Έτος
2000
Νόμος / διάταξη που αφορά
327 ΠΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
ΟΛΟΙ
Σημασία απόφασης
Συναίνεση της παθούσας

 

[...]. Επί των υπ' αριθμ. [...] και [...] αιτήσεων των κατηγορουμένων οι οποίες υποβλήθηκαν διά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους (άρ. 42 παρ. 2 εδ. β' και γ', 96, 465, 462 επ. ΚΠΔ) για άρση της προσωρινής τους κρατήσεως που επιβλήθηκε αντιστοίχως δυνάμει των υπ' αριθ. [...] και [...] ενταλμάτων προσωρινής κρατήσεως του κ. Ανακριτού Α' Τμήματος Βόλου ή της αντικατάστασής της με περιοριστικούς όρους, από την εκτίμηση των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν κατά τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση, και ειδικότερα τις καταθέσεις των κατηγορουμένων προκύπτουν μεν σε βάρος των κατηγορουμένων ενδείξεις ενοχής για τις προαναφερόμενες πράξεις, πλην όμως δεν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις επιβολής προσωρινής κρατήσεως. Και τούτο διότι οι κατηγορούμενοι έχουν γνωστή διαμονή (Α.Μ.), εξ αυτών ο Α.Β. είναι έγγαμος, πατέρας τριών παιδιών, εργαζόμενος ως εργάτης στη Δ.Ε.Α.Α., και με βάση το ποινικό του μητρώο έχει καταδικασθεί σε φυλάκιση 30 και 40 ημερών από το Μον. Πλημ. Αλμυρού και το Τριμ. Πλημ. Βόλου αντιστοίχως για παράβαση του Ν. 614/77. Περαιτέρω δεν προέκυψε ότι αυτοί είναι άτομα ιδιαίτερα επικίνδυνα ούτε ότι μπορεί να τελέσουν νέα κακουργήματα αν αφεθούν ελεύθεροι. Πρέπει, επομένως να αντικατασταθεί η διά των ανωτέρω ενταλμάτων προσωρινή κράτηση των κατηγορουμένων με τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, της καταβολής χρηματικής εγγυήσεως, την οποία ορίζει για έκαστο των κατηγορουμένων στο ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών και της εμφάνισης το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα του τόπου κατοικίας του.

Η εν μέρει αντίθετη πρόταση του Εισαγγελικού Παρέδρου Ν. Δεληδήμου έχει ως εξής:

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 327 ΠΚ, όποιος με σκοπό το γάμο ή την ακολασία απάγει ή κατακρατεί παράνομα γυναίκα δίχως τη θέλησή της ή γυναίκα η οποία έχει διαταραγμένη νόηση ή είναι ανίκανη να αντισταθεί λόγω απώλειας της συνείδησης ή διανοητικής ατέλειας ή από άλλο λόγο, τιμωρείται εάν τέλεσε την πράξη αυτή με σκοπό την ακολασία με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών ενώ εάν τη διέπραξε με σκοπό το γάμο με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Το έγκλημα αυτό είναι διαρκές (βλ. Ιωάν. Δασκαλόπουλο: ΠοινΧρ ΙΕ', σελ. 449, Ηλ. Γαφο: Ποιν.Δικ., τόμος Δ'), θεωρείται τελειωμένο με την απαγωγή ή παράνομη κατακράτηση της γυναίκας και διαρκεί μέχρι την άρση της κατακρατήσεώς της είναι δυνατόν δε να τελεσθεί τόσο από άνδρα όσο και από γυναίκα, πάντοτε όμως εις βάρος γυναίκας ανίκανης να προβάλλει αντίσταση για οποιονδήποτε λόγο (διανοητική-σωματική ατέλεια, μέθη, τύφλωση, νάρκωση), ανεξαρτήτως της ηλικίας και της προσωπικής εν γένει καταστάσεώς της. Η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πληρούται με την απαγωγή της γυναίκας υπό την έννοια της απομακρύνσεώς της από τον τόπο διαμονής και το περιβάλλον της, παρά την αντίθεσή της, η οποία πάντως δεν απαιτείται να εκδηλώνεται με βίαιο τρόπο, ούτε καταλύεται από ενδεχομένη συναίνεσή της (υπό τους όρους, ασφαλώς, της ικανότητας προς παροχή αυτής), η οποία όμως δεν αφορά και στον επιδιωκώμενο σκοπό του δράστη (βλ. Γ.-Α. Μαγκάκης: Ποιν.Δικ. εκδ. 1984, σελ. 232). Εξ άλλου, δεν είναι αναγκαία ούτε η εκ μέρους του δράστη χρήση βίας αλλά αρκεί η παραπλάνηση απλώς της απαγομένης, η οποία αγνοώντας τις πραγματικές προθέσεις του πείθεται να τον ακολουθήσει υποβαλλόμενη έτσι στη δική του, ανεμπόδιστη επιρροή.

Ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του δράστη, δηλ. γνώση ότι ενεργεί παρά τη θέληση της απαγομένης ή ότι αυτή είναι ανίκανη προς αντίσταση για τους αναφερόμενους στο νόμο λόγους και θέληση απαγωγής ή κατακρατήσεώς της. Περαιτέρω, απαιτείται η ύπαρξη στο πρόσωπο του δράστη σκοπού ακολασίας, δηλ. μία υποκειμενική τάση αυτού η οποία θεμελιώνει υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου και ιδιόρρυθμο όρο του αξιοποίνου (Ν. Χωραφάς: Ποιν.Δικ. εκδ. 1978 σελ. 242, Γ.-Α. Μαγκάκης: Ποιν. Χρον. ΙΕ' σελ. 395, Ν. Ανδρουλάκης: Ποιν.Δικ., τεύχη Α-Η, σελ. 326).

Ο όρος ακολασία είναι ευρύτερος του όρου ασέλγεια, εν τούτοις περιλαμβάνει τα βασικά στοιχεία της έννοιας της ασέλγειας η οποία, σύμφωνα με το άρ: θ Ν.

1419/1984 με τον οποίο τροποποιήθηκε ο τίτλος του κεφαλαίου ΙΘ' του Ποινικού Κώδικα από "εγκλήματα κατά των ηθών" όπως αρχικώς είχε σε "εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής", είναι κάθε πράξη που αντικειμενικά μεν προσβάλλει την προσωπική αξιοπρέπεια και ελευθερία του ατόμου στο επίπεδο της γενετήσιας ζωής του, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στη διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη (βλ. Α. Ζύγουρα: Η έννοια της ασελγούς πράξεως, ΠοινΧρ ΛΗ' σελ. 333, ΑΠ 1669/1987, ΠοινΧρ ΛΗ' σελ. 270).

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 338 παρ. Ι ΠΚ, τιμωρείται με κάθειρξη διαρκείας μέχρι δέκα ετών όποιος καταχράται την παραφροσύνη γυναίκας ή την από οποιαδήποτε αιτία προερχόμενη ανικανότητά της να αντισταθεί προκειμένου να έλθει σε εξώγαμη συνουσία μαζί της ενώ σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, με φυλάκιση τουλάχιστον έξι (6) μηνών τιμωρείται όποιος καταχράται τις παραπάνω καταστάσεις και ενεργεί άλλη ασελγή πράξη σε γυναίκα ή άντρα.

Υποκείμενο του τιμωρούμενου από το προαναφερθέν άρθρο εγκλήματος της καταχρήσεως σε ασέλγεια είναι στην πρώτη παράγραφο μόνο άντρας, υλικό δε αντικείμενο (παθών) είναι γυναίκα η οποία λόγω σωματικής αναπηρίας ή διανοητικής ατέλειας αδυνατεί να αποκρούσει την εις βάρος της γενετήσια προσβολή. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αρκεί για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης το γεγονός ότι η πράξη τελέστηκε δίχως τη συναίνεση της παθούσας. Η ανικανότητα προς αντίσταση λόγω σωματικής αναπηρίας είναι δυνατόν να επιτείνεται από την περιέλευση της παθούσας σε κατάσταση μέθης συνεπεία καταναλώσεως ποσότητας οινοπνευματωδών ποτών (ΑΠ 404/1972, ΠοινΧρ ΚΒ' 597). Στις περιπτώσεις αυτές, πάντως, πρόδηλο είναι ότι ενδεχόμενη συναίνεσή της ουδεμία επιρροή ασκεί στην κατάφαση του αξιοποίνου χαρακτήρα της πράξης. Περαιτέρω, απαιτείται ο δράστης να καταχράται την αδυναμία αντιστάσεως υπό την έννοια ότι έχοντας επίγνωση των ψυχικών ή σωματικών καταστάσεων που την προκαλούν, τις χρησιμοποιεί ως ευκαιρία για να τελέσει γενετήσια πράξη δίχως τη χρήση βίας ή απειλής. Τούτο σημαίνει ότι ως προς την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος, ενώ αρκεί η ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου (Μπουρόπουλος: Ερμ.Ποιν.Κωδ., τόμος Β', σελ. 584, Ηλ. Γάφος: Ποιν.Δικ. Τόμος Ε', σελ. 29).

