Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 914 και 932 του ΑΚ, η πολιτική αγωγή, με την οποία επιδιώκεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τα πρόσωπο που έχουν το δικαίωμα αυτό, κατά δε το άρθρο 68 παρ. 2 του ΚΠΔ, εκείνος που κατά τον Αστικό Κώδικα δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, μπορεί να υποβάλει την απαίτησή του στο ποινικό δικαστήριο, ωσότου αρχίσει η αποδεικτική διαδικασία, χωρίς έγγραφη προδικασία. Το δικαστήριο ερευνά και αυτεπάγγελτα, κατά το άρθρο 87 ΚΠΔ, τα στοιχεία νομιμοποίησης του πολιτικώς ενάγοντος και την κατά τρόπο νομότυπο γενόμενη εκ μέρους του δήλωση και άσκηση της πολιτικής αγωγής, κατά τα άρθρα 83 και 84 του ΚΠΔ. Στο εφετείο, κατά το άρθρο 502 παρ. 1 εδ. τελ. του ΚΠΔ, η πολιτική αγωγή ερευνάται αυτεπάγγελτα και επιδικάζεται ποσό, αν είχε επιδικασθεί στον πρώτο βαθμό και αν ακόμα απουσιάζει ο πολιτικώς ενάγων ή και όταν εμφανίζεται ως μάρτυρας, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, χωρίς βέβαια να παραιτείται με σχετική δήλωσή του της πολιτικής αγωγής, ανεξάρτητα αν επαναλα΅βάνει ή όχι στο εφετείο τη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής.
Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων επικαλείται με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, διότι, ο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραστάς Α. Α., δια του αδελφού του δικαστικού συμπαραστάτη αυτού, ενώ δεν παραστάθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως πολιτικώς ενάγων, του επιδικάστηκε ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ποσόν 45 ευρώ, όσο και στον πρώτο βαθμό. Από τα πρακτικά της πρωτόδικης 111,112,113/2009 αποφάσεως του ΜΟΔ Θηβών και της προσβαλλόμενης 514,515,516,517/2010 αποφάσεως του ΜΟΕ Αθηνών, προκύπτει ότι ο Δ. Α., παρέστη νομότυπα στον πρώτο βαθμό ως πολιτικώς ενάγων μετά συνηγόρου και του επιδικάστηκε νόμιμα κατ'άρθρο 932 του ΑΚ, το ποσό 45 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την πράξη της κατάχρησης σε ασέλγεια , για την οποία καταδικάστηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, στη δε δίκη ενώπιον του άνω δευτεροβαθμίου δικαστηρίου ο ίδιος πολιτικώς ενάγων, δε δήλωσε μεν παράσταση πολιτικής αγωγής, ούτε τον εκπροσώπησε κάποιος δικηγόρος, ούτε εξετάσθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας και στο τέλος μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου, επιδικάστηκε στον ίδιο πολιτικώς ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση το ίδιο αιτηθέν και επιδικασθέν και πρωτοδίκως ποσό.
Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, κατά το άνω άρθρο 502 παρ. 1 εδ. τελ. του ΚΠΔ, αφού δεν προκύπτει από τα πρακτικά παραίτηση του πολιτικώς ενάγοντος από την πολιτική αγωγή, παραδεκτά και σύννομα ερευνήθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η παραπάνω παραδεκτά ασκηθείσα στον πρώτο βαθμό πολιτική αγωγή και νόμιμα επιδικάστηκε το άνω ποσόν, παρά τη μη δήλωση σε αυτό εκ νέου παράστασης πολιτικής αγωγής και ο σχετικός τρίτος λόγος αναιρέσεως για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και για υπέρβαση εξουσίας του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου που επιδίκασε χρηματική ικανοποίηση, παρά τη μη παράσταση πολιτικής αγωγής σε αυτό, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 211 εδ. α του ΚΠΔ, με ποινή ακυρότητας της επ' ακροατηρίου διαδικασίας δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο όσοι άσκησαν και ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση. Η