Έτος
1993
Νόμος / διάταξη που αφορά
359 ΠΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Κριτήρια οικονομικής αδυναμίας της εγκυμονούσης

 

Επειδή κατά το άρθρο 359 εδ. α' του ΠΚ, όποιος εγκαταλείπει σε απορία ή με άλλο τρόπο αβοήθητη μία γυναίκα που έμεινε από αυτόν έγκυος και που λόγω της εγκυμοσύνης ή του τοκετού της δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι τα στοιχεία του εγκλήματος της εγκαταλείψεως εγκύου είναι, α) η εγκατάλειψη γυναίκας εγκύου, β) η εγκατάλειψη να έγινε από εκείνον που κατέστησε αυτή έγκυο, γ) η εγκατάλειψη της εγκύου σε απορία, ήτοι σε κατάσταση κατά την οποία αυτή στερείται των αναγκαίων μέσων για τη συντήρησή της, ή η εγκατάλειψη αυτής αβοήθητης, εφόσον έχει ανάγκη βοηθείας συνεπεία των από την κύηση ή τον τοκετό προκληθεισών δυσμενών ψυχικών και άλλων συνθηκών, δ) η αδυναμία της εγκύου, λόγω της εγκυμοσύνης ή του τοκετού, να φροντίσει για τον εαυτό της, ώστε να πορισθεί τα αναγκαία για τη συντήρησή της μέσα ή να αντιμετωπίσει την κατάσταση που δημιουργείται γι' αυτήν από τις ως άνω δυσμενείς συνθήκες, ε) η πραγματική δυνατότητα του υπαιτίου να παράσχει σ' αυτή την αναγκαία υλική ή άλλη μη περιουσιακή βοήθεια και στ) ο δόλος του υπαιτίου, έστω και ενδεχόμενος, που ενέχει τη θέληση αυτού να εγκαταλείψει την ευρισκόμενη σε τέτοια ανάγκη έγκυο αβοήθητη. Η αναγνώριση της πατρότητος του τέκνου από τον εξώγαμο πατέρα δεν αποτελεί στοιχείο του άνω εγκλήματος. Εξ άλλου ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. ε' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εσφαλμένως εφήρμοσε ουσιαστική ποινική διάταξη. Τέτοια πλημμέλεια υφίσταται όταν δεν αναφέρονται στην προσβαλλομένη απόφαση με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος από τον Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής υπαγωγής τους στη διάταξη του νόμου που εφαρμόστηκε από το δικαστήριο της ουσίας, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, από το αιτιολογικό σε συνδυασμό προς το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Τριμελές Εφετείο Ιωαννίνων, που δίκασε ως εφετείο, δέχτηκε ανελέγκτως, μετά από αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα πολιτικώς ενάγουσα Σ.Σ., μαθήτρια Λυκείου, το έτος 1986, στα Ιωάννινα, συνδέθηκε ερωτικώς με τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, ο οποίος ήλθε με αυτή σε σαρκική επαφή και την κατέστησε έγκυο, έτεκε δε αυτή κατά την 19 Μαϊου θήλυ τέκνο. Ο αναιρεσείων γνώριζε την εγκυμοσύνη της εγκαλούσας από τους πρώτους μήνες της, κατόπιν ανακοινώσεως σ' αυτόν από την ίδια όταν διαπίστωσε το γεγονός, καθώς και ότι αυτή προερχόταν από την σαρκική του με εκείνη συνάφεια. Επίσης ο αναιρεσείων γνώριζε, κατά το από 10-4-1987 μέχρι 10-7-1987 χρονικό διάστημα, ότι η εγκαλούσα ευρίσκετο σε απορία και είχε οικονομική ανάγκη για τη συντήρησή της, λόγω αδυναμίας της, από την εγκυμοσύνη και τον επακολουθήσαντα τοκετό, να εργασθεί και να φροντίσει για τον εαυτό της και ότι αυτή είχε ανάγκη ηθικής συμπαραστάσεως προς αντιμετώπιση των ηθικών και κοινωνικών προβλημάτων που δημιουργεί σε μία ανήλικη ακόμη γυναίκα η εξώγαμη εγκυμοσύνη. Παρ' όλα αυτά ο αναιρεσείων, καίτοι είχε κατά το άνω χρονικό διάστημα την οικονομική δυνατότητα, ως συνεργαζόμενος με τον Ι.Σ. σε επιχείρηση εμπορίας ειδών κομμωτηρίου και χαρτικών οικιακής χρήσεως, από την οποία δραστηριότητά του απεκόμιζε 70.000 δραχμές τουλάχιστο μηνιαίως, δεν παρέσχε στην εγκαλούσα καμμία οικονομική βοήθεια, ούτε συμπαραστάθηκε σ' αυτή ηθικώς, αν και μπορούσε, αλλά εγκατέλειψε αυτή κυριολεκτικά στην τύχη της. Ενόψει αυτών, το παραπάνω δικαστήριο, το οποίο κήρυξε τον αναιρεσείοντα ένοχο του εγκλήματος της εγκαταλείψεως εγκύου και καταδίκασε αυτόν σε φυλάκιση 10 μηνών, διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφαση με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία και θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά τα στοιχεία του άνω εγκλήματος και ορθώς υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης σκέψεως, την οποία διάταξη δεν παρεβίασε εκ πλαγίου. Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νομίμου βάσεως και εντεύθεν παραβιάσθηκε εκ πλαγίου η παραπάνω ουσιαστική ποινική διάταξη, είναι αβάσιμος.

Επειδή ο Αρειος Πάγος ελέγχει μόνον τη νομική ορθότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως και την τήρηση ορισμένων δικονομικών τύπων, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση των πορισμάτων της αποδεικτικής διαδικασίας, περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το αρμόδιο δικαστήριο της ουσίας. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση περί της επί των πραγμάτων ανέλεγκτης ακυρωτικώς κρίσεως του δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτος.

Επειδή από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποίαν εκδόθηκε η προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει, ότι η πολιτικώς ενάγουσα Σ.Σ., ζήτησε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εκ 14.000 δραχμών, χωρίς να προβάλει αίτημα επιδικάσεως τόκων επί του ποσού αυτού. Εξ άλλου, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα στην καταβολή του παραπάνω χρηματικού ποσού εντόκως νομίμως από της 10-10-1989. Ετσι το παραπάνω δικαστήριο έχει υπερβεί κατά τούτο την εξουσία του και ο εκ του άρθρου 510 παρ. 1 εδ. θ' του ΚΠΔ πρώτος λόγος της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως είναι βάσιμος. Μετά ταύτα, πρέπει να αναιρεθεί μερικώς η προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει του ότι η υπόθεση δεν έχει ανάγκη παραπομπής στο δικαστήριο της ουσίας προς διευκρίνηση, να απαλειφθεί, με την παρούσα απόφαση, η περί επιδικάσεως τόκων διάταξη της προσβαλλομένης αποφάσεως.