΚ3 κάτω από το τραπέζι δεν ασκήθηκε δίωξη, καθόσον δεν περιέχεται στη από 2-11-04 έγκληση ούτε σε άλλη κατάθεση των εγκαλούντων- και συνεπώς ορθώς ο ανακριτής δεν απάγγειλε κατηγορία και το Συμβούλιο Πλημ/κών δεν ασχολήθηκε, απλώς αναφέρεται εδώ διηγηματικά για την ενότητα της υπόθεσης (Η έγκληση που έχει υποβληθεί εναντίον του δράστη ενός εγκλήματος δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ελλείπουσα για τα λοιπά αληθώς και πραγματικώς συρρέροντα εγκλήματα έγκληση -Α Μαγκάκη Γεν μερ εκδ 3η σ371, Μπουρόπουλο τον α, σ 319, Δέδε "ποινική δικονομία" σ 346, Μαργαρίτη "Ποινολογία" σ 253, Συστ ερμην ΠΚ αρθ 119 ΠΚ σ 1381). Περαιτέρω, περί τα μέσα Ιουνίου του έτους 2004, η δεύτερη κατά σειρά ηλικίας ανήλικη θυγατέρα των εγκαλούντων Κ2, γεννηθείσα την 1-3-1990 (βλ. προσκομιζόμενη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της) πρότεινε στον κατηγορούμενο να τη μεταφέρει με την δίκυκλη μηχανή του για να αγοράσει διάφορα πράγματα, τα οποία της είχε παραγγείλει η μητέρα της και εκείνος δέχθηκε. Όταν όμως κατέβηκαν στον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, ο κατηγορούμενος, αφού προσέγγισε αυτήν, την έπιασε με τα χέρια του και παρά τη θέληση της και την έντονη αντίδραση της, την φίλησε .Την ενέργεια του δε αυτή την υπαγόρευσε η γενετήσια επιθυμία του). Το επόμενο βράδυ ο κατηγορούμενος εκμεταλλευόμενος πάλι την απουσία των γονέων της, οι οποίοι είχαν συνοδεύσει τις δύο μικρότερες θυγατέρες τους σε αθλητική δραστηριότητα, επισκέφθηκε το διαμέρισμα τους και εισήλθε στο λουτρό, όπου βρισκόταν η Κ2 καλυμμένη με ένα μπουρνούζι. Εκεί επιχείρησε να της τραβήξει το μπουρνούζι προκειμένου να της το αφαιρέσει και να την θωπεύσει στο στήθος και σε άλλα απόκρυφα σημεία του σώματος της (οράτε από 17-3-05 κατάθεση τηςΚ2 "προσπάθησε να με χουφτώσει"). Ωστόσο δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει την παραπάνω πράξη του, καθόσον η ανωτέρω ανήλικη απομακρύνθηκε αμέσως. Εκείνη τη στιγμή ο κατ/νος άρχισε να αυνανίζεται ενώπιον της. Για την παραπάνω σε βάρος τους συμπεριφορά του κατηγορουμένου οι ως άνω ανήλικες θυγατέρες των εγκαλούντων, Κ3 και Κ2 ενημέρωσαν τους έχοντες αυτοτελώς δικαίωμα υποβολής εγκλήσεως και παραλλήλως προς εκείνο των ιδίων (παθουσών) γονείς τους στις αρχές Σεπτεμβρίου του έτους 2004. Οι ανωτέρω γονείς εντός της τασσομένης από το νόμο αποκλειστικής προθεσμίας των τριών μηνών από τότε που έλαβαν γνώση του κατ' έγκληση διωκομένου εγκλήματος της πρόκλησης σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις καθώς και του προσώπου που διέπραξε αυτό υπέβαλαν ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά την από 2-11-2004 έγκληση τους. Σημειωτέον, ότι ο κατηγορούμενος περί τις αρχές Ιουνίου του έτους 2004 σε κάποια από τις προαναφερόμενες επισκέψεις του στο ως άνω διαμέρισμα των εγκαλούντων εκμεταλλεύτηκε πάλι την απουσία αυτών και ενώ η μεγαλύτερη κατά σειρά ηλικίας ανήλικη θυγατέρα τους Κ1, γεννηθείσα την 18-1-1989 (βλ. προσκομιζόμενη ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της) είχε αποκοιμηθεί στο καθιστικό, προέβη σε ασελγείς