E Ποινικό Τμήμα (σε Συμβούλιο)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Θεοχαρίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη, Γεώργιο Αδαμόπουλο-Εισηγητή, Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά και Κυριακούλα Γεροστάθη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και της Γραμματέα Α. Φωτοπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 15 Απριλίου 2011, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αιτούντος Μ. Δ. του Κ., κατοίκου ..., ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Βασίλειο Παππά, για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε με τις υπ' αριθμ. 131, 131α, 137, 138, 170/2006 και 325/2008 αποφάσεις του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών, με τις ως άνω αποφάσεις του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτές, και ο αιτών ζητεί τώρα την επανάληψη της διαδικασίας, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 21 Φεβρουαρίου 2011 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αύξοντα αριθμό 274/2011.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Χατζίκου, με αριθμό 81/16-3-2011, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, κατ' άρθρ. 527 §§1,3, 528 §1 Κ.Π.Δ.,την από 21/25-2-11, δια πληρεξουσίου υποβληθείσα (465 §1 Κ.Π.Δ. - Α.Π. 598/94, Π.Χρ. ΜΔ' 654), αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, του κρατουμένου στη Φυλακή ..Μ. Δ. του Κ., κατά της υπ' αριθμ. 131Α, 131, 137, 138 και 170/28-3-06 αμετάκλητης απόφασης του Μ.Ο.Ε. Αθηνών και εκθέτω τα εξής:
α) Κατά το άρ. 525 §1 εδ. 2 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, εκτός από τις άλλες περιπτώσεις που περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο αυτό και όταν, μετά την οριστική καταδίκη του, αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομιστεί προηγουμένως, κάνουν φανερό, ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος, ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. Κατά την αληθινή έννοια της διατάξεως αυτής, νέα γεγονότα ή αποδείξεις είναι εκείνα, που ήταν άγνωστα στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, ώστε να μη μπορεί να τα προβάλει, γιατί αν ήταν στον κατηγορούμενο γνωστά, έπρεπε να είχαν από αυτόν προβληθεί (Α.Π. 585/10) ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας, ασχέτως αν υπήρχαν και πριν από την καταδίκη. Τέτοιες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως, καταθέσεις συμπληρωματικές, διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, καταθέσεις νέων μαρτύρων, νέα έγγραφα, ή δικαστικές αποφάσεις και πρακτικά, με την προϋπόθεση, ότι οι αποδείξεις αυτές εκτιμώμενες είτε μόνες τους, είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομιστεί στο δικαστήριο, καθιστούν φανερό, δηλαδή σε σημείο που εγγίζει τη βεβαιότητα και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασμένος είναι αθώος, ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά τέλεσε. (Α.Π. 1277/2008 Π.Χρ. ΝΘ', 449). Περαιτέρω, δεν είναι άγνωστες οι αποδείξεις που έχουν υποβληθεί αμέσως ή εμμέσως στους δικάσαντες δικαστές και δεν ελήφθησαν υπόψιν από αυτούς, ή εκτιμήθηκαν και αξιολογήθηκαν εσφαλμένα, καθώς και εκείνες με τις οποίες επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης απόφασης, με βάση το αποδεικτικό υλικό που έλαβαν υπόψη τους οι εκδώσαντες αυτή δικαστές, εφόσον η αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο αλλά έκτακτη διαδικασία (Α.Π. 788/08, Π.Χρ. ΝΘ'250). Εξ' άλλου, κατ' άρθρ. 525 §1 εδ. 3 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση, επαναλαμβάνεται προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημ/μα ή κακ/μα και όταν βεβαιωθεί ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατ/νου ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων, ή από πρόθεση παράβαση καθήκοντος του δικαστή ή του ενόρκου, που μετείχε στο δικαστήριο που απάγγειλε την καταδίκη, υπό την προϋπόθεση (525 §2 Κ.Π.Δ.) ότι η αξιόποινη πράξη της ψευδορκίας και της παράβασης καθήκοντος αποδεικνύεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, εκτός αν δεν εκδόθηκε τέτοια απόφαση, επειδή υπήρχαν νομικοί λόγοι που εμπόδισαν την εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία της, ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη (Α.Π. 1717/02 Π.Χρ. ΝΓ'642), άλλως η επανάληψη της διαδικασίας για τον λόγο αυτό είναι απαράδεκτη (Α.Π. 291/94 Ποιν.Χρ. ΜΔ' 384). Δεν δύναται δε μη αμετάκλητες δικαστικές για ψευδορκία μάρτυρα και παράβαση καθήκοντος αποφάσεις, να ληφθούν υπ' όψη ως νέα γεγονότα ή αποδείξεις άγνωστες στους δικάσαντες δικαστές, ως δέχτηκε παλαιότερα ο ’ρειος Πάγος με την 291/94 άνω απόφασή του, διότι η αμετάκλητη απόφαση ανατρέπεται από μη αμετάκλητη αφενός και αφετέρου ο νομοθέτης απέβλεψε οι περιπτώσεις αυτές (ψευδορκία, παράβαση καθήκοντος), να εντάσσονται αποκλειστικά στο εδ. 3 της §1 του άρθρ. 525 Κ.Π.Δ., απαιτώντας οπωσδήποτε αμετάκλητη απόφαση, προβλέποντας δε ειδικά και την περίπτωση, κατά την οποία δεν εκδόθηκε τέτοια απόφαση (αμετάκλητη), επειδή υπάρχουν νόμιμοι λόγοι που εμποδίζουν την εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία της, ή αναστέλλουν την ποινική δίωξη. Δύναται ως νέα γεγονότα να ληφθούν υπόψη και δικαστικές αποφάσεις (αμετάκλητες ή μη), όταν όμως αυτές αφορούν απόδειξη άλλων νέων γεγονότων και όχι όταν αφορούν γεγονότα ψευδορκίας μάρτυρα, ή παράβασης καθήκοντος, για τις οποίες (224, 259 Π.Κ.) πάντοτε απαιτείται αμετάκλητη δικαστική απόφαση, κατά ρητή επιταγή του νομοθέτη.
β) Επομένως, η υπό κρίση αίτηση με την οποία ο αιτών ζητεί την επανάληψη της ποινικής διαδικασίας, που περατώθηκε με την υπ' αριθμ. 131Α, 131, 137, 138 και 170/28-3-06 αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση του Μ.Ο.Ε. Αθηνών, γιατί μετά την καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα γεγονότα ή νέες αποδείξεις, που καθιστούν φανερό ότι αυτός (αιτών) καταδικάσθηκε αδίκως για έγκλημα που πράγματι δεν τέλεσε και συνεπώς είναι αθώος, ως και ότι η καταδίκη του στηρίχθηκε σε ψευδείς καταθέσεις δύο μαρτύρων και στην παράβαση καθήκοντος του Προέδρου του ΜΟΕ Αθηνών, είναι νόμιμη σύμφωνα με τις προμνησθείσες διατάξεις, αρμοδίως δε και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του (σε Συμβούλιο) Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη. (527 §3 α', 528 § 1 α' ΚΠΔ).
γ) Στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας που επιτρεπτώς επισκοπούνται, προκύπτουν τα εξής: Με την υπ' αριθμ. 131Α, 131, 137, 138 και 170/28-3-06 απόφαση του Μ.Ο.Ε. Αθηνών, η οποία έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, αφού η κατ' αυτής ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 633/22-3-07 απόφαση του Αρείου Πάγου, ο αιτών Μ. Δ. κηρύχθηκε ένοχος, χωρίς ελαφρυντικά, για βιασμό κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση και συγκεκριμένα για βιασμό κατ' εξακολούθηση, με παθόντες τους ανηλίκους Δ. Σ. και Δ. Ζ., καθώς και για βιασμό με παθόντες τους ανηλίκους Ι. Ζ. και Χ. Κ. και τέλος για αρπαγή του ανηλίκου Χ. Κ. με σκοπό την μεταχείριση αυτού σε ανήθικες ασχολίες, δηλαδή για παράβαση των άρθρων 94 §1, 98, 324 §§ 2 - 1 και 336 §1 Π.Κ.). Επιβλήθηκε σ' αυτόν ποινή κάθειρξης 21 ετών (325/08 αμετάκλητη απόφαση ΜΟΕ Αθηνών). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το διατακτικό της πιο πάνω απόφασης, ο αιτών κηρύχθηκε ένοχος του ότι: Α) κατά το χρονικό διάστημα από Ιούνιο 1993 έως 12-9-1994, α) μετέφερε με το αυτοκίνητό του 1) από την πλατεία ... στο διαμέρισμά του, που βρίσκεται στην περιοχή των ... στον 6ο όροφο πολυκατοικίας της οδού ... αριθμ. 42, τον ανήλικο Δ. Σ., που γεννήθηκε στις 7-7-1980 και αφού τον απειλούσε ότι θα του κάνει κακό, αν ομολογήσει και ότι αν δεν κάτσει θα τον θάψει, έκαμπτε την αντίστασή του και στη συνέχεια τον οδήγησε στο σαλόνι της οικίας του, όπου άρχισε να τον χαϊδεύει και να τον φιλά, αρχικά στο πρόσωπο και μετά στα γεννητικά του όργανα, και έπειτα εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. 