Έτος
2010
Νόμος / διάταξη που αφορά
347 Π.Κ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Απόπειρα βιασμού. ‘Εννοια

 

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο Εισηγητή, Αρεοπαγίτες. Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 64/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2.

Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.6.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 961/2009.

Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου με αριθμό 269/19.8.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:

Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ' αριθμ. 5/2009 έκθεση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., οδός ... αρ. ..., κατά του υπ' αριθ. 64/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και εκθέτω τα ακόλουθα:

Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου με το υπ' αριθ. 101/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Δωδεκανήσου, για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις της απόπειρας βιασμού και της εξύβρισης (άρθρα 42 § 1, 336 § 1 και 361 § 1 Π.Κ.).

Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων την υπ' αριθ. 14/9-9-2008 έφεσή του επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση αυτή και επικυρώθηκε το εκκληθέν βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος άσκησε ο αναιρεσείων νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, αφού ασκήθηκε από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα ενώπιον της αρμοδίας γραμματέως του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και περιέχει συγκεκριμένους λόγους αναίρεσης και δη αυτούς της έλλειψης της απαιτούμενης από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 336 § 1 του Π.Κ.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 § 1 Π.Κ. προκύπτει, ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε ακούσια εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που συντρέχει, όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησή του υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξεως, β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία που είναι φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί χωρίς τη θέλησή του ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει και με τους δύο τρόπους, δηλαδή της απειλής και της σωματικής βίας. Ως ασελγής πράξη νοείται η αντικειμενικώς προσβάλλουσα το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικώς δε κατευθυνόμενη στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και διακρίνεται από την συνουσία που είναι συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που συνίσταται στη βούληση του δράστη όπως με σωματική βία ή με απειλή ή και με τις δύο μαζί, εξαναγκάσει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως που περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί στην συνουσία ή σε ασελγή πράξη. Περαιτέρω από το συνδυασμό της προαναφερθείσης διατάξεως με εκείνη του άρθρου 42 § 1 του Π.Κ., η οποία οριοθετώντας την έννοια της απόπειρας του εγκλήματος ορίζει ότι όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83 Π.Κ.), προκύπτει ότι, αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος του βιασμού αποτελεί η έναρξη της σωματικής βίας ή της απειλής αμέσου και σπουδαίου κινδύνου με σκοπό να εξαναγκασθεί κάποιο πρόσωπο σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, η οποία τελικώς δεν πραγματώνεται από περιστατικά τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη. Για να υπάρξει απόπειρα πρέπει να μην έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος (ΑΠ 1998/2006 Π.Χρον. ΝΖ/902). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 361 § 1 Π.Κ. όποιος εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης (άρθρα 362 και 363), προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή.

Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 2464/2005 Π. Χρ. ΝΣΤ/627 και ΑΠ 1687/2002 Π. Χρ. ΝΓ/638).

Ακόμη κατά το άρθρο 484 § 1 στοιχ. β'του Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή ποινικής ουσιαστικής διατάξεως. Εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 64/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, το Συμβούλιο που το εξέδωσε με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση του παρ' αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, δέχθηκε ότι από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και ειδικότερα, από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα συνημμένα έγγραφα που εκτιμώνται στο σύνολό τους, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα:

Στις 23-3-2007 και περί ώρα 00:30 η εγκαλούσα Ψ, διασκέδαζε στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης με την επωνυμία "..." στην ..., μαζί με τον Χ2 και την ΑΑ. Περί ώρα 01:15 εμφανίστηκε στην παρέα ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1, που ήταν γνωστός της ΑΑ, ο οποίος άρχισε να περιπαίζει σεξουαλικά την εγκαλούσα, αγγίζοντας το λαιμό της και κατεβάζοντας με το δάκτυλο του την μπλούζα που φορούσε, με συνέπεια να αποκαλυφθεί το στήθος της. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά του αγνώστου στην εγκαλούσα εκκαλούντoς - κατηγορουμένου, την ενόχλησε και για το λόγο αυτό παραπονέθηκε στην φίλη της ΑΑ, η οποία γνώριζε τον εκκαλούντα και η οποία της είπε να μην του δίνει σημασία, ενώ το περιστατικό αυτό αντιλήφθηκαν και οι υπόλοιποι της παρέας. Συνεχίζοντας την προκλητική συμπεριφορά του ο εκκαλών - κατηγορούμενος προσέβαλε την τιμή της εγκαλούσας με την φράση "μωρό μου αυτό που θέλεις είναι να σε πηδήξει κάποιος και όχι να τον πηδήξεις εσύ", ενώ όταν η τελευταία κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα, την ακολούθησε και σπρώχνοντας την, την οδήγησε στη μια εκ των δύο τουαλετών, η οποία δεν είχε φωτισμό, την γύρισε με βία προς το μέρος του και ενώ με το ένα χέρι του την κρατούσε ακίνητη, πιέζοντας τη στο στέρνο και στο στήθος, με το άλλο χέρι του επιχείρησε να της κατεβάσει το κολάν που φορούσε κάτω από τη φούστα της, θωπεύοντας παράλληλα το αιδοίο της με σκοπό να έλθει σε εξώγαμη μαζί της συνουσία, λέγοντας της ταυτόχρονα "θα σε γαμήσω και θα σου κάνω ότι δεν μπορεί να σου κάνει ο άλλος".

