Επειδή, επί απαλλακτικού βουλεύματος, υπάρχει η από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτουμένη ειδική καιεμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας συνιστά λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. έ του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι συλλογισμοί, με τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι με βάση τα πραγματικά περιστατικά δεν προκύπτουν σοβαρές (αποχρώσεις) ενδείξεις προς παραπομπή του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη.
Στην προκειμένη περίπτωση ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά τουκατηγορουμένου, Α) κατόπιν της από 11.1.1991 εγκλήσεως της ήδη αναιρεσειούσης-πολιτικώς εναγούσης για α) ακούσιααπαγωγή, με σκοπό την ακολασία (άρθρ. 327 παρ. 1-β ΠΚ), β) απόπειρα βιασμού, κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 336 παρ. 1, 42 παρ. 1 και 98 ΠΚ), γ) απειλή κατ' εξακολούθηση (άρθρ. 333 98 ΠΚ), δ) εξύβριση (άρθρ. 361 ΠΚ) και ε) παράνομη οπλοφορία (άρθρ. 10 παρ. 1, 13 ν. 2168/93), πράξεις που φέρονται ότι διεπράχθησαν από αυτόν εις βάρος της αναιρεσείουσας την 9 Ιανουαρίου 1991 και Β) κατόπιν της από 1.7.1991 εγκλήσεως της ιδίας, για απόπειρα ανθρωποκτονίας από κοινού με τον Θ.Κ. εις βάρος της ίδιας και του υιού της Ο.Β. Όπως από το προσβαλλόμενο βούλευμα προκύπτει, το Συμβούλιο Εφετών, που το εξέδωσε με δικές του σκέψεις και με συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως, δέχθηκε ότι από τις αναφερόμενες αποδείξεις, προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Α) ως προς τα
καταγγελλόμενα με την από 11.1.1991 έγκληση: Η εγκαλούσα είχε ερωτικό δεσμό με τον κατηγορούμενο, τον οποίο είχε διακόψει λίγους μήνες πριν από την 9.1.1991, είχε δε συστήσει με αυτόν και ομόρρυθμη εταιρεία, με αντικείμενο την εκμετάλλευση τουριστικού γραφείου.
Αυτόπτης μάρτυρας των καταγγελλομένων, με την έγκλιση αυτή δεν υπάρχει οι εξετασθείσες μάρτυρες Α.Ψ και Α.Τ. δεν έχουν ιδίαν αντίληψη και κατέθεσαν όσαν η εγκαλούσα είπε σ' αυτές ότι συνέβησαν είναι δε η μεν πρώτη μητέρα της εγκαλούσης η δε δευτέρα υπάλληλος αυτής στο τουριστικό της γραφείο. Για τους λόγους αυτούς δεν κρίνονται από το Συμβούλιο οι καταθέσεις των μαρτύρων, αυτών ικανές να θεμελιώσουν αποχρώσεις ενδείξεις. Περαιτέρω, το Συμβούλιο δεν κρίνει αξιόπιστη και την εγκαλούσα και προς αιτιολόγηση της γνώμης του αυτής εκθέτει σειράν σκέψεων. Και συγκεκριμένα ότι, ενώ δεν υπάρχουν άλλα αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία και ο κατηγορούμενος αρνείται τις πράξεις αυτές, οι συνθήκες υπό τις οποίες φέρονται τελεσθείσες δημιουργούν πολλά ερωτηματικά και κλονίζουν την αξιοπιστία της εγκαλούσης, διότι έρχονται σε αντίθεση με τη λογική και την κοινή πείρα.