2) Ο ίδιος μετέφερε στο αναφερόμενο διαμέρισμα του στα ... το Δ. Σ., τον οποίο οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά του και απειλώντας ότι θα του κάνει κακό, αν ομολογήσει αυτά που γίνονταν, έκαμπτε την αντίστασή του και αφού τον χάιδευε στα γεννητικά του όργανα στη συνέχεια, άλλες μεν φορές έγλυφε το εν στύσει πέος του, άλλες δε φορές εισήγαγε αυτό στον πρωκτό του ανηλίκου, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του, η πράξη του δε αυτή έγινε τουλάχιστον είκοσι φορές σε διαφορετικές ημερομηνίες. β) Το ίδιο πιο πάνω χρονικό διάστημα, ο κατηγορούμενος μετέφερε με το αυτοκίνητό του, 1) από την πλατεία ... στα ... και στο επί της οδού ... αριθ. 42 στον 6ο όροφο πολυκατοικίας διαμέρισμά του, τον ανήλικο Δ. Ζ., που γεννήθηκε στις 8-11-1979 και με την απειλή ότι θα του κάνει κακό αν ομολογήσει αυτά που γίνονται μεταξύ τους και ότι αν δεν κάτσει δεν θα ξαναδεί τους γονείς του, έκαμπτε την αντίστασή του και τον οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά του, όπου αφού τον έγδυνε εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του, 2) ο ίδιος μετέφερε τον ίδιο ανήλικο Δ. Ζ. στο εξοχικό του στη ..., τον οποίο αφού απείλησε ότι θα τον σκοτώσει κάμπτοντας έτσι την αντίστασή του, τον οδήγησε σε ένα κρεβάτι όπου, αφού του έβγαλε τα ρούχα, εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του και 3) ο ίδιος μετέφερε τον ίδιο ανήλικο Δ. Ζ. στο ευρισκόμενο στα ... διαμέρισμά του, τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα του, απειλώντας τον δε, ότι αν ομολογήσει θα τον σκοτώσει και θα τον θάψει, έκαμψε την αντίστασή του και αφού χάιδεψε τα γεννητικά του όργανα, έγλειψε στη συνέχεια το εν στύσει πέος του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. γ) Το καλοκαίρι του έτους 1994 μετέφερε με το αυτοκίνητό του από την πλατεία ... στο επί της οδού ... αριθμ. 42 στα ..., διαμέρισμα του, τον ανήλικο Ι. Ζ. που γεννήθηκε στις 10-8-1983, και με την απειλή ότι θα του κάνει κακό αν ομολογήσει αυτά που γίνονταν μεταξύ τους, έκαμψε την αντίστασή του και τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα του, όπου, αφού τον έγδυσε, εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. δ) Κατά το ίδιο αμέσως πιο πάνω χρονικό διάστημα, μετέφερε με το αυτοκίνητό του από την πλατεία ... στο επί της οδού ... αριθμ. 42 στα ... διαμέρισμά του τον ανήλικο Χ. Κ., που γεννήθηκε στις 25-12-1981, τον οποίο αφού οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα του και τον απείλησε, ότι αν ομολογήσει αυτά που γίνονταν θα τον σκοτώσει και θα τον θάψει, έκαμψε την αντίστασή του και αφού τον απογύμνωσε, εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. Β) Στις 11-9-1994 στην πλατεία ..., ενεργώντας με πρόθεση, αφαίρεσε από την εξουσία των γονέων του τον ανήλικο Χ. Κ., ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει τα 14 χρόνια του, αφού είχε γεννηθεί στις 25-12-1981, με σκοπό να τον μεταχειρισθεί σε ανήθικες ασχολίες (παρά φύσηασέλγεια και επιχείρηση ασελγών πράξεων), τον είχε δε υπό την εξουσία του μέχρι τις 28-9-1994, αποστερώντας έτσι από τους γονείς του το δικαίωμα να μεριμνούν για το πρόσωπό του, κατά το πιο πάνω (11-9-1994 / 28-9-1994) χρονικό διάστημα. δ) Με την κρινόμενη αίτησή του, ως λόγους επανάληψης της διαδικασίας προβάλλει τους εξής: 1) ψευδορκία δύο εκ των μαρτύρων κατηγορίας, 2) κακή ερμηνεία της κατάθεσης ενός εκ των μαρτύρων, από πλευράς του παρισταμένου γραμματέως έδρας, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ορθή μεταφορά των επ' ακροατηρίω λεχθέντων, σε μορφή πρακτικών, 3) ελλιπέστατη εκπροσώπησή του από την από έδρας διορισθείσα συνήγορό του, 4) εσφαλμένη λήψη γνώσης - εκτίμησης εγγράφων της ποινικής δικογραφίας, εκ μέρους της σύνθεσης των δικαστών και 5) σιωπηρή απόρριψη ισχυρισμών του από την έδρα και των λοιπών αρμοδίων δικαστικών λειτουργών, στους οποίους απευθύνθηκε και εγγράφως, αφού οι ισχυρισμοί του αυτοί ουδέποτε ελήφθησαν υπόψη. ε) Όλοι οι προταθέντες με την αίτηση επανάληψης της διαδικασίας λόγοι, πρέπει ν' απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Και τούτο διότι: 1) Ο τρίτος λόγος, περί ελλιπέστατης εκπροσώπησής του από την διορισθείσα από το δικαστήριο συνήγορό του, δεν αποτελεί νέο γεγονός, ώστε τούτο συνδυαζόμενο με τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, να καθιστά φανερό, ότι ο αιτών την επανάληψη διαδικασίας είναι αθώος των εγκληματικών πράξεων, για τις οποίες καταδικάσθηκε. Σημειώνουμε, ότι ο διορισμός από το δικαστήριο συνηγόρου, αφορά την πρωτόδικη δίκη, επί της οποίας η 228 - 238/03 απόφαση του Μ.Ο.Δ. Θηβών, που δεν είναι αμετάκλητη, αφού κατ' αυτής εχώρησε υπ' αυτού έφεση, ενώ για την υπεράσπισή του στην δευτεροβάθμια δίκη, επί της οποίας η αμετάκλητη 131Α, 131, 137, 138, 170/06 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, ο διορισμός των τριών συνηγόρων του, ήταν επιλογή αυτού του ιδίου του κατηγορουμένου, η δε αναφορά του στην απολογία του (ΜΟΕ Αθηνών), ότι έχει ελλιπή υπεράσπιση, δεν αποτελεί λόγο επανάληψης της διαδικασίας. 2) Ο δεύτερος λόγος που αναφέρεται στην αίτησή του, ότι δηλαδή ο γραμματέας της έδρας δεν μετέφερε στα πρακτικά του (και πρακτικά της δίκης), τα όσα ακριβώς κατέθεσε ο μάρτυρας και παθών τότε ανήλικος Δ. Σ., αλλά παρερμηνεύοντας τα υπό του παθόντος κατατεθέντα, μετέφερε στα πρακτικά, αυτά που αποτελούν και τα επίσημα της δίκης πρακτικά, είναι αβάσιμος στην ουσία, γιατί, κατ' άρθρ. 140, 142 ΚΠΔ, η σύνταξη των πρακτικών γίνεται με ευθύνη του γραμματέα της έδρας και του προέδρου του δικαστηρίου. Λάθη ή παραλείψεις που υπάρχουν σ' αυτά, δύνανται με αίτηση του διαδίκου, κατ' άρθρ. 145 §3 Κ.Π.Δ., να συμπληρωθούν ή διορθωθούν, κατά την στην παράγραφο αυτή διαγραφόμενη διαδικασία. Σε τέτοια διαδικασία δεν χώρησε ο κατ/νος. Τούτο όμως δεν συνιστά λόγο επανάληψης της διαδικασίας, αφού, κατ' άρθρ. 141 § 3 Κ.Π.Δ., τα πρακτικά αποδεικνύουν όλα όσα γράφονται σ' αυτά, μέχρις ότου προσβληθούν για πλαστότητα. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, ο παθών ανήλικος Δ. Σ., στην από 22-9-94 προανακριτική κατάθεσή του αναφέρει, ότι ο κατ/νος «δεν τον πήδηξε», προσπάθησε όμως, ως και ότι ο κατ/νος προέβη σε πεολειχία του πέους του ανηλίκου. Στην από 25-11-94 ανακριτική του κατάθεση, αφού επιβεβαιώνει την προανακριτική, καταθέτει, ότι με τον κατ/νο δεν είχε παρά φύση ερωτική σχέση, όμως προσπάθησε για τούτο, ως και ότι ο κατ/νος προέβη σε πεολειχία του πέους του 15-20 φορές. Στο ΜΟΔ Θηβών δεν εξετάσθηκε ως μάρτυρας. Στο ΜΟΕ Αθηνών, κατέθεσε ότι, δεν υπήρξε παρά φύση συνουσία με τον κατ/νο, στοματικός όμως έρωτας υπήρξε. Στις από 23-10-06 και 6-4-10 υπεύθυνες δηλώσεις του Δ. Σ. τα ίδια επαναλαμβάνονται, ότι δηλαδή δεν είναι θύμα βιασμού (παρά φύση εννοεί) και συνεπώς ως προς αυτό ουδεμία διαστρέβλωση των καταθέσεών του υπάρχει. Στην από 12-7-10 συμβολαιογραφική ένορκη βεβαίωσή του, ο ίδιος ενήλικος πλέον Δ. Σ. δηλώνει, ότι δεν υπήρξε θύμα βιασμού του κατ/νου, δηλαδή τα ίδια που κατέθεσε, προανακριτικά, ανακριτικά και στο ακροατήριο, όμως επί πλέον δηλώνει, ότι ουδέποτε κατέθεσε προανακριτικά ή στο ΜΟΕ Αθηνών, ότι ο κατ/νος προσπάθησε να τον βιάσει. Τούτο δεν είναι αληθές, αφού από την ανακριτική του κατάθεση, την οποία δεν μνημονεύει στην ένορκη βεβαίωσή του, προκύπτει το αντίθετο. Σε όλες δε τις υπεύθυνες δηλώσεις και ένορκη βεβαίωση, ουδέν διαλαμβάνει περί στοματικού έρωτα. Από δε τα πρακτικά της δίκης (ΜΟΕ Αθηνών) δεν προκύπτει, ότι ο Δ. Σ. δήλωσε, πως δεν επιθυμεί την ποινική δίωξη του κατ/νου. Όλα τα ανωτέρω που δηλώνει στις δύο υπεύθυνες δηλώσεις του και στην ένορκη βεβαίωση, που είναι έγγραφα μεταγενέστερα της δίκης του ΜΟΕ Αθηνών, δεν συνιστούν νέα γεγονότα ή αποδείξεις, διότι ακριβώς τα ίδια περιλαμβάνονται και στην προανακριτική και ανακριτική κατάθεσή του, ως και στην κατάθεσή του ενώπιον του ΜΟΕ Αθηνών και συνεπώς δεν ήταν ως γεγονότα άγνωστα αλλά γνωστά στο δικαστήριο που τον καταδίκασε. Αν δεν λήφθηκαν υπόψη ή εκτιμήθηκαν εσφαλμένα, τούτο δεν συνιστά λόγο επανάληψης της διαδικασίας. 