Έτος
2008
Νόμος / διάταξη που αφορά
351 ΠΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Συρροή εγκλημάτων

 

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει τις πέντε αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων 1.Χ1, 2. Χ2, 3. Χ3, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αγγελο Νεστορίδη, 4. Χ4 και 5 Χ5 , που δεν παρέστησαν, περί αναιρέσεως της 33/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, με συγκατηγορούμενους τους 1. ..., 2. ...., 3. .... και 4. .....

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θράκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ` αυτή, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 10 και 14 Σεπτεμβρίου 2007 αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1600/2007.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των παραστάντων αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να επεκταθεί το αναιρετικό αποτέλεσμα και στους μη ασκήσαντες αίτηση αναίρεσης και να απορριφθούν ως ανυποστήρικτες οι αιτήσεις αναίρεσης των Χ4 και Χ5.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Οι 49/10-9-2007, 48/10-9-208 και 50 /10-9-2008 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των 1) Χ1 2)Χ2 και 3) Χ3 καθώς και οι από 14/9/2007 και 14/9/20007 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως (με αρ.πρωτ. 8206/18-9-2007 και 8209/18-9-207) των 1) Χ4 και 2) και Χ5, αντίστοιχα, στρεφόμενες όλες κατά της 33/2007 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θράκης, πρέπει να συνεκδικασθούν, ως συναφείς.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 513 παρ.1 εδ.γ ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει

τον αναιρεσείοντα και τους λοιπούς διαδίκους στο ακροατήριο του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Η κλήση αυτή γίνεται με επίδοση, σύμφωνα με τα άρθρα 155-161 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166.

Κατά το άρθρο 514 εδ.α του ίδιου Κώδικα, εάν ο αιτών την αναίρεση δεν εμφανισθεί, η αίτηση απορρίπτεται. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει α) από τα με ημερομηνία .....και .... αποδεικτικά επιδόσεως του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης ..... και του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ....., αντιστοίχως, και β) από τα με ημερομηνία .... και ....... αποδεικτικά επιδόσεως της αρμόδιας Αστυφύλακα ...... και του αρμόδιου Δικαστικού Επιμελητή της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου ......, αντιστοίχως, οι αναιρεσείοντες Χ4, και Χ5, κλητεύθηκαν από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα, για να εμφανισθούν δια του συνηγόρου τους στη συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, πλην όμως δεν εμφανίσθηκαν κατ` αυτήν και την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά συνέπεια, οι πιο πάνω αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως αυτών, πρέπει να απορριφθούν.

ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333, 364 παρ. 1 και 369 του ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού στοιχείου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περίπτωση δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο.

Στα πρακτικά της δημόσιας συζήτησης, που συντάσσονται, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται σε ποιο αποδεικτικό θέμα αφορά το έγγραφο, ούτε να καταχωρίζεται το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, ούτε το πρόσωπο που τα προσκόμισε.

Αρκεί να αναφέρονται στα πρακτικά τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του σε τρόπο που μπορεί να διαγνωσθεί ότι αναγνώσθηκε όλο το περιεχόμενό του, και ο κατηγορούμενος, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά του, να έχει κάθε ευχέρεια να ασκήσει το από το άρθρο 358 ΚΠΔ πιο πάνω δικαίωμά του, δεδομένου μάλιστα ότι, εφόσον συντελείται η ανάγνωση των εγγράφων αυτών, παρέχεται η δυνατότητα στον κατηγορούμενο να προβεί σε δηλώσεις και εξηγήσεις, που είναι σχετικές με το περιεχόμενό τους, αφού η δυνατότητα αυτή λογικώς δεν εξαρτάται μόνο από τον τρόπο με τον οποίο αναφέρονται στα πρακτικά τα αναγνωσθέντα έγγραφα.

Διαφορετικό είναι το ζήτημα, εάν, από την αόριστη αναφορά της ταυτότητας ενός εγγράφου, που αναγνώσθηκε, δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης ως προς το αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του το έγγραφο αυτό και αν στήριξε ή όχι σ` αυτό την κρίση του, οπότε όμως δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, για έλλειψη αιτιολογίας.

Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ίδιου Κώδικα, εκτείνεται όχι μόνον στην κρίση για την ενοχή, αλλά περιλαμβάνει και την αναφορά των αποδεικτικών μέσων, από τα οποία το Δικαστήριο οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση.

Τα αποδεικτικά μέσα, δηλαδή, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο, όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά.

Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λ.π.), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα.

Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό και το διατακτικό της προσβαλλόμενης 33/2007 απόφασης, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο που την εξέδωσε,κήρυξε ενόχους τους κατηγορούμένους- αναιρεσείοντες και ειδικότερα 1) τον Χ1 για την αξιόποινη πράξη της μαστροπείας, κατ` επάγγελμα, από κοινού και κατ` εξακολούθηση (349 παρ. 3 ΠΚ, ως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως του με τη διάταξη του άρθρου 8 Ν. 3064/15.10.2002) και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 € ημερησίως, και σε χρηματική ποινή τεσσάρων χιλιάδων ευρώ (4.000 €), 2) τον Χ2 για την αξιόποινη πράξη της σωματεμπορίας κατά συρροή και κατ` εξακολούθηση και του επέβαλε συνολική ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς 4,40 € ημερησίως, και σε συνολική χρηματική ποινή επτά χιλιάδων ευρώ (7.000 €) και 3) τον Χ3, για την αξιόποινη πράξη της απλής συνέργειας σε σωματεμπορία και του επέβαλε ποινή φυλακίσεως δεκατεσσάρων (14) μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία, και σε χρηματική ποινή χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 €).

Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο στήριξε την περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίση του, εκτός από άλλες αποδείξεις, και σε όλα τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά, προσδιοριζόμενα κατ` αύξοντα αριθμό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι "καταθέσεις των απόντων μαρτύρων".

Επίσης στα πρακτικά της δίκης αναφέρεται ότι "αναγνώσθηκαν από τον Πρόεδρο στο ακροατήριο οι καταθέσεις (προανακριτικές και ανακριτικές) των απόντων μαρτύρων".

Στα ίδια πρακτικά γίνεται αναφορά ότι ο Εισαγγελέας παρέδωσε στον Πρόεδρο τονκατάλογο των μαρτύρων που κλητεύθηκαν για να υποστηρίξουν την κατηγορία, τα ονόματα των οποίων εκφωνήθηκαν και βρέθηκαν παρόντες οι αναφερόμενοι σε αυτά.

Με την εκφώνηση, συνεπώς, του καταλόγου των μαρτύρων, κατέστησαν γνωστά τα ονόματα των απόντων μαρτύρων, ενώ, με την ανάγνωση αυτών των εγγράφων καταθέσεών τους, κατέστη γνωστό, τόσο το περιεχόμενό τους, όσο και τα προσδιοριστικά αυτών στοιχεία (ονοματεπώνυμο μάρτυρος, ημεροχρονολογία καταθέσεως κλπ) στους κατηγορουμένους αναιρεσείοντες, οπότε αυτοί είχαν πλήρη δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με το περιεχόμενό τους, γεγονός που δεν εξαρτήθηκε από τον τρόπο προσδιορισμού τους στα πρακτικά της δίκης.

Ετσι, αφενός μεν, με την πιο πάνω αναφορά των εγγράφων αυτών στα πρακτικά της δίκης, επαρκώς προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και δεν ήταν αναγκαία ειδικότερη αναφορά πρόσθετων στοιχείων προσδιορισμού τους, και οι κατηγορούμενοι- αναιρεσείοντες, γνωρίζοντας πλήρως την ταυτότητά τους, είχαν κάθε ευχέρεια να ασκήσουν τα από το άρθρο 358 ΚΠΔ δικαιώματά τους, αφετέρου, με την ειδική αναφορά στην αρχή του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο, συνεκτίμησε, μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων, που αναφέρει και τις καταθέσεις αυτές των απόντων μαρτύρων που αναγνώσθηκαν, ουδεμία δημιουργείται ασάφεια από το αιτιολογικό της απόφασης, ως προς το αν το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τα έγγραφα αυτά που αναγνώσθηκαν, ούτε ήταν αναγκαία η μνεία και ειδικότερη αναφορά κάθε επιμέρους εγγράφου.