πράξεις με σκοπό να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του. Συγκεκριμένα απελευθέρωσε το γεννητικό του όργανο και αφού έπιασε το αριστερό χέρι της το έθεσε στο γυμνό πέος του, με αποτέλεσμα η ανωτέρω παθούσα να ξυπνήσει και να αντιδράσει έντονα, ενώ περί τα μέσα Ιουνίου έπεσε πάνω της, ενώ κοιμόταν, κι όταν αυτή ξύπνησε και τον ρώτησε τι κάνει αυτός, απάντησε, ότι δεν πρέπει να υπάρχει ντροπή μεταξύ τους. Παρέλκει όμως η παράθεση κι άλλων πραγματικών περιστατικών, που αφορούν την ανωτέρω ανήλικη, αφού το εκκάλούμενο βούλευμα έκρινε, ότι οι πράξεις σε βάρος της ανωτέρω, δεν συνιστούν αποπλάνηση (αφού αυτή είχε συμπληρώσει το 15° έτος, όταν έλαβαν χώρα) και υπήγαγε αυτές στη διάταξη του άρθρου 337παρ 1 ΠΚ και 353 παρ 2εδα (προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και πρόκληση σκανδάλου με ακόλαστες πράξεις) και έπαυσε υφ΄όρον τη ποινική δίωξη, σύμφωνα, με το άρθρο 31 παρ 1 Ν 3346/2005. Γενικότερα πάντως ο κατ/νος, όπως προκύπτει από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού είχε ως αντικείμενο του ερωτικού πόθου τις ανωτέρω ανήλικες, αφού κατά το παρελθόν έλεγε, ότι τις βλέπει στον ύπνο του και διηγιόταν τι έκανε με τις γυναίκες, που πήγαινε(οράτε την από 17-3-05 κατάθεση της Κ2, αλλά και της Κ1). Ο κατ/νος τόσο στην απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας, όσο και στα υπομνήματα του, αλλά και στην έφεση του αρνείται παντελώς την κατηγορία. Ειδικότερα στην από 19-4-05 απολογία του, αρνήθηκε τις κατηγορίες, ισχυριζόμενος, ότι αρκετά χρόνια πριν την υποβολή της έγκλησης δεν είχε καλές σχέσεις με την οικογένεια των εγκαλούντων. Απαντώντας δε σε σχετική ερώτηση της ανακρίτριας, είπε, ότι οι ανήλικες παθούσες, ωθήθηκαν στις καταγγελίες τους σε βάρος του από τους γονείς τους, οι οποίοι τον μισούν. Επίσης επεσήμανε, κατά τη κρίση του, αντιφάσεις στις καταθέσεις των εγκαλούντων και των θυγατέρων τους. Συγκεκριμένα: α) ότι οι εγκαλούντες ανέφεραν στην έγκληση τους, ότι τα προβλήματα άρχισαν τον Φεβρουαρίου του 2003, ενώ η κόρη τους Κ2 αναφέρει, ότι τα προβλήματα άρχισαν τον Ιούνιο 2004, β) ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις, ως προς τους χρόνους τέλεσης των πράξεων μεταξύ εγκλήσεως και καταθέσεων των ανηλίκων, γ)ότι όσον αφορά το συμβάν της ψαύσης των γεννητικών του οργάνων του από το χέρι της Κ3, ισχυρίζεται, ότι ηΚ3 στην από 17-3-05 κατάθεση της ουδέν αναφέρει, δ) ότι το περιστατικό με την Κ2, που κατά την κατηγορία έλαβε χώρα μέσα Ιουνίου 2004 περί ώρα 19.31 είναι απορίας άξιον, πως ουδείς από τους περιοίκους το αντελήφθη, ε) στην έγκληση αναφέρεται, ότι τέλη Μαίου 2004 ο κατ/νος επέδειξε τα γεννητικάτ του όργανα στην κόρη τους Κ3, όταν αυτή ήταν στην τουαλέτα, ενώ η ίδια η ανήλικη στην από 17-3-05 κατάθεση της ανέφερε, ότι το περιστατικό έλαβε χώρα τον Ιούνιο κι όταν ο κατ/νος ήταν στην τουαλέτα. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί το μεν είναι αβάσιμοι και επικεντρούμενοι σε ασήμαντες λεπτομέρειες, το δε έρχονται σε αντίθεση με την λογική. Ως προς τον 1° ισχυρισμό: Τα αναφερόμενα στην έγκληση περί έναρξης των προβλημάτων τον Φεβ.