Δικαστής: Ευθύμιος Παπαδόπουλος, Πρωτοδίκης Δ.Δ.
...Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 869957 και 1863654 σειράς Α` έντυπα παραβόλου), επιδιώκεται παραδεκτώς, κατ` εκτίμηση του περιεχομένου του δικογράφου, η ακύρωση ή η μεταρρύθμιση της 1253/28-1-2005 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β.Μ. με την οποία, σε εκτέλεση έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πετρούπολης, επιβλήθηκε κατάσχεση στην ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος, κείμενη στην περιφέρεια του Δήμου Πετρούπολης Αττικής, για την αναγκαστική είσπραξη χρεών του από φόρο εισοδήματος και σχετικές προσαυξήσεις, συνολικού ύψους 68.840,45 ευρώ.
Επειδή, στο άρθρο 216 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α` 97) ορίζεται ότι: "Στις υπό τον πρώτο τίτλο ρυθμίσεις του τμήματος τούτου υπάγονται οι διαφορές που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.Δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), είσπραξη των δημοσίων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου". Ακολούθως, στο επόμενο άρθρο 217 παρ. 1 ορίζεται ότι: "1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ)...". Εξάλλου, στο μεν άρθρο 224 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: "Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμοκαι την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημα της", στο δε άρθρο 225 του Κώδικα αυτού ορίζεται ότι:
"Το Δικαστήριο αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίηση της. Σε διαφορετική περίπτωση προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής".
Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 2238/1994, ΦΕΚ ΑΊ 51) ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής: άρθρο 5: "1. Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά στο εισόδημα καθενός συζύγου. Σε αυτή την περίπτωση, το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου. 2.....3......", άρθρο 61: "1. Κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2, έχει υποχρέωση να υποβάλει δήλωση ... 4. Η δήλωση αποτελεί δεσμευτικό τίτλο για τον φορολογούμενο ..." και άρθρο 74: "1. Ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας βεβαιώνει το φόρο, αρχικό ή πρόσθετο, κατά περίπτωση, που προκύπτει: α) Βάσει των δηλώσεων που υποβάλλονται, β) ... γ) ... 2. Για τη βεβαίωση του φόρου, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας συντάσσει χρηματικό κατάλογο μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από τη λήξη του μήνα που αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης και οπωσδήποτε όχι αργότερα από τρία (3) έτη από το τέλος του έτους στο οποίο αποκτήθηκε ο τίτλος βεβαίωσης ... 4. Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει η περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματα τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά ... Αν με αίτηση του ενός συζύγου ζητηθεί ο διαχωρισμός της οφειλής που προκύπτει από την κοινή δήλωση των συζύγων, ο αρμόδιος προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας υποχρεούται να του ανακοινώσει με σχετικό έγγραφο του το ποσό αυτής της οφειλής. Το έγγραφο αυτό αποτελεί νόμιμο τίτλο, η ισχύς του οποίου ανάγεται στο χρόνο που έγινε η βεβαίωση του ολικού ποσού αυτής της οφειλής...".
Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) προκύπτει ότι σε περίπτωση υποβολής κοινής δήλωσης φόρου εισοδήματος από τους συζύγους, που περιέχει εισοδήματα και της συζύγου, η τελευταία έχει ιδία και αυτοτελή φορολογική υποχρέωση για τον φόρο που αναλογεί στα δηλωθέντα εισοδήματα της και ευθύνεται ευθέως για την καταβολή του (ΣτΕ 2430/1996, 469/1995 κ.ά.). Έτσι, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε., που προβλέπουν ταχεία διαδικασία είσπραξης του αναλογούντος στην υποβληθείσα δήλωση φόρου, ο Προϊστάμενος της οικείας Δ.Ο.Υ. υποχρεούται να προβεί στην εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος και στη σύνταξη του χρηματικού καταλόγου, με βάση τη κοινή δήλωση φορολογίας εισοδήματος των συζύγων, η οποία αποτελεί το νόμιμο τίτλο για την εν συνεχεία ταμειακή βεβαίωση της οφειλής. Ειδικότερα, η ταμειακή βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος διενεργείται σε βάρος μόνο του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή του φόρου, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά. Επομένως, μετά την ταμειακή βεβαίωση του φόρου στο όνομα του συζύγου, νομίμως επισπεύδεται εκτέλεση σε βάρος της συζύγου για την αναγκαστική είσπραξη του φόρου που αναλογεί στα δηλωθέντα εισοδήματα της, όχι όμως και για την είσπραξη του φόρου που αναλογεί στα δηλωθέντα εισοδήματα του συζύγου της.