Κατά το άρ. 344 ΠΚ απαιτείται έγκληση για την ποινική δίωξη στις περιπτώσεις του άρ. 338, ενώ ομοίως ορίζει η παρ. 2 του άρ. 327 ΠΚ. Το δικαίωμα προς υποβολή εγκλήσεως από την ποθούσα εξακολουθεί να διατηρείται και νομίμως υποβάλλεται η έγκληση, ακόμα και στην περίπτωση που αυτή δηλώσει στο Αστυνομικό Τμήμα ότι "ουδέν επιθυμεί", η δήλωσή της δε αυτή καταχωρηθεί στο τηρούμενο βιβλίο αδικημάτων και συμβάντων, και τούτο διότι με τον τρόπο αυτό δεν τηρείται η επιβαλλόμενη από τα άρ. 148, 150, 151, 153 ΚΠΔ, διαδικασία που απαιτεί τη σύνταξη εκθέσεως και την υπογραφή της από την παραιτούμενη (βλ. ΑΠ 438/1995, ΠοινΧρ ΜΗ' σελ. 758).

Επίσης, σύμφωνα με την παρ. Ι του άρ. 372 ΠΚ τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών όποιος αφαιρεί ξένο, εν όλω ή εν μέρει, πράγμα από την κατοχή άλλου με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα. Η πράξη θεωρείται τελειωμένη όταν ο δράστης αφαιρέσει από την κατοχή άλλου πράγμα θεμελιώνοντας ταυτόχρονα νέα δική του κατοχή ή κατοχή τρίτου, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα (ΑΠ 451/1980, ΠοινΧρ Λ' σελ. 661). Για την έννοια της κατοχής αρκεί οποιαδήποτε πραγματική σχέση και θέληση εξουσίασης του πράγματος με τη μεταφορά του στη σφαίρα κατοχής του (Ιω. Μανωλεδάκης: Ποινικό Δίκαιο, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, εκδ. 1982, σελ. 69) ή με την εξουσίασή του κατά τρόπο που, προκειμένου να επανακτήσει το πράγμα ο κάτοχος, να χρειάζεται η αφαίρεσή του από το δράστη.

Ετσι είναι αδιάφορο για την κατάφαση του αξιοποίνου εάν πραγματοποιήθηκε ο σκοπός της παράνομης ιδιοποίησης, κάτι που αφορά την ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος.

Τέλος, κατά τη διάταξη του άρ. 45 Π Κ, εάν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως από περισσότερα του ενός πρόσωπα τα οποία ενεργούν συγχρόνως ή διαδοχικώς, η συμμετοχή δε του καθενός από αυτούς με την υλοποίηση των υλικών πράξεων εντάσσεται στο πλαίσιο της αντικειμενικής υπόστασης όπως αυτή προδιαγράφεται από τη σχετική ποινική διάταξη, ενώ υποκειμενικά νοείται ως η σύμπτωση δηλώσεως και αποδοχής των επιμέρους συμμετοχών και γνώση ότι ο καθένας θα ενεργήσει κατά την τέλεση της πράξης σύμφωνα με τα συναποφασισθέντα (ΑΠ 1345/1995, ΠοινΧρ ΜΕ', σελ. 535). Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται είτε στην πραγμάτωση από οποιονδήποτε από τους συμμετόχους της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος είτε στην πραγμάτωση αυτής με συγκλίνουσες, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, πράξεις των συμμετόχων (ΑΠ 124/1994, ΠοινΧρ ΜΔ' σελ. 457).