ακυρότητα που επέρχεται από την παράβαση αυτή είναι σχετική, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 170 παρ. 2 και 171 ΚΠΔ, και όχι απόλυτη, καλυπτόμενη επομένως, αν δεν προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για το λόγο ότι επήλθε ακυρότητα της επ' ακροατηρίου διαδικασίας, από το γεγονός ότι το δικαστήριο που την εξέδωσε, επέτρεψε την εξέταση, ως μάρτυρα, του αστυνομικού Ν. Π., ο οποίος είχε ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα στα πλαίσια προανακριτικής έρευνας της αστυνομίας της Κερατέας. Όμως, από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι κατά την εξέταση του ως άνω μάρτυρα αστυνομικού, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, δεν προβλήθηκε από μέρους του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου του, οποιαδήποτε αντίρρηση.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, ότι επήλθε ακυρότητα της διαδικασίας από την εξέταση του ως άνω μάρτυρα αστυνομικού και υπέρβαση εξουσίας και που αποτελεί τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' και Η' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 338 παρ. 1 του ΠΚ, ορίζεται "όποιος με κατάχρηση της παραφροσύνης άλλου ή της από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενης ανικανότητάς του να αντισταθεί, ενεργεί επ'αυτού εξώγαμη συνουσία ή παρά φύσηασέλγεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τη διάταξη αυτή, που προστατεύει τη γενετήσια ελευθερία των προσώπων, που λόγω παραφροσύνης ή της κατάστασής τους είναι ανίκανα και δεν μπορούν να αντισταθούν ή να αυτοπροσδιορισθούν, προκύπτει ότι απαιτείται η ύπαρξη δόλου, έστω και ενδεχόμενου, που περιλαμβάνει τη θέληση τέλεσης εξώγαμης συνουσίας ή παρά φύση ασέλγειας και τη γνώση της κατάστασης του προσώπου, από την οποία ο δράστης, άνδρας ή γυναίκα, μπορεί να συναγάγει ότι το πρόσωπο, ο παθών, άνδρας ή γυναίκα ομοίως, κατά το χρόνο της πράξης, βρίσκεται σε μία τέτοια κατάσταση αδυναμίας αντίστασης. Ως παραφροσύνη νοείται κάθε μορφής διανοητική ατέλεια ή ολιγοφρένεια που εμποδίζει το θύμα να αντιληφθεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της εναντίον του πράξης, με τα μέτρα σκέψης του φυσιολογικού ανθρώπου.
Επίσης, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ'αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Η αιτιολογία αυτή μπορεί να συμπληρώνεται από το διατακτικό της αποφάσεως, με το οποίο το σκεπτικό αποτελεί ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε, ειδικότερα, έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 514,515,516,517/2010 απόφαση του Μ.Ο. Εφετείου Αθηνών, με την οποία ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε, σε δεύτερο βαθμό, για κατάχρηση σε ασέλγεια, κατ'εξακολούθηση, εκμεταλλευόμενος τη διανοητική αδυναμία του παθόντος, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε ανελέγκτως ότι, από την εκτίμηση των μνημονευομένων κατά κατηγορίες αποδεικτικών μέσων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Από την αποδεικτική διαδικασία και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, τα έγγραφα τα οποία ανεγνώσθηκαν σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Ο Δ. Α. του Ι., κάτοικος ... που έχει γεννηθεί το έτος 1968 από τη γέννησή του πάσχει από βαρειά νοητική καθυστέρηση, εξαιτίας της οποίας αδυνατεί εξ ολοκλήρου να φροντίζει μόνος για τις υποθέσεις του. Για το λόγο αυτό, δυνάμει της υπ' αριθμ. 