του 2003, δηλώνουν ρητά το συμπέρασμα των εγκαλούντων, που συνήχθη από φράσεις του κατ/νου προς τις κόρες τους, οι οποίες ελέχθησαν σε ανύποπτο χρόνο και σημασιολογήθηκαν από αυτούς μετά τις συγκλονιστικές αποκαλύψεις. Περαιτέρω, ως προς τον 2ο ισχυρισμό του περί διαφορετικότητας, ως προς τους χρόνους μεταξύ καταθέσεων και εγκλήσεως, τούτο ουδεμία επιρροή ασκεί για την κατάφαση των κατηγοριών, αφού οι όποιες διαφορές είναι απόλυτα φυσιολογικές και δεν αναιρούν τον πυρήνα της αλήθειας. Κατά την ανακριτική διαδικασία και κατά τη λήψη των καταθέσεων διευκρινίζεται η έγκληση, πολλώ μάλλον που στη συγκεκριμένη περίπτωση αυτή δεν κατατέθηκε από τις παθούσες, αλλά από τους νόμιμους αντιπροσώπους αυτών. Ως προς τον 3° ισχυρισμό. Η ανήλικηΚ3 την 10-5-2005 έδωσε συμπληρωματική κατάθεση στην ανακρίτρια, στην οποία επιβεβαίωσε πλήρως, ότι ο κατ/νος πήρε το χέρι του για να το βάλει στα γεννητικά του όργανα. Ως προς το περιστατικό με την Κ2. Το γεγονός, ότι δεν το αντιλήφθηκαν οι γείτονες δεν οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι δεν έλαβε χώρα. Θα είχε κάποια αποδεικτική αξία, αν υπήρχε βιασμός, που απαιτεί βία, αντίσταση και ενδεχομένως θορύβους αντιληπτούς. Ως προς τον τελευταίο ισχυρισμό ότι υπάρχει αντίφαση στο ποιος από τους δύο (κατ/νο, ανήλικη Κ3) ήταν στη τουαλέτα. Τούτος δεν χρειάζεται ιδιαίτερο σχολιασμό, αφού δίνει εξωπραγματικές διαστάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες. "Αλλωστε η ίδια η ανήλικη στην κατάθεση της ανέφερε, ότι ετοιμαζόταν να μπεί στην τουαλέτα Το αν ήταν τελικά αυτή εκεί ή ο κατ/νος είναι γεγονός, που έχει να κάνει με την ανάσυρση στη μνήμη της παθούσας, ορισμένων ασήμαντων λεπτομερειών και όχι με τυχόν αντιφάσεις, όπως διατείνεται ο κατ/νος. Η διαφορά που υπάρχει στο χρόνο ανάμεσα στην έγκληση (Μάιος 2004) και στην κατάθεση(Ιούνιος 2004) και αφορά την επίδειξη των γεννητικών οργάνων είναι υπαρκτός, αλλά δεν αναιρεί την αλήθεια του, αφού η ίδια η ανήλικη παθούσα αναφέρει ρητά το περιστατικό αυτό και με λεπτομέρειες στην από 17-3-05 κατάθεση της. Η διαφορά του χρόνου σε σχέση με την έγκληση οφείλεται σε προφανή παραδρομή, η οποία ενεφιλοχώρησε κατά τη σύνταξη της. Τέλος ο ισχυρισμός του περί μη φιλικών σχέσεων μεταξύ της οικογένεια του και της αντίστοιχης των εγκαλούντων, αυτός διαψεύδεται πανηγυρικά από τις καταθέσεις των μαρτύρων, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε. Καταλυτική όμως σημασία για της κατάφαση της αλήθειας των καταγγελιών και κατ επέκταση των κατηγοριών, που του αποδόθηκαν έχουν τα ακόλουθα: 1ον) Ουδείς γονέας με φυσιολογική ψυχική κατάσταση και για οιονδήποτε λόγο θα ωθούσε τα παιδιά του να καταγγείλουν μία αξιόποινη πράξη, που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα και έχει αυτά ως θύματα. 2ον) Η ειλικρίνεια των ανηλίκων κοριτσιών, που ήταν και παθούσες, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με το επιχείρημα, ότι τα λεγόμενα τους είναι προϊόντα διαταραγμένης προσωπικότητας, που συγχέει τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Κατ αρχήν τούτο είναι αδύνατο στην προκειμένη περίπτωση, αφού δεν πρόκειται περί καταγγελίας ενός προσώπου, αλλά τριών. Εκ δευτέρου ο διορισθείς νομίμως από την ανακρίτρια πραγματογνώμονας (....