Στην προκείμενη υπόθεση από την νομίμως διενεργηθείσα και περατωθείσα κυρία ανάκριση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στις 20 Νοεμβρίου 1999, ώρα 22.30 περίπου ο εκ των κατηγορουμένων Α.Β. συνάντησε τυχαία την παθούσα Ε.Μ. στην οδό Ε. της πόλης του Α. ενώ εκείνη συνομιλούσε με τον περιπτεριούχο Σ.Σ. στο σημείο όπου βρίσκεται το περίπτερο που εκμεταλλεύεται ο τελευταίος και έσπευσε αμέσως να λάβει και ο ίδιος μέρος στην αόριστη συζήτηση των προαναφερομένων προσφέροντας μάλιστα τσίπουρο. Λόγω της επαγγελματικής ενασχόλησης και της απροθυμίας του περιπτεριούχου να συμμετάσχει, σύντομα έγινε ο αποκλειστικός συνομιλητής της παθούσας στην οποία μάλιστα εξακολουθούσε να προσφέρει αφειδώς τσίπουρο. Μετά την πάροδο μικρού χρονικού διαστήματος, εμφανίσθηκε ο έτερος κατηγορούμενος Ε.Γ., γνωστός του Α.Β. ο οποίος έσπευσε επίσης να συμμετάσχει στην αόριστη και ενδεχομένως χωρίς σταθερό ειρμό συζήτηση, η οποία συνεχίσθηκε και μετά την αποχώρηση του περιιπεριούχου με παράλληλη κατανάλωση του αλκοολούχου ποτού (τσίπουρου) εκ μέρους της παθούσας. Η τελευταία πάσχει από χαλαρή παράλυση των δεξιών άνω και κάτω άκρων με ατροφία λόγω πολυομελίτιδος βαρυνόμενη με ποσοστό αναπηρίας 67% σύμφωνα με την [...] γνωμάτευση της Α/θμιας Υγειονομικής Επιτροπής της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Μαγνησίας. Το γεγονός αυτό γνώριζε ο Α.Β. ο οποίος παλαιότερα κατοικούσε στον Αλμυρό πλησίον της οικίας της και διαπίστωσε ο Ε .Γ. σε κάθε περίπτωση με την παρουσία του εκεί. Οι κατηγορούμενοι από κοινού αποφάσισαν να απαγάγουν την Ε.Μ. χωρίς τη θέλησή της και να την οδηγήσουν σε μέρος διαφορετικό από το γνώριμο περιβάλλον της ούτως ώστε να βρεθεί υπό την απόλυτη επιρροή τους με σκοπό την ακολασία. Αμφότεροι εγνώριζαν την ανικανότητά της να αντισταθεί λόγω της σωματικής της μειονεξίας, η οποία επιτάθηκε από τη διατάραξη των νοητικών της λειτουργιών λόγω της κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας ισχυρού αλκοολούχου ποτού (τσίπουρο) που οι ίδιοι της προσέφεραν και την εκμεταλλεύθηκαν στο έπακρο προκειμένου να την επιβιβάσουν στο αυτοκίνητο του Α.Β. αντίθετα προς τη θέλησή της. Προκειμένου μάλιστα να είναι βέβαιοι για την επίτευξη του εγκληματικού τους σκοπού οι κατηγορούμενοι δεν αρκέσθηκαν στην εκμετάλλευσή της για τους προαναφερθέντες λόγους αδυναμίας αντιστάσεως της παθούσας, αλλά δημιουργησαν τεχνηέντως συνθήκες οικείας ατμόσφαιρας (χαριεντιζόμενοι και λέγοντας "σόκιν" ανέκδοτα), ικανής σε κάθε περίπτωση παραπλανήσει να την παραπλανήσει ως προς τους πραγματικούς σκοπούς τους.