3275/2006 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία έχει καταστεί αμετάκλητη, ο Δ. Α., έχει τεθεί υπό καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης, έχει δε οριστεί δικαστικός συμπαραστάτης του ο αδελφός του Α. Α. του Ι. Διαμένει με τους γονείς του στην ... επί της οδού ..., από τη συνεχή παρακολούθηση, φροντίδα και βοήθεια των τελευταίων. Λόγω της βαρύτητας της καταστάσεώς του και της ανικανότητάς του να διαχειρίζεται τις προσωπικές του υποθέσεις, ο Δ. Α., σπάνια απομακρυνόταν από την κατοικία του μόνος του, εκτός του ότι μόνος του μετέβαινε και παρέμενε σε κουρείο πλησίον της κατοικίας του που διατηρούσε κατά το έτος 2005 εκεί ο Δ. Κ.. Στο χώρο του κουρείου αυτού, ο Δ. Α. εγνώρισε τον κατηγορούμενο Ν. του Π. που είχε γεννηθεί το έτος 1944, κάτοικο ... επί της οδού .... Ο τελευταίος ήταν επαγγελματίας υδραυλικός και διατηρούσε εργαστήριο στην ... επί της οδού ..., αλλά από το έτος 2003, είναι συνταξιούχος του ΤΕΒΕ λόγω των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε. Τον χώρο επί της οδού ..., χρησιμοποιούσε ο κατηγορούμενος ως χώρο αποθήκευσης επαγγελματικών εργαλείων και αντικειμένων καθ' όλη τη διάρκεια του έτους 2005. Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα προ της 15-6-2005, ο Δ. Α. όταν η μητέρα του τον έπλενε, δυσανασχετούσε και διαμαρτυρόταν έντονα για πόνους στην πρωκτιαία περιοχή του σώματός του. Όταν η μητέρα του ρώτησε το Δ. να του εξηγήσει τι έχει συμβεί, εμβρόντητη τον άκουσε να της περιγράφει αυθόρμητα επανειλημμένα περιστατικά σεξουαλικής ικανοποίησης εκ μέρους του κατηγορουμένου Γ. Ν.. Συγκεκριμένα, ο Δ., αβίαστα περιέγραψε στη μητέρα του ότι ο κατηγορούμενος τον πήγε στο κατάστημά του, τον χάϊδεψε στο στήθος και στα γεννητικά του όργανα και στον πρωκτό του και ότι έβαζε το γεννητικό του όργανο στο πρωκτό του. Οι γονείς του παθόντος ζήτησαν απ' αυτόν να τους δείξει το μαγαζί του κατηγορουμένου όπου εγίνοντο οι ασελγείς πράξεις και εκείνος τότε τους οδήγησε στο κατάστημα του κατηγορουμένου. Μια μέρα μετά την αποκάλυψη του ως άνω γεγονότος, η μητέρα του Δ. είπε σ' αυτόν να βγεί έξω στην αυλή του σπιτιού τους στην , αλλ' εκείνος αρνήθηκε και της είπε "όχι μαμά, είναι έξω ο Ν. με το αυτοκίνητο και με περιμένει". Οι γονείς του Δ. απευθήνθηκαν στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής των και προς διερεύνηση της υποθέσεως διατάχθηκε ιατροδικαστική έκθεση του παθόντος η οποία διερευνήθηκε στις 21-6-2005 από τους ορισθέντες ιατροδικαστές Σ. Μ. και Γ. Ν.-Λ.. Οι ιατροδικαστές αυτοί στην από 21-6-2005 ιατροδικαστική τους έκθεση βεβαιώνουν "από τη γενόμενη κλινική εξέταση του πρωκτού και της περιπρωκτικής χώρας διαπιστώνονται τα κάτωθι:-Εξάλειψη των πτυχών του βλεννογόνου κατά την 6η και 2η, 3η ώρα, χάλαση του τόνου του έξω σφιγκτήρος μυός, ακράτεια κοπράνων κατά την δακτυλική εξέταση. Συμπέρασμα :από την γενόμενη κλινική εξέταση ο ανωτέρω (Δ. Α.) 1) δεν φέρει κακώσεις σώματος 2)παρατηρούνται ευρήματα που συνηγορούν υπέρ προηγηθείσας κατ' επανάληψη παρά φύσης συνουσίας. Στοιχεία προσφάτου παρά φύση συνουσίας δεν ανευρέθηκαν και δια το λόγο αυτό δεν ελήφθη πρωκτικό έκκριμα για την ανίχνευση σπέρματος. ’τομο με ανάγκες (νοητική στέρηση)". Στις 15-6-2005, όταν καταγγέλθηκε το γεγονός από τους γονείς του Δ. στο Αστυνομικό Τμήμα Κερατέας, αξιωματικός υπηρεσίας ήταν ο εξετασθείς μάρτυς αστυνομικός Ν. Π., ο οποίος λίγο αργότερα συνομίλησε στο Αστυνομικό Τμήμα με τον Δ. τον οποίο έφεραν εκεί οι γονείς του. Σε σχετικές ερωτήσεις του ως άνω αστυνομικού, ο Δ. απάντησε ότι γνώριζε τον Ν., ότι ο τελευταίος ξεντυνόταν, πήγαινε από πίσω του και