3) Ο τέταρτος λόγος περί εσφαλμένης γνώσης - εκτίμησης εγγράφων της ποινικής δικογραφίας εκ μέρους του δικαστηρίου (ΜΟΕ Αθηνών), δηλαδή των δικαστών (και ενόρκων) που αποτέλεσαν την σύνθεση αυτού, είναι στην ουσία του αβάσιμος, αφενός μεν διότι δεν αναφέρονται στην αίτηση, ποια έγγραφα (ως αποδεικτικά μέσα) με εσφαλμένη γνώση λήφθηκαν υπόψη και εσφαλμένα εκτιμήθηκαν από το δικαστήριο, αφετέρου δε διότι, όπως υπό α' προαναφέρθηκε, η εσφαλμένη αξιολόγηση και η εσφαλμένη εκτίμηση γνωστών στο δικαστήριο εγγράφων, που αποδεικνύουν γεγονότα, δεν αποτελούν λόγο επανάληψης της διαδικασίας, αφού δι' αυτών επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος της ορθότητας της απόφασης, γεγονός που δεν επιτρέπεται, εφόσον η απόφαση είναι αμετάκλητη, η δε επανάληψη της διαδικασίας δεν είναι ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία. 4) Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως, ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας διατείνεται, ότι στην καταδίκη του από το δικαστήριο συνετέλεσαν ψευδείς καταθέσεις δύο εκ των μαρτύρων κατηγορίας (224 Π.Κ.), η μια εκ των οποίων αποσπάσθηκε εκβιαστικά από τον πρόεδρο του δικαστηρίου, τούτου (προέδρου) διαπράξαντος το έγκλημα της παράβασης καθήκοντος (259 Π.Κ.). Ο λόγος αυτός είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι οι μάρτυρες που φέρονται ότι ψευδόρκισαν, ενώπιον του ΜΟΕ Αθηνών, παθόντες - τότε ανήλικοι, σήμερα ενήλικοι - Ι. Ζ. και Δ. Ζ. (αδελφοί), ουδόλως αμετάκλητα καταδικάσθηκαν για ψευδορκία μάρτυρα, κατ' άρθρ. 525 §2 Κ.Π.Δ., ώστε να κριθεί αν ή όχι, κατ' άρθρ. 525 §1 εδ. 3 Κ.Π.Δ., ο αιτών κατ/νος καταδικάσθηκε αδίκως και συνεπώς είναι αθώος. Επίσης, ουδεμία αμετάκλητη καταδίκη υπάρχει για παράβαση καθήκοντος σε βάρος του Προέδρου του ΜΟΕ Αθηνών, για την εκβιαστική (φερόμενη) απόσπαση κατάθεσης του Ι. Ζ.. Οι επικαλούμενες και μετέπειτα ληφθείσες και δη σχεδόν προσφάτως (15-7-10 και 7-10-10), συμβολαιογραφικές ένορκες βεβαιώσεις των δύο αδελφών, δόθηκαν από αυτούς, για να αποδείξει ο καταδικασμένος και αιτών την επανάληψη της διαδικασίας την ψευδορκία των δύο αδελφών, όταν αυτοί κατέθεταν, την 3-3-06 και 27-3-06, ενώπιον του ΜΟΕ Αθηνών ως παθόντες, ότι βιάσθηκαν από τον κατηγορούμενο. Η ψευδορκία όμως ή όχι των δύο αδελφών, ως και η παράβαση κακθήκοντος ή όχι του Προέδρου του ΜΟΕ Αθηνών, μόνον με αμετάκλητη δικαστική απόφαση αποδεικνύονται. Τέλος, με το από 9-3-11 υπόμνημά του, ο αιτών Μ. Δ. προσκομίζει έγκλησή του κατά του Ι. Ζ., με την οποία τον κατηγορεί για ψευδορκία μάρτυρα, δηλαδή για την κατάθεση που έδωσε την 3-3-06 ενώπιον του ΜΟΕ Αθηνών, όπου ενόρκως κατέθεσε ότι βιάστηκε παρά φύση από τον αιτούντα την επανάληψη της διαδικασίας, ενώ από την από 7-10-10 συμβολαιογραφική ένορκη βεβαίωση, ο ίδιος παθών δηλώνει ότι δεν βιάστηκε. Η κατάθεση της έγκλησης και η άσκηση ποινικής δίωξης από τον Εισαγγελέα, ουδόλως ισχυροποιούν την ψευδορκία του Ι. Ζ., ακόμη και αν οριστικά ή τελεσίδικα καταδικασθεί τούτος γι' αυτή. Και τούτο διότι, πάντοτε για το αδίκημα αυτό, ως και για την παράβαση καθήκοντος, απαιτείται αμετάκλητη δικαστική απόφαση. 5) Και ο πέμπτος λόγος της αίτησης, κατά τον οποίο το δικαστήριο απέρριψε σιωπηρά τον ισχυρισμό του περί πλαστοπροσωπίας του μάρτυρα Χ. Κ., αφού ουδέποτε τον έλαβε υπόψη, είναι στην ουσία του αβάσιμος. Διότι, κατά την διάρκεια της δίκης στο ΜΟΕ Αθηνών, εξετάσθηκε ενόρκως ως μάρτυρας και ο παθών Χ. Κ., ηλικίας τότε (2006) 25 ετών. Κατά την διάρκεια της κατάθεσής του, ο κατ/νος και τώρα αιτών ισχυρίστηκε, ότι ο μάρτυρας που καταθέτει δεν είναι ο Χ. Κ., πρότεινε δε την λήψη για εξέταση των δακτυλικών αποτυπωμάτων αυτού. Το ΜΟΕ Αθηνών αιτιολογημένα δέχθηκε, ότι ο μάρτυρας που κατέθεσε με το όνομα Χ. Κ., είναι πράγματι το άτομο - πρόσωπο με ονοματεπώνυμο Χ. Κ.. Αιτιολόγησε δε την κρίση του αυτή ως εξής: «Επειδή κατά την διάταξη του άρθρ. 217 ΚΠΔ ... ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, την ηλικία του και την θρησκεία του, στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται η ταυτότητά του, αλλά η λήψη των στοιχείων αυτών δεν αποκλείει την αμφισβήτηση της ταυτότητάς του από διάδικο της ποινικής δίκης (π.χ. κατηγορούμενο). Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος, πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά και κατά την υποβολή από τον ίδιο ερωτήσεων στον μάρτυρα κατηγορίας Χ. Κ., αμφισβήτησε την ταυτότητα, αρχικά μεν όλων των ανηλίκων παθόντων, ειδικώς δε του προσώπου, που εμφανίστηκε και κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου με το όνομα Χ. Κ. και υπέβαλε σχετικώς αίτημα να εξετασθούν τα δακτυλικά αποτυπώματά του, για να βεβαιωθεί η ταυτότητά του. Ωστόσο: Ια) απο τις δηλώσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο ανηλίκων παθόντων (Δ. Σ., Δ. Ζ., Ι. Ζ.), β) την κλήτευσή τους στις δηλωμένες κατά την προηγηθείσα ανάκριση και συζήτηση στο ΜΟΔ Θηβών κατοικίες τους, γ) την από τους ίδιους λεπτομερή περιγραφή όλων, όσα έλαβαν χώρα ενώπιον τους, και δ) από τη μη εμμονή του κατηγορουμένου στην αμφισβήτηση της ταυτότητάς τους κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής καταθέσεώς τους και της από τον ίδιο εξετάσεώς τους, και ΙΙα) από τα επιδειχθέντα στο δικαστήριο από τον ίδιο τον μάρτυρα Χ. Κ. ατομικά έγγραφα (αστυνομικό δελτίο ταυτότητας, άδεια οδήγησης), β) από την επιβεβαίωση από τον πατέρα του μάρτυρα κατηγορίας Σ. Κ., ότι ο εξετασθείς μάρτυρας Χ. Κ. είναι γιός του, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα από τους συγχρωτιζόμενους με αυτόν άλλους παθόντες ανηλίκους, γ) από τη σύμπτωση της δηλωθείσας διευθύνσεως κατοικίας αυτού και του πατέρα του με εκείνη, στην οποία κλήθηκε για να εμφανιστεί στο ακροατήριο, και δ) από τη λεπτομερή κατάθεση του Χ. Κ. στο ακροατήριο του παρόντος και το σύνολο των απαντήσεών του στις υποβληθείσες στον ίδιο ερωτήσεις του κατηγορουμένου, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία στο δικαστήριο, ότι το σύνολο των εξετασθέντων στο ακροατήριο ανηλίκων παθόντων μαρτύρων, αλλά και ειδικότερα ο εξετασθείς μάρτυρας κατηγορίας με δήλωσή του πως είναι ο Χ. Κ., είναι τα ίδια πρόσωπα με τους παθόντες ανηλίκους Δ. Σ., Δ. Ζ., Ι. Ζ. και Χ. Κ., για βιασμό των οποίων και αρπαγή του τελευταίου κρίθηκε ένοχος πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος. Ενόψει τούτων, το δικαστήριο είναι πεπεισμένο περί της ταυτότητας του προσώπου όλων των μαρτύρων κατηγορίας και ιδία του Χ. Κ., γι' αυτό και ο περί αμφισβητήσεως της ταυτότητας τους ισχυρισμός του κατηγορουμένου και το αίτημά του να εξετασθούν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εμφανισθέντος στο ακροατήριο μάρτυρος και εξετασθέντος, με τη δήλωσή του πως είναι ο Χ. Κ., είναι ουσιαστικά αβάσιμα και ως τέτοια πρέπει ν' απορριφθούν». Όμως ο αιτών επιμένει, ότι ο ενόρκως εξετασθείς ως μάρτυρας Χ. Κ. δεν ήταν ο πράγματι Χ. Κ., αλλά ο αδελφός αυτού Μ. Κ., με τον οποίο έχει ομοιότητες. Για να αποδείξει τούτο, προσάγει νέα στοιχεία, που ως νέα γεγονότα ήταν άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, τα οποία κατ' αυτόν αποδεικνύουν, ότι το πρόσωπο που κατέθεσε στο ΜΟΔ Θηβών και στο ΜΟΕ Αθηνών ως Χ. Κ., δεν ήτο πράγματι αυτός, αλλά ο αδελφός του Μ.. Τα έγγραφα που προσκομίζει ή επικαλείται είναι, αλλά μεν γνωστά στο δικαστήριο που τον καταδίκασε, άλλα δε άγνωστα σ' αυτό. Α) Γνωστά στο δικαστήριο έγγραφα είναι τα εξής: 1) Η 13016/19-3-06 επιστολή του κατ/νου προς τον Πρόεδρο του ΜΟΕ Αθηνών, με την οποία ισχυρίζεται, ότι ο εξετασθείς ως Χ. Κ. είναι ο αδελφός του και όχι αυτός, 2) Η από 23-3-06 έγκληση του κατ/νου κατά Χ. Κ. και του πατέρα του, για πλαστοπροσωπία και για ψευδορκία μάρτυρα ως και για ηθική σ' αυτές αυτουργία, 3) Η 838/97 απόφαση του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών, κατά την οποία ο Χ. Κ. κρίθηκε ποινικά ανεύθυνος διακεκριμένων κλοπών και επιβλήθηκαν σ' αυτόν αναμορφωτικά μέτρα, 4) Το από 24-2-2000 αποφυλακιστήριο, κατά το οποίο ο Χ. Κ. αποφυλακίστηκε, εκτίοντας ποινικό σωφρονισμό, με έναρξη 15-1-99, για διακεκριμένες κλοπές, 5) Οι ανακριτικές καταθέσεις των γονέων του Χ. Κ., ως και οι καταθέσεις του ιδίου - προανακριτικές, ανακριτικές - από τις οποίες προκύπτει, ότι ο αιτών δεν βίασε τον ανήλικο Χ. Κ., προσπάθησε όμως. 6) Οι αναβλητικές αποφάσεις ως και η οριστική απόφαση του ΜΟΔ Θηβών και 7) Η ιατροδικαστική έκθεση που αφορά τον Χ. Κ., του ιατροδικαστή Φ. Κ., από την οποία δεν προκύπτουν κακώσεις στον πρωκτό και την περιπρωκτική χώρα του ανηλίκου. Δια των εγγράφων αυτών και των καταθέσεων, προσπαθεί ο αιτών να αποδείξει, ότι ο πράγματι Χ. Κ., ήτο αγνοούμενος, με προσωπικότητα που έντονα απασχολούσε τις δικαστικές και αστυνομικές αρχές, έγκλειστος των φυλακών, χωρίς σύνδεσμο με την οικογένειά του, καταθέτοντας δε