Έτος
2006
Νόμος / διάταξη που αφορά
Αρ. 5 παρ. 1, 61 , 74 Ν. 2238/1994
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Σύζυγοι / Η υποβολή κοινής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος από τους συζύγους και οι συνέπειες της για την περιουσία του κάθε συζύγου για τα φορολογικά χρέη που τον βαρύνουν
Σημασία απόφασης
Σημαντική απόφαση διότι εφαρμόζει, προερχόμενη απο πολιτικό δικαστήριο, τη νομοθετική ρύθμιση του άρ. 5 παρ. 1 Ν. 2238/1994

 ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΟΥ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ευριπίδη Λαγουδιανάκη, Πρόεδρο Εφετών, Εμμανουήλ Βασιλάκη, Κωνσταντίνα Γιαννοπούλου-Εισηγήτρια, Εφέτες, και τη Γραμματέα Αικατερίνη Διακοκολιού, δικαστική υπάλληλο του Εφετείου Δωδεκανήσου.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στη Ρόδο την 9η Δεκεμβρίου 2005, για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση:

Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Προϊστάμενο ................ , το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά της πληρεξουσίας του Μαρίας Ελευθερίου, δικαστικής παρέδρου Ν.Σ.Κ.

Της εφεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής εταιρείας που εδρεύει στην Αθήνα με την επωνυμία «Τράπεζα ........», νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Ιωάννη Φιλίππου (με αριθ. 138.216 γραμμάτιο προείσπραξης Δ.Σ Ρόδου).

Η εφεσίβλητη άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου κατά του εκκαλούντος την από 16-10-2002 και με αριθ.εκθ.κατ. 422/16-10-2002, ανακοπή της περί μεταρρυθμίσεως πίνακα κατάταξης. Το Δικαστήριο εκείνο με την υπ` αριθμ. 103/2004 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων δέχθηκε την ανακοπή. Κατά της αποφάσεως αυτής το καθού η ανακοπή άσκησε στο Δικαστήριο που την εξέδωσε, απευθυνόμενη στο παρόν, την ένδικη από 6-8-2004 και με αριθ.εκθ.κατ. 177/14-9-2004, έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθ.εκθ.κατ. 406/29-12-2004, για τη συζήτηση δε αυτής που γράφτηκε νόμιμα στο πινάκιο ορίσθηκε δικάσιμος η αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης αυτής.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με την σειρά της από το σχετικό πινάκιο, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν και προφορικά τους ισχυρισμούς τους και αναφέρθηκαν στις γραπτές προτάσεις που κατέθεσαν.

Μελέτησε Τη Δικογραφία

Σκέφθηκε Σύμφωνα Με Το Νόμο

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ` αριθμ. 103/2004 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία άρθρ. 226 επ. Κ.Πολ.Δ. με τις αποκλίσεις που απορρέουν από τις διατάξεις των άρθρων 583 επ. Κ.Πολ.Δ., έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα κατά τα προσκομιζόμενα έγγραφα, δεδομένου ότι κατατέθηκε ενώπιον του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πριν από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρ. 499 Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί  περαιτέρω το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