ερχόταν σε συνουσία μαζί του βάζοντας το γεννητικό του όργανο στον πρωκτό του, κάνοντας συγχρόνως τις χαρακτηριστικές κινήσεις της σεξουαλικής πράξης. Ως δράστη της ασέλγειας σε βάρος του, ο Δ., ενώπιον του άνω αστυνομικού Ν. Π., ανενδοίαστα ανέφερε το όνομα "Γ. Ν.". Αστυνομικοί του Αστυνομικού Τμήματος Κερατέας υπέδειξαν πρώτα στο Δ. ως δράστη της εις βάρος του κατ' εξακολούθηση ασέλγειας τον γυιό του Ν. Γ., Ν. Π.. Ο Δ. όμως αρνήθηκε ότι αυτός ήταν ο δράστης επιμένοντας, χωρίς αντιφάσεις, στο όνομα Γ. Ν.. Όταν ο Δ. αντίκρισε τον κατηγορούμενο στο Αστυνομικό τμήμα, ένιωσε τρόμο όπως χαρακτηριστικά κατέθεσε ο αστυνομικός Ν. Π.. Ο κατηγορούμενος αρνείται ότι αυτός είναι ο δράστης της ως άνω κατ' εξακολούθηση ασέλγειας σε βάρος του Δ. Α. υποστηρίζοντας ειδικότερα ότι ήταν και βιολογικά αδύνατο να πράξει τούτο λόγω σεξουαλικής ανικανότητάς του. Προς τούτο επικαλείται την αναγνωσθείσα χωρίς ημεροχρονολογία ιατροδικαστική γνωμοδότηση του ιατρού Χ. Κ., ειδικού ιατροδικαστή ο οποίος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος ήταν αδύνατον το διάστημα που πραγματοποιήθηκαν οι ως άνω πράξεις να τις έχει διαπράξει λόγω φυσικής ανικανότητας, εξαιτίας της βαρύτατης κατάστασης της υγείας του και της φαρμακευτικής αγωγής που ελάμβανε στο εν λόγω χρονικό διάστημα. Πρέπει πρώτα να σημειωθεί ότι η ως άνω ιατροδικαστική γνωμοδότηση που δεν φέρει ημεροχρονολογία, συνετάγη, κατά δήλωση του συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, τον Ιούνιο του έτους 2010. Ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Αυτός είχε νοσηλευθεί στο καρδιολογικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου Μελισσίων "Αμαλία Φλένιγκ" από 21-11-2002 έως 3-12-2002 για οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου και διαπιστώθηκε στεφανιαία νόσος δύο αγγείων. Λόγω της βαρύτητας της καρδιολογικής του καταστάσεως η Α/βαθμια Υγειονομική Επιτροπή τον έκρινε ανίκανο προς εργασία με ποσοστό αναπηρίας 67%. Συνεστήθη στον πάσχοντα συνεχής καρδιολογική παρακολούθηση, λήψη φαρμακευτικής αγωγής και αποφυγή κόπωσης. Παρά τα προβλήματα της υγείας του, ο κατηγορούμενος διαψεύδοντας και τον γνωμοδοτούντα ιατρό Χ. Κ., είχε τη φυσική ικανότητα να έρχεται σε σεξουαλική επαφή κατά φύση και παρά φύση με άλλα άτομα κατά τη διάρκεια του έτους 2005. Για την ικανότητά του να συνουσιάζεται με τη σύζυγό του, αδιάψευστη μάρτυς είναι η ίδια η σύζυγός του Α. Ν. η οποία εξεταζόμενη ως μάρτυς ενώπιον του ακροατηρίου του Δικαστηρίου τούτου, κατέθεσε επί λέξει: "έχω πει ότι ο άνδρας μου είχε σπάνια στύση. Μετά το έμφραγμα δεν είχε καθόλου. Το 2002 είχε υποστεί το καρδιακό επεισόδιο. Το 2005 πολύ σπάνια ερχόταν σε επαφή ο άνδρας μου και μάλιστα μόνο με παρότρυνση δική μου".Για την ικανότητά του να συνουσιάζεται παρά φύση αδιάψευστος μάρτυρας είναι ο παθών ο Δ. Α. ο οποίος παρά τη βαριά νοητική υστέρηση, απαρέγκλιτα υποδεικνύει χωρίς ενδοιασμούς ως δράστη της εις βάρος του ασέλγειας μόνον τον κατηγορούμενο Γ. Ν. και παράλληλα θέλοντας να αποδώσει προς τα έξω με ακρίβεια το βίωμά του, κάνει με το σώμα του τις κινήσεις της σεξουαλικής πράξης. Απ' όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα το Δικαστήριο ομοφώνως πείθεται ότι ο κατηγορούμενος στην ... κατά το χρονικό διάστημα του τελευταίου προ της 15-6-2005 εξαμήνου, σε ημερομηνίες που δεν διευκρινίστηκαν επακριβώς, ο κατηγορούμενος, ενεργών με πρόθεση, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο Δ. Α. παρουσιάζει εκ γενετής νοητική υστέρηση και ότι λόγω της αδυναμίας αυτής δεν μπορούσε να αντιληφθεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της εναντίον του πράξης με τα μέτρα σκέψης του φυσιολογικού ανθρώπου, ούτε σε κάθε περίπτωση να σχηματίσει, εξωτερικεύσει ή ενεργοποιήσει για την άμυνά του επαρκή βούληση αντίστασης, επανειλημμένα ενήργησε επ' αυτού παρά φύσηασέλγεια καθώς κατ' επανάληψη ήλθε μαζί του σε παρά φύσησυνουσία. Επομένως, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της αξιόποινης πράξης που του αποδίδεται, κατάχρησης σε ασέλγεια κατ' εξακολούθηση".