Η ύπαρξη στο πρόσωπο των δραστών σκοπού ακολασίας εις βάρος της παθούσης αποδεικνύεται από το γεγονός ότι προ της ακούσιας επιβίβασής της στο αυτοκίνητο ενεργούσαν ασελγείς πράξεις εις βάρος της προστατευόμενοι από το σκότος και την έλλειψη διερχομένων. Αλλωστε ο αυτόπτης μάρτυρας Κ.Θ.Π., ο οποίος αντιλήφθηκε να βρίσκονται πλησίον της παθούσας αμφότεροι με ανοιγμένα τα παντελόνια που φορούσαν, κινήθηκε προς το μέρος τους ακούγοντας την αντίδραση της Ε.Μ. και όχι επειδή είχε οπτική επαφή με το χώρο όπου ευείσκονταν η ποθούσα και οι κατηγορούμενοι. Οι τελευταίοι με αποκλειστικό σκοπό την ακολασία, όπως καταφαίνεται και από όλες τις προαναφερθείσες ενέργειές τους, επιβίβασαν ακουσίως την Ε.Μ. στο όχημα ενός εξ αυτών (του Α.Β.) κινούμενοι προς κατεύθυνση αντίθετη από εκείνη που οδηγεί στην οικία της και την οδήγησαν σε τοποθεσία άγνωστη σ' αυτή όπου εκμεταλλευόμενοι, όπως ακριβώς έπραξαν κατά την απαγωγή της, την ανικανότητα αντιστάσεώς της ήλθαν σε εξώγαμη συνουσία μαζί της και ενήργησαν διαδοχικώς στον αυτό χρόνο εις βάρος της ασελγείς πράξεις. Η συνταχθείσα στις 21.11.1999 ιατροδικαστική έκθεση του Ιατρού-Επιμελητού Α του Γεν.Νομαρχ. Νοσοκομείου Βόλου κ. Β.Π. δεν αποκλείει με τις παραδοχές της την τέλεση συνουσίας διότι: α) συντάχθηκε κατόπιν εξετάσεως η οποία πραγματοποιήθηκε μία ημέρα μετά το συμβάν β) εναντίον της παθούσας Ε.Μ. δεν ασκήθηκε βία διότι ήταν ανίκανη να αντισταθεί σε οποιαδήποτε πράξη των κατηγορουμένων γ) Συνουσία τελείται και με την είσοδο μέρους μόνο του ανδρικού μορίου σε αυτό της γυναικός δίχως να απαιτείται immisio seminis (ΑΠ 895/1972 ΠοινΧρ ΚΓ' 126, ΑΠ 778/1972 ΠοινΧρ ΚΓ 41 ) Οι κατηγορούμενοι πάντως σε κανένα σημείο της απολογίας τους δεν δίδουν πειστικές εξηγήσεις για τους λόγους για τους οποίους: α) παρέμειναν σε εξωτερικό χώρο της πόλης επί αρκετή ώρα με την παθούσα, β) ακολούθησαν πορεία διαφορετική από εκείνη που θα οδηγούσε στην οικία της παθούσας, γ) αναγκάσθηκε η παθούσα, την οποία όπως ισχυρίζονται προσφέρθηκαν να μεταφέρουν στο σπίτι της, να ακολουθήσει τους κατηγορουμένους στις επαγγελματικές ενασχολήσεις ενός εξ αυτών (ασφάλεια των ζώων του) και στη συνέχεια να αναμείνει τη λήξη της νέας φάσης της διασκεδάσεώς τους με τη συμμετοχή Αλβανού υπαλλήλου.

Αντιθέτως ο αυτόπτης μάρτυρας Κ.Θ.Π. εισφέρει απολύτως αξιόπιστη μαρτυρία [...] διότι: Α) η ώρα (23.15) που αναφέρει στην κατάθεσή του ότι αντιλήφθηκε τους παραπάνω στην οδό Ε. μέχρι την ώρα (23.30) που κατήγγειλε τηλεφωνικώς στο Α.Τ. Αλμυρού όσα διά των αισθήσεών του αντιλήφθηκε αποδεικνύει ότι μεταξύ των δύο χρονικών σημείων μεσολαβεί χρονικό δίαστημα δεκαπέντε πρώτων λεπτών (15), δηλ. απολύτως εύλογο και αναγκαίο για να ταξινομήσει ο μάρτυρας όσα είδε, να ανακτήσει την ψυχραιμία του από την έκπληξη που ασφαλώς ένιωσε και να ειδοποιήσει διά της καταγγελίας του το Αστυνομικό Τμήμα Β) Συμπίπτει ως προς όλα τα σημεία της με την κατάθεση του περιπτεριούχου κ. Σ.Σ. ο οποίος είχε αποχωρήσει πριν από την εμφάνιση του κ. Π. Γ) Οι κατηγορούμενοι κατελήφθησαν σε σημείο διαφορετικό από εκείνο όπου βρίσκεται η οικία της παθούσης. Τέλος, οι κατηγορούμενοι αφαίρεσαν από την κατοχή της Ε.Μ. μία χρυσή αλυσίδα λαιμού με χρυσή πλακέτα με απεικόνιση της Παναγίας και μία χρυσή αλυσίδα λαιμού με το ζώδιο διδύμων συνολικής αξίας 100.000 δρχ. με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση τους.

Επειδή σύμφωνα με τη διάταξη του άρ. 313 ΚΠΔ, για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου αρκεί η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων οι οποίες στηρίζουν την κατηγορία για ορισμένη πράξη ή ορισμένες πράξεις και δεν απαιτείται η ύπαρξη αποδείξεων οι οποίες είναι αναγκαίες για την κατάφαση της ενοχής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.

Επειδή το Δικαστικό Συμβούλιο δεν μπορεί να εξαρτήσει την παραπομπή του κατηγορουμένου από την ύπαρξη αποδείξεων, εάν δε πράξει αυτό διαπράττει υπέρβαση εξουσίας (ΑΠ 529/1990, ΠοινΧρ ΜΑ' σελ. 34 με σύμφωνες παρατηρήσεις Ιω. Γιαννίδη).