προανακριτικά και ανακριτικά, ότι ουδέποτε βιάσθηκε από τον κατ/νο, είναι αδύνατον στο ΜΟΕ Αθηνών να κατέθεσε ο ίδιος, ότι βιάσθηκε από αυτόν. ’ρα ο μάρτυρας που κατέθεσε στο ΜΟΕ Αθηνών, ότι ως Χ. Κ. βιάσθηκε από τον κατ/νο, δεν είναι ο πράγματι Χ. Κ., αλλά ο αδελφός του Μ., που μοιάζει με αυτόν. Διατείνεται δε με την αίτησή του, ότι όλα αυτά τα έγγραφα και οι μαρτυρικές καταθέσεις δεν λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε ότι αυτός που κατέθεσε στο ΜΟΕ Αθηνών ότι βιάσθηκε από τον κατ/νο, είναι ο πράγματι Χ. Κ.. Όλα όμως αυτά τα έγγραφα ήταν γνωστά, (καίτοι 3 από αυτά δεν φέρονται ως αναγνωστέα) και όχι άγνωστα στο δικαστήριο, όπως και οι ανωτέρω μαρτυρικές καταθέσεις, όταν τούτο (δικαστήριο) εξέφερε την ανωτέρω κρίση του, ως ο ίδιος ο αιτών με την αίτησή του για επανάληψη της διαδικασίας δηλώνει. Δηλαδή προσκομίσθηκαν απ' αυτόν στο δικαστήριο, αλλά δεν αξιοποιήθηκαν από αυτό, ούτε συνεκτιμήθηκαν, ούτε λήφθηκαν υπόψη, ώστε (κατ' αυτόν) να διαπιστωθεί η βασιμότητα του ισχυρισμού του. Το αν δεν λήφθηκαν υπόψη, ή δεν αξιοποιήθηκαν, ή δεν συνεκτιμήθηκαν, ή δεν ερευνήθηκαν, καίτοι ήταν γνωστά στο δικαστήριο, τούτο δεν αποτελεί λόγο επανάληψης της διαδικασίας, αφού δια των επικαλουμένων και προσκομιζομένων γνωστών και όχι αγνώστων στο δικαστήριο στοιχείων, πλήττεται η ορθότητα της προσβαλλομένης αμετάκλητης απόφασης και επιδιώκεται ο από ουσιαστικής και νομικής πλευράς έλεγχος αυτής, γεγονός που δεν επιτρέπεται εν προκειμένω. Όθεν ο πέμπτος λόγος κατά το σκέλος τούτο (γνωστών στο δικαστήριο στοιχείων), είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Β) ’γνωστα στο δικαστήριο έγγραφα είναι τα εξής: 1) Η από 10-4-07 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημ/κών Αθηνών, με την οποία απορρίπτεται η παραπάνω έγκληση του τότε εγκαλούντος Μ. Δ. κατά του Χ. Κ. και του πατέρα του, για πλαστοπροσωπία, για ψευδορκία μάρτυρα ως και για ηθική σ' αυτή αυτουργία, 2) Η από 8-5-07 προσφυγή του τώρα αιτούντος κατά της ανωτέρω εισαγγελικής διατάξεως, 3) Η από 29-9-07 Διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με την οποία απορρίπτεται η ανωτέρω προσφυγή, 4) Η από 19-6-07 αναφορά του αιτούντος προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σχετικά με την πλαστοπροσωπία του Χ. Κ., 5) Το 4452/16-3-10 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης της οικογένειας Σ. Κ., 6) Η 50141/15-10-09 βεβαίωση των φυλακών Κορυδαλλού και 7) Η 13447/12-1-10 βεβαίωση του ΟΚΑΝΑ, Η απόρριψη της ανωτέρω εγκλήσεως και η απόρριψη της ανωτέρω προσφυγής, ως νέα γεγονότα άγνωστα στο δικαστήριο, εκτιμώμενα σε συνδυασμό με τα αποδεικτικά μέσα που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο και ήταν γνωστά σ' αυτό, δεν καθιστούν φανερό, ότι ο καταδικασμένος Μ. Δ. είναι αθώος των πράξεων που καταδικάσθηκε, αλλά αντιθέτως ενισχύουν την κρίση του δικαστηρίου, ότι ο πράγματι καταθέσας στο ΜΟΕ Αθηνών είναι ο Χ. Κ., ο οποίος, ως ανήλικος, βιάσθηκε από τον αιτούντα. Με την αναφορά του αιτούντος στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ενισχύεται έτι περισσότερο η κρίση του δικαστηρίου περί του ότι ο Χ. Κ. είναι ο πράγματι καταθέσας μάρτυρας, αφού δι' αυτής ο αιτών υποστηρίζει, ότι και στο ΜΟΔ Θηβών δεν κατέθεσε ο πράγματι Χ. Κ., αλλά ο αδελφός του. Τούτο είναι αναληθές, διότι, αφενός μεν στην δίκη εκείνη ο αιτών ήταν απών, (άρα δεν είδε ποιος κατέθεσε), αφετέρου δε ο Χ. Κ. στην πρωτόδικη δίκη κατέθεσε, ότι δεν βιάσθηκε από τον αιτούντα. Έτσι και η αναφορά αυτή στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως αναληθής, δεν καθιστά, ως νέο γεγονός άγνωστο στους δικαστές, μετά βεβαιότητος φανερή την αθωότητα του κατ/νου. Από το πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης προκύπτει, ότι η διαφορά ηλικίας μεταξύ των αδελφών Χ. και Μ. Κ., είναι ακριβώς 6 έτη, (γέννηση, 12ος 1981 και 12ος 1987, αντίστοιχα). Ο Χ. Κ. καταθέσας ως μάρτυρας, δήλωσε ότι ήταν 25 ετών, (2006). Αν αντ' αυτού κατέθεσε ο αδελφός Μ., τότε (2006) ήταν 19 ετών. Αν ο αδελφός καταθέτοντας δήλωσε ότι ήταν 25 ετών, τούτο, κατά την κοινή πείρα και λογική, θα γινόταν αντιληπτό από το δικαστήριο, διότι η διαφορά ηλικίας των 6 ετών, ξεχωρίζει τον έφηβο από τον άνδρα. Ενισχύεται έτσι η κρίση του δικαστηρίου, ότι ο καταθέσας είναι ο πράγματι Χ. Κ., που βιάσθηκε από τον αιτούντα και συνεπώς το νέο τούτο άγνωστο στους δικαστές στοιχείο (πιστοποιητικό), δεν επιβεβαιώνει την αθωότητα του αιτούντα. Από την βεβαίωση των φυλακών Κορυδαλλού προκύπτει, ότι στις φυλακές αυτές κρατήθηκε, από 16-4-03 και 3-2-04, ο Χ. Κ. του Ν. και της Α. Χ., γεννηθείς το 1976 και όχι ο Χ. Κ. ή Κ. του Σ. (του Γ. και Ρ. Κ.) και της Α. (του Α. και Σ. Κ.), γεννηθείς το 1981, (διαφορά 5 ετών, 1981 - 1976). Από την βεβαίωση του ΟΚΑΝΑ προκύπτει, ότι ουδέποτε ο Χ. Κ. παρακολούθησε πρόγραμμα υποκατάστασης. Οι ανωτέρω βεβαιώσεις (φυλακών - ΟΚΑΝΑ) προσκομίζονται από τον αιτούντα, για να καταδείξει την ρέπουσα στον αστάθμιτο και άτακτο βίο προσωπικότητα του ανηλίκου τούτου, αφού κατά τον αιτούντα, στις φυλακές και στο δικαστήριο που τον καταδίκασε για διακεκριμένες κλοπές, έδωσε ψευδή των γονέων του στοιχεία, για να τιμωρηθεί δε ως τοξικομανής σε δίκη περί ναρκωτικών,(δεν προσκομίζεται η σχετική απόφαση), προσκόμισε ψευδές πιστοποιητικό του ΟΚΑΝΑ περί επίσκεψής του σε κέντρο αυτού, χωρίς παρακολούθηση προγράμματος απεξάρτησης. Τα διαλαμβανόμενα στις βεβαιώσεις αυτές πιστοποιούν μια βεβαρημένη προσωπικότητα του ανηλίκου, ρέποντος στο έγκλημα, ευάλωτου σε ποινικά κολάσιμες πράξεις, αν θεωρηθούν ως αληθείς οι ισχυρισμοί του αιτούντος, (ψευδή στοιχεία γονέων, όχι υποκατάσταση). Τούτο όμως επί πλέον δεν σημαίνει αναγκαία, ως ο αιτών ισχυρίζεται, ότι, αφού ο χαρακτήρας και η προσωπικότητά του είναι τέτοια, δεν είναι αυτός που κατέθεσε στα δύο δικαστήρια, αλλά ο αδελφός του. Ακόμα τούτο δεν αναιρεί τον υπό του αιτούντος βιασμό και αρπαγή αυτού, αφού και οι βεβαιώσεις αυτές, είτε μόνες τους αξιολογούμενες, είτε με τα λοιπά της δικογραφίας αποδεικτικά μέσα, δεν άγουν στην βεβαιότητα (δεν καθιστούν φανερό), ότι, το μεν ο αιτών είναι αθώος του βιασμού και αρπαγής του ανηλίκου Χ. Κ., το δε ότι ο ως Χ. Κ. καταθέσας ενώπιον του ΜΟΔ Θηβών και ΜΟΕ Αθηνών, είναι ο αδελφός του Μ. Κ., ώστε με κατάθεση άλλου αντ' άλλου μάρτυρος, να θεωρηθεί αυτός ότι αδίκως καταδικάσθηκε για βιασμό και αρπαγή του πράγματι ανηλίκου Χ. Κ.. Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει ότι, από όλη την αποδεικτική του ΜΟΔ Θηβών και του ΜΟΕ Αθηνών διαδικασία, σε συνδυασμό με προσκομισθέντα υπό του αιτούντος νέα, άγνωστα στους δικαστές και ενόρκους, στοιχεία, δεν διαφαίνεται μετά βεβαιότητος (δεν καθίσταται φανερό), ότι ο πράγματι Χ. Κ. ή άλλο πρόσωπο, παρότρυνε τον αδελφό του Μ. Κ. να καταθέσει αντ' αυτού στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο δικαστήρια, ως ο αιτών ισχυρίζεται και επικαλείται. Έτσι, η κρίση του δικαστηρίου, ότι αυτός που κατέθεσε είναι ο Χ. Κ., δεν ανατρέπεται από τα νέα, σε συνδυασμό με τα προϋπάρχοντα, στοιχεία (γεγονότα - αποδείξεις), που προσκόμισε ο αιτών. Όθεν ο πέμπτος λόγος κατά το σκέλος τούτο (άγνωστα στους δικαστές στοιχεία), είναι ουσιαστικά αβάσιμος. στ) Εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων νομικών και πραγματικών περιστατικών, πρέπει η υπό κρίση αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ν' απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, αφού ακουσθεί και ο αιτών (528 §1 εδ. α' ΚΠΔ), να επιβληθούν δε σ' αυτόν τα έξοδα και τέλη της ποινικής διαδικασίας. (583 §1 Κ.Π.Δ.). Επίσης ν' απορριφθεί το αίτημά του για αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας σ' αυτόν ποινής (529 ΚΠΔ), διότι το αίτημα τούτο προϋποθέτει την παραδοχή της αιτήσεως επαναλήψεως της διαδικασίας (Α.Π. 408/10).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α) Να γίνει τυπικά δεκτή και ν' απορριφθεί στην ουσία της η από 21/25-2-11 αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, του κρατουμένου στη Φυλακή ..Μ. Δ. του Κ., κατά της υπ' αριθμ. 131Α, 131, 137, 138 και 170/28-3-06 αμετάκλητης απόφασης του Μ.Ο.Ε. Αθηνών, Β) Ν' απορριφθεί το αίτημα τούτου για αναστολή εκτέλεσης της επιβληθείσας σ' αυτόν ποινής. Γ) Να επιβληθούν τα έξοδα και τέλη της ποινικής διαδικασίας, στον ανωτέρω αιτούντα.