Πράγματι (εκτίθεται στο σκεπτικό του βουλεύματος) είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι η μηνύτρια απήχθη παρά τη θέλησή της στις 9 το πρωί σε πολυσύχναστο δρόμο του Χαλανδρίου και δεν μπόρεσε να διαφύγει από τον κατηγορούμενο, αν και πέρασαν από κατοικημένες περιοχές και πολυσύχναστους δρόμους, όπου υπήρχαν όχι μόνονδιαβάτες, αλλά και αστυνομικοί και ενώ μάλιστα ο κατηγορούμενος σε κάποια στιγμή σταμάτησε το αυτοκίνητο σε κεντρικό δρόμο για να πάρει τσιγάρα. Δεν είναι επίσης πιστευτό ότι μεσολάβησαν τέσσαρεςαπόπειρες βιασμού και παρά ταύτα ο κατηγορούμενος την επανέφερε ειρηνικά στο σπίτι της. Δεν μπορεί να γίνει πιστευτό ότι η εγκαλούσα ενώ απήχθη ακουσίως και υπέστη τέσσαρες απόπειρες βιασμού, απειλές και εξυβρίσεις, όπως ισχυρίζεται, δεν έσπευσε να καταγγείλει τις πράξεις αυτές αμέσως μετά την επιστροφή στο σπίτι της, ούτεεξετάσθηκε από ιατρό για τη διαπίστωση ιχνών σωματικής βίας. Αντιθέτως όπως κατατίθεται από την μάρτυρα Τ. η εγκαλούσα μετέβη κανονικά το απόγευμα της ημέρας εκείνης (9.1.91) στο τουριστικό της γραφείο. Και καταλήγει το Συμβούλιο Εφετών, ότι από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η εγκαλούσα επιβιβάσθηκε στο αυτοκίνητο τουκατηγορουμένου με τη θέλησή της και παρέμεινε μαζί του επί έξι τουλάχιστον ώρες, συζητώντας για τις οικονομικές διαφορές που είχαν και δεν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε τις πράξεις που του αποδίδονται με την έγκληση αυτή. Β) Ως προς την απόπειρα ανθρωποκτονίας εκτίθεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι από τις ίδιες αποδείξεις προέκυψε ότι πράγματι ο κατηγορούμενος(αναιρεσίβλητος) την νύκτα της 30.6.1991, οδηγώντας το ΙΧ αυτοκίνητό του, επί του οποίου επέβαινε και ο συγκατηγορούμενός του Θ.Κ., επέπεσε με το οπίσθιο μέρος αυτού στη βιτρίνα του γραφείου της εγκαλούσας και την έσπασε. Για την πράξη του αυτή, κατόπιν εγκλήσεως του ιδιοκτήτη του καταστήματος παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος (αναιρεσίβλητος) να δικασθεί για φθορά ξένης ιδιοκτησίας. Αλλά από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι είχε πρόθεση με την ενέργειά του αυτή να φονεύσει την εγκαλούσα και τον υιό της. Τέτοια ανθρωποκτόνο πρόθεση ούτε η εγκαλούσα ισχυρίζεται με την, ως άνω, για την ενέργεια αυτή του κατηγορουμένου τούτου, υποβληθείσα έγκλησή της. Ενόψει όλων αυτών, το Συμβούλιο Εφετών έκρινε, ότι δεν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για παραπομπή του αναιρεσιβλήτου για τις ως άνω πράξεις και, αφού εξαφάνισε το πρωτοβάθμιο βούλευμα (παραπεμπτικό), απεφάνθη ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία. Με αυτά που εκτίθενται στο προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχεται σ' αυτό η από τιςμνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη για απαλλακτικό βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα εγκλήματα, εκτός από αυτό της παρανόμου οπλοφορίας, για το οποίο δεν διαλαμβάνεται απολύτως τίποτε, αφού εκτίθενται τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, οι αποδείξεις που θεμελίωσαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε το Συμβούλιο ότι δεν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για παραπομπή του κατηγορουμένου για τις ως άνω πράξεις της ακούσιας απαγωγής, της απόπειρας βιασμού, της απειλής, της εξυβρίσεως και της αποπείρας ανθρωποκτονιών. Συνεπώς, καθόσον αφορά τα αδικήματα αυτά ο περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας λόγος αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Καθόσον, όμως, αφορά το έγκλημα της παρανόμου οπλοφορίας, ο λόγος αυτός είναι βάσιμος και συνεπώς πρέπει, ως προς το έγκλημα αυτό, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές (άρθρ. 485 παρ. 1 και 519 ΚΠολΔ).