Με την ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ανακοπή της η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη ζητούσε τη μεταρρύθμιση του υπ` αριθμ. 23533/2002 πίνακα κατάταξης του εκ 65.900 ευρώ συνολικού πλειστηριάσματος, του σ` αυτή (ανακοπή) αναφερομένου αναγκαστικού πλειστηριασμού τριών διαμερισμάτων του πρώτου ορόφου της επί της οδού Β.Η. αριθμ. 43 οικοδομής του Δήμου Ρόδου, της συμβολαιογράφου Ρόδου Μ.Π., με το σκοπό όπως στο ποσό των 14.548,21 ευρώ στο οποίο κατετάγει το καθ` ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, να καταταγεί αυτή (ανακόπτουσα) ως ενυπόθηκη δανείστρια, διότι η απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου δεν οφείλεται από την καθής η εκτέλεση, αλλά από το σύζυγό της. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση η οποία δέχθηκε ως ουσία βάσιμη την ανακοπή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το καθ` ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, με την ένδικη έφεση, αιτούμενο για τους σ` αυτή διαλαμβανόμενους λόγους την εξαφάνισή της με το σκοπό να απορριφθεί η ανακοπή ως ουσία αβάσιμη.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 975, 976, 977 παρ. 1 και 1007 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι σε περίπτωση πλειστηριασμού κινητού ή ακίνητου πράγματος, αν συντρέχουν προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 με απαιτήσεις ασφαλιζόμενες με ενέχυρο ή υποθήκη και δεν επαρκεί το πλειστηρίασμα, ικανοποιούνται οι προνομιακές απαιτήσεις έως το ένα τρίτο (1/3) του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, τα δε άλλα δύο τρία (2/3), καθώς και το τυχόν υπόλοιπο του ενός τρίτου (1/3) διατίθενται για την ικανοποίηση των ενεχυρούχων και ενυπόθηκων απαιτήσεων. Περαιτέρω κατά την παρ.1 του άρθρου 61 του ν.δ. 356/1974 «περί Κώδικος Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων» Κ.Ε.Δ.Ε., το Δημόσιο κατατάσσεται σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης κινητού ή ακινήτου για τις ληξιπρόθεσμες μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού από κάθε αιτία απατήσεις του μετά  των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων στην Πέμπτη σειρά του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ. Επομένως, όταν στην κατάταξη σε πλειστηριασμό ακινήτου συντρέχει προνομιακή απαίτηση του Δημοσίου με ενυπόθηκες απαιτήσεις ή σε  πλειστηριασμό κινητού συντρέχει προνομιακή απαίτηση του Δημοσίου με ενεχυρούχες απαιτήσεις και το πλειστηρίασμα είναι ανεπαρκές, το Δημόσιο πρέπει να ικανοποιηθεί από το 1/3 του πλειστηρίασματος, το δε υπόλοιπο ποσό των 2/3 να διατίθεται στους ενυπόθηκους ή ενεχυρούχους δανειστές. Τέλος από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1277, 1279 ΑΚ, 978 και 1007 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η προσημείωση χορηγεί δικαίωμα για απόκτηση υποθήκης, η οποία, μετά την τελευταία επιδίκαση της ασφαλιζόμενης απαίτησης και τη νομότυπη μετατροπή της προσημείωσης σε υποθήκη, λογίζεται ότι έχει εγγράψει από την ημέρα της προσημείωσης και επάγεται από τότε τις έννομες συνέπειές της (βλ. ΑΠ 183/1998 Ελλ.Δ/νη 39.831, ΑΠ 240/1997 ΝοΒ 46.1227, ΑΠ 649/1994 ΝοΒ 43.820, ΑΠ 57/1989 Ελλ.Δ/νη 31.1262).