Επειδή υπό την έννοια του νόμου επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις ενοχής είναι εκείνες οι οποίες σπουδαίως και σοβαρώς συγκλίνουν προς την ενοχή του κατηγορουμένου έστω κι αν καταλείπουν αμφιβολίες περί αυτής (Αθ. Κονταξής: Κ.Ποιν.Δικ., εκδ. 1994, Τόμος Α' σελ. 1531).

Επειδή σύμφωνα με τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις εις βάρος των ως άνω κατηγορουμένων για τα εγκλήματα που ετέλεσαν από κοινού, δηλ. της ακούσιας απαγωγής (ΠΚ 327), της κατάχρησης σε ασέλγεια (ΠΚ 338 παρ. 1 και 2) και της κλοπής (ΠΚ 372), ως εκ τούτου δε πρέπει να παραπεμφθούν για να δικασθούν ενώπιον του ακροατηρίου του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Λαρίσης το οποίο θα ορισθεί από τον κ. Εισαγγελέα Εφετών Λαρίσης ως καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο για τα βαρύτερα από τα παραπάνω εγκλήματα της ακούσιας απαγωγής (ΠΚ 327) και της κατάχρησης σε ασέλγεια (ΠΚ 328 παρ. 1) αλλά και για τα άλλα σε βαθμό πλημμελήματος αδικήματα της κλοπής (ΠΚ 372 παρ. 1) και της κατάχρησης σε ασέλγεια (ΠΚ 338 παρ. 2) λόγω συνάφειας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρ. 128, 129, 109 παρ. 1ε και 313 ΚΠΔ για να δικασθούν για τις προαναφερθείσες πράξεις καθόσον αυτές ειδικά προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων: 1, 14 παρ. 1, 18, 19, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 45, 51, 52, 53, 94, 327 παρ. 1 και 2, 338 παρ. 1 και 2, 344, 372 παρ. 1 ΠΚ.

Επειδή ως προς τις υπ' αρ. καταθέσεως 11/7.12.1999 και 12/7.12.1999 αιτήσεις των κατηγορουμένων εκθέτω τα εξής:

Η διάταξη της παρ. 3 του άρ. 282 ΚΠΔ ορίζει τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορεί να επιβληθεί εις βάρος του κατηγορουμένου προσωρινή κράτηση διαγράφοντας τα όριά τους με ιδιαίτερη στενότητα και φειδώ προκειμένου η νομοθετική πρόβλεψη να συμβαδίζει με το χαρακτήρα της προσωρινής κράτησης ως εξαιρετικού μέτρου στο σύστημα αξιών της έννομης τάξης όπου η ελευθερία του ατόμου αποτελεί τον κανόνα και οι περιορισμοί της την εξαίρεση (βλ. σχετ. Ν. Σαρίπολος: Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου, εκδ. 1875, τόμος 4ος, παρ.786, σελ 137, Χρ. Δέδες: "Ο περιορισμός της ελευθερίας διά του θεσμού της προφυλακίσεως" στον τόμο "Μνήμη Δένδια" εκδ. 1978, σελ, 315-316 και 320, Γ. Συλίκος: Υπεράσπιση 1992 όπου και οι ανωτέρω παραπομπές). Αναλόγως, προβλέπονται από το νόμο ευάριθμα βοηθήματα προκειμένου να αρθεί αυτό το επαχθές για τον κατηγορούμενο μέτρο ανάλογα με το στάδιο στο οποίο βρίσκεται κάθε φορά η ποινική διαδικασία.

Ετσι, το άρ. 285 ΚΠΔ προβλέπει την προσφυγή του κατηγορουμένου εναντίον του ιδίου του εντάλματος της προσωρινής κράτησης, αρκεί αυτό να έχει εκδοθεί από τον Ανακριτή και όχι κατόπιν βουλεύματος (ΚΠΔ 285 παρ. 3), το άρ. 286 ΚΠΔ προβλέπει σχετικά για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διαρκεί η κυρία ανάκριση και το άρ. 291 ΚΠΔ ρυθμίζει την ίδια περίπτωση όταν ο κατηγορούμενος ήδη έχει παραπεμφθεί σε δίκη και η προσωρινή του κράτηση συνεχίζεται. Από τα ανωτέρω διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει ρητή νομοθετική πρόβλεψη για το στάδιο το οποίο μεσολαβεί μεταξύ της περάτωσης της κύριας ανάκρισης και της υποβολής της σχηματισθείσας δικογραφίας "περαιωμένης" από τον Ανακριτή στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών μέχρι την έκδοση βουλεύματος από το Δικαστικό Συμβούλιο.