Η αντίθετη πρόταση του Αντεισαγγελέως Χ. Αναστασόπουλου έχει ως εξής:
"Σε απαλλακτικό βούλευμα υπάρχει έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ επιβαλλόμενης ειδικής καιεμπεριστατωμένης αιτιολογίας που ιδρύει λόγο αναιρέσεως σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1 ε' ΚΠΔ, όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό ταπραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία αποκλείουν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση τουαποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος οι αποδείξεις από τις οποίες αυτά προέκυψαν, καθώς και οι σκέψεις με βάση τις οποίες το Συμβούλιο κατέληξε στην κρίση ότι δεν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την πράξη για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη (ΑΠ 2142/1992(Συμβούλιο) ΠοινΧρ ΜΓ' 38, ΑΠ 204/1992 (Συμβούλιο) ΠοινΧρ ΜΒ' 408 κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με δικές του σκέψεις και συμπληρωματική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα του ότι "από τις καταθέσεις των μαρτύρων, σε συνδυασμό α) την απολογία του πρώτου των κατηγορουμένων Γ.Γ., και όλα τα υπάρχοντα στη δικογραφία έγγραφα, δεν προκύπτουν αποχρώσες ένδειξη ότι τελέστηκαν οι πράξεις για τις οποίες παραπέμφθηκε να δικαστεί ο εκκαλών κατηγορούμενος με το εκκαλούμενο βούλευμα, της ακούσιας απαγωγής με σκοπό την ακολασία, της απόπειρας βιασμού κατ' εξακολούθηση, της εξυβρίσεως και της παράνομης απόπειρας
ανθρωποκτονίας από κοινού την οποία φέρεται ότι τέλεσε με τον συγκατηγορούμενο του Θ.Κ. Ειδικότερα καθόσον αφορά τις πράξεις τις οποίες φέρεται ότι τέλεσε μόνος ο παραπάνω κατηγορούμενος και τις οποίες καταμήνυσε η εγκαλούσα με την από 11.1.1991 μήνυση της, οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας Α.Ψ. και Α.Τ., που μόνοαναφέρονται στις παραπάνω πράξεις δε δύνανται να παράσχουν τις αποχρώσες ένδικη που απαιτούνται για την παραπομπή τουκατηγορουμένου. Τούτο καθόσον οι εν λόγω μάρτυρες, του αμέσου περιβάλλοντος της εγκαλούσας, αφού ν πρώτη είναι μητέρα της και η δεύτερη υπάλληλος αυτής στο τουριστικό της γραφείο, τα όσα κατέθεσαν δεν γνωρίζουν από δική τους αντίληψη αλλά από διηγήσεις τηνμηνύτριας και έτσι ουσιαστικά ότι ποτέ δεν προσθέτουν στην απόδειξη των ως άνω πράξεων. ’λλα δε αντικειμενικά αποδεικτικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τις πράξεις αυτέ, τις οποίες αρνείται οκατηγορούμενος, δεν υπάρχουν. Αντίθετα μάλιστα οι συνθήκες υπό τις οποίες φέρονται τελεσθείσες δημιουργούν πολλά ερωτηματικά και κλονίζουν την αξιοπιστία της εγκαλούσας, δοθέντος ότι έρχονται σε αντίθεση με την λογική και την κοινή πείρα.
Πράγματι είναι δύσκολο για να γίνει πιστευτό ότι η μηνύτρια απήχθην παρά τη θέληση της η ώρα 9 το πρωί, σε πολυσύχναστο δρόμο και υπό την απειλή μαχαιριού, ούτε ότι δεν μπόρεσε ο κατηγορούμενος να την βιάσει, αν πράγματι επεδίωξε κάτι τέτοιο, με την απειλή στιλέτου και ενώ ήταν μαζί της έξι τουλάχιστον ώρες σε ερημικές τοποθεσίες. Επίσης είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι δεν μπόρεσε να απαλλαγεί η μηνύτρια από τον κατηγορούμενο καίτοι πέρασαν από κατοικημένες περιοχές και πολυσύχναστους δρόμου, όπου υπήρχαν όχι μόνο διαβατές αλλά και αστυνομικοί και ενώ μάλιστα ο κατηγορούμενο σε κάποια στιγμή σταμάτησε σε κεντρικό δρόμο για να πάρει τσιγάρα. Αλλά και το γεγονός ότι η εγκαλούσα κατέθεσε τη μήνυση της δύο ημέρες μετά από τις 9.1.91, που ισχυρίζεται ότι τέλεσε τις ως άνω πράξεις οκατηγορούμενος και δεν ζήτησε να εξεταστεί από ιατροδικαστική, καίτοι ισχυρίζεται ότι ο κατηγορούμενος τις προκάλεσε κακώσεις στην προσπάθεια του να τη βιάσει, κλονίζει την αξιοπιστία αυτής. Όπως την κλονίζουν σοβαρώς και οι αντιφάσεις και της και κυρίως εκείνος ως προς τις θέσεις στις οποίας ισχυρίζεται ότι φύλασσε τα στιλέτα ο κατηγορούμενο, ως προς τον αριθμό των προσώπων και τις συνθήκες υπό τις οποίες συνάντησαν αυτά στην Πάρνηθα και έτσι δεν μπόρεσε ο κατηγορούμενος να ολοκληρώσει το σκοπό του προς βιασμό αυτής και ως προς το χρόνο που την άφησε μετά την "απαγωγή" της. Απ' αυτά γίνεται σαφές ότι η εγκαλούσα η οποία συνεόταν προηγουμένως με τον