Αθήνα 16-3-2011
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Χατζίκος"
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 525 παρ.1 ΚΠΔ, η ποινική διαδικασία που περατώθηκε με αμετάκλητη απόφαση επαναλαμβάνεται, προς το συμφέρον του καταδικασμένου για πλημμέλημα ή κακούργημα, αν μετά την οριστική καταδίκη του αποκαλύφθηκαν νέα, άγνωστα στους δικαστές που τον καταδίκασαν, γεγονότα ή αποδείξεις, τα οποία μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που είχαν προσκομισθεί προηγουμένως κάνουν φανερό ότι αυτός που καταδικάστηκε είναι αθώος ή καταδικάστηκε για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που διέπραξε. Νέες αποδείξεις, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, είναι εκείνες που δεν υποβλήθηκαν στο δικαστήριο και ως εκ τούτου ήταν άγνωστες στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, την κρίση του δε αυτή σχηματίζει το δικαστήριο, που επιλαμβάνεται της αιτήσεως για επανάληψη της διαδικασίας, από την έρευνα των πρακτικών της προηγούμενης δίκης, καθώς και από τα έγγραφα της δικογραφίας. Νέες αποδείξεις μπορεί να είναι οποιεσδήποτε, όπως καταθέσεις νέων μαρτύρων ή νεότερες καταθέσεις, συμπληρωματικές ή διευκρινιστικές ή και τροποποιητικές εκείνων που τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου, νέα έγγραφα ή δικαστικές αποφάσεις ή πρακτικά ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που διευκρινίζουν αμφίβολα σημεία της υποθέσεως, με την προϋπόθεση όμως ότι οι αποδείξεις αυτές, εκτιμώμενες είτε μόνες τους είτε σε συνδυασμό με εκείνες που είχαν προσκομισθεί στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση, καθιστούν φανερό και όχι απλώς πιθανό, ότι ο καταδικασθείς είναι αθώος ή καταδικάστηκε άδικα για έγκλημα βαρύτερο από εκείνο που πραγματικά διέπραξε. Για να είναι παραδεκτή η αίτησης επαναλήψεως της διαδικασίας, πρέπει ο αιτών να εκθέτει στην αίτησή του με σαφήνεια και πληρότητα τα νέα στοιχεία που είναι σχετικά με την πράξη για την οποία εχώρησε η καταδίκη, καθώς και το περιεχόμενο αυτών για να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας της αιτήσεως. Εξάλλου, από το άρθρο 525 παρ. 1 περ. 3 και παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας μπορούν να θεμελιώσουν και οι ψευδείς καταθέσεις μαρτύρων ή γνωμοδοτήσεις πραγματογνωμόνων αν βεβαιωθεί ότι άσκησαν ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του κατηγορουμένου και αποδεικνύονται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση για ψευδορκία, εκτός εάν δεν εκδόθηκε τέτοια απόφαση διότι υπήρχαν νόμιμοι λόγοι που εμπόδιζαν την εκδίκαση της υπόθεσης στην ουσία της ή ανέστειλαν την ποινική δίωξη, περιστατικά που πρέπει να επικαλεστεί ο αιτών την επανάληψη της διαδικασίας (Α.Π. 580/1996, 612/1989). Δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας γεγονότα τα οποία δεν ήταν άγνωστα στους δικαστές που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση, αλλά αντιθέτως ερευνήθηκαν αμέσως ή εμμέσως και απορρίφθηκαν, καθώς και εκείνα με τα οποία επιδιώκεται ο από ουσιαστικής απόψεως και νομικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης αποφάσεως με βάση το αποδεικτικό υλικό, αφού η επανάληψη της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης αποφάσεως, δεν αποτελεί ένδικο μέσο, αλλά έκτακτη διαδικασία (Α.Π. 307/2008, 127/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με την 131α, 131, 137, 138, 170/2006 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών, ο αιτών καταδικάστηκε για τις πράξεις του βιασμού κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση σε βάρος των ανηλίκων Δ. Σ., Δ. Ζ., Ι. Ζ., και Χ. Κ. (άπαξ εις βάρος των δύο τελευταίων) και αρπαγής ανηλίκου σε βάρος του τελευταίου, η οποία μετά την απόρριψη της κατ' αυτής αιτήσεως αναίρεσης ως προς τις πράξεις αυτές με την 633/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου κατέστη αμετάκλητη, ενώ με την ίδια απόφαση του Α.Π. αναιρέθηκε εν μέρει και έπαυσε οριστικά η ποινική δίωξη για την πράξη της αποπλάνησης σε βάρος του ανηλίκου Θ. Π., τελικώς δε, μετά την εν μέρει αναίρεση της ως άνω απόφασης του ΜΟΕ Αθηνών και κατά τις διατάξεις περί ποινών, επιβλήθηκε στον αναιρεσείοντα για τις άνω πράξεις η συνολική ποινή της καθείρξεως των είκοσι ενός (21) ετών με την 325/2008 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών. Ειδικότερα, με την άνω απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών, έγιναν δεκτά, κατά το σκεπτικό της τα ακόλουθα: "Από τον Ιούνιο του 1993 ο κατηγορούμενος Μ. Δ., ηλικίας τότε 30 ετών, καθηγητής φυσικομαθηματικός με διδακτορικό δίπλωμα του Πανεπιστημίου του ΑΙΞ Μασσαλίας II, άρχισε να συχνάζει στην Πλατεία του ... στη συνοικία ... του Δήμου Αθηναίων και να αλιεύει από εκεί μικρά παιδιά, που έπαιζαν στην πλατεία. Με τον τρόπο αυτό και την ιδιαίτερη ικανότητά του να προσεγγίζει τα παιδιά γνώρισε από την αρχή των επισκέψεών του στο χώρο αυτό τους ανήλικους Θ. Π. (χρονολογία γεννήσεως 2.4.1981), Δ. Σ. (χρ. γεν. 7.7.1980), Δ. Ζ. (χρ. γεν. 8.11.1979) και θανόντα αργότερα Α. Π., και δεν άργησε, με το δέλεαρ της προσφοράς μιας βόλτας με αυτοκίνητο, αλλά και άλλων παροχών, όπως αγοράς γλυκισμάτων, επίσκεψης σε ηλεκτρονικά παιχνίδια και σε μπόουλιγκ και μετάβασης στη θάλασσα ή σε πισίνες για μπάνιο, απολαύσεις που για τα παιδιά αυτά, γόνους φτωχών οικογενειών ήταν πρωτόγνωρες, να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους. Έτσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα κατόρθωσε, να έχει σχεδόν καθημερινή επαφή με τους ανηλίκους αυτούς, τους οποίους μάζευε από την πλατεία ... του ... και τους οδηγούσε, με το αυτοκίνητο που είχε κάθε φορά στην κατοχή του, όπου ήθελαν για να διασκεδάσουν. Με τον ίδιο τρόπο και την ίδια μέθοδο ο κατηγορούμενος γνώρισε το καλοκαίρι του 1994 και τους λοιπούς ανηλίκους παθόντες της υποθέσεως Ι. Ζ. (χρ. γεν. 10.8.1983) και Χ. Κ. (χρ. γεν. 25.12.1981), αλλά και άλλους ανηλίκους της περιοχής ... (Ι. Ν. κλπ.), για τους οποίους πάντως δεν υφίσταται τώρα σε βάρος του κατηγορία. Ωστόσο, ο κατηγορούμενος μετά την πάροδο των πρώτων ημερών γνωριμίας και παροχών άρχισε μετά τη διασκέδασή τους να οδηγεί τους ανηλίκους στο επί της οδού ... αριθ. 42 στα ... στον 6° όροφο πολυκατοικίας κείμενο διαμέρισμά του, στις περιπτώσεις δε των ανηλίκων Θ. Π. και Δ. Ζ. ορισμένες φορές και στο εξοχικό του στη ..., επιδιώκοντας να προέλθει σε παρά φύσηασέλγεια με αυτούς, άλλως και σε κάθε περίπτωση να επιχειρήσει ασελγείς πράξεις σε αυτούς, για να ικανοποιήσει με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια ορμή και επιθυμία του. Με την άφιξή του στο διαμέρισμά του στην οδό ... ο κατηγορούμενος οδηγούσε τους ανηλίκους που είχε μαζί του, συνήθως 2 ή 3, στο σαλόνι του διαμερίσματος και εκεί αφού έκανε τη επιλογή του ως προς τον ανήλικο, με τον οποίο ήθελε να επιχειρήσει ασελγείς πράξεις, τον πλησίαζε, τον χάιδευε στο πρόσωπο και στο σώμα και άρχισε να του βγάζει τα ρούχα, ενώ ο ίδιος ήταν ήδη γυμνός. Στις ενέργειες αυτές του κατηγορουμένου αντιστέκονταν κάθε φορά οι ανήλικοι παθόντες Δ. Σ., Δ. Ζ., Ι. Ζ. και Χ. Κ., διαμαρτυρόμενοι για τις ενέργειές του να αρχίσει να τους θωπεύει με ερωτική διάθεση και να επιμένει στο να τους αφαιρέσει όλα τα ενδύματά τους με προφανή σκοπό να έχει μαζί τους ερωτικές περιπτύξεις, αιτία για την οποία άλλωστε και ο ίδιος είχε αφαιρέσει όλα τα ενδύματά του, και προσπαθούσαν να τον αποφύγουν απομακρυνόμενοι από αυτόν ... . Στις αντιρρήσεις των ανηλίκων Δ. Σ., Δ. Ζ., Ι. Ζ. και Χ. Κ., ο κατηγορούμενος δεν έκανε πίσω και αλλάζοντας τον τρόπο προσέγγισης τούτων, εκτόξευε εναντίον τους και σε καθένα χωριστά απειλές, όπως α) ότι θα του κάνει κακό αν ομολογήσει σε τρίτους αυτά που έκαναν, β) ότι αν δεν κάτσει θα τον σκοτώσει και θα τον θάψει, γ) ότι αν δεν κάτσει δεν θα ξαναδεί τους γονείς του, προκαλώντας δικαιολογημένα σε αυτούς, λόγω του μικρού της ηλικίας τους (όλοι ηλικίας από 11-14 έτη), αλλά και της πλήρους εξαρτήσεώς τους από αυτόν και της αδυναμίας τους να ζητήσουν βοήθεια από οποιονδήποτε ως μη βρισκόμενοι σε φιλικό περιβάλλον, απέραντο φόβο, τον οποίο περιέγραψαν εναργώς κατά την ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία και ο οποίος, μαζί με το αίσθημα της εντροπής που τους διακατείχε από όσα είχαν υποστεί, δικαιολογούσε τις έως σήμερα παλινωδίες τους στις μαρτυρικές καταθέσεις που έδωσαν από την προδικασία μέχρι την διαδικασία στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με την απειλή των άμεσων και σπουδαίων αυτών κινδύνων, που φώλιαζε στην καρδιά των ανηλίκων και προκαλούσε τρόμο και έκδηλη ανησυχία, ο κατηγορούμενος έκαμπτε κάθε φορά τις αντιρρήσεις των ανηλίκων. Έτσι, ενώ βρίσκονταν με τους ανηλίκους είτε στο σαλόνι είτε στην κρεβατοκάμαρα του διαμερίσματος, στην περίπτωση δε του Δ. Ζ. και στο εξοχικό του στη ..., τους έβγαζε τα ρούχα, και στη συνέχεια τους φιλούσε και τους έγλυφε σε μέρη του σώματός τους, τους χάιδευε τα γεννητικά όργανα, έγλυψε το σε στύση πέος του ανήλικου Δ. Ζ. στο εξοχικό στη ..., και τελικά εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό κάθε ανηλίκου (με εξαίρεση το Δ. Ζ. στο εξοχικό της ...ς), ικανοποιώντας με τον τρόπο αυτό τη γενετήσια ορμή και επιθυμία του από τον Ιούνιο του 1993 ως το Σεπτέμβρη του 1994 είκοσι τουλάχιστον φορές με το Δ. Σ., αρκετές φορές με το Δ. Ζ. και το καλοκαίρι του 1994 από μια φορά με τους Ι. Ζ. και Χ. Κ..
Εξάλλου, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, ότι ο κατηγορούμενος στις 11.9.1994 ενεργώντας εν γνώσει και με τη θέληση να αποστερήσει από την εξουσία των γονέων του τον ανήλικο Χ. Κ., που δεν είχε συμπληρώσει τότε τα 14 χρόνια του (χρ. γεν. 25.12.1981), παρέλαβε αυτόν, τον οποίο είχε γνωρίσει από κάποιο συνομήλικό του, από την πλατεία ... του ... και αφού τον επιβίβασε στο αυτοκίνητό του τον απομάκρυνε από εκεί, για να τον μεταφέρει σε ξενοδοχεία της παραλίας της ..στο , μια φορά στο ..και μια άλλη στο , όπου έμενε μαζί του σε νοικιασμένα δωμάτια των ξενοδοχείων "ΑΜΑΡΙΛΙΑ" και "PRIΜΑ", αντιστοίχως. Ο κατηγορούμενος διατήρησε στα ξενοδοχεία αυτά τον ανήλικο Χ. Κ. υπό την εξουσία του μέχρι τις 28.9.1994, στερώντας με τον τρόπο αυτό τους γονείς του, οι οποίοι έψαχναν από τις πρώτες ημέρες της εξαφανίσεώς του να τον εντοπίσουν και να τον επαναφέρουν στην πατρική του οικία στη ..., από το δικαίωμά τους να μεριμνούν για το πρόσωπό του. Η κατά τα ανωτέρω αρπαγή του ανηλίκου Χ. Κ. από τον κατηγορούμενο τεκμηριώνεται και από το περιστατικό της 17ης.9.1994, οπότε αυτός έγινε αντιληπτός να επιβαίνει σε τζιπ με τον ανήλικο στην περιοχή της ... στη συνοικία ... του Δήμου Αθηναίων και καταδιώχθηκε από τον πατέρα του ανηλίκου μάρτυρα Σ. Κ. και το θείο του Π. Κ., που επέβαιναν σε δίκυκλο μοτοποδήλατο. Τότε ο κατηγορούμενος για να διακόψει την παρακολούθησή τους και να αποφύγει εν τέλει τη σύλληψη, όπως και έγινε, έρριψε εσκεμμένα το τζιπ που οδηγούσε επάνω στο δίκυκλο μηχανάκι που επέβαιναν ο πατέρας και θείος του ανηλίκου, με αποτέλεσμα να προκαλέσει και τον τραυματισμό του Π. Κ.. Ωστόσο, στην αρπαγή του ανηλίκου Χ. Κ. δεν προέβη ο κατηγορούμενος απλώς και μόνο για να τον έχει μαζί του αλλά με σκοπό να το μεταχειριστεί σε ανήθικες ασχολίες, τέτοιες δεν ήταν προδήλως τόσο η διενέργεια ασελγών πράξεων με αυτόν, όσο και η χρησιμοποίησή του στη διάπραξη κλοπών στην περιοχή της Αττικής. Ενόψει λοιπόν του σκοπού του αυτού ο κατηγορούμενος, αφενός μεν ενήργησε ασελγείς πράξεις με αυτόν εισάγοντας το σε στύση πέος του στον πρωκτό του, το δε προκάλεσε στον ανήλικο Χ. Κ. την απόφαση να διαπράξει, εκτός άλλων κλοπών που διέπραξε ο ανήλικος ως τις 10.9.1994, χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε αφαιρέσει από τους γονείς του το δικαίωμα να μεριμνούν για το πρόσωπό του, και σειρά άλλων κλοπών κατά το διάστημα από 11.9.1994 έως 15.9.1994. ... Με βάση όλα όσα συνολικώς εκτέθηκαν παραπάνω σε σχέση με την ουσία της υποθέσεως προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος: Α) τέλεσε: Ι) το έγκλημα του βιασμού κατά συρροή σε βάρος των ανηλίκων Δ. Σ., Δ. Ζ., Ι. Ζ. και Χ. Κ. και κατ' εξακολούθηση κατά των δύο πρώτων από αυτούς, ...