-καθηγητής ψυχοφυσιολογίας στο Παν/μιο Αθηνών) στην 8η σελίδα της έκθεσής του αναφέρει, ότι κατά την εξέταση των ανηλίκων δεν διαπιστώθηκε η ύπαρξη ψευδαισθήσεων, μυθοπλασιών ή μυθομανιών. Περί τούτου ουδέν περί του αντιθέτου αναφέρει και ο τεχνικός σύμβουλος του κατ/νου, που παρέστη κατά την εξέταση. 3ον) Ο ανωτέρω πραγματογνώμονας στην ίδια σελίδα της έκθεσής του αναγράφει, ότι ενώ τα κορίτσια δεν παρουσίασαν συμπτώματα ψυχικής διαταραχής, ανέφεραν δυσάρεστα βιώματα από τα γεγονότα, η μικρή δεΚ3 έχει δυσάρεστα όνειρα και φοβίες. Τα αυτά αναφέρει και ο τεχνικός σύμβουλος του κατ/νου. Οι ανωτέρω επισημάνσεις του πραγματογνώμονα που επιβεβαιώνονται και από τον τεχνικό σύμβουλο, αποδεικνύουν, ότι οι ανήλικες θυγατέρες των εγκαλούντων, παρουσία εξειδικευμένου επιστήμονα επιβεβαίωσαν πλήρως τις καταγγελίες τους κι εξομολογήθηκαν τους φόβους, που τους δημιούργησαν οι εμπειρίες αυτές. Τέλος η παιδοψυχίατρος .... στις ιατρικές γνωματεύσεις, που εξέδωσε και ενεχείρισε στην ανακρίτρια, ανέφερε την μορφή της ψυχικής κατάστασης των ανωτέρω κοριτσιών, που είναι απότοκη των πράξεων που έλαβαν χώρα σε βάρος τους. Τα ανωτέρω οδηγούν στο συμπέρασμα, ότι προκύπτουν περισσότερο από επαρκείς ενδείξεις, ότι ο κατ/νος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται και για τις οποίες παραπέμφθηκε για να δικασθεί με το εκκαλούμενο βούλευμα. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών και ακολούθως απέρριψε κατ΄ ουσίαν την έφεση του αναιρεσείοντος και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα, με το οποίο παραπέμπεται αυτός στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου να δικασθεί για αποπλάνηση α) της νεότερης των 10 ετών Κ3 και β) της νεότερης των 15 ετών Κ2, διέλαβε στο βούλευμά του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 339 του Π.Κ την οποία ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Είναι συνεπώς, αβάσιμος και, πρέπει, να απορριφθεί τόσο ο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ΄ του ΚΠοινΔ λόγος της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όσο και ο από το άρθρο 484 παρ.1στοιχ. β΄ του ΚΠοινΔ λόγος, με τον οποίο ο αναιρεσείων πλήττει το βούλευμα για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ισχυριζόμενος ότι η προεκτεθείσα συμπεριφορά του στοιχειοθετεί το έγκλημα του άρθρου 337 ΠΚ και όχι εκείνο της αποπλάνησης παιδιών για το οποίο παραπέμπεται, αφού, κατά τα διαλαμβανόμενα στο βούλευμα, οι ενέργειές του και δη η θέση του χεριού της ανήλικης Κ3 στο γυμνό γεννητικό του μόριο και το φίλημα στο στόμα ανήλικης Κ2, παρά την αντίδραση της τελευταίας, συνιστούν πράξη με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα, η οποία κατέτεινε στη διέγερση και ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του κατηγορουμένου και η οποία προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, αλλά και την ακώλυτη γενετήσια εξέλιξη των ανηλίκων.