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το δικάσαν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, την από τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία, από τα οποία συνήγαγε την ύπαρξη όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων των ανωτέρω εγκλημάτων, για τα οποία κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα, τα αποδεικτικά μέσα, επί των οποίων στηρίχθηκε προς μόρφωση της περί αυτού κρίσεώς του και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των εν λόγω πραγματικών περιστατικών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1 α, 27 παρ.1 , 98, 338 παρ. 1 του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με ασαφείς ή ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και δε στερείται νόμιμης βάσεως. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις και λόγους αναιρέσεως του αναιρεσείοντος, είναι λεκτέα τα εξής: Τα αποδεικτικά μέσα αναφέρονται γενικώς και κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου, η δε αναφορά του αιτιολογικού στην κατάθεση του θύματος ή στην κατάθεση συγκεκριμένου αστυνομικού μάρτυρος Ν. Π., δε σημαίνει ότι δε λήφθηκαν υπόψη οι λοιπές καταθέσεις μαρτύρων και δη υπερασπίσεως, στους οποίους και ρητά αναφέρεται το δικαστήριο στην αρχή του παραπάνω αιτιολογικού. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Επομένως οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι το δικαστήριο δέχθηκε ως ουσιώδη και αληθή την κατάθεση του άνω μάρτυρος αστυνομικού Ν. Π. και εσφαλμένα εκτίμησε τις λοιπές μαρτυρικές καταθέσεις, ενώ ουδείς από τους λοιπούς μάρτυρες κατηγορίας εμφανίσθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ότι στηρίχθηκε αποκλειστικά στην κατάθεση του πάσχοντος από διανοητική καθυστέρηση παθόντος, ότι δράστης είναι ο κατηγορούμενος, ενώ δράστες είναι άλλοι, όπως κάποιοι πνευματικά καθυστερημένοι στην , με τα ονόματα Σ., Σ. και Γ. Σ. και οι συναφείς στον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβαλλόμενες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος ότι ο Αρχιφύλακας του ΑΤ Κερατέας που έλαβε την κατάθεση των μαρτύρων και του παθόντος είναι ανεψιός της μητέρας του παθόντος και αυτός μεθόδευσε τη σε βάρος του αναιρεσείοντος κατηγορία, χωρίς να γίνεται επίκληση ότι έχει προταθεί κατά τα άρθρα 14 παρ.2 και 25 ΚΠΔ ένσταση εξαιρέσεως του προανακτιτικού αυτού υπαλλήλου ή κάποια ακυρότητα στην προδικασία, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, που κατέληξε με επαρκή αιτιολογία και χωρίς αντιφάσεις ότι δράστης είναι ο κατηγορούμενος και όχι τα παραπάνω τρίτα πρόσωπα.
Επομένως, οι συναφείς με τα παραπάνω πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Δ' του ΚΠΔ, με τους οποίους ειδικότερα προβάλλεται, ακυρότητα της διαδικασίας, ελλιπή και μη εμπεριστατωμένη αιτιολογία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 45/8.12.2010 αίτηση του Γ. Ν. του Π., για αναίρεση της 514,515,516,517/2010 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.