ΙΙ) το έγκλημα της αρπαγής του ανηλίκου Χ. Κ., που δεν είχε συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του, με σκοπό να τον χρησιμοποιήσει σε ανήθικες ασχολίες, και ... Κατ' ακολουθία όλων των ανωτέρω εκτεθέντων πρέπει: ... να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος των αξιόποινων πράξεων 1) του βιασμού κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση, και συγκεκριμένα για βιασμό κατ' εξακολούθηση για τους παθόντες Δ. Σ. και Δ. Ζ. και βιασμό για τους παθόντες Ι. Ζ. και Χ. Κ., ... της αρπαγής του ανηλίκου Χ. Κ. κατά το χρονικό διάστημα από 11-9-1994 έως 28-9-1994, διάστημα κατά το οποίο ο ανήλικος δεν είχε συμπληρώσει το 14ο έτος της ηλικίας του, με σκοπό να τον μεταχειριστεί σε ανήθικες ασχολίες...". Ακολούθως, το ανωτέρω ΜΟΕ κήρυξε ένοχο τον αιτούντα των παραπάνω πράξεων με το ακόλουθο διατακτικό: "ΚΗΡΥΣΣΕΙ τον πιο πάνω κατηγορούμενο ΕΝΟΧΟ του ότι στην Αθήνα και σε άλλες περιοχές της Αττικής κατά τους κατωτέρω αναφερόμενους χρόνους με περισσότερες από μία πράξεις τέλεσε περισσότερα του ενός εγκλήματα, τα οποία τιμωρούνται από το νόμο με πρόσκαιρες στερητικές της ελευθερίας ποινές και ειδικότερα: 1) Με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με πρόθεση εξανάγκασε άλλον με την απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως. Συγκεκριμένα: Ι. α) Ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια του χρονικού διαστήματος από τον Ιούνιο του έτους 1993 έως και τις 12.9.1994 μετέφερε με το αυτοκίνητό του από την πλατεία ... στο διαμέρισμά του, που βρίσκεται στην περιοχή των ... στον 6° όροφο πολυκατοικίας της οδού ... αριθ. 42, τον ανήλικο Δ. Σ., που γεννήθηκε στις 7.7.1980, και εκεί αφού τον απειλούσε ότι θα του κάνει κακό αν ομολογήσει και ότι αν δεν "κάτσει" θα τον θάψει, έκαμπτε την αντίστασή του και στη συνέχεια τον οδήγησε στο σαλόνι της οικίας του, όπου άρχισε να τον χαϊδεύει και να τον φιλά, αρχικά στο πρόσωπο και μετά στα γεννητικά του όργανα, και έπειτα εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του, και β) Κατά το ίδιο πιο πάνω χρονικό διάστημα ο ίδιος μετέφερε στο αναφερόμενο διαμέρισμά του στα ... το Δ. Σ., τον οποίο οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά του και απειλώντας ότι θα του κάνει κακό, αν ομολογήσει αυτά που γίνονταν, έκαμπτε την αντίστασή του και αφού τον χάιδευε στα γεννητικά του όργανα στη συνέχεια, άλλες μεν φορές έγλυφε το εν στύσει πέος του, άλλες δε φορές εισήγαγε αυτό στον πρωκτό του ανηλίκου ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του, η πράξη του δε αυτή έγινε τουλάχιστον είκοσι φορές σε διαφορετικές ημερομηνίες. II. α) Το ίδιο πιο πάνω χρονικό διάστημα, ο κατηγορούμενος μετέφερε με το αυτοκίνητό του από την πλατεία ... στα ... και στο επί της οδού ... αριθ. 42 στον 6° όροφο πολυκατοικίας διαμέρισμά του, τον ανήλικο Δ. Ζ., που γεννήθηκε στις 8.11.1979, και εκεί με την απειλή ότι θα του κάνει κακό αν ομολογήσει αυτά που γίνονται μεταξύ τους και ότι αν δεν "κάτσει" δεν θα ξαναδεί τους γονείς του, έκαμπτε την αντίστασή του και τον οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρά του, όπου αφού τον έγδυνε εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. β) Κατά το ίδιο πιο πάνω χρονικό διάστημα μετέφερε τον ίδιο ανήλικο Δ. Ζ. στο εξοχικό του στη ..., τον οποίο αφού απείλησε ότι θα τον σκοτώσει κάμπτοντας έτσι την αντίστασή του, τον οδήγησε σε ένα κρεβάτι όπου αφού του έβγαλε τα ρούχα, εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. Και γ) κατά το ίδιο πιο πάνω χρονικό διάστημα, αφού μετέφερε τον ίδιο ανήλικο Δ. Ζ. στο ευρισκόμενο στα ... διαμέρισμά του, τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά του, απειλώντας τον δε ότι αν ομολογήσει θα τον σκοτώσει και θα τον θάψει, έκαμψε την αντίστασή του και αφού χάιδεψε τα γεννητικά του όργανα, έγλυψε στη συνέχεια το εν στύσει πέος του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. III. Το καλοκαίρι του έτους 1994 μετέφερε με το αυτοκίνητό του από την πλατεία ... στο επί της οδού ... αριθ. 42 στα ..., διαμέρισμα του, τον ανήλικο Ι. Ζ. που γεννήθηκε στις 10.8.1983, και με την απειλή ότι θα του κάνει κακό αν ομολογήσει αυτά που γίνονταν μεταξύ τους, έκαμψε την αντίστασή του και τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά του, όπου, αφού τον έγδυσε, εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. IV. Κατά το ίδιο αμέσως πιο πάνω χρονικό διάστημα, μετέφερε με το αυτοκίνητό του από την πλατεία ... στο επί της οδού ... αριθ. 42 στα ... διαμέρισμά του τον ανήλικο Χ. Κ., που γεννήθηκε στις 25.12.1981, τον οποίο αφού οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά του και τον απείλησε ότι αν ομολογήσει αυτά που γίνονταν θα τον σκοτώσει και θα τον θάψει, έκαμψε την αντίστασή του και αφού τον απογύμνωσε εισήγαγε το εν στύσει πέος του στον πρωκτό του, ικανοποιώντας έτσι τη γενετήσια ορμή του. ... 3. Στις 11.9.1994 στην πλατεία ... ενεργώντας με πρόθεση αφαίρεσε από την εξουσία των γονέων του τον ανήλικο Χ. Κ., ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει τα 14 χρόνια του, αφού είχε γεννηθεί στις 25.12.1981, με σκοπό να τον μεταχειρισθεί σε ανήθικες ασχολίες (παρά φύσηασέλγεια και επιχείρηση ασελγών πράξεων, διάπραξη κλοπών), τον είχε δε υπό την εξουσία του μέχρι τις 28.9.1994, αποστερώντας έτσι από τους γονείς του το δικαίωμα να μεριμνούν για το πρόσωπό του κατά το πιο πάνω (11.9.1994 - 28.9.1994) χρονικό διάστημα ...". Ο ανωτέρω με την από 21-2-2011 υπό κρίση αίτησή του ζητεί την επανάληψη της διαδικασίας και την αναστολή εκτελέσεως της επιβληθείσας σε αυτόν ποινής, άλλως την αναβολή λήψεως αποφάσεως, προκειμένου το Συμβούλιο να προβεί στις αιτούμενες συμπληρωματικές έρευνες, διότι κατά τους προβαλλόμενους με αυτήν ισχυρισμούς του είναι αθώος των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε. Ειδικότερα δια της αιτήσεώς του αυτής, όπως αυτή διευκρινίστηκε δια των από 9-3-2011 και 15-4-2011 νομίμως κατατεθέντων υπομνημάτων του, καθώς και του από 12-4-2011 επιγραφόμενου ως "αίτημα αναβολής", το γνήσιο της υπογραφής του οποίου θεωρήθηκε από την προϊσταμένη της διευθύνσεως των φυλακών Κορυδαλλού, όπου αυτός, κατά το έγγραφο αυτό, κρατείται, ο ανωτέρω αιτών προβάλλει ως λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας α) την πλαστοπροσωπία του μάρτυρος Χ. Κ. ή Κ. και ειδικότερα ότι ο εμφανισθείς και εξετασθείς ως μάρτυρας στη συνεδρίαση της 3-3-2006 ενώπιον του άνω ΜΟΕ ως Χ. Κ. ή Κ. δεν ήταν ο αληθινός Χ. Κ. ή Κ. που είχε εξεταστεί κατά την προδικασία και είχε καταθέσει ότι ουδέποτε είχε σεξουαλική επαφή με τον αιτούντα, ότι δηλαδή ο αιτών δεν είχε βιάσει αυτόν και συνεπώς αυτός (αιτών) ήταν αθώος, αλλά ο εμφανισθείς και εξετασθείς ως μάρτυρας στη συνεδρίαση αυτή της 3-3-2006 ήταν άλλο πρόσωπο και δη "προφανώς" ο μικρότερος αδελφός του αληθινού Χ. Κ. ή Κ., Μ. Κ. ή Κ., ο οποίος κατέθεσε εναντίον του αιτούντος και στην κατάθεση αυτού στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου περί ενοχής του (αιτούντος) για τη μερικότερη πράξη του βιασμού του αληθινού Χ. Κ. ή Κ., εάν δε το δικαστήριο γνώριζε τούτο, δεν θα τον κήρυσσε ένοχο της πράξεως του βιασμού σε βάρος του αληθινού Χ. Κ. ή Κ.. Από την επισκόπηση των πρακτικών της άνω απόφασης προκύπτει, κατ' αρχήν, ότι ο αιτών κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασία αμφισβήτησε ότι ο εμφανισθείς ως Χ. Κ. του Σ. ήταν ο πραγματικός Χ. Κ. και ζήτησε να εξεταστούν, προς διαπίστωση τούτου, τα δακτυλικά αποτυπώματα του εμφανισθέντος. Ο εμφανισθείς αυτός μάρτυρας ως Χ. Κ. του Σ. εξετάστηκε ως μάρτυρας και το δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει, τελικώς δε, δια της παρατιθέμενης στις σελίδες 61 και 62 αιτιολογίας του, έκρινε ότι ο εμφανισθείς ως Χ. Κ. του Σ. είναι πράγματι ο πραγματικός Χ. Κ. του Σ., παραθέτοντας τα αναφερόμενα στην αιτιολογία αυτή στοιχεία και απέρριψε το αίτημα του αιτούντος για λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων του εμφανισθέντος και τον ισχυρισμό του περί αμφισβητήσεως της ταυτότητας τούτου διαλαμβάνοντας την ακόλουθη αιτιολογία: "Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρ. 217 ΚΠΔ με τον υπότιτλο "Εξακρίβωση της ταυτότητας του μάρτυρα", η οποία σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των αρθρ. 357 § 4 και 502 § 1 εδαφ. δ του ιδίου Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως και στη δευτεροβάθμια δίκη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, ο μάρτυρας, πριν καταθέσει, καλείται να δηλώσει το όνομα και το επώνυμό του, τον τόπο της γέννησης και της κατοικίας του, την ηλικία του και την θρησκεία του, στοιχεία από τα οποία προσδιορίζεται η ταυτότητά του, αλλά η λήψη των στοιχείων αυτών δεν αποκλείει την αμφισβήτηση της ταυτότητάς του από διάδικο της ποινικής δίκης (π.