Από τον επικαλούμενο και νόμιμα προσκομιζόμενο υπ` αριθμ. 23533/18.9.2002 προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Ρόδου Μ.Π., σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα έγγραφα, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με επίσπευση της ανακόπτουσας Τράπεζας Π., δυνάμει της υπ` αριθ. 8/1999 διαταγής πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, για το συνολικό ποσό των 287.104,19 ευρώ, την 3.4.2002 εκπλειστηριάσθηκαν ενώπιον της ανωτέρω συμβολαιογράφου Ρόδου, τα περιγραφόμενα στην υπ` αριθ. 8811/6.2.2002 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Ρόδου Μ.Μ., τρία διαμερίσματα οριζόντιες ιδιοκτησίες του πρώτου ορόφου εμβαδού 42,85 τ.μ., 44,63 τ.μ. και 94,53 τ.μ. αντίστοιχα, το καθένα της επί της οδού Β.Η. αριθμ. 43 στη θέση Άγιος Ιωάννης του Δήμου Ρόδου διώροφης οικοδομής της οφειλέτιδός της Κ. συζ. Β.Σ., τα οποία κατακυρώθηκαν στις τιμές 16.000, 16.700 και 33.200 ευρώ αντίστοιχα ήτοι στο συνολικό ποσό των 65.900 ευρώ, στο όνομα του Β.Κ., ο οποίος πλειοδότησε για λογαριασμό και με χρήματα της επισπεύδουσας Τράπεζας Π., το οποίο πλειστηρίασμα καταβλήθηκε εμπρόθεσμα όπως προκύπτει από τις υπ` αριθ. 23217/2002 και 23493/2002 πράξεις της ως άνω επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Στον πιο πάνω πλειστηριασμό ανήγγειλαν τις απαιτήσεις τους για να λάβουν μέρος στη διανομή του πλειστηριάσματος, μεταξύ άλλων η επισπεύδουσα ανακόπτουσα Τράπεζα Π. για το ποσό των 287.104,19 ευρώ, δυνάμει της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής, για το οποίο ζήτησε την προνομιακή της κατάταξη ως προσημειούχος δανείστρια, η οποία είχε εγγράψει την 28.9.1998 προσημείωση υποθήκης ποσού 50.000.000 δραχμών ήτοι 146.735,14 ευρώ, δυνάμει της υπ` αριθμ. 773/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου και το καθ` ου η ανακοπή (Ελληνικό Δημόσιο) δια του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου, για το ποσό των 24.047,74 ευρώ, προερχόμενο από ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του από την καθ` ης η εκτέλεση, μέχρι την ημέρα του πλειστηριασμού, από φόρους εισοδήματός της των οικονομικών ετών 1998, 1999, 2000 και 2001 μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων, για το οποίο ζήτησε την κατά το άρθρο 61 του ν.δ. 356/1976 όπως τροποπ. με το άρθρο 24§1 του ν. 2093/1992 προνομιακή του κατάταξη. Με τα δεδομένα αυτά αφού το πλειστηρίασμα είναι ανεπαρκές, συντρέχει νόμιμη περίπτωση συνδρομής της πιο πάνω προνομιούχου απαίτησης του καθ` ου η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου για το 1/3 του εναπομένοντος πλειστηριάσματος, με την προσημειούχο απαίτηση της ανακόπτουσας επισπεύδουσας Τράπεζας ........... στα υπόλοιπα 2/3 του εναπομένοντος πλειστηριάσματος. Ως εκ τούτου σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ορθώς με τον προσβαλλόμενο στην μεν απαίτηση του καθού η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου μέχρι το ένα τρίτο (1/3) στο εναπομένον ποσό των 43.644,64 ευρώ του πλειστηριάσματος ήτοι για το ποσό των 14.548,21 ευρώ, μετά την αφαίρεση των εξόδων εκτέλεσης και την κατάταξη στην τρίτη τάξη των προνομίων του άρθρου 975 Κ.Πολ.Δ., στα δε υπόλοιπα δύο τρίτα (2/3) του εναπομένοντος πλειστηριάσματος ήτοι στο ποσό των 29.096,43 ευρώ, ορθώς κατέταξε την ανακόπτουσα επισπεύδουσα Τράπεζα Π., ως προσημειούχο δανείστρια τυχαίως. Ο μοναδικός λόγος της ένδικης ανακοπής ότι το αναγγελθέν από το καθ` ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο ποσό των 24.047,74 ευρώ για δήθεν οφειλόμενους φόρους εισοδήματος μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων της καθής η εκτέλεση, δεν οφείλονται σ` αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) από την τελευταία (καθής η εκτέλεση) Κ. συζ. Β.Σ., αλλά οφείλονται από φόρους εισοδήματος του συζύγου της Β.Σ., επομένως κακώς η Δ.Ο.Υ Ρόδου καταλόγισε στην καθ` ης η εκτέλεση σύζυγό του, τους οφειλόμενους από το σύζυγό της Β.Σ. φόρους εισοδήματος και κατέστησε έτσι αυτήν οφειλέτη της, άνευ νομίμου αιτίας, κρίνεται απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος, καθ` όσον όπως προκύπτει από την με επίκληση προσκομιζόμενη υπ` αριθ. 8126/5.4.2002 αναγγελία του Ελληνικού Δημοσίου, στην υπάλληλο του πλειστηριασμού και ειδικότερα από τον επισυναπτόμενο πίνακα χρεών του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου Ι.