Ως εκ τούτου, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο ορθώς έλαβε υπόψη τους τα πιο πάνω αποδεικτικά στοιχεία.

Επομένως, ο πρώτος, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α ΚΠΔ, ταυτόσημος κατά το περιεχόμενο, λόγος αναίρεσης και των τριών συνεκδικαζομένων αιτήσεων αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια της κατά το άρθρο 171 παρ. 1 ΚΠΔ απόλυτης ακυρότητας κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, με την αιτίαση ότι το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, προς στήριξη της περί ενοχής των αναιρεσειόντων κρίσης του, έλαβε υπόψη του τα πιο πάνω έγγραφα που αναγνώσθηκαν, χωρίς να προσδιορίζεται η ταυτότητά τους και κατά επιπλέον στοιχεία, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Ομοίως αβάσιμος και απορριπτέος είναι και ο συναφής, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠΔ, επίσης ταυτόσημος κατά το περιεχόμενο, δεύτερος λόγος αναίρεσης και των τριών αιτήσεων αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, διότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έγγραφα που δεν προδιορίζεται η ταυτότητά τους. 

ΙV. Κατά το άρθρο 349 παρ. 3 εδ. α του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρ. 7 του ν. 3064/15-10-2002, όποιος κατ` επάγγελμα ή από κερδοσκοπία προάγει στην πορνεία γυναίκες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δεκαοκτώ μηνών και με χρηματική ποινή.

Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, η προαγωγή στην πορνεία συνίσταται στην παρακίνηση, με οποιονδήποτε τρόπο, γυναίκας, που δεν έχει ακόμη πορνευθεί, να παρέχει κατά συνήθεια σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό προσώπων αντί χρημάτων ή άλλης αμοιβής, χωρίς να απαιτείται και το άμεμπτο των ηθών της ή της ανηλικότητά της.

Ο δράστης ενεργεί κατ` επάγγελμα, σύμφωνα με το άρθρο 13 εδ. στ του ΠΚ, όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ από κερδοσκοπία ενεργεί αυτός, όταν αποβλέπει σε πορισμό εισοδήματος, που αρκεί να προέρχεται και από μία μόνο γυναίκα, ανήλικη ή ενήλικη, έστω και μία φορά.

Περαιτέρω, κατά την παρ.1β του άρθρου 351 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρ. 8 του ν. 3064/15-10-2002, όποιος, για να εξυπηρετηθεί την ακολασία άλλων με τη βία, με απατηλά μέσα, απειλές με επιβολή ή κατάχρηση εξουσίας ή με κάθε άλλο εξαναγκαστικό μέσο προσλαμβάνει η παρασύρει ενήλικη γυναίκα με σκοπό την πορνεία, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους μέχρι τριών ετών και με χρηματική ποινή, αν δεν συντρέχει περίπτωση βαρύτερης αξιόποινης πράξης.

Κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου, οι ποινές αυτές επιβάλλονται και αν ακόμη οι κατ` ιδίαν πράξεις που απαρτίζουν τα συστατικά στοιχεία των παραπάνω εγκλημάτων εκτελέστηκαν σε διάφορες επικράτειες.

Εξάλλου, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 περιπτ. Ε του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ποινικής διατάξεως.

Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε.

Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα, και ορισμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία, ή

κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στην ίδια αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Aρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο Χ2 κηρύχθηκε ένοχος της αξιόποινης πράξης της σωματεμπορίας κατά συρροή και κατ` εξακολούθηση, δηλαδή του ότι, για να εξυπηρετήσει την ακολασία των άλλων, παρέσυρε διάφορες ενήλικες γυναίκες, με σκοπό την πορνεία, μεταξύ δε αυτών και την Γ1.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, "σε μη επακριβώς διακριβωθείσες ημερομηνίες του διαστήματος μεταξύ των μηνών Αυγούστου -Σεπτεμβρίου του έτους 2002, επέβαλε ο Χ2 στην Γ1 να μεταβεί στην Κω .........και στη συνέχεια από την Κω της επέβαλε να μεταβεί στο ... Ν. Eβρου όπου την παρέδωσε στον Ζ1(συγκατηγορούμενο του αναιρεσείοντος ), με τον οποίο είχε συμφωνήσει να του παραδώσει την ίδια, με σκοπό, ο τελευταίος που όπως αυτός γνώριζε, στον ίδιο τόπο, διατηρεί το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο "...." να την εκμεταλλευθεί, παρακινώντας την να εκδίδεται σε τρίτους έναντι αμοιβής".