χ. κατηγορούμενο). Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αλλά και κατά την υποβολή από τον ίδιο ερωτήσεων στον μάρτυρα κατηγορίας Χ. Κ., αμφισβήτησε την ταυτότητα, αρχικά μεν όλων των παθόντων, ειδικώς δε του προσώπου, που εμφανίστηκε και κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος δικαστηρίου με το όνομα Χ. Κ. και υπέβαλε σχετικώς αίτημα να εξετασθούν τα δακτυλικά αποτυπώματά του για να βεβαιωθεί η ταυτότητά του. Ωστόσο: Ια) από τις δηλώσεις των εξετασθέντων στο ακροατήριο ανηλίκων παθόντων (Δ. Σ., Δ. Ζ., Ι. Ζ.), β) την κλήτευσή τους στις δηλωμένες κατά την προηγηθείσα ανάκριση και συζήτηση στο ΜΟΔ Θηβών κατοικίες τους, γ) την από τους ίδιους λεπτομερή περιγραφή όλων, όσα έλαβαν χώρα ενώπιόν τους, και δ) από τη μη εμμονή του κατηγορουμένου στην αμφισβήτηση της ταυτότητάς τους κατά τη διάρκεια της μαρτυρικής καταθέσεώς τους και της από τον ίδιο εξετάσεώς τους, και ΙΙα) από τα επιδειχθέντα στο δικαστήριο από τον ίδιο τον μάρτυρα Χ. Κ. ατομικά έγγραφα (αστυνομικό δελτίο ταυτότητας, άδεια οδήγησης), β) από την επιβεβαίωση από τον πατέρα του μάρτυρα κατηγορίας Σ. Κ., ότι ο εξετασθείς μάρτυρας Χ. Κ. είναι γιος του, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε από κανένα από τους συγχρωτιζόμενους με αυτόν άλλους παθόντες ανηλίκους, γ) από τη σύμπτωση της δηλωθείσας διευθύνσεως κατοικίας αυτού και του πατέρα του με εκείνη, στην οποία κλήθηκε για να εμφανιστεί στο ακροατήριο, και δ) από τη λεπτομερή κατάθεση του Χ. Κ. στο ακροατήριο του παρόντος και το σύνολο των απαντήσεών του στις υποβληθείσες στον ίδιο ερωτήσεις του κατηγορουμένου, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία στο δικαστήριο, ότι το σύνολο των εξετασθέντων στο ακροατήριο ανηλίκων παθόντων μαρτύρων, αλλά και ειδικότερα ο εξετασθείς μάρτυρας κατηγορίας με δήλωσή του πως είναι ο Χ. Κ., είναι τα ίδια πρόσωπα με τους παθόντες ανηλίκους Δ. Σ., Δ. Ζ., Ι. Ζ. και Χ. Κ., για βιασμό των οποίων και αρπαγή του τελευταίου κρίθηκε ένοχος πρωτοδίκως ο κατηγορούμενος. Ενόψει τούτων, το δικαστήριο είναι πεπεισμένο περί της ταυτότητας του προσώπου όλων των μαρτύρων κατηγορίας και ιδία του Χ. Κ., γι' αυτό και ο περί αμφισβητήσεως της ταυτότητάς τους ισχυρισμός του κατηγορουμένου και το αίτημά του να εξετασθούν τα δακτυλικά αποτυπώματα του εμφανισθέντος στο ακροατήριο μάρτυρος και εξετασθέντος με τη δήλωσή του πως είναι ο Χ. Κ. είναι ουσιαστικά αβάσιμα και ως τέτοια πρέπει να απορριφθούν". Περαιτέρω και ανεξάρτητα προς τα δεκτά γενόμενα περί της ταυτοπροσωπίας του εξετασθέντος, ότι δηλαδή αυτός είναι πράγματι ο Χ. Κ. του Σ., κρίσιμο εν προκειμένω είναι εάν ο επικαλούμενος περί πλαστοπροσωπίας λόγος κατά τα επικαλούμενα προς απόδειξή του νεότερα στοιχεία, αποτελούν νέα γεγονότα ή αποδείξεις που, σε συνδυασμό με τα ήδη προ της δίκης υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία, καθιστούν φανερό ότι ο εξετασθείς ως Χ. Κ. του Σ. δεν ήταν ο πραγματικός Χ. Κ., δηλονότι ότι η κατάθεση αυτή είναι κατάθεση άλλου ατόμου και όχι του τότε παθόντος κατά την απόφαση αληθινού Χ. Κ. του Σ. και ότι τούτο ήταν άγνωστο στους δικάσαντες δικαστές, καθώς και ότι, χωρίς την κατάθεση αυτή, με βεβαιότητα κρίνεται ότι ο αιτών για την πράξη αυτή σε βάρος του πραγματικού Χ. Κ. είναι αθώος. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του τούτου, ως λόγου επαναλήψεως της διαδικασίας, ο αιτών ως νέα στοιχεία προβάλλει κατά σειρά 1) ότι μέχρι σήμερα (χρόνος ασκήσεως της αιτήσεως) έχουν εκδοθεί επ' ονόματι του Χ. Κ. ή Κ. οκτώ αστυνομικές ταυτότητες για διαφόρους λόγους, πλην, λόγω των διατάξεων περί "Προσωπικών Δεδομένων", δεν κατέστη δυνατή σε αυτόν η γνώση των στοιχείων των ταυτοτήτων αυτών και ως εκ τούτου, κατ' εφαρμογή του άρθρου 527 παρ. 3 ΚΠΔ, πρέπει το γεγονός αυτό να διερευνηθεί από δικαστικό λειτουργό, 2) ότι, όπως προκύπτει από το 4452/16-3-2010 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου ..., το οποίο και προσκομίζεται, ο Χ. Κ. έχει ένα αδελφό με το όνομα Μ. Κ. του Σ. και της Κ.- Α. 3) ότι ο αληθινός Χ. Κ. ή Κ. ουδεμία οικογενειακή επαφή είχε με τους γονείς του, αλλά εκινείτο μακριά από αυτούς και από το έτος 1991 έως σήμερα (2011) τελούσε αξιόποινες πράξεις και περαιτέρω ότι, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο απόσπασμα της 838/1997 αποφάσεως του Δικαστηρίου Ανηλίκων του Πρωτοδικείου Αθηνών, ο αληθινός Χ. Κ. του Σ., που δικάστηκε ερήμην, κρίθηκε ανεύθυνος για διακεκριμένες κλοπές κατ' επάγγελμα και συνήθεια και χαρακτηρίστηκε ως ιδιαίτερα επικίνδυνος, όπως δε προκύπτει από την προσκομιζόμενη 250/2000 συγχωνευτική απόφαση του Μονομελούς Ανηλίκων Αθηνών, αυτός είχε καταδικαστεί για διακεκριμένες κλοπές και βάσει αυτής κρατήθηκε στις φυλακές ..από 15-1-1999 έως 24-2-2000, 4) ότι, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη 50146/15-10-2009 βεβαίωση του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού, ο Χ. Κ. κρατήθηκε στο κατάστημα αυτό από 16-4-2003 έως 3-2-2004, πλην αναφέρεται με το πατρώνυμο Ν. αντί του ορθού Σ., εν όψει δε του ότι, κατά τον άνω ισχυρισμό του αιτούντος εκδόθηκαν επ' ονόματί του οκτώ αστυνομικές ταυτότητες και του ότι οι ταυτότητες για τους οικονομικούς μετανάστες, όπως ήταν αυτός, εκδίδονται κατά δήλωση του ενδιαφερομένου, ζητεί τη διερεύνηση και του θέματος τούτου και 5) ότι ο Χ. Κ. του Σ. και της Α. καταδικάστηκε με την 3369/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για εμπορία 250 χαπιών - ναρκωτικών, φυλακίστηκε στις αγροτικές φυλακές Τίρυνθας και άσκησε την 36256/13-7-2009 αναίρεση, από την οποία παραιτήθηκε. Ότι κατά τη δίκη εκείνη, ο κατηγορούμενος Χ. Κ. πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ήταν χρήστης ναρκωτικών για ευμενέστερη μεταχείρισή του και προσκόμισε σχετική βεβαίωση του ΟΚΑΝΑ, ότι παρακολούθησε σχετικό πρόγραμμα απεξάρτησης, ενώ, όπως προκύπτει από το 13447/12-1-2010 προσκομιζόμενο έγγραφο του ΟΚΑΝΑ, ο Χ. Κ. ουδέποτε παρακολούθησε πρόγραμμα στον Οργανισμό αυτό. Τέλος, ως εναλλακτική λύση για την απόδειξη της άνω πλαστοπροσωπίας, ο αιτών ζητεί τη λήψη φωτογραφιών του Χ. Κ. ή Κ. και του αδελφού του Μ. Κ. ή Κ., άλλως να κληθούν οι αδελφοί αυτοί, ώστε οι αναφερόμενοι μάρτυρες, 14 τον αριθμό, να δηλώσουν ποιόν εκ των δυο αναγνώρισαν στη διαδικασία ενώπιον του άνω ΜΟΕ. Επί του προβαλλομένου τούτου ισχυρισμού, των επικαλουμένων και προσκομιζομένων ως άνω εγγράφων, προς απόδειξη αυτού ως νέων γεγονότων, σε συνδυασμό και προς τα ήδη πριν τη δίκη εκείνη υπάρχοντα στη δικογραφία στοιχεία, λεκτέα τα ακόλουθα: Η έκδοση ή μη οκτώ αστυνομικών ταυτοτήτων επ' ονόματι του Χ. Κ. ή Κ., ανεξαρτήτως του όποιου περιεχομένου τους, δεν δύναται να οδηγήσει στη διάγνωση ότι εχώρησε η προβαλλόμενη πλαστοπροσωπία, αφού, από το περιεχόμενο τούτων, δεν μπορεί αντικειμενικώς να διαγνωστεί η ταυτότητα εκείνου που εμφανίστηκε και δήλωσε ότι είναι ο Χ. Κ.. Επομένως, παρέλκει, ως αλυσιτελής, η περαιτέρω έρευνα περί της εκδόσεως και του περιεχομένου των επικαλουμένων οκτώ αστυνομικών ταυτοτήτων. Περαιτέρω, το ότι, κατά το πιστοποιητικό 4452/16-3-2010 του Δήμου ..., ο Χ. Κ. ή Κ. έχει έναν αδελφό με το όνομα Μ. Κ. ή Κ., τούτο, αυτό καθεαυτό, δεν αποτελεί νέο γεγονός ή απόδειξη ότι αυτός (Μ. Κ.) είναι εκείνος που εμφανίστηκε και εξετάστηκε ως μάρτυρας ως Χ. Κ. ή Κ. του Σ., αφού δεν συνοδεύεται από άλλα στοιχεία που δημιουργούν βεβαιότητα περί του ότι εχώρησε τέτοια πλαστοπροσωπία. Περαιτέρω, αναφορικά με το ότι ο Χ. Κ. δεν είχε επαφή με τους γονείς του και είχε ροπή στην τέλεση αξιοποίνων πράξεων, όπως προκύπτει από το άνω απόσπασμα της 838/1997 αποφάσεως του Δικαστηρίου Ανηλίκων, η απόφαση αυτή αναφέρεται σε παρωχημένο προηγούμενο χρόνο τέλεσης από αυτόν αξιοποίνων πράξεων, το αυτό δε ισχύει και για τις πράξεις των διακεκριμένων κλοπών που αυτός τέλεσε και για τις οποίες οι ποινές του συγχωνεύτηκαν με τη 250/2000 απόφαση του Μονομελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών, αφού και αυτές χρονικώς απέχουν από τις πράξεις που κατά την επίμαχη απόφαση του ΜΟΕ τέλεσε ο αιτών κατά του ανηλίκου αυτού. Περαιτέρω, σύμφωνα με την άνω 50141/15-12-2009 βεβαίωση του καταστήματος κράτησης Κορυδαλλού, εκείνος που κρατήθηκε από 16-4-2003 έως 3-2-2004 αναφέρεται ως Χ. Κ. του Ν. και όχι του Σ. και συνεπώς δεν προκύπτει ότι ο κρατηθείς είναι ο Χ. Κ. του Σ.. ’λλωστε, το έγγραφο τούτο ως δημόσιο δεν προσβλήθηκε ως πλαστό, η τυχόν δε ύπαρξη οκτώ ταυτοτήτων στο όνομα του Χ. Κ. δεν υποδηλώνει αντικειμενικώς ότι πρόκειται για τον πραγματικό Χ. Κ. του Σ., αλλά αντιθέτως αναφέρεται με το πατρώνυμο Ν.. Έτσι παρέλκει η περαιτέρω έρευνα περί του ότι ο κρατηθείς είναι ο Χ. Κ. του Σ. και όχι του αναφερομένου στο δημόσιο αυτό έγγραφο με το πατρώνυμο Ν.. ’λλωστε δε, μια τέτοια έρευνα αντικειμενικώς δεν θα οδηγήσει πουθενά, αφού η αποφυλάκιση του ατόμου ανάγεται σε παρωχημένο χρόνο, από δε τα αρχεία του διαληφθέντος καταστήματος βεβαιώνεται ότι ο κρατηθείς ήταν υιός του Ν. και όχι του Σ. που είναι το αληθές πατρώνυμο του πραγματικού Χ. Κ.