Σ., προκύπτει ότι το αναγγελθέν συνολικό ποσό των 24.047,74 ευρώ που αναφέρεται ως οφειλή για φόρους εισοδήματος μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων της καθ` ης η εκτέλεση Κ.Σ., είναι πράγματι δική της οφειλή, και όχι του συζύγου της Β.Σ., επειδή έμπροσθεν από κάθε επί μέρους φόρο εισοδήματος αναγράφεται το ΑΦΜ του συζύγου της, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5§1 και 74§4 εδαφ. πρώτο του ν. 2238/1994 περί κύρωσης του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που ορίζουν με το πρώτο: «Κατά τη διάρκεια του γάμου οι σύζυγοι έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν κοινή δήλωση των εισοδημάτων τους, στα οποία ο φόρος, τα τέλη και οι εισφορές που αναλογούν υπολογίζονται χωριστά το εισόδημα καθενός συζύγου. Σε αυτή την περίπτωση, το τυχόν αρνητικό αποτέλεσμα του εισοδήματος του ενός συζύγου δεν συμψηφίζεται με τα εισοδήματα του άλλου συζύγου» και με το δεύτερο: «Για τους εγγάμους, εφόσον συντρέχει περίπτωση της παρ. 1 του άρθρου 5, η οφειλή για φόρο, τέλη και εισφορές, που αναλογούν στα εισοδήματά τους βεβαιώνεται στο όνομα του συζύγου, η ευθύνη όμως για την καταβολή της οφειλής, που αναλογεί στα εισοδήματα καθενός συζύγου, βαρύνει καθένα σύζυγο χωριστά», ορθώς ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. Ρόδου, αφού η καθ` ης η εκτέλεση Κ. συζ. Β.Σ. υπέβαλε κατά τα οικονομικά έτη 1998, 1999, 2000 και 2001 κοινές δηλώσεις με το σύζυγό της (Β.Σ.), οι οποίες δηλώσεις περιέχουν ατομικά εισοδήματα δικά της από εκμισθώσεις ακινήτων ιδιοκτησίας της, αυτή (καθ` ης η εκτέλεση) έχει ίδια και αυτοτελή φορολογική υποχρέωση για το φόρο που αναλογεί στα ατομικά της εισοδήματα που περιέχονται στις αντίστοιχες κοινές δηλώσεις με το σύζυγό της, καθώς και για το φόρο, ο οποίος βεβαιώθηκε μεν δυνάμει του άρθρου 74§4 εδαφ. πρώτο του ν. 2238/1994 επί ονόματι του συζύγου της στο δικό του ΑΦΜ, πλην όμως η ευθύνη για την καταβολή της οφειλής για το φόρο που αναλογεί στα ατομικά της εισοδήματα βαρύνει αυτή (καθ` ης η εκτέλεση Κ. συζ. Β.Σ.). Η Δ.Ο.Υ. Ρόδου νομότυπα βάσει του ως άνω άρθρου προέβη στο διαχωρισμό της οφειλής που προέκυψε από τις κοινές δηλώσεις της καθ` ης η εκτέλεση και του συζύγου της, όπως αυτό αποδεικνύεται από τα με επίκληση προσκομιζόμενα από το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, εκκαθαριστικά τους σημειώματα φορολογίας εισοδήματος των οικονομικών ετών 1998, 1999, 2000 και 2001, από τα οποία προκύπτει ότι ο φόρος που αναλογούσε στο εισόδημα καθενός συζύγου ήταν, στο εκκαθαριστικό του οικονομικού έτους 1998 του μεν συζύγου 1.700.615 δραχμές της δε συζύγου (καθ` ης η εκτέλεση) 2.974.795 δραχμές, στο εκκαθαριστικό του οικονομικού έτους 1999 του μεν συζύγου 959.979 δραχμές της δε συζύγου (καθ` ης η εκτέλεση) 3.082.719 δραχμές, στο εκκαθαριστικό του οικονομικού έτους 2000 του μεν συζύγου 116.542 δραχμές της δε συζύγου (καθ` ης η εκτέλεση) 2.699.646 δραχμές και στο εκκαθαριστικό του οικονομικού έτους 2001 του μεν συζύγου 16.740 δραχμές της δε συζύγου (καθ` ης η εκτέλεση) 1.077.679 δραχμές, ήτοι συνολικά ο φόρος που αναλογεί στη σύζυγο καθ` ης η εκτέλεση για τα ως άνω τέσσερα οικονομικά έτη για τα οποία αναγγέλθηκε το καθ` ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, ανέρχεται στο ποσό των 9.834.779 δραχμών (2.974.795 δρχ. συν 3.082.719 δρχ. συν 1.077.619 δρχ. ίσον 9.834.779 δρχ.) ήτοι 28.862,15 ευρώ. Συνεπώς το συνολικό ποσό των 24.047,74 ευρώ για το οποίο αναγγέλθηκε το καθ` ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, δια του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Ρόδου, είναι υπόλοιπο οφειλής για φόρους των ατομικών εισοδημάτων των οικονομικών ετών 1998, 1999, 2000 και 2001 μετά των πάσης φύσεως προσαυξήσεων και τόκων της συζύγου καθ` ης η εκτέλεση Κ. συζ. Β.Σ. και νομότυπα βεβαιώθηκε επ` ονόματι του συζύγου της στο δικό του ΑΦΜ. Επομένως, η ένδικη ανακοπή μη έχοντος άλλον λόγο ανακοπής, κρίνεται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη.