κατηγορούμενο με ερωτικό δεσμό, τον οποίο είχε διακόψει λίγους μήνες πριν από την 9.1.91 και η οποία είχε συστήσει με αυτόν Ομμόρυθμη εταιρεία με αντικείμενο την εκμετάλλευση τουριστικού γραφείου, μπήκε και παρέμεινε στο αυτοκίνητο αυτού με τη θέληση της προκείμενου να συζητήσουν τα προσωπικά τους. Περαιτέρω από τα ίδια στοιχεία προέκυψε ότι πράγματι ο ως άνω κατηγορούμενος Γ.Γ. την νύχτα 30.6.91 οδηγώντας Ι.Χ., αυτοκίνητό του, επί του οποίου επέβαινε και ο δεύτερος κατηγορούμενος Θ.Λ., έπεσε με το οπίσθιο μέρος αυτού στην γυάλινη βιτρίνα του γραφείου της εγκαλούσας και έσπασε αυτή (πράξη για την οποία ύστερα από μήνυση του ιδιοκτήτη του γραφείουπαραπέμφθηκε να δικαστεί), πλην από κανένα στοιχείο δενεπιβεβαιώθηκε ότι είχε πρόθεση να φονεύσει την εντός του γραφείου ευρισκόμενη εγκαλούσα και το γιο της και ότι η ενέργεια του αντικειμενικώς αποτελούσε αρχή εκτελέσεως της πράξεως της ανθρωποκτονίας". Με βάση τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι δεν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις και στη συνέχεια έκανε δεκτή και κατ' ουσίαν την έφεση του κατηγορουμένου Γ.Γ., εξαφάνισε το πρωτόδικο βούλευμα και επεκτείνοντας το ευνοϊκό αποτέλεσμα την έφεση και στον άλλο κατηγορούμενο Θ.Κ., που δεν άσκησε έφεση αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατ' αυτών για τις παραπάνω πράξεις, έτσι που έκρινε το Συμβούλιο Εφετών στέρησε το προσβαλλόμενο βούλευμα του από την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που επιβάλλουν το Σύνταγμα και ο νόμος, αφού δενεκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία αποκλείουν την αντικειμενική ή υποκειμενική υπόσταση των αποδιδόμενων στον κατηγορούμενο Γ.Γ., εγκλημάτων παρά μόνο σκέψεις και επιχειρήματα, που κατά το βούλευμα κλονίζουν την αξιοπιστία της ήδη αναιρεσείουσας εγκαλούσας και μάλιστα μόνο για τις πράξεις της ακούσιας απαγωγής με σκοπό την ακολασία και της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ενώ για τις άλλες πράξεις (παράνομη οπλοφορία κ.λπ.) δεν γίνεται κανένας λόγος, πολύ δε περισσότερο που από την παραδοχή του βουλεύματος ότι ο πιο πάνω κατηγορούμενος οδηγώντας τη νύκτα της 30.6.1991 το ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητο του στο οποίο επέβαινε και ο έτερος κατηγορούμενος, επέπεσε το οπίσθιο μέρος αυτού στη γυάλινη βιτρίνα του γραφείου της εγκαλούσας, που υποδηλώνει τουλάχιστον μεγάλη εχθρότητα του παραπάνω κατηγορουμένου προς την τελευταία, δεν δικαιολογείται η σκέψη του προσβαλλόμενου βουλεύματος ότι "οι συνθήκες υπό τις οποίες φέρονται τελεσθείσες (οι πιο πάνω αξιόποινες πράξεις) δημιουργούν πολλά ερωτηματικά και κλονίζουν την αξιοπιστία της εγκαλούσας, δοθέντος ότι έρχονται σε αντίθεση με τη λογική και την κοινή πείρα". Οι ελλείψεις αυτέ δεν καλύπτονται με την συμπληρωματική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, αφού και σ' αυτή δεν περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση αλλά μόνο επιχειρήματα και σκέψεις που κατά την εισαγγελική πρόταση δημιουργούν αμφιβολίες για τις αποδιδόμενες στον πιο πάνω κατηγορούμενο πράξεις. Επομένως πρέπει κατά την παραδοχή του από το άρθρο 484 παρ. 1 ε' ΚΠΔ προβαλλόμενου λόγου να γίνει δεκτή η κρινόμενη αναίρεση και να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα για το λόγο αυτό. Οι λοιπές αόριστες κατά το πλείστον αιτιάσεις κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος δεν συνιστούν απόλυτη ακυρότητα