Στην προσπάθεια της η εγκαλούσα να ξεφύγει, χτύπησε τον εγκαλούντα - κατηγορούμενο στο πρόσωπο, αυτός δε ανταπέδωσε το χτύπημα χαστουκίζοντάς την, και επιχείρησε να τη βιάσει, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την παραπάνω πράξη του καθώς η εγκαλούσα εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο εκκαλών - κατηγορούμενος είχε καταναλώσει ποσότητα αλκοόλ τον απώθησε με αποτέλεσμα αυτός να χάσει προς στιγμή την ισορροπία του και να την αφήσει, έτσι δε κατάφερε να επιστρέψει στην παρέα της, όπου και ανέφερε το περιστατικό στον Χ2. Η χρήση βίας σε βάρος της εγκαλούσας προκειμένου να επιτευχθεί η πράξη του βιασμού, επιβεβαιώνεται και από την 24-4-2007 ιατρική βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, κατά την οποία η εγκαλούσα Ψ έφερε μώλωπα στην δεξιά πηλεοκαροτική και στην καμπτική επιφάνεια του δεξιού πήχη, ενώ είχε άλγος και στην υπερεφηβική χώρα. Κατόπιν όλων αυτών προέκυψαν σοβαρές ενδείξεις ενοχής κατά του εγκαλούντος - κατηγορουμένου Χ1, για τις πράξεις που του αποδίδονται και ορθά το προδιαλαμβανόμενο πρωτόδικο βούλευμα έκρινε και παρέπεμψε αυτόν στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου που θα οριστεί από την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου για τις πράξεις της απόπειρας βιασμού και εξύβρισης, και όχι εσφαλμένα, όπως αυτός αβάσιμα στην υπό κρίση έφεσή του υποστηρίζει, και κατά συνέπεια πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί στην ουσία, να διαταχθεί η επικύρωση και εκτέλεση του εκκαλούμενου βουλεύματος.

Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου σε σχέση με τις αποδιδόμενες στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις της απόπειρας βιασμού και της εξύβρισης, διέλαβε στο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, τα οποία ορθώς υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 § 1, 336 § 1 και 361 § 1 του Π.Κ., και οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο να δικασθεί για τις πιο πάνω αξιόποινες πράξεις.

Συνεπώς οι αντίθετοι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα και της εσφαλμένης εφαρμογής των άρθρων 42 § 1, 336 § 1 Π.Κ., είναι αβάσιμοι και πρέπει ως εκ τούτου να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ως ουσία αβάσιμη και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Προτείνω:

Να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ' ουσία η υπ' αριθ. 5/2009 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1, κατά του υπ' αριθ. 64/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 13 - 8 - 2009

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΑΥΡΟΣ"