ρά. Το γεγονός, περαιτέρω, ότι ο Χ. Κ. με την 3369/2009 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών καταδικάστηκε για παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών ή ότι ψευδώς ισχυρίστηκε ότι μετείχε σε πρόγραμμα απεξάρτησης του ΟΚΑΝΑ αντικειμενικώς δεν ενισχύει τον ισχυρισμό του αιτούντος περί πλαστοπροσωπίας, αφού το ποιός εξετάστηκε ως μάρτυρας στις 3-3-2006 παραμένει υλικό γεγονός που δεν συνδέεται με τα ανωτέρω προβαλλόμενα. Τέλος, η λήψη φωτογραφιών των αδελφών Χ. και Μ. Κ. του Σ. και η επ' αυτών εκφορά της άποψης για το ποιος είναι εκείνος που εξετάστηκε τότε (3-3-2006), ήτοι ο Χ. ή ο Μ. Κ. από τους μάρτυρες που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του ΜΟΕ, αποτελεί ενέργεια που αντικειμενικώς δεν μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή διάγνωση, διάγνωση στην οποία αντιθέτως προέβη το άνω ΜΟΕ κατά τα άνω αναφερόμενα επιχειρήματα που στηρίζονται σε ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία και παρατίθενται στην αιτιολογία της απόφασής του, κατά τη νόμιμη υποχρέωσή του, ενόψει της αμφισβητήσεως της ταυτότητας του εμφανισθέντος, να προβεί στη διάγνωση της ταυτότητας του εμφανισθέντος ενώπιόν του. Οι όποιες αντιφάσεις μεταξύ των καταθέσεων του Χ. Κ. κατά την προδικασία και εκείνης που δόθηκε ενώπιον του ακροατηρίου από τον ίδιο κατά την απόφαση του ΜΟΕ, δεν οδηγούν, άνευ ετέρου, στην κρίση ότι εχώρησε τέτοια πλαστοπροσωπία. Έτσι, τα παραπάνω στοιχεία από μόνα τους ή σε συνδυασμό με εκείνα που υπήρχαν προ της δίκης, δεν καθιστούν φανερό ότι εχώρησε πλαστοπροσωπία ούτε παρέχουν τη βεβαιότητα ότι ο αιτών είναι αθώος της εις βάρος του Χ. Κ. ή Κ. πράξεως για την οποία καταδικάστηκε και συνεπώς ο προβαλλόμενος αυτός λόγος δεν μπορεί να οδηγήσει σε λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας. Περαιτέρω, ο αιτών προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η ενοχοποιητική για αυτόν κρίση της άνω αποφάσεως του ΜΟΕ στηρίχτηκε στις ψευδείς καταθέσεις των ανηλίκων Ι. Ζ. και του αδελφού του Δ. Ζ., οι οποίοι κατέθεσαν ότι αυτός (αιτών) τέλεσε εις βάρος τους την πράξη του βιασμού, ο δε μάρτυρας Δ. Σ. δήλωσε προανακριτικώς ότι ο αιτών ουδέποτε τον βίασε αλλά ότι του έκανε πρόταση και αυτός αρνήθηκε, τα ίδια δε κατέθεσε ο μάρτυρας αυτός και ενώπιον του ΜΟΕ, ενώ ως νέα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η αθωότητά του για την πράξη που δέχτηκε ότι τέλεσε σε βάρος αυτού η άνω απόφαση του ΜΟΕ επικαλείται και προσκομίζει όσον αφορά τον Ι. Ζ. την .../7-10-2010 ένορκη τούτου βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χαράς Σπυριδόπουλου, όσον αφορά το Δ. Ζ. την .../15-7-2010 ένορκη αυτού κατάθεση ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ελένης Γραμματικοπούλου και όσον αφορά το Δ. Σ. την από 23-10-2006 υπεύθυνη δήλωσή του, την από 60-4-2010 όμοια του ίδιου και την .../12-7-2010 ένορκη βεβαίωση αυτού, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών Χαράς Σπυριδοπούλου, κατά το περιεχόμενο των οποίων οι ανωτέρω τρεις κατέθεσαν ότι δεν βιάστηκαν από τον αιτούντα. Οι παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις των Ι. Ζ. και Δ. Ζ., όπως προκύπτει από την αντιπαραβολή του περιεχομένου τους με τις καταθέσεις που αυτοί έδωσαν ενώπιον του ΜΟΕ, δεν είναι συμπληρωματικές ή τροποποιητικές σε αμφίβολα σημεία που δεν τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου του άνω ΜΟΕ, ήτοι σε σημεία που δεν γνώριζαν οι Δικαστές, αλλά είναι αντίθετες με όσα οι μάρτυρες αυτοί κατέθεσαν, έλαβαν γνώση οι δικαστές που δίκασαν και συνεκτίμησαν και με το αποδεικτικό υλικό της προδικασίας, το οποίο και αυτό γνώριζαν και συνεκτίμησαν, όπως συνεκτίμησαν και ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό που αφορούσε τον τρίτο τούτων Δ. Σ. και κατέληξαν στην κρίση περί της ενοχής του αιτούντος. Συνεπώς, οι αντιθέτου περιεχομένου ως άνω ένορκες βεβαιώσεις και υπεύθυνες δηλώσεις δεν μπορούν να αποτελέσουν νέα γεγονότα ή αποδείξεις που καθιστούν φανερό ότι ο αιτών είναι αθώος των πράξεων του βιασμού, ήτοι δεν μπορούν να αποτελέσουν λόγο επαναλήψεως της διαδικασίας, αφού δι' αυτών επιδιώκεται ο από ουσιαστικής πλευράς έλεγχος της προσβαλλόμενης ως άνω απόφασης του ΜΟΕ, δοθέντος ότι, όπως στη μείζονα σκέψη εκτέθηκε, η επανάληψη της διαδικασίας, ως στρεφόμενη κατά αμετάκλητης απόφασης, δεν αποτελεί ένδικο μέσο αλλά έκτακτη διαδικασία,. Εξάλλου, ο αιτών δεν επικαλείται ούτε προσκομίζει αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την οποία οι Ι. Ζ. και Δ. Ζ., που κατά τον αιτούντα ψευδόρκησαν ενώπιον του ΜΟΕ, να έχουν καταδικαστεί για ψευδορκία για όσα κατέθεσαν. Περαιτέρω, ο αιτών έχει υποβάλει την από 13-2-2011 μήνυση κατά του Ι. Ζ. ενώπιον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών καταμηνύοντάς τον για όσα κατέθεσε ενώπιον του ΜΟΕ και του 18ου Τακτικού Ανακριτή ως ψευδή, ενώ τα αληθή είναι εκείνα που ενόρκως βεβαίωσε και διαλαμβάνονται στην άνω ένορκη .../2010 βεβαίωσή του, πράξη για την οποία και ασκήθηκε εναντίον του Ι. Ζ. ποινική δίωξη, εκδικαζομένης της υπόθεσης στις 8-7-2011. Έτσι, όμως, δεν υπάρχει ακόμη αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση για ψευδορκία εναντίον του Ι. Ζ., από την οποία, κατά το άρθρο 525 παρ. 1 εδ. 3 και 2 ΚΠΔ, να μπορεί να βεβαιωθεί ότι η κατάθεση αυτού άσκησε ουσιώδη επιρροή στην καταδίκη του αιτούντος, οπότε υπό τις προϋποθέσεις αυτές γεννάται νόμιμος λόγος επανάληψης της διαδικασίας.
Συνεπώς, τα πιο πάνω προσκομισθέντα στοιχεία δεν κρίνονται επαρκή προς επανάληψη της διαδικασίας, αφού σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει σχετική καταδικαστική απόφαση για ψευδορκία σε βάρος του Ι. Ζ.. Η ύπαρξη τέτοιας απόφασης μελλοντικώς μπορεί να γεννήσει λόγο επανάληψης, συντρεχουσών των άνω νομίμων προϋποθέσεων (άρθρο 525 παρ. 1 εδ. 3 και παρ. 2 ΚΠΔ). Επομένως πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση, καθώς και ό,τι κρίθηκε απορριπτέο, συνακόλουθα δε και το αίτημα αναστολής εκτελέσεως της ποινής που επιβλήθηκε στον αιτούντα, το οποίο υποβλήθηκε με την αίτηση, αφού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 529 ΚΠΔ, προϋπόθεση αναστολής εκτελέσεως της ποινής, που εκτίεται δυνάμει αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης όταν αυτή ζητείται μετά την υποβολή της αιτήσεως, όπως εν προκειμένω, είναι η ευδοκίμηση της τελευταίας (ΑΠ 307/2008, 1002/2006). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να επιβληθούν στον αιτούντα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.
Απορρίπτει την από 21-2-2011 αίτηση του Μ. Δ. του Κ., κατοίκου ... και ήδη κρατουμένου στις Φυλακές , για επανάληψη της διαδικασίας που περατώθηκε αμετάκλητα με την 131α, 131, 137, 138 και 170/2006 απόφαση του ΜΟΕ Αθηνών και την 325/2008 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου, καθώς και το δια της αιτήσεως αυτής υποβληθέν αίτημα τούτου περί αναστολής εκτελέσεως της ποινής της καθείρξεως των είκοσι ενός (21) ετών, που του επιβλήθηκε με αυτές. Και
Επιβάλλει στον αιτούντα τα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.