Συνακόλουθα όλων των ανωτέρω η εκκαλούμενη απόφαση η οποία δέχθηκε ως ουσία βάσιμη την ανακοπή, μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα κατάταξης και κατέταξε την ανακόπτουσα Τράπεζα Π. στο ποσό που είχε καταταγεί το καθ` ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, ενώ έπρεπε να απορρίψει την ανακοπή ως ουσία αβάσιμη, έσφαλε περί την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το βάσιμο περί τούτου σχετικό λόγο της έφεσης του καθ` ου η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου. Ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτή ως και κατ` ουσίαν βάσιμη η έφεση, να εξαφανισθεί κατ` άρθρο 535§1 Κ.Πολ.Δ. η εκκαλούμενη απόφαση, ως προς όλες τις διατάξεις της. Διακρατουμένης δε της υπόθεσης και δικαζόμενης υπό του Δικαστηρίου τούτου, ενόψει των προεκτιθεμένων περιστατικών που αποδείχθηκαν, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή ως ουσία αβάσιμη. Τέλος η ανακόπτουσα Τράπεζα ........ λόγω της ήττας της πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα του καθ` ου η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 176, 183 σε συνδ. με το άρθρ. 191§2 Κ.Πολ.Δ., μειωμένα όμως σύμφωνα με το άρθρο 22§1 του ν. 3693/1957, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την υπ` αριθ. 134423/8.12.1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ 11Β/20.11.1993), που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 5 § 12 του ν. 1738/1987 (βλ. ΑΠ 436/2001 Ελλ.Δ/νη 43.397), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ` ουσία την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ` αριθμ. 103/2004 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου ως προς όλες τις διατάξεις της.

Κρατεί την υπόθεση.

Δικάζει επί της από 16-10-2002 ανακοπής.

Απορρίπτει αυτή.

Καταδικάζει την ανακόπτουσα Τράπεζα Π. στα δικαστικά έξοδα του καθ` ού η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στη Ρόδο την 11-1-2006 σε μυστική διάσκεψη και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Εφετείου Δωδεκανήσου στη Ρόδο την 13-1-2006 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με παρούσα τη γραμματέα.

Ο Πρόεδρος                                                Η Γραμματέας