Περαιτέρω, κηρύχθηκε ένοχος για το ότι, "σε μη επακριβώς διακριβωθείσες ημερομηνίες , πριν από τις 15-10-2002, επέβαλε ο Χ2 στη Γ1 να μεταβεί στο .... Ν. Ροδόπης.........και στη συνέχεια (από εκεί) της επέβαλε να μεταβεί στο ...... Ν. Ροδόπης, όπου την παρέδωσε στον Ζ2 (συγκατηγορούμενό του), που, όπως γνώριζε στον ίδιο τόπο διατηρεί το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο "......" και ο τελευταίος την παρέλαβε από αυτόν, με σκοπό να την εκμεταλλευθεί, παρακινώντας την να εκδίδεται σε τρίτους έναντι αμοιβής".

Ο αναιρείων Χ2, με τα όσα διαλαμβάνει στον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει τις αιτιάσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με τις πιο πάνω παραδοχές της περιέπεσε σε αντιφάσεις, καθιστώντας έτσι δυσχερή τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, αναφορικά με την κήρυξη της ενοχής του, διότι, προβαίνοντας στην κρίση του για την κατηγορία που βάρυνε τους συγκατηγορούμενούς του Ζ1 και Ζ2, κήρυξε αυτούς αθώους για τις πιο πάνω πράξεις και ειδικότερα, τον μεν Ζ1 του ότι " στο ...... Ν. Eβρου, όπου διατηρεί κι εκμεταλλεύεται το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο "...." κατά την περίοδο μεταξύ του τέλους του μηνός Σεπτεμβρίου έως αρχές Οκτωβρίου του έτους 2002, με την υπόσχεση ότι θα λάβει από αυτόν αμοιβή παρακινούσε τη Γ1 να παρέχει έναντι χρηματικού ανταλλάγματος σαρκικές ηδονές σε αόριστο αριθμό ανδρών, που για το σκοπό αυτό έρχονταν στο κατάστημά του", τον δε Ζ2,του ότι "στο ..... Ν. Ροδόπης, όπου διατηρεί το κατάστημα με το διακριτικό τίτλο "......" κατά το διάστημα πριν από τις 15 Οκτωβρίου του έτους 2002 έως την 22-02-2003, παρακινούσε τη Γ1 να παρέχει σαρκικές ηδονές σε διάφορους άνδρες που για το σκοπό αυτό έρχονταν στο κατάστημα του έναντι ποσού που εισέπραττε απ` αυτούς ύψους εβδομήντα ευρώ (70 €)". Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες.

Το έγκλημα της σωματεμπορίας, για το οποίο κρίθηκε ένοχος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, ολοκληρώθηκε μόλις, κατά τις παραδοχές της απόφασης, η παθούσα Γ1 "παρασύρθηκε" από αυτόν για την γενετησία εκμετάλλευση ("με σκοπό την πορνεία"), χωρίς να είναι ανάγκη αυτή στη συνέχεια να εκπορνεύθηκε πράγματι, ούτε είναι προϋπόθεση, για την τέλεση του εν λόγω εγκλήματος, το πρόσωπο, στο οποίο ο δράστης του εγκλήματος παρέδωσε την παθούσα "με σκοπό την πορνεία", να διαπράξει το έγκλημα της μαστροπείας, πολύ δε περισσότερο να καταδικαστεί για την πράξη αυτή.

Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ2, για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 47 παρ. 1 ΠΚ, όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1 στ. β` του προηγούμενου άρθρου, παρέσχε με πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδρομή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως που διέπραξε, τιμωρείται ως συνεργός με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).

