Έτος
2008
Νόμος / διάταξη που αφορά
347 Π.Κ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Δικονομικά προβλήματα χειρισμού της ηλικίας

 

Ι.- Κατά το άρθρο 513 παρ. 1 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήτευση αυτή γίνεται με επίδοση σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166. Κατά δε το άρθρο 514 εδ. α' του ίδιου Κώδικα αν ο αναιρεσείων δεν εμφανιστεί η αίτησή του απορρίπτεται. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από το με ημερομηνία .... αποδεικτικό επιδόσεως της ....... ο αναιρεσείων Χ1, κρατούμενος στη Δικαστική Φυλακή Τρίπολης, κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα για να εμφανιστεί στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της αποφάσεως αυτής, πλην όμως δεν εμφανίστηκε κατ' αυτή και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως του άνω αναιρεσείοντος πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ).

ΙΙ.- Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 514 εδ. γ' του Κ.Ποιν.Δ δεν επιτρέπεται δεύτερη αίτηση αναιρέσεως κατά της ίδιας αποφάσεως, με την προϋπόθεση βέβαια ότι έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης, Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτώς ασκείται εντός της νόμιμης προθεσμίας δεύτερη αίτηση, η οποία θεωρείται συμπληρωματική της πρώτης και εξετάζεται με αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος Χ2, ήσκησε εμπρόθεσμα με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του ποινικού τμήματος του Εφετείου Καλαμάτας και σύνταξη σχετικής εκθέσεως την από 11-7-2007 αίτηση αναιρέσεως κατά της 286/2007 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Ανηλίκων) Καλαμάτας. Την 10-9-2007 ο ίδιος πιο πάνω κατηγορούμενος άσκησε εμπρόθεσμα, επίσης, με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του ποινικού Τμήματος του Εφετείου Καλαμάτας και σύνταξη σχετικής εκθέσεως, την ταυτόχρονη αίτηση αναιρέσεως, στρεφομένης κατά της ίδιας ως άνω σε βάρος του εκδοθείσας αποφάσεως. Με βάση τα προεκτεθέντα, η δεύτερη από τις παραπάνω αιτήσεις αναιρέσεως, εφόσον η πρώτη απ' αυτές δεν έχει ακόμη κριθεί είναι παραδεκτή και πρέπει να συνεκδικαστεί με την προηγούμενη, της οποίας θεωρείται συμπληρωματική.

ΙΙΙ.- Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του ΠΚ, "όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία εξώγαμη ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξης, τιμωρείται με κάθειρξη". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α)εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του, υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή σε επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως και β)ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω τρόπους ή και με τους δύο, δηλαδή και τη χρήση σωματικής βίας και με απειλή κατά τα προεκτεθέντα. Ως ασελγής πράξη νοείται εκείνη που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από τη συνουσία που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση ή αποδοχή των άνω στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, δηλαδή στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο "άλλος" δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη. Κατά δε το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεώς και υποκειμενικά κοινός δόλος των συμπραττόντων. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, δεν είναι δε αναγκαία να αναφέρονται στην απόφαση του δικαστηρίου οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, εκτός αν πρόκειται για έγκλημα πολύπρακτο ή σύνθετο εν στενή εννοία, οπότε η αναφορά αυτή είναι επιβεβλημένη. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 126 παρ. 3 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 του ν. 3189/2003 σε ανήλικο που τέλεσε αξιόποινη πράξη και έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του επιβάλλονται αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, αν δεν υπάρχει περίπτωση να υποβληθεί ο ανήλικος σε ποινικό σωφρονισμό κατά το επόμενο άρθρο. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 127 του ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 8 του ν. 3189/2003, αν το δικαστήριο ερευνώντας τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη και την όλη προσωπικότητα του ανηλίκου που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του κρίνει ότι είναι αναγκαίος ο ποινικός σωφρονισμός του για να συγκρατηθεί από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων, τον καταδικάζει σε περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (παρ. 1). Στην απόφαση του δικαστηρίου ορίζεται επακριβώς ο χρόνος παραμονής του ανηλίκου στο κατάστημα αυτό σύμφωνα με το άρθρο 54 (παρ. 2). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, ή εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του Κ.Ποιν.Δ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το δικαστήριο τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτή γίνεται εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο (Ανηλίκων) Καλαμάτας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης 286/2007 απόφασης, σε συνδυασμό με το διατακτικό της δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που παραδεκτώς κατ' είδος αναφέρει (χωρίς όρκο κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο, ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά ως αναγνωσθέντα και την απολογία των παρόντων κατηγορουμένων), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι Χ3, Χ1 και Χ2 , που γεννήθηκαν στις 10-4-1987, 2-4-1986 και 3-8-1988 αντιστοίχως, είναι Αλβανικής υπηκοότητας και το 2003 διέμειναν στο ..... Μεσσηνίας. Ο παθών, Ψ1, που γεννήθηκε το 1987, διαμένει στο .....Μεσσηνίας με τους γονείς του. Κατά το χρονικό διάστημα από 1-8-2003 έως 10-8-2003 και κατά τις βραδυνές ώρες, ο παθών μετέβη στην τοποθεσία "....." του ..., για να δει, όπως είπε την πόλη από ψηλά, τρώγοντας σουβλάκια. Στην ως άνω τοποθεσία μετέβησαν και οι κατηγορούμενοι, που ήταν φίλοι και οι οποίοι ενεργώντας από κοινού, δηλαδή ύστερα από συναπόφαση, με σωματική βία εξανάγκασαν τον άνω Ψ1 σε ανοχή ασελγούς πράξεως. Ειδικότερα, έλαβαν την απόφαση να τελέσουν την παρακάτω αξιόποινη πράξη, αφού προηγουμένως, όπως είπε ο πρώτος από αυτούς "συχνά πηγαίναμε στο ζαχαροπλαστείο του θείου του Ψ1 για καφέ και ερχόταν (σ.σ. ο Ψ1) και μας κοιτούσε πονηρά" (βλέπε πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης). Έτσι, αφού οδήγησαν τον παθόντα πίσω από την υπάρχουσα στην τοποθεσία εκείνη δεξαμενή και τον ακινητοποίησαν, κρατώντας τον από τα χέρια, έκαμψαν, υπό το κράτος της ανωτέρω σωματικής βίας, την εκδηλωθείσα αντίστασή του και τέλεσαν διαδοχικώς παρά φύσηασέλγεια εις βάρος του, εισάγοντας τα πέη τους στον πρωκτό του. Τα παραπάνω προκύπτουν με σαφήνεια, κυρίως από τις καταθέσεις του παθόντος, τόσον ενώπιον του πρωτοδίκως δικάσαντος δικαστηρίου, όσον και ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, που κρίνονται πειστικές. Πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί ότι ο παθών εκλήθη στις 23-11-2003 στο Αστυνομικό Τμήμα Μελιγαλά για να αναγνωρίσει, μεταξύ των εκεί ευρισκομένων αλλοδαπών, Αλβανικής υπηκοότητας, τους δράστες της εις βάρος του, κατά τον παραπάνω χρόνο, τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, τους οποίους και ανέφερε με τα μικρά ονόματά τους, Χ3, Χ1 και Χ2 αντιστοίχως, με τα οποία είναι γνωστοί στην περιοχή του ...... Το άλλοθι που επικαλέσθηκαν οι δύο πρώτοι των κατηγορουμένων, ότι, τάχα, κατά τον επίδικο χρόνο ο πρώτος ευρίσκετο για δουλειές στη .. και ο δεύτερος διέμεινε στην Αθήνα, όπου εργάζετο, δεν αποδείχθηκε. Επομένως, οι δύο πρώτοι των κατηγορουμένων που τέλεσαν την πράξη, αφού είχαν συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας τους, αλλά εισήχθησαν στη δίκη (27-10-2005) μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους, πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι, με την ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (84 § 2α ΠΚ), όπως στο διατακτικό. Εξάλλου, ο τρίτος που είχε συμπληρώσει το 13ο έτος της ηλικίας του όταν τέλεσε την πράξη, αλλά εισήχθη στη δίκη (27-10-2005) πριν τη συμπλήρωση του 18ου έτους, τέλεσε την πράξη που του αποδίδεται με την ελαφρυντική περίσταση του πρότερου έντιμου βίου (84 § 2α ΠΚ), όπως στο διατακτικό. Ακολούθως, το Τριμελές Εφετείο κήρυξε ενόχους βιασμού κατά συναυτουργία τους πρώτο και δεύτερο των κατηγορουμένων, ενώ δέχθηκε ότι ο τρίτος κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων (Χ2) τέλεσε την πράξη του βιασμού κατά συναυτουργία. Στη συνέχεια το Δικαστήριο, αναφορικά με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο που εδώ ενδιαφέρει, αφού έλαβε υπόψη τη βαρύτητα του εγκλήματος που αυτός έχει τελέσει και την προσωπικότητά του, ως και ότι κατά την τέλεση της πράξης ήταν άνω των 13 ετών και κατά την εκδίκαση κάτω των 18 ετών και λόγω του ότι κρίνεται αναγκαίος ο εγκλεισμός του σε κατάστημα νέων, τον καταδίκασε σε περιορισμό του σε σωφρονιστικό κατάστημα νέων για τρία (3) έτη. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Εφετείο (Ανηλίκων) Καλαμάτας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με τον αναιρεσείοντα, αφού εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του βιασμού κατά συναυτουργία, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 126, 127 και 336 παρ. 1 του Π.