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά την διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του ΠΚ, όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 3500/2006, όποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία ή σε άλλην ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του εγκλήματος του βιασμού απαιτούνται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξεως, που συντρέχει όταν το πρόσωπο, χωρίς τη θέλησήτου, υποβάλλεται σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεεται με απειλή σπουδαίου ή αμέσου κινδύνου ή με σωματική βία, που είναι η φυσική δύναμη η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και που αναγκάζει έτσι κάποιον να υποστεί, χωρίς τη θέλησή του, σαρκική συνάφεια ή να επιχειρήσει ή να ανεχθεί ασελγή πράξη. Ο εξαναγκασμός μπορεί να γίνει με καθένα από τους παραπάνω αναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο, δηλαδή τη χρήση σωματικής βίας και με απειλή. Ως ασελγής πράξη νοείται κάθε ενέργεια που ανάγεται στη γενετήσια σφαίρα, που αντικειμενικώς προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και των ηθών (μεταξύ δε άλλων η παρά φύσηασέλγεια, η απλή ψαύση των γεννητικών οργάνων ή άλλων αποκρύφων μερών του σώματος και υποκειμενικώς κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας και η οποία διακρίνεται από την συνουσία, που είναι η συνένωση των γεννητικών μορίων. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση και τη θέληση των ανωτέρω στοιχείων του εγκλήματος του βιασμού, δηλαδή στη βούληση του δράστη, όπως με σωματική βία ή απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου ή και με τις δύο μαζί εξαναγκάζει άλλον σε εξώγαμη συνουσία ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο "άλλος" δεν συναινεί στη συνουσία ή την ασελγή πράξη.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργημα ή πλημμέλημα, επιχειρεί πράξη που αποτελεί αρχή εκτελέσεως, τιμωρείται, αν το κακούργημα ή πλημμέλημα δεν ολοκληρώθηκε, με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83). Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την ύπαρξη αποπείρας, απαιτείται πράξη, την οποία επιχειρεί ο δράστης με τον δόλο τελέσεως ορισμένου εγκλήματος και περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως. Ως τέτοια δε θεωρείται κάθε ενέργεια του δράστη με την οποία αρχίζει να πραγματώνεται η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και η οποία, αν δεν ανακοπεί από οποιονδήποτε λόγο, οδηγεί αναμφισβήτητα στην πραγμάτωση αυτού ή τελεί σε τέτοια αναγκαία και άμεση σχέση συναφείας, ώστε κατά την κοινή αντίληψη να θεωρείται ως τμήμα αυτής. Στο έγκλημα του βιασμού για να υπάρχει απόπειρα πρέπει να μην έχει πραγματωθεί ένα τουλάχιστον από τα στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και αρκεί να έχει γίνει έναρξη της σωματιικής βίας ή της απειλής αμέσου και σπουδαίου κινδύνου με τον σκοπό εξαναγκασμού του προσώπου σε εξώγαμη συνουσία ή ανοχή ή επιχείρηση άλλης ασελγούς πράξεως, η οποία όμως δεν πραγματώθηκε από άλλα περιστατικά, τυχαία και ανεξάρτητα από τη θέληση του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η περίπτωση κατά την οποία η παθούσα αντιστάθηκε σθεναρώς. Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 361 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από τις περιπτώσεις της δυσφήμησης, προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή με έργο ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρις ενός έτους ή με χρηματική ποινή. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η εκδήλωση της εξυβρίσεως μπορεί να γίνει είτε με δυσφημιστικό ισχυρισμό (δηλαδή γεγονός), ενώπιον μόνο του προσβαλλομένου (και όχι τρίτου, διότι τότε θα πρόκειται περί δυσφημήσεως), είτε με εκφράσεις αξιολογικής κρίσης ενώπιον του προσβαλλομένου ή τρίτου ή με οποιαδήποτε άλλη καταφρονητική συμπεριφορά.

Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται ο από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, όταν περιέχονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση που ενεργήθηκαν σχετικά, σε σχέση με τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, για το οποίο έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έγινε η υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε και έκρινε το συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία του παραπεμπτικού βουλεύματος παραδεκτά συμπληρώνεται από το διατακτικό του, που αποτελεί μαζί με το σκεπτικό ενιαίο σύνολο.

Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικά, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο, για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι, κατ' επιλογήν, ορισμένα μόνον από αυτά. Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποία εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση περιστατικά, τα αποδεικτικά μέας από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που θεμελιώνουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου.

Τέλος, λόγο αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠοινΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.

Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με το προσβαλλόμενο 64/2009 βούλευμά του και με αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι από το αποδεικτικό υλικό που συγκεντρώθηκε από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων, τα συνημμένα έγγραφα, που εκτιμώνται στο σύνολό τους, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 23-3-2007 και περί ώρα 00:30 η εγκαλούσα Ψ, διασκέδαζε στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης με την επωνυμία "..." στην ..., μαζί με τον Χ2 και την ΑΑ. Περί ώρα 01:15 εμφανίστηκε στην παρέα ο εκκαλών - κατηγορούμενος Χ1, που ήταν γνωστός της ΑΑ. Αυτός άρχισε να περιπαίζει σεξουαλικά την εγκαλούσα, αγγίζοντας το λαιμό της και κατεβάζοντας με το δάκτυλό του την μπλούζα που φορούσε, με συνέπεια να αποκαλυφθεί το στήθος της. Η παραπάνω συμπεριφορά του εκκαλούντoς - κατηγορουμένου, που ήταν άγνωστος στην εγκαλούσα, ενόχλησε την τελευταία, η οποία για το λόγο αυτό παραπονέθηκε στην φίλη της ΑΑ, που γνώριζε τον κατηγορούμενο. Αυτή είπε στην εγκαλούσα να μην του δίνει σημασία, υπέπεσε δε και στην αντίληψη των υπολοίπων της παρέας το περιστατικό αυτό. Ο εκκαλών - κατηγορούμενος συνεχίζοντας την προκλητική συμπεριφορά του, προσέβαλε την τιμή της εγκαλούσας με την φράση "μωρό μου αυτό που θέλεις είναι να σε πηδήξει κάποιος και όχι να τον πηδήξεις εσύ". Σε κάποια στιγμή που η εγκαλούσα κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα του άνω νυκτερινού κέντρου, ο κατηγορούμενος την ακολούθησε και σπρώχνοντας οδήγησε αυτήν στη μια από τις δύο τουαλέτες, και συγκεκριμένα σε εκείνη που δεν είχε φωτισμό. Εκεί ο κατηγορούμενος γύρισε με την βία την εγκαλούσα προς το μέρος του και ενώ με το ένα χέρι του κρατούσε αυτήν ακίνητη, πιέζοντας στο στέρνο και στο στήθος την παθούσα, με το άλλο χέρι του επιχείρησε ο κατηγορούμενος να κατεβάσει το εφαρμοστό ελαστικό ρούχο (κολλάν) που φορούσε αυτή κάτω από τη φούστα της, θωπεύοντας παράλληλα το αιδοίο της, με σκοπό να έλθει σε εξώγαμη μαζί της συνουσία, λέγοντάς της ταυτόχρονα "θα σε γαμήσω και θα σου κάνω ότι δεν μπορεί να σου κάνει ο άλλος". Στην προσπάθεια της η εγκαλούσα να ξεφύγει, χτύπησε τον κατηγορούμενο στο πρόσωπο, αυτός δε ανταπέδωσε το χτύπημα με ράπισμα στο μάγουλό της και επιχείρησε να τη βιάσει, πλην όμως δεν ολοκλήρωσε την παραπάνω πράξη του. Η εγκαλούσα εκμεταλλεύθηκε το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε καταναλώσει ποσότητα αλκοολούχων ποτών και τον απώθησε, με αποτέλεσμα αυτός να χάσει προς στιγμή την ισορροπία του και να την αφήσει, έτσι δε κατάφερε να επιστρέψει στην παρέα της στο άνω κέντρο και ανέφερε το περιστατικό στον Χ2. Η χρήση βίας σε βάρος της εγκαλούσας προκειμένου να επιτευχθεί η πράξη του βιασμού, επιβεβαιώνεται και από την 24-4-2007 ιατρική βεβαίωση του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου, στην οποία αναφέρεται ότι διαπιστώθηκε ότι η εγκαλούσα Ψ έφερε μώλωπα στην δεξιά πηλεοκαροτική και στην καμπτική επιφάνεια του δεξιού πήχη, ενώ είχε άλγος και στην υπερεφηβική χώρα. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου με το προσβαλλόμενο βούλευμά του έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο των αποδιδομένων σ' αυτήν αξιοποίνων πράξεων της απόπειρας βιασμού και της εξύβρισης σε βάρος της άνω εγκαλούσας και για τον λόγο αυτόν απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την εκ μέρους του ασκηθείσα έφεση κατά του υπ' αριθ. 101/2008 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, με την οποία παρεπονείτο ότι κατ' εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο για τις άνω αναφερόμενες πράξεις και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα ως προς την παραπομπή του ήδη αναιρεσείοντος κατηγορουμένου. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 42 παρ. 1, 336 παρ. 1 και 361 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του ήδη αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, οι κατά του οποίου λόγοι αναιρέσεως αφορούν μόνον στην πράξη της απόπειρας βιασμού, αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών που δεν περιορίζεται σε αντιγραφή της ενσωματωμένης στο πρωτόδικο βούλευμα εισαγγελικής προτάσεως αλλά περιέχει επαρκώς και με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση και στα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και είναι θεμελιωμένη ως προς την αιτιολογία των παραδοχών του ότι στοιχειοθετείται αντικειμενικώς και υποκειμενικώς η αποδιδόμενη στον αναιρεσείοντα άνω κακουργηματική πράξη και ότι ορθώς το πρωτοβάθμιο συμβούλιο εξετίμησε τις αποδείξεις και έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου για τα αποδιδόμενα σ' αυτόν αδικήματα και έτσι είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι στερείται το προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογίας λόγω καθολικής αναφοράς της στην πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, με την οποία επιτρεπτώς συντάσσεται η κρίση του Συμβουλίου Εφετών.