Από το συνδυασμό της παραπάνω διατάξεως και εκείνης του άρθρου 351 ΠΚ, προκύπτει ότι απλός συνεργός σε σωματεμπορία είναι όποιος, με θετική ή αποθετική του ενέργεια, με πρόθεση παρέχει στον αυτουργό, πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξεως, την οποία ο τελευταίος τελεί, οποιαδήποτε υλική ή ψυχική συνδρομή, η οποία, χωρίς να είναι άμεση, συντελεί στην τέλεση της πράξεως από τον αυτουργό.

Ο δόλος του απλού συνεργού συνίσταται στη γνώση του για την από τον αυτουργό τέλεση ορισμένης άδικης πράξεως, που αντικειμενικά συνιστά έγκλημα (και εν προκειμένω σωματεμπορία) και τη βούληση να συμβάλει στην τέλεση αυτής από τον αυτουργό. Η συνδρομή του απλού συνεργού δύναται να είναι είτε υλική είτε ψυχική.

Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Χ3 κηρύχθηκε ένοχος για απλή συνέργεια σε σωματεμπορία, που τελέστηκε από τον συγκατηγορούμενό του Χ2, ότι δηλαδή έχοντας σκοπό να εξυπηρετήσει την ακολασία τρίτων και ενεργώντας κατά τη διάρκεια και στην εκτέλεση εκ μέρους του Χ2 της πράξεως να παρασύρει ενήλικη γυναίκα με σκοπό την πορνεία, παρείχε απλή συνδρομή στον τελευταίο.

Ειδικότερα, σύμφωνα πάντα με τις παραδοχές της αποφάσεως, "ο Χ2, στη Μόσχα της Ρωσίας, για να εξυπηρετήσει την ακολασία τρίτων με την Δ1, μέσω δηλώσεων που απευθύνθηκαν προς αυτήν από αυτόν τον ίδιο και από άλλα άγνωστα πρόσωπα, με τα οποία αυτός συνεργάζεται στη Ρωσία, της παρουσιάσθηκε ως εκείνος, με τη συνδρομή του οποίου θα εξασφάλιζε νόμιμη θέση εργασίας ως σερβιτόρα σε κατάστημα στην Ελλάδα, ενώ στην πραγματικότητα είχε σκοπό να την παραδώσει στην πορνεία.

Με τον τρόπο αυτό, στην προαναφερόμενη (δηλαδή στην Δ1) δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι στην Ελλάδα θα εργαζόταν νομίμως ως σερβιτόρα και, αγνοώντας η ίδια, ότι ο σκοπός του Χ2 ήταν να την παραδώσει στην πορνεία, εμπιστεύθηκε τον τελευταίο, αποδεχόμενη να ακολουθήσει τις οδηγίες του, ώστε, αφού αποκτήσει άδεια παραμονής στην Ελλάδα, να προσληφθεί και να αναλάβει εργασία ως σερβιτόρα σε κατάστημα που αυτός θα της υπεδείκνυε.

Για την έκδοση της άδειας παραμονής στην Ελλάδα της προαναφερόμενης, που ήταν απολύτως αναγκαία ώστε να επιτύχει ο Χ2 να την παρασύρει, με σκοπό να την παραδώσει στην πορνεία, ο Χ3 για τον ίδιο σκοπό, γνωρίζοντας όσα παραπάνω εκτέθηκαν, μετά από συνεννόηση με εκείνον (Χ2) και κατόπιν υποδείξεως αυτού, την 11η-08-2002 στο Δημαρχείο της Τασκένδης, τέλεσε γάμο με την Δ1, η οποία δεν τον γνώριζε.

Στη συνέχεια εκδόθηκε η άδεια παραμονής ........". Ο αναιρείων ο Χ3, με τα όσα διαλαμβάνει στον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, προβάλλει τις αιτιάσεις ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 47 παρ. 1 και 351 παρ. 1 ΠΚ (ως το τελευταίο ίσχυε προ της τροποποιήσεως του με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3064/2002 47 παρ.1β του ΠΚ), διότι, κατά τις πιο πάνω παραδοχές της, η περιγραφόμενη σε αυτή συνδρομή του δόθηκε μετά την τέλεση της κύριας πράξης της σωματεμπορίας του αυτουργού συγκατηγορουμένου του Χ2 και, επομένως, δεν είναι δυνατή καμίας μορφής συνέργεια (άμεσης ή απλής).