Ως προς τις εφαρμοστέες διατάξεις αποκλείεται εξαρχής τόσο η εφαρμογή του άρ. 286 ΚΠΔ το οποίο σαφώς καθορίζει το κρίσιμο χρονικό σημείο για την αρμοδιότητα του Ανακριτή στη διάρκεια της ανάκρισης όσο και η εφαρμογή του άρ.285 ΚΠΔ το οποίο θεμελιώνει την αρμοδιότητα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών υπό τους όρους ότι η υπόθεση εκκρεμεί ακόμα στον Ανακριτή και ότι ακόμα δεν έχει επιληφθεί σχετικά. Εν προκειμένω είναι διαφορετικό το ζήτημα της διαβίβασης της δικογραφίας "περαιωμένης" από τον Ανακριτή στον Εισαγγελέα ενόσω διαρκεί η πενθήμερος προθεσμία της διατάξεως του άρ. 285 ΚΠΔ διότι στην περίπτωση αυτή το δικαστικό συμβούλιο κρίνει "οίκοθεν" μαζί με την ουσία της υπόθεσης και για τη συνέχιση ή την άρση της προσωρινής κράτησης.

Τη μόνη δυνατή και ορθή λύση παρέχει η αναλογική εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου του άρ. 291 ΚΠΔ και τούτο διότι παρά τον ρητό προσδιορισμό στην πρώτη παράγραφο του άρθρου του σταδίου της ποινικής διαδικασίας "μετά την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη", η διατύπωση της παρ. 2 "Αρμόδιο Συμβούλιο σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο είναι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών όταν η υπόθεση εκκρεμεί σ' αυτό" και όχι όταν η υπόθεση έχει εισαχθεί σ' αυτό, συνηγορεί υπέρ της παραδοχής ότι η αρμοδιότητα του Συμβουλίου αναγνωρίζεται και σε χρόνο κατά τον οποίο ο Εισαγγελέας Πλημμελειδικών παρά την προς αυτόν διαβίβαση της δικογραφίας δεν έχει ακόμα υποβάλει πρόταση προς το Συμβούλιο (βλ. σύμφωνο σχόλιο Μαργαρίτη στην Συμβ.Πλημ.Λαρίσης: 341/1991, Υπερ. 1992, σελ. 370 σχετικό πάντως με την κατά ΚΠΔ 384 παρ. 4 αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, επίσης με παραδοχή της ίδιας λύσης αλλά κατ' εφαρμογήν του καταργηθέντος άρ. 295 παρ. Ι ΚΠΔ, Εφ.Αθ. 726/1958, ΠοινΧρ 1958, σελ. 600, Πλημ.Χανίων 136/1975, ΠοινΧρ ΚΕ' σελ. 875, αντίθετος: Ηλ. Αναγνωστόπουλος σε σχόλιο κάτωθι της Εφ.Αθ. 737/1988, ΠοινΧρ ΛΗ' σελ. 909). Η κατάργηση του άρ.295 ΚΠΔ με το άρ. 2 Ν. 1128/1981 δεν στερεί την άποψη υπέρ της αρμοδιότητας του Δικαστικού Συμβουλίου από νομοθετικό έρεισμα διότι αυτό το παρέχει η διάταξη του άρ. 307 και ιδιαίτερα η περίπτωση β' ελλείψει μάλιστα αντιθέτου ρυθμίσεως, η οποία καθιερώνει τη γενική αρμοδιότητά του μέχρι το πέρας της ανακρίσεως κατά το άρ. 308 παρ. Ι ΚΠΔ (βλ. σχετ. Εφ.Αθηνών 737/1988 με πρόταση Ηλ. Σπυρόπουλου, Πλημ. Ηρακλείου με πρόταση Γ. Ζορμπά, Θεόδ. Λαφαζάνο: ΠοινΧρ ΛΒ' 465).