Επειδή στην υπό κρίση περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την ... έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β.Μ. κατασχέθηκε, σε εκτέλεση της 21/579/2005 έγγραφης παραγγελίας του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πετρούπολης, η ακίνητη περιουσία του ανακόπτοντος, που βρίσκεται στη περιφέρεια του Δήμου Πετρούπολης, στη συμβολή των οδών (...). Συγκεκριμένα κατασχέθηκαν το 1/2 εξ αδιαιρέτου του υπό στοιχεία Β-1 διαμερίσματος του δευτέρου (Β`) πάνω από το ισόγειο ορόφου (επιφάνειας 72 τετρ. μέτρων) και το 1/2 εξ αδιαιρέτου της υπό στοιχεία Υ-2 αποθήκης του υπογείου (επιφάνειας 9,15 τετρ. μέτρων). Οι πιο πάνω οριζόντιες ιδιοκτησίες είχαν περιέλθει στον ανακόπτοντα, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου, με το... συμβόλαιο αγοράς της Συμβολαιογράφου Περιστερίου Χ.Κ. και κατασχέθηκαν για την αναγκαστική είσπραξη χρεών του συνολικού ποσού 68.840,45 ευρώ πλέον προσαυξήσεων και λοιπών εξόδων. Όπως αναφέρεται στον επισυναπτόμενο στην κατασχετήρια έκθεση πίνακα χρεών, η ένδικη κατάσχεση επιβλήθηκε σε βάρος του ανακόπτοντος για την αναγκαστική είσπραξη των παρακάτω οφειλών του: α) φόρος εισοδήματος οικονομικού έτους 2000: κεφάλαιο 1.158,02 ευρώ και συνεισπραττόμενα (προσαυξήσεις τόκοι κ.λ.π.) 313,10 ευρώ, δηλ. συνολικό ποσό 1.471,12 ευρώ, που βεβαιώθηκε εν στενή εννοία με την 1878/24-4-2003 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, β) φόρος εισοδήματος οικονομικού έτους 2002: κεφάλαιο 84,35 ευρώ και συνεισπραττόμενα 25,31 ευρώ, δηλ. συνολικό ποσό 109,66 ευρώ, που βεβαιώθηκε εν στενή εννοία με την 80165/17-4-2003 πράξη ταμειακής βεβαίωσης, γ) φόρος εισοδήματος οικονομικού έτους 2003: κεφάλαιο 6.454,17 ευρώ και συνεισπραττόμενα 1.645,81 ευρώ, δηλ. συνολικό ποσό 8.099,98 ευρώ, που βεβαιώθηκε εν στενή εννοία με την 80009/16-5-2003 πράξη ταμειακής βεβαίωσης και δ) φόρος εισοδήματος οικονομικού έτους 2004: κεφάλαιο 55.811,03 ευρώ και συνεισπραττόμενα 3.348,66 ευρώ, δηλ. συνολικό ποσό 59.159,69 ευρώ, που βεβαιώθηκε εν στενή εννοία με την 80014/30-6-2004 πράξη ταμειακής βεβαίωσης.
Επειδή, ο ανακόπτων, με την υπό κρίση ανακοπή και το προς ανάπτυξη αυτής υπόμνημα, στρέφεται κατά της παραπάνω κατασχετήριας έκθεσης και ζητά την ακύρωση ή μεταρρύθμιση της, υποστηρίζοντας καταρχήν ότι μη νόμιμα επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ατομικής περιουσίας του, αφού οι αναφερόμενες πιο πάνω οφειλές αφορούν χρέη της συζύγου του από την άσκηση ατομικής επιχείρησης και, κατά συνέπεια, δεν υφίσταται προσωπική ευθύνη του, ανεξαρτήτως της υποχρέωσης των συζύγων για υποβολή κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Εξάλλου, το καθ` ου η ανακοπή, με την έκθεση των απόψεων του, προβάλλει ότι τα χρέη για τα οποία επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση προέρχονται από δραστηριότητα της συζύγου του ανακόπτοντος, Α.Υ., καθώς και ότι ο ανακόπτων, παρά το γεγονός ότι προέβη σε ρύθμιση των οφειλών του, πλήρωσε μόνο μία δόση. Προς απόδειξη τούτων, το καθ`ου προσκομίζει τις κοινές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του ανακόπτοντος και της συζύγου του για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004 και τα αντίστοιχα εκκαθαριστικά σημειώματα των ετών αυτών, βάσει των οποίων προσδιορίστηκε ο οφειλόμενος φόρος εισοδήματος της συζύγου του ανακόπτοντος σε 6.454,17 ευρώ για το οικονομικό έτος 2003 και σε 55.811,03 για το οικονομικό έτος 2004, ενώ δεν προέκυψε οφειλόμενος φόρος για τα δηλωθέντα εισοδήματα του ανακόπτοντος. Επίσης, το καθ`ου προσκομίζει και την από 26-10-2004 αίτηση του ανακόπτοντος προς την Δ.Ο.Υ. Πετρούπολης για ρύθμιση των οφειλών του.
Επειδή, από τα προσκομιζόμενα πιο πάνω στοιχεία και τα αναφερόμενα στην έκθεση των απόψεων του καθ`ου προκύπτει ότι οι επίδικες οφειλές προσδιορίστηκαν με βάση τις κοινές δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος του ανακόπτοντος και της συζύγου του για τα οικονομικά έτη 2000, 2002, 2003 και 2004 και αφορούν οφειλόμενους φόρους εισοδήματος, που αναλογούν στα δηλωθέντα εισοδήματα της συζύγου του, τα οποία βεβαιώθηκαν εν στενή εννοία σε βάρος του ανακόπτοντος. Κατόπιν τούτου και ενόψει των όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως επισπεύδεται εκτέλεση σε βάρος του ανακόπτοντος για την αναγκαστική είσπραξη των οφειλόμενων φόρων, εισοδήματος της συζύγου του, όπως βάσιμα προβάλλεται με την κρινόμενη ανακοπή, καθόσον η τελευταία και όχι ο σύζυγος της έχει ιδία και αυτοτελή φορολογική υποχρέωση για τον φόρο που αναλογεί στα δηλωθέντα εισοδήματα της, ευθυνόμενη ευθέως για την καταβολή του.
Επειδή, κατ`ακολουθία αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή και να ακυρωθεί η ανακοπτόμενη κατασχετήρια έκθεση. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στον ανακόπτοντα το παράβολο που κατέβαλε (άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α` Κ.Διοικ.Δικ.), να απαλλαγεί, όμως, το καθ`ου από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, κατ`εκτίμηση των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση διαφοράς (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε` Κωδ.Διοικ.Δικ.).