Στο προσβαλλόμενο βούλευμα γίνεται αναφορά ότι προέκυψε από τα αποδεικτικά μέσα εκδήλωση ενεργειών του κατηγορουμένου σε βάρος της εγκαλούσας, όπως ότι την έσπρωξε στον χώρο της τουαλέτας που δεν είχε φωτισμό, ότι άρχισε να χρησιμοποιεί σωματική βία και να την πιέζει στο στήθος και στο σστέρνο με το ένα χέρι για να την ακινητοποιήσει ενώ με το άλλο επιχείρησε να της κατεβάσει το ελαστικό εφαρμοστό παντελόνι που φορούσε και ότι την θώπευσε στο αιδοίο και ότι εκδήολωσε τη βούλησή του να την εξαναγκάσει σε εξώγαμη συνουσία και ότι γνώριζε ότι η εγκαλούσα δεν συναινούσε να έλθει σε σαρκική επαφή μαζί του ή να ανεχθεί τέλεση ασελγούς πράξεως από τον κατηγορούμενο καθόσον μετά την έναρξη αυτών των πράξεων σε βάρος της αντέδρασε εκείνη και τον κτύπησε στο πρόσωπο αλλά ο κατηγορούμενος ανταπέδωσε το κτύπημα με το χαστούκι που της κατάφερε και συνέχισε την προσπάθειά του να την βιάσει, κατόρθωσε όμως η εγκαλούσα, που εξακολούθησε να αντιδρά, να τον σπρώξει και να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του, όπως ήταν και επηρεασμένος από το ποτό που είχε πιει και να την αφήσει από τα χέρια του και έτσι μπόρεσε αυτή να απομακρυνθεί, επιστρέφοντας στην παρέα της. Η συμπεριφορά αυτή του κατηγορουμένου στοιχειοθετούσε απόπειρα βιασμού, αφού υπήρχε αρχή εκτελέσεως με την έναρξη της σωματικής βίας σε βάρος της εγκαλούσας με τον σκοπό εξαναγκασμού της σε εξώγαμη συνουσία, η οποία δεν ολοκληρώθηκε από εξωτερικά αίτια ανεξάρτητα από την θέληση του κατηγορουμένου και δεν περιορίσθηκε αυτός μόνον σε άσεμνες χειρονομίες, που δεν αποτελούσαν ασελγείς πράξεις υπό την προαναφερθείσα έννοια και σε προτάσεις μόνο για τέλεση ασελγών πράξεων, ώστε να στοιχειοθετείται η από το άρθρο 337 παρ. 1 του ΠΚ πλημμεληματική πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας της εγκαλούσας. Είναι αβάσιμες οι αιτιάσεις του ήδη αναιρεσείοντος για έλλειψη της επιβαλλομένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα από την μη παράθεση από το Συμβούλιο αναγκαίων στοιχείων όσον αφορά τους ισχυρισμούς του οι οποίοι συνιστούσαν απλά υπερασπιστικά επιχειρήματα και περί αντιθέσεως των παραδοχών του βουλεύματος προς τη λογική όσον αφορά τη συμπεριφορά του με την επίκληση περιστατικών που δεν προκύπτει ότι έγινε δεκτό από το Συμβούλιο ότι έλαβαν χώρα. Επίσης αβάσιμες και οι αιτιάσεις του ιδίου για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το Συμβούλιο Εφετών, όσον αφορά την μη υπαγωγή της συμπεριφοράς του στις διατάξεις του ΠΚ για την προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας της παθούσης, αλλά ότι έπρεπε να παραπεμφθεί για την βαρύτερη πράξη για την οποία κρίθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις. Μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 15.6.2009 αίτηση του Χ1, κατοίκου ..., για αναίρεση του 64/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Και

Καταδικάζει τον άνω αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.