Κ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις ή με άλλον τρόπο. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αιτιάσεις, υπάρχει πλήρης αιτιολογία ως προς τα αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του το δικαστήριο και από τα οποία αυτό συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν, με την αναφορά αυτών (αποδεικτικών μέσων) γενικά κατά το είδος τους (χωρίς όρκο κατάθεση πολιτικώς ενάγοντος, ένορκες καταθέσεις μαρτύρων κατηγορίας και υπεράσπισης, αναγνωσθέντα έγγραφα και πρακτικά πρωτοβάθμιας απόφασης και απολογία παρόντων κατηγορουμένων δηλαδή και του ήδη αναιρεσείοντος), αρκούσης της αναφοράς αυτής, χωρίς να είναι απαραίτητο, για την πληρότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης να εκτίθεται σ' αυτή και τι προέκυψε από το κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε να γίνεται συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση μεταξύ των αποδεικτικών μέσων. Από το γεγονός ότι στην απόφαση εξαίρεται η κατάθεση του παθόντος πολιτικώς ενάγοντος δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι αγνοήθηκαν οι λοιπές αποδείξεις, αφού βεβαιώνεται σ' αυτή ότι όλα τα αποδεικτικά μέσα λήφθηκαν υπόψη. Περαιτέρω, με την αναφορά στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης, ότι λήφθηκαν υπόψη και τα έγγραφα που αναγνώστηκαν στο ακροατήριο, σαφώς συνάγεται ότι τα έγγραφα αυτά είναι όσα ρητώς μνημονεύονται στο οικείο μέρος των ενσωματωμένων σ' αυτή πρακτικών. Εξάλλου, το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στο περί ποινής τμήμα της προσβαλλόμενης απόφασης τις προϋποθέσεις του άρθρου 127 παρ. 1 του Π.Κ., με βάση τις οποίες και ενόψει του ότι δέχθηκε, κατά τα ανωτέρω, ότι συντρέχει υπέρ του αναιρεσείοντος, κατηγορουμένου η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου (άρθρο 84 § 2α ΠΚ), επέβαλε σ' αυτόν την προσήκουσα, κατά την κυριαρχική κρίση του, ποινή του περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων για τρία (3) χρόνια. Κατ' ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι συναφείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' λόγοι αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, με τους οποίους προβάλλεται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 127 και 336 παρ. 1 του ΠΚ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, οι οποίες με την επίκληση, κατ' επίφαση ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και νομίμου βάσεως, πλήττεται η ουσιαστική εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση αυτών, είναι απαράδεκτες και ως τέτοιες, πρέπει να απορριφθούν. Κατά το άρθρο 210 του Κ.Ποιν.Δ, όποιος διενεργεί ανάκριση ή και το δικαστήριο μπορεί να μην εξετάσει κάποιο μάρτυρα που είναι παράφρονας ή βλάκας ή βρίσκεται προφανώς σε τέτοια διανοητική κατάσταση, ώστε να μην είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στην κρίση του εξετάζοντος απόκειται η εξέταση μάρτυρα παράφρονα, βλάκα κ.λ.π με γνώμονα τη διαπίστωση κατά πόσο ο μάρτυρας είναι σε θέση να παραστήσει τα γεγονότα όπως έχουν συμβεί, γι' αυτό και η εξέταση ενός τέτοιου μάρτυρα, χωρίς μάλιστα εναντίωση του κατηγορουμένου, δεν θεμελιώνει λόγο ακυρότητας κατ' άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. Δ' Κ.Ποιν.Δ, που αναφέρεται στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Ενόψει τούτων, ο συναφής λόγος αναιρέσεως των κρινομένων αιτήσεων, ότι το δικαστήριο της ουσίας δεν έπρεπε να εξετάσει ως μάρτυρα τον παθόντα πολιτικώς ενάγοντα επειδή η διανοητική του κατάσταση δεν του επέτρεπε να παραστήσει τα γεγονότα όπως είχαν συμβεί και από τα σχετικά πιστοποιητικά προέκυπτε ότι ο παθών πολιτικώς ενάγων ήταν οριακής διανοητικής κατάστασης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Κατά το άρθρο 93 παρ. 2 του Συντάγματος, οι συνεδριάσεις κάθε δικαστηρίου είναι δημόσιες, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 329 παρ. 1 εδ. Α' του Κ.Ποιν.Δ, η συζήτηση στο δικαστήριο, καθώς και η απαγγελία της αποφάσεως, γίνεται δημόσια σε όλα τα ποινικά δικαστήρια και επιτρέπεται στον καθένα να παρακολουθεί ανεμπόδιστα τις συνεδριάσεις, η παράβαση δε των διατάξεων αυτών, ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' Κ.Ποιν.Δ λόγο αναίρεσης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 96 παρ. 3 του Συντάγματος νόμοι ορίζουν τα σχετικά με δικαστήρια ανηλίκων, στα οποία επιτρέπεται να μην εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 2 και 97. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών μπορεί να μην απαγγέλονται δημόσια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 3315/της 26 Ιουλίου - 1 Αυγούστου 1955 "περί συμπληρώσεως των περί Δικαστηρίων ανηλίκων..." "Τα Δικαστήρια ανηλίκων (ήτοι Μονομελή και Τριμελή), εφόσον δεν γίνεται διάκριση βλ. και υπό 329, 360 ΚΠΔ), συνεδριάζουν κεκλεισμένων των θυρών. Πλην των διαδίκων, των συνηγόρων και των επιμελητών ανηλίκων, δύνανται να παρίστανται οι γονείς ή οι κηδεμόνες και αντιπρόσωποι της οικείας εταιρείας προστασίας ανηλίκων". Ο αναιρεσείων με λόγο αναιρέσεως της δεύτερης ένδικης αίτησης προβάλλει την αιτίαση ότι, ενώ διεξήχθη η δίκη κεκλεισμένων των θυρών, μετά την εξέταση κάθε μάρτυρα το Δικαστήριο με εντολή του Προέδρου διέτασσε να παραμείνουν στο ακροατήριο και ότι η απόφαση εξεδόθη κεκλεισμένων των θυρών. Όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης η συνεδρίαση του Τριμελούς Εφετείου (Ανηλίκων) Καλαμάτας έγινε με κλειστές τις πόρτες και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής της δίκης οι εξεταζόμενοι μάρτυρες δεν παρέμειναν μέσα στην αίθουσα συνεδριάσεως του Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του ότι η παρά την απόφαση περί διεξαγωγής της δίκης κεκλεισμένων των θυρών παραμονή ακροατών στην αίθουσα δεν επιφέρει ακυρότητα, η δε απόφαση του άνω Δικαστηρίου συννόμως δεν απαγγέλθηκε δημόσια. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' του Κ.Ποιν.Δ πιο πάνω λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 233 και 236 παρ. 1 του Κ.Ποιν.Δ προκύπτει, ότι για την εξέταση του κατηγορουμένου που δεν γνωρίζει επαρκώς την ελληνική γλώσσα, στο ακροατήριο, διορίζεται από τον διευθύνοντα τη συζήτηση, διερμηνέας. Ο μη διορισμός στην περίπτωση αυτή, διερμηνέα στον κατηγορούμενο καθώς και η διερμήνευση ή η ατελής διερμήνευση σ' αυτόν, όλων όσων κατά την διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας έγιναν από την ελληνική γλώσσα στη γλώσσα, που αυτός ομιλεί και αντίστροφα, αποτελεί παραβίαση των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του, ως κατηγορουμένου και επιφέρουν απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 εδ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως που εκδίδεται εις βάρος του. Για να διοριστεί όμως διερμηνέας πρέπει ο κατηγορούμενος να δηλώσει τη μη επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας ή εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση να το διαπιστώσει με οποιοδήποτε τρόπο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση ο αναιρεσείων κατηγορούμενος που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, δεν δήλωσε άγνοια ή μη επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, ούτε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διαπίστωσε κάτι τέτοιο, από δε την απολογία του προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτός (αναιρεσείων) είχε επαρκή γνώση της ελληνικής γλώσσας, καθόσον αυτή (απολογία του) διακρίνεται για την πληρότητα της ελληνικής γλώσσας. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' συναφής λόγος αναιρέσεως, που πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη ακυρότητα από το μη διορισμό διερμηνέα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Με τον δεύτερο λόγο της πρώτης αίτησης ο αναιρεσείων προβάλλει την αιτίαση ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του αιτήματός του για αναστολή εκτέλεσης της άνω ποινής που του επιβλήθηκε. Η αιτίαση αυτή του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμη, διότι στηρίζεται σε αναληθή προϋπόθεση, αφού, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν υπέβαλε αυτός ή ο συνήγορός του σχετικό, κατά τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 1 εδ. α' του ΠΚ αίτημα. Εφόσον δε πρόκειται περί ποινής (βάσης) άνω των δύο ετών, το Δικαστήριο, αν δεν υποβληθεί σχετικό αίτημα, δεν είναι υποχρεωμένο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων της αναστολής αυτής και να αιτιολογήσει την τυχόν αρνητική κρίση του. Επομένως, ο προαναφερόμενος από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως προς εξέταση, πρέπει οι υπό κρίση αιτήσεις να απορριφθούν στο σύνολό τους και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 22 Αυγούστου 2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 286/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Ανηλίκων) Καλαμάτας.

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ. Χ2, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 286/2007 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Ανηλίκων) Καλαμάτας. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.