ΙΙ. Απόλυτη ακυρότητα που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. α΄του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως προκαλείται κατά το άρθρο 171 παρ.1 εδαφ. δ' του ίδιου Κώδικα, από την παραβίαση των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που του παρέχονται, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 101, 102, 103 και 273 παρ. 3 του ΚΠοινΔ που αναφέρονται στην ανακοίνωση από τον ανακριτή στον κατηγορούμενο των εγγράφων της ανακρίσεως, την εξήγηση προς αυτόν των δικαιωμάτων του και την εξέταση του, σαφώς προκύπτει ότι η ανακοίνωση προς τον τελευταίο των εγγράφων της ανακρίσεως πρέπει να γίνεται προς αυτόν μόλις εμφανισθεί σε απολογία, για να λάβει έτσι γνώση του περιεχομένου τους και να ετοιμάσει την υπεράσπισή του. Την ίδια υποχρέωση έχει ο ανακριτής και για άλλα έγγραφα, τα οποία υπήρχαν και από παράλειψη δεν τέθηκαν υπόψη του κατηγορουμένου, ή περιήλθαν στην ανάκριση μετά την πρώτη τυπική εμφάνιση αυτού και την χορήγηση προς αυτόν προθεσμίας προς απολογία. Όταν, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 102 του ΚΠοινΔ χορηγηθεί στον εμφανισθέντα κατηγορούμενο προθεσμία για απολογία και την ορισθείσα ημερομηνία προς απολογία του ο ανακριτής, πριν την εξέτασή του, θέσει υπόψη του και άλλα έγγραφα της ανακρίσεως τα οποία για οποιοδήποτε λόγο δεν είχαν ανακοινωθεί σ' αυτόν, δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα από τη μη γνωστοποίησή τους κατά την πρώτη αρχική ενώπιον του ανακριτή εμφάνισή του, αφού πριν την από την ουσιαστική απολογία του λαμβάνει γνώση και των εγγράφων αυτών και μπορεί για την πληρέστερη υπεράσπισή του να ζητήσει (άρθρο 102 παρ.2) την παράταση της προθεσμίας προς απολογία. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων επικαλείται ότι κατά την αρχική ενώπιον του ανακριτή εμφάνισή του τέθηκαν υπόψη του και έλαβε αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας, όχι όμως και τριών γνωματεύσεων ψυχολόγου που είχαν εγχειρισθεί και υπήρχαν στη δικογραφία. Τις γνωματεύσεις αυτές, τελικά, ο ανακριτής έθεσε υπόψη του όταν, μετά τη χορήγηση προθεσμίας, τον κάλεσε να απολογηθεί και πριν την απολογία του. Εφόσον, όμως, κατά τα εκτιθέμενα, ο κατηγορούμενος πριν απολογηθεί έλαβε γνώση και των εγγράφων αυτών, δεν δημιουργήθηκε ακυρότητα της προδικασίας από την μη αρχική γνωστοποίησή τους και είναι αβάσιμος ο από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.α΄ του ΚΠοινΔ τρίτος λόγος αναιρέσεως .
ΙΙΙ._ Υπέρβαση εξουσίας που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. στ΄του ΚΠοινΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος και ιδιαίτερα όταν αποφάνθηκε για υπόθεση που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του ή έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που με ρητή διάταξη νόμου υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ή αποφάνθηκε πέρα από την εξουσία του κατά τα άρθρα 307, 309, και 318 ή, τέλος παρέπεμψε σε δίκη τον κατηγορούμενο για έγκλημα για το οποίο δεν υποβλήθηκε νόμιμα η απαιτούμενη για την ποινική δίωξη έγκληση ή αίτηση ή για το οποίο δεν δόθηκε η άδεια δίωξης ή για το οποίο δεν έχει επιτραπεί ρητά η έκδοση. Όμως, η κριτική αξιολόγηση των αιτιολογιών του βουλεύματος από τους διαδίκους, η επισήμανση κενών, ασαφειών και αντιφάσεων θεμελιώνουν το λόγο αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και όχι εκείνο της υπέρβασης εξουσίας, οποίος δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στις υποκειμενικής κρίσεις του διαδίκου που διατείνεται ότι η υπόθεσή του δεν κρίθηκε αμερόληπτα. Συνεπώς, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων διατείνεται ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, δεν έκρινε αμερόληπτα την υπόθεσή του και έτσι υπερέβη την εξουσία του, δεν είναι νόμιμος και πρέπει να απορριφθεί.
VI.- Κατά το άρθρο 309 παρ.2 Κ.Ποιν.Δ το δικαστικό συμβούλιο, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το αίτημα του αναιρεσείοντος, διατυπούμενο κατά λέξη στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως ".. να κληθώ ενώπιον του Υμετέρου Συμβουλίου ούτως ώστε να παρέξω τις απαιτούμενες εξηγήσεις περί της κρινομένης αιτήσεώς μου και υποθέσεως..." παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει διευκρινήσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως ο αναιρεσείων διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρινίσεις αυτών. Μετά από αυτά, πρέπει, να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως και καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου για παροχή διευκρινίσεων.
Απορρίπτει την από 27 Νοεμβρίου 2006 αίτηση του ..... , για αναίρεση του 372/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Πειραιά. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Ιουλίου 2007.