Ειδικότερα, ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η συνδρομή του στην τέλεση της αξιόποινης πράξης της σωματεμπορίας από τον συγκατηγορούμενό μου Χ2, συνίστατο στην τέλεση του γάμου του με την Δ1, προκειμένου να εκδοθεί η άδεια παραμονής αυτής στην Ελλάδα, η οποία δόθηκε, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αφού η Δ1 είχε ήδη εμπιστευθεί τον συγκατηγορούμενό του Χ2, το έγκλημα του οποίου θεωρείται τετελεσμένο τη στιγμή της σύναψης της συμφωνίας πρόσληψης ή από τη στιγμή που η Δ1 εμπιστεύθηκε τον δράστη, δηλαδή πριν από την τέλεση του γάμου μαζί της. Οι αιτιάσεις αυτές είναι αβάσιμες.

Πράγματι το έγκλημα του αυτουργού θεωρείται τελεσμένο από τη στιγμή που η παθούσα εμπιστεύθηκε τον δράστη, όμως, κατά παραδοχές της αποφάσεως, η παθούσα παρασύρθηκε από τον Χ2 και τον εμπιστεύθηκε, αποδεχόμενη να ακολουθήσει τις οδηγίες του, ώστε "αφού αποκτήσει άδεια παραμονής στην Ελλάδα, να προσληφθεί και να αναλάβει εργασία ως σερβιτόρα σε κατάστημα που αυτός θα της υπεδείκνυε", η έκδοση δε της αδείας αυτής "ήταν απολύτως αναγκαία ώστε να επιτύχει ο Χ2 να την παρασύρει με σκοπό να την παραδώσει στην πορνεία".

Επομένως, κατά τις σαφείς αυτές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η παθούσα πείστηκε, εμπιστεύθηκε και παρασύρθηκε από τον Χ2, όταν εκδόθηκε η άδεια παραμονής της στην Ελλάδα, τότε δε και ολοκληρώθηκε η τέλεση του εγκλήματος από τον αυτουργό, και, επομένως, η κατά τον πιο πάνω τρόπο παρασχεθείσα συνδρομή του αναιρεσείοντος, δόθηκε πριν από την τέλεση της κυρίας πράξεως.

Οι προαναφερόμενες δε παραδοχές της αποφάσεως αποτελούν νοηματική ενότητα και δεν δέχεται αντιφατικά η απόφαση, όπως εσφαλμένα ο αναιρεσείων υπολαμβάνει, ότι, αρχικά, η Δ1 εμπιστεύθηκε τον Χ2, κατά τις συζητήσεις που είχε μαζί του στη Ρωσία κι έλαβε την απόφαση να έλθει στην Ελλάδα, στη συνέχεια, δε, εντελώς αντιφατικά, δέχεται ότι η έκδοση άδειας παραμονής, στην οποία συνίσταται η δική του συνδρομή, ήταν αναγκαία για να την παρασύρει.

Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠΔ, τρίτος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος Χ2, για εσφαλμένη εφαρμογή των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και για έλλειψη νόμιμης βάσης της προσβαλλόμενης απόφασης, με τις πιο πάνω αιτιάσεις, είναι αβάσιμος και απορριπτέος

Mετά από αυτά και την απόρριψη όλων των λόγων των συνεκδικαζομενων αιτήσεων, πρέπει αυτές να απορριφθούν και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει τις 49/10-9-2007, 48/10-9-2007 και 50/10-9-2007 αιτήσεις (εκθέσεις) αναιρέσεως των 1) Χ1, 2) Χ2 και 3)Χ3 καθώς και τις από 14/9/2007 και 14/9/20007 αιτήσεις (δηλώσεις) αναιρέσεως (με αρ.πρωτ. 8206/18-9-2007 και 8209/18-9-207) των 1) Χ4 και 2) και Χ5, αντίστοιχα