Εξάλλου, η αίτηση για την άρση της προσωρινής κράτησης ή αντικαταστάσεώς της με περιοριστικούς όρους αποτελεί οιονεί ένδικο μέσο επί του οποίου εφαρμόζονται οι γενικοί ορισμοί περί ενδίκων μέσων (ΚΠΔ 285, 286, 291, 462, 463, 465, 976), δηλ. απαιτείται εξουσιοδότηση του κατηγορουμένου με συμβολαιογραφικό έγγραφο το οποίο προσαρτάται στη σχετική έκθεση καταθέσεως της αίτησης εκτός εάν η εξουσιοδότηση παρέχεται στον παραστάντα κατά την απολογία του κατηγορουμένου συνήγορο οπότε αρκεί απλή εξουσιοδότηση (ΚΠΔ 286, 465). Οι υποβληθείσες αιτήσεις υπό το πρίσμα των παρακάτω δύο θεμελιωδών παραδοχών, δηλ. ότι: α) η ΚΠΔ 282 επιδιώκει την πραγματοποίηση ρητώς αναφερομένων σε αυτή στόχων, αποσυνδεόμενων σε κάθε περίπτωση από τη βαρύτητα της πράξης, οι οποίοι είναι η εξασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στη συνέχεια της διαδικασίας, η αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων και η αντιμετώπιση της ιδιαίτερης επικινδυνότητας του δράστη. Β) Η εφαρμογή της ΚΠΔ 282 ακολουθεί την αρκή της αναγκαιότητας και εναρμονίζεται με αυτή (βλ. Μαργαρίτη, Σχόλιο στην Συμβ. Πλημ. Καβάλας 113/1990, Υπερ. 1991, σελ. 671 και ακόμα Ν. Ανδρουλάκης: Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, τεύχος Δ' σελ. 253, Α. Καρράς ΠοινΧρ 1983, σελ. 428, Νεσ. Κουράκης: "Προσωρινή κράτηση". Οι δυσλειτουργίες ενός θεσμού, ΠοινΧρ 1986, σελ. 625 επ.).

Από την εκτίμηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των πράξεων για τις οποίες κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι, όπως αυτά ανωτέρω λεπτομερώς εκτέθηκαν, σαφώς προκύπτει ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Συγκεκριμένα οι κατηγορούμενοι συναντήθηκαν τυχαία με την παθούσα σε δημόσιο, εξωτερικό χώρο της πόλεως του Α. και αποβλέποντας στην αδυναμία της να αντισταθεί λόγω της σωματικής της αδυναμίας οφειλόμενης σε αναπηρία ποσοστού 67% και λόγω της διατάραξης των νοητικών της λειτουργιών οφειλόμενη σε μέθη, κατάσταση στην οποία οι ίδιοι την περιήγαγαν, συνέλαβαν από κοινού και εκτέλεσαν από κοινού το σχέδιο της ακούσιας απαγωγής της με τη μεταφορά της σε ερημική τοποθεσία προκειμένου να έλθουν σε εξώγαμη συνουσία μαζί της και να τελέσουν και άλλες, πέραν της εξώγαμης συνουσίας, ασελγείς πράξεις.

Αμφότεροι οι κατηγορούμενοι τέλεσαν ασελγείς πράξεις εις βάρος της παθούσας και στο αρχικό σημείο της συναντήσεώς τους με αυτή, δηλ. πριν την ακούσια απαγωγή της ευελπιστώντας ότι δεν θα γίνουν αντιληπτοί και όταν, παρά τις προσδοκίες τους, ο αυτόπτης μάρτυς κ. Π. αντέδρασε στα συμβαίνοντα προτίμησαν, αντί να διακόψουν τις πράξεις τους, να μετακινηθούν προς άλλο μέρος απάγοντας ακουσίως την παθούσα προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε ενόχληση. Τέλος, το γεγονός και μόνο ότι μία ανήμπορη γυναίκα 42 ετών με ποσοστό αναπηρίας 67% προκάλεσε στους κατηγορουμένους ανεξέλεγκτη σεξουαλική επιθυμία, καταδεικνύει τον κίνδυνο τέλεσης από αυτούς νέων κακουργημάτων εάν αφεθούν ελεύθεροι ή επιβληθούν εις βάρος τους περιοριστικοί όροι. Η επίκληση από τους ίδιους της οικογενειακής καταστάσεώς τους και της έξωθεν περί τα πρόσωπα τους καλής μαρτυρίας -στοιχείο εξ ορισμού ιδιαιτέρως υποκειμενικό- είναι προδήλως προσχηματική διότι ουδόλως εμποδίστηκαν από αυτά να τελέσουν τις πράξεις για τις οποίες κατηγορούνται.

Πρέπει λοιπόν, να διατηρηθεί η ισχύς των υπ' αρ. 83/1999 και 84/1999 βουλευμάτων του κ. Ανακριτού Α' Τμήματος Βόλου, χωρίς να μπορεί η κράτησή τους να παραταθεί πέραν των δεκαοκτώ (18) μηνών κατά τη διάταξη του άρ. 287 ΚΠΔ, παρατείνεται όμως αυτή από τώρα μέχρι το ανώτατο όριο της διότι συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις.