ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Μαρτίου 2005 (*)
Στην υπόθεση C-196/02,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Ειρηνοδικείο Αθηνών με απόφαση της 13ης Μαΐου 2002, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 27 Μαΐου 2002, στο πλαίσιο της δίκης Βασιλική Νικολούδη Κατά Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ (OTE),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),
συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas (εισηγητή), A. La Pergola, S. von Bahr και K. Schiemann, δικαστές, γενική εισαγγελέας: C. Stix-Hackl γραμματέας: R. Grass έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Βασιλική Νικολούδη, εκπροσωπούμενη από τον N. Ζέλιο, δικηγόρο,
– ο Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ (OTE), εκπροσωπούμενος από τον Π. Βάλλη και την Α. Μαργαρίτη, δικηγόρους,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον Σ. Α. Σπυρόπουλο και την Ε.-Μ. Μαμούνα,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την Μ. Πατακιά και την N. Yerrell,
αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 29ης Απριλίου 2004,
εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ έχουν αντικατασταθεί από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ), καθώς και των οδηγιών 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 19), και 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 40).
2 Η παρούσα αίτηση έχει υποβληθεί στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της Β. Νικολούδη και του εργοδότη της, του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος ΑΕ (στο εξής: ΟΤΕ), στον οποίο η Β. Νικολούδη εργαζόταν ως καθαρίστρια μειωμένης απασχολήσεως, και αφορά τον αποκλεισμό της δυνατότητας εφαρμογής υπέρ αυτής της ευνοϊκής ρυθμίσεως που προέβλεπαν οι σχετικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας για την ένταξη στο μόνιμο προσωπικό του ΟΤΕ.
Νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
3 Το άρθρο 119 της Συνθήκης θέτει την αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της ίδιας αξίας.
4 Κατά το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 75/117, η αρχή αυτή συνεπάγεται «την κατάργηση, για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής, κάθε διακρίσεως βασιζομένης στο φύλο».
5 Σκοπός της οδηγίας 76/207 είναι η εξάλειψη κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο ως προς τις συνθήκες εργασίας και τις συνθήκες προσβάσεως σε απασχόληση ή σε θέσεις εργασίας.
6 Η οδηγία 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (ΕΕ 1998, L 14, σ. 6), έπρεπε να έχει μεταφερθεί από τα κράτη μέλη στην εθνική νομοθεσία τους μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2001. Η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που καλύπτονται, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 119 της Συνθήκης και από τις οδηγίες 75/117 και 76/207.
7 Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη «λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όταν ένα πρόσωπο κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και παρουσιάζει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης».
Η εθνική νομοθεσία
8 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του ΟΤΕ (στο εξής: ΓΚΠ ΟΤΕ) προβλέπει ότι το προσωπικό του ΟΤΕ αποτελείται αφενός από μόνιμο και αφετέρου από έκτακτο προσωπικό. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το μόνιμο προσωπικό του ΟΤΕ περιλαμβάνει μόνο πρόσωπα εργαζόμενα με πλήρη απασχόληση.
9 Το έκτακτο προσωπικό εργάζεται είτε με σύμβαση ορισμένου χρόνου είτε, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, σύμφωνα με το άρθρο 24α, παράγραφος 2, του ΓΚΠ ΟΤΕ, με σύμβαση αορίστου χρόνου, εφόσον πρόκειται για εκτέλεση έργου καθαρίστριας μειωμένης απασχολήσεως (στοιχείο α΄) ή για την πρόσληψη προσώπων εξαρτώμενων από αποβιώσαντα υπάλληλο του οποίου ο θάνατος έχει δημιουργήσει οικογενειακά οικονομικά προβλήματα (στοιχείο γ΄).
10 Το άρθρο 3, παράγραφος v, στοιχείο δ΄, του ΓΚΠ ΟΤΕ προβλέπει τον διορισμό καθαριστριών, δηλαδή μόνο γυναικών και όχι ανδρών.
11 Το άρθρο 5, παράγραφος 9, του ΓΚΠ ΟΤΕ, όπως ίσχυε μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1996, απέκλειε πλήρως τη δυνατότητα να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος μειωμένης απασχολήσεως για τον υπολογισμό της υπηρεσιακής αρχαιότητας, ενώ το κείμενο της διατάξεως αυτής που τροποποιήθηκε κατά την εν λόγω ημερομηνία προβλέπει ότι η μειωμένη απασχόληση προσμετρείται αναλογικά προς την πλήρη. Σε σχέση με τις καθαρίστριες που εργάζονται ως έκτακτο προσωπικό, το τροποποιημένο αυτό κείμενο προβλέπει ρητά ότι η καθημερινή τρίωρη απασχόληση θεωρείται το μισό της πλήρους απασχολήσεως.
12 Οι ειδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας της 2ας Νοεμβρίου 1987 και της 10ης Μαΐου 1991 (στο εξής: επίμαχες συλλογικές συμβάσεις), οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ του ΟΤΕ και της Ομοσπονδίας Εργαζομένων ΟΤΕ (στο εξής: ΟΜΕ ΟΤΕ), ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις για την ένταξη του έκτακτου προσωπικού του ΟΤΕ στο μόνιμο. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι συμβάσεις αυτές στηρίζονται στο άρθρο 66, παράγραφος 1, του ΓΚΠ ΟΤΕ, το οποίο ορίζει ότι το έκτακτο προσωπικό πλήρους απασχολήσεως που έχει προσληφθεί με σύμβαση αορίστου χρόνου μπορεί να μονιμοποιηθεί («να προσληφθεί οριστικώς»).
13 Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η πρώτη από τις επίμαχες συλλογικές συμβάσεις επέτρεπε την υποβολή αιτήσεως για ένταξη στο μόνιμο προσωπικό μόνο στο έκτακτο προσωπικό που είχε συμπληρώσει τουλάχιστον διετή υπηρεσία πλήρους απασχολήσεως. Μολονότι η δεύτερη συλλογική σύμβαση δεν απαιτούσε ορισμένο χρόνο προϋπηρεσίας, εντούτοις ο ΟΤΕ την ερμήνευσε και την εφάρμοσε σαν να αφορούσε μόνο το προσωπικό πλήρους απασχολήσεως.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
14 Την 1η Σεπτεμβρίου 1978 η Β. Νικολούδη προσλήφθηκε από τον ΟΤΕ ως έκτακτη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Μέχρι τις 27 Νοεμβρίου 1996 εργάστηκε ως καθαρίστρια με μειωμένο ωράριο. Στις 28 Νοεμβρίου 1996 η σύμβαση εργασίας της μετατράπηκε σε σύμβαση πλήρους απασχολήσεως. Στις 17 Αυγούστου 1998 συνταξιοδοτήθηκε λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας.
15 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι καμία από τις επίμαχες συλλογικές συμβάσεις δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Β. Νικολούδη μέχρι τη συνταξιοδότησή της, επειδή είχε εργαστεί με μειωμένο ωράριο.
16 Η Β. Νικολούδη, αφού αποκλείστηκε από την προβλεπόμενη από τις εν λόγω συμβάσεις δυνατότητα εντάξεως στο μόνιμο προσωπικό, άσκησε αγωγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, με την οποία ισχυρίστηκε ότι ο αποκλεισμός αυτός αποτελεί διάκριση λόγω φύλου, την οποία απαγορεύει το κοινοτικό δίκαιο.
17 Η Β. Νικολούδη θεωρεί επίσης ότι το άρθρο 5, παράγραφος 9, του ΓΚΠ ΟΤΕ, τόσο υπό την αρχική μορφή του όσο και μετά την τροποποίησή του την 1η Ιανουαρίου 1996, αντιβαίνει στο κοινοτικό δίκαιο και επομένως δεν επιτρέπεται να εφαρμοστεί.
18 Τέλος, η Β. Νικολούδη φρονεί ότι, αν ο συνολικός χρόνος μειωμένης απασχολήσεώς της συνυπολογιζόταν για την υπηρεσιακή αρχαιότητά της, θα προέκυπτε προς όφελός της μια μισθολογική διαφορά συνολικού ποσού 5 834,43 ευρώ για την περίοδο από 28 Νοεμβρίου 1996 μέχρι 17 Αυγούστου 1998.
19 Με την αγωγή της η Β. Νικολούδη ζητεί να υποχρεωθεί ο ΟΤΕ να της καταβάλει το ποσό αυτό εντόκως.
20 Ο ΟΤΕ ισχυρίζεται ότι η Β. Νικολούδη δεν εντάχθηκε στο μόνιμο προσωπικό, διότι προϋπόθεση για τη μονιμοποίηση του έκτακτου προσωπικού αποτελεί η πλήρης απασχόληση και η προϋπόθεση αυτή ίσχυε, κατά τον ΟΤΕ, ανεξάρτητα από την ειδικότητα ή το φύλο του ενδιαφερόμενου. Επιπλέον, ο χρόνος μερικής απασχολήσεως δεν μπορούσε να συνυπολογιστεί για την αρχαιότητα της Β. Νικολούδη, σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 9, του ΓΚΠ ΟΤΕ, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1996.
21 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Ειρηνοδικείο Αθηνών έκρινε ότι για την επίλυση της ενώπιόν του εκκρεμούς διαφοράς είναι αναγκαία η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου, οπότε ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Εναρμονίζεται προς τις επιταγές που απορρέουν από το άρθρο 119 της Συνθήκης […] και τις οδηγίες 75/117 και 76/207 η ύπαρξη και λειτουργία κανονιστικής ρυθμίσεως όπως εν προκειμένω η διάταξη του άρθρου 24α, παράγραφος 2α, του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού ΟΤΕ, κατά την οποία προβλέπεται ότι με σύμβαση εργασίας, αορίστου χρόνου, μειωμένης απασχολήσεως ή διαλείπουσας απασχολήσεως, προσλαμβάνονται ως καθαρίστριες γυναίκες (μόνον);
Σύμφωνα με την νομολογία του Δικαστηρίου Σας, με δεδομένο ότι η μειωμένη απασχόληση συνδέεται με μειωμένη αμοιβή, η επίμαχη ρύθμιση δύναται να ερμηνευθεί ότι, εκ προοιμίου, συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, αφού συνδέει, αμέσως και ευθέως, την μειωμένη απασχόληση με το φύλο των μισθωτών (γυναίκες) και θέτει, έτσι, σε μειονεκτική μοίρα μόνον γυναίκες;
2) Ο αποκλεισμός των εκτάκτων καθαριστριών μειωμένης απασχολήσεως, αορίστου χρόνου, από τις πρόνοιες της από 2.11.1987 ειδικής συλλογικής συμβάσεως ΟΤΕ-ΟΜΕ ΟΤΕ, για ένταξη στο τακτικό προσωπικό (και μάλιστα ανεξαρτήτως του χρόνου διάρκειας της εργασιακής συμβάσεως μειωμένης απασχολήσεως), όπως εν προκειμένω, για τον λόγο ότι η συλλογική σύμβαση αυτή απαιτούσε τουλάχιστον διετή υπηρεσία, πλήρους απασχολήσεως, προσκρούει στο άρθρο 119 της Συνθήκης […] και τις παραπάνω οδηγίες ή άλλο κανόνα του κοινοτικού δικαίου, ως έμμεση διάκριση λόγω φύλου, επί τη εκδοχή ότι η ρύθμιση αυτή (παρά τον φαινομενικά ουδέτερο χαρακτήρα της – αφού δεν γίνεται συνάρτηση προς το φύλο των μισθωτών) εξαίρεσε αποκλειστικά μόνον γυναίκες καθαρίστριες, γιατί δεν υπηρετούσαν άνδρες με μειωμένη απασχόληση, συνδεόμενοι με σύμβαση αορίστου χρόνου, ούτε στον Κλάδο Γενικών Υπηρεσιών (όπου υπάγονται οι καθαρίστριες) ούτε σε κανένα άλλο κλάδο προσωπικού του ΟΤΕ;
3) Κατά την εφαρμογή της από 10.5.91 ειδικής συλλογικής συμβάσεως ΟΤΕ-ΟΜΕ ΟΤΕ, ο ΟΤΕ αξίωσε, για τους υπό ένταξη (δοκιμοποίηση) εκτάκτους, σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, με πλήρη απασχόληση.
Η εξαίρεση των καθαριστριών μειωμένης απασχολήσεως (ανεξαρτήτως του χρόνου διάρκειας της συμβάσεως τους), όπως στην ένδικη υπόθεση, αποτελεί ανεπίτρεπτη, έμμεση, διάκριση λόγω φύλου, εμπίπτουσα σε διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (άρθρο 119 και οδηγίες 75/117 και 76/207), ενόψει του ότι η συλλογική σύμβαση εξαίρεσε αποκλειστικά μόνον γυναίκες καθαρίστριες γιατί δεν υπηρετούσαν άνδρες με μειωμένη απασχόληση, αορίστου χρόνου, σε κανένα κλάδο προσωπικού του ΟΤΕ;
4) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5, παράγραφος 9, του ΓΚΠ ΟΤΕ, όπως ίσχυσε έως 1.1.1996, η μειωμένη απασχόληση δεν συνυπολογιζόταν παντάπασι στην αρχαιότητα, για να προσδιορίσει καλύτερους όρους αμοιβής. Έκτοτε, από 1.1.1996, η ρύθμιση αυτή τροποποιήθηκε, με ειδική συλλογική σύμβαση, και ορίσθηκε ότι η μειωμένη απασχόληση λογίζεται ότι ισοδυναμεί προς το ήμισυ του χρόνου πλήρους απασχολήσεως.
Επί τη εκδοχή ότι η μειωμένη απασχόληση έπληξε αποκλειστικά, ή κατά κύριο λόγο, γυναίκες, οι ρυθμίσεις του ολικού αποκλεισμού της μειωμένης απασχολήσεως (έως 1.1.1996) ή του αναλογισμού της προς την πλήρη απασχόληση (από 1.1.1996), δύναται να ερμηνευθεί, υπό το φως και της νομολογίας του Δικαστηρίου Σας, ότι παρεισάγουν απαγορευμένη (κατά τους κανόνες δικαίου της Κοινότητας), έμμεση, διάκριση λόγω φύλου, και, παρεπομένως, είναι προσμετρητέος στην αρχαιότητά τους όλος ο χρόνος μειωμένης απασχολήσεως;
5) Αν οι αποφάνσεις του Δικαστηρίου Σας στα παραπάνω, 1 έως 4, ερωτήματα είναι καταφατικές, υπό την έννοια ότι οι επίμαχες κανονιστικές και συλλογικές ρυθμίσεις αντιβαίνουν, πράγματι, προς την κοινοτική έννομη τάξη, ποίος φέρει το βάρος αποδείξεως, όταν γίνεται από μισθωτό επίκληση ότι παραβιάσθηκε, σε βάρος του, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως;»
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
22 Σε σχέση με τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου επιβάλλονται εκ προοιμίου δύο διευκρινίσεις. Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως που προβλέπει μια συλλογική σύμβαση υπέρ του έκτακτου προσωπικού του ΟΤΕ που έχει συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου. Είναι προφανές ότι η φύση της συμβάσεως ορισμένου χρόνου διαφέρει ουσιωδώς από τη φύση της συμβάσεως αορίστου χρόνου ή της μόνιμης θέσης. Κατά συνέπεια, οι εργαζόμενοι που έχουν συνάψει σύμβαση ορισμένου χρόνου δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση, από άποψη μονιμοποιήσεως, με όσους εργάζονται με σύμβαση αορίστου χρόνου. Συνεπώς, η εξέταση των προδικαστικών ερωτημάτων θα αφορά μόνο τους εργαζομένους της τελευταίας αυτής κατηγορίας.
23 Δεύτερον, παρά την εθνική ρύθμιση που εκ πρώτης όψεως προβλέπει ως έκτακτο προσωπικό μειωμένης απασχολήσεως μόνο τις καθαρίστριες, ο OTE ισχυρίζεται ότι έχει προσλάβει επανειλημμένα άνδρες με σύμβαση αορίστου χρόνου για την εκτέλεση εργασίας με μειωμένο ωράριο.
24 Κατά συνέπεια, το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, που θέτουν το ζήτημα της έμμεσης διακρίσεως, έχουν την έννοια ότι αφορούν την περίπτωση κατά την οποία οι ισχυρισμοί του ΟΤΕ αποδειχθούν αληθείς και, επομένως, οι ενδιαφερόμενοι άνδρες έχουν επίσης αποκλειστεί από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως την οποία παρέχουν οι επίδικες συλλογικές συμβάσεις. Αντίθετα, το πρώτο ερώτημα, που θέτει το ζήτημα της άμεσης διακρίσεως, λαμβάνει ως δεδομένο ότι από την εν λόγω δυνατότητα μονιμοποιήσεως έχουν αποκλειστεί μόνο οι καθαρίστριες. Δεδομένου ότι οι δύο αυτές περιπτώσεις αλληλοαναιρούνται, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει ποια από τις δύο αυτές περιπτώσεις συντρέχει στην υπόθεση της κύριας δίκης.
Επί του πρώτου ερωτήματος
25 Με το πρώτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσία αν το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει μια διάταξη όπως το άρθρο 24α, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ΓΚΠ ΟΤΕ, κατά την οποία προβλέπεται ότι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μειωμένης απασχολήσεως, προσλαμβάνονται μόνο καθαρίστριες, δηλαδή γυναίκες, και ειδικότερα αν η διάταξη αυτή συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου, αφού συνδέει τη μειωμένη απασχόληση με το θήλυ φύλο και θέτει, έτσι, σε μειονεκτική μοίρα, από οικονομική άποψη, τις γυναίκες.
26 Καταρχάς πρέπει να τεθεί το ερώτημα αν υπάρχει όμοια εργασία ή εργασία της ίδιας αξίας, προκειμένου να εξακριβωθεί αν υπάρχουν καταστάσεις συγκρίσιμες με την κατάσταση της Β. Νικολούδη, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
27 Αντίθετα απ’ ό,τι υποστήριξαν η Επιτροπή και η Ελληνική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι δεν υπάρχει στον ΟΤΕ άνδρας που να παρέχει όμοια εργασία με τη Β. Νικολούδη δεν εμποδίζει την εφαρμογή της αρχής αυτής.
28 Όσον αφορά την ισότητα των αμοιβών, διαπιστώνεται, αν ληφθούν μάλιστα υπόψη το γράμμα του άρθρου 119 της Συνθήκης και η νομολογία, ότι η εργασία με την οποία μπορεί να γίνει η σύγκριση δεν χρειάζεται να είναι όμοια με την εργασία που παρέχει το πρόσωπο που επικαλείται την εν λόγω αρχή (βλ., μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2000, C-236/98 JämO, Συλλογή 2000, σ. I-2189, σκέψη 49, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-320/00, Lawrence κ.λπ., Συλλογή 2002, σ. I-7325, σκέψη 4). Το γεγονός ότι η σύγκριση γίνεται στο πλαίσιο της οδηγίας 76/207 δεν αναιρεί την ορθότητα του ανωτέρω συμπεράσματος.
29 Εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να εξακριβώσει κατά πόσον, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών στοιχείων που αφορούν τη φύση των διαφόρων μορφών της παρεχόμενης εργασίας και τις συνθήκες υπό τις οποίες παρέχονται, υπάρχει εντός του ΟΤΕ εργασία ίδιας αξίας με την παρεχόμενη από τη Β. Νικολούδη, και μάλιστα ανεξάρτητα από το ωράριο με βάση το οποίο παρέχεται η εργασία αυτή (βλ. συναφώς απόφαση της 31ης Μαΐου 1995, C-400/93, Royal Copenhagen, Συλλογή 1995, σ. I-1275, σκέψη 43, και προπαρατεθείσα απόφαση JämO, σκέψεις 20 και 49).
30 Αν αυτό όντως συμβαίνει και υπάρχουν επομένως καταστάσεις συγκρίσιμες με την κατάσταση της Β. Νικολούδη, πρέπει στη συνέχεια να εξεταστεί το ζήτημα αν υπάρχει διαφορά στη μεταχείριση, προκειμένου να εξακριβωθεί αν η διαφορά αυτή οφείλεται ευθέως στο φύλο.
31 Στην παρούσα υπόθεση πρόκειται για έκτακτο προσωπικό που προσλαμβάνεται για αόριστο χρόνο. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι η σύναψη των σχετικών ατομικών συμβάσεων εργασίας επιτρέπεται, κατά το άρθρο 24α, παράγραφος 2, του ΓΚΠ ΟΤΕ, μόνο στις δύο περιπτώσεις που περιγράφονται στη σκέψη 9 της παρούσας αποφάσεως, δηλαδή είτε για την εκτέλεση έργου καθαρίστριας μειωμένης απασχολήσεως είτε για την πρόσληψη προσώπων εξαρτώμενων από αποβιώσαντα υπάλληλο. Κατά συνέπεια, η διαφορετική μεταχείριση στην υπόθεση της κύριας δίκης οφείλεται στο γεγονός ότι η εργασία της καθαρίστριας, που διέπεται από σύμβαση συναπτόμενη κατά το στοιχείο α΄ του εν λόγω άρθρου, παρέχεται με μειωμένο ωράριο, ενώ οι συμβάσεις που συνάπτονται βάσει του στοιχείου γ΄ του ίδιου άρθρου και που είναι άλλωστε ουδέτερες ως προς το φύλο του εργαζομένου δεν περιέχουν αυτό το συγκεκριμένο στοιχείο.
32 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος v, στοιχείο δ΄, του ΓΚΠ ΟΤΕ, το οποίο έχει ισχύ διατάξεως νόμου, ως καθαρίστριες με μειωμένη απασχόληση μπορούν να προσλαμβάνονται, κατά το άρθρο 24α, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ΓΚΠ ΟΤΕ, μόνο γυναίκες και ότι επομένως μόνο γυναίκες είναι δυνατόν να έχουν συνάψει σύμβαση αορίστου χρόνου για την παροχή εργασίας μειωμένης απασχολήσεως.
33 Εν προκειμένω ο OTE ισχυρίζεται ότι οι θέσεις καθαριστριών μειωμένης απασχολήσεως, των οποίων η ύπαρξη δικαιολογείται από το μικρό εμβαδόν των χώρων καθαρισμού, προβλέφθηκαν μόνο για τις γυναίκες με σκοπό να ευνοηθούν και να εξυπηρετηθούν οι ιδιαίτερες ανάγκες τους.
34 Μολονότι επιτρέπεται, για παράδειγμα από την άποψη του άρθρου 2, παράγραφοι 2 και 4, της οδηγίας 76/207, η ύπαρξη κατηγοριών εργαζομένων που να απαρτίζονται από εκπροσώπους ενός μόνο φύλου και μολονότι επομένως η δημιουργία μιας κατηγορίας εργαζομένων που να αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες δεν αποτελεί καθαυτή άμεση διάκριση σε βάρος των γυναικών, επιβάλλεται εντούτοις η διαπίστωση ότι η μεταγενέστερη θέσπιση δυσμενούς μεταχειρίσεως για την κατηγορία αυτή, ανεξάρτητα από το αν αφορά την ίση μεταχείριση ή την ισότητα αμοιβών, θα μπορούσε να αποτελέσει τέτοια διάκριση.
35 Όσον αφορά καταρχάς την ίση μεταχείριση, στην υπόθεση της κύριας δίκης, μονιμοποιήθηκε κάθε εργαζόμενος που είχε σύμβαση αορίστου χρόνου, εκτός από όσους εργάζονταν με μειωμένο ωράριο, δηλαδή τις καθαρίστριες.
36 Το κριτήριο δηλαδή της πλήρους απασχολήσεως ως αναγκαίας προϋποθέσεως για τη μονιμοποίηση, μολονότι είναι φαινομενικά ουδέτερο σε σχέση με το φύλο του εργαζομένου, καταλήγει στον αποκλεισμό μιας κατηγορίας εργαζομένων που αποτελείται, κατά τη συνδυασμένη ερμηνεία των άρθρων 3, παράγραφος v, στοιχείο δ΄, και 24α, παράγραφος 2, του ΓΚΠ ΟΤΕ, μόνο από γυναίκες. Το κριτήριο αυτό, εφόσον δεν καθιστά, όσον αφορά τη μονιμοποίηση, μη συγκρίσιμες δυο καταστάσεις που είναι κατά τα λοιπά συγκρίσιμες, συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου.
37 Όσον αφορά ακολούθως την ισότητα αμοιβών, επιβάλλεται, πρώτον, η διαπίστωση ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν συνάγεται ότι υπάρχει διαφορά στο ποσοστιαίο ύψος της αμοιβής των εργαζομένων μειωμένης απασχολήσεως έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως.
38 Εν πάση περιπτώσει, όπως άλλωστε υπενθύμισε η γενική εισαγγελέας με το σημείο 33 των προτάσεών της, το γεγονός ότι για την απασχόληση με μειωμένο ωράριο καταβάλλεται χαμηλότερη ωριαία αμοιβή απ’ ό,τι για την απασχόληση με πλήρες ωράριο δεν σημαίνει πάντοτε ότι υπάρχει διάκριση, αν η διαφορά μεταξύ της αμοιβής για τη μειωμένη απασχόληση και της αμοιβής για την πλήρη απασχόληση οφείλεται σε παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (βλ. συναφώς απόφαση της 31ης Μαρτίου 1981, 96/80, Jenkins, Συλλογή 1981, σ. 911, σκέψεις 10 και 11). Το Δικαστήριο δεν διαθέτει εν προκειμένω τα αναγκαία στοιχεία για την εξέταση αυτή.
39 Δεύτερον, για να δοθεί απάντηση στη διευκρίνιση που δίδει το αιτούν δικαστήριο στο ερώτημά του, τίποτε δεν φαίνεται να εμποδίζει τις γυναίκες να εργάζονται με πλήρες ωράριο. Η ίδια η Β. Νικολούδη εργάστηκε με πλήρες ωράριο από τις 28 Νοεμβρίου 1996 μέχρι τη συνταξιοδότησή της. Κατά συνέπεια, το γεγονός και μόνο ότι οι γυναίκες που επέλεξαν να κάνουν χρήση της δυνατότητας εργασίας με μειωμένο ωράριο αμείβονται λιγότερο από τις συναδέλφους τους που παρέχουν εργασία πλήρους ωραρίου, διότι εργάζονται λιγότερο από τις τελευταίες αυτές, δεν συνιστά καθαυτό άμεση διάκριση, έστω και αν με μειωμένο ωράριο εργάζονται μόνο γυναίκες.
40 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 119 της Συνθήκης και η οδηγία 76/207, έχει την έννοια ότι η ύπαρξη και η εφαρμογή μιας διατάξεως όπως το άρθρο 24α, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του ΓΚΠ ΟΤΕ, που προβλέπει ότι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μειωμένης απασχολήσεως, προσλαμβάνονται μόνο καθαρίστριες, δηλαδή γυναίκες, δεν αποτελούν καθαυτές άμεση διάκριση λόγω φύλου σε βάρος των γυναικών. Εντούτοις, ο μεταγενέστερος αποκλεισμός από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως, ο οποίος στηρίζεται στο φαινομενικά ουδέτερο σε σχέση με το φύλο του εργαζομένου κριτήριο ότι ο ενδιαφερόμενος ανήκει σε ορισμένη κατηγορία εργαζομένων που αποτελείται, δυνάμει εθνικής ρυθμίσεως που έχει ισχύ νόμου, μόνο από γυναίκες, συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου υπό την έννοια της οδηγίας 76/207. Για να μην υπάρχει άμεση διάκριση λόγω φύλου, το χαρακτηριστικό στοιχείο της κατηγορίας στην οποία ανήκει ο αποκλειόμενος εργαζόμενος πρέπει να είναι ικανό να περιάγει τον εργαζόμενο αυτό σε κατάσταση που διαφέρει αντικειμενικά, από την άποψη της μονιμοποιήσεως, από την κατάσταση των εργαζομένων που μπορούν να μονιμοποιηθούν.
Επί του δεύτερου και του τρίτου ερωτήματος
41 Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, που ενδείκνυται να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσία αν ο βάσει των επίμαχων συλλογικών συμβάσεων αποκλεισμός του έκτακτου προσωπικού μειωμένης απασχολήσεως από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου.
42 Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο, κατά την υποβολή των ερωτημάτων αυτών, ότι ο αποκλεισμός αυτός πλήττει μόνο το γυναικείο προσωπικό, διότι, όπως εκθέτει το ίδιο, ο ΟΤΕ δεν απασχολεί κανέναν άνδρα με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και μειωμένου ωραρίου. Αν αυτό όντως συμβαίνει, τότε, κατόπιν της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, δεν χρειάζεται να δοθεί καμία απάντηση στο δεύτερο και στο τρίτο.
43 Εντούτοις, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο OTE ισχυρίζεται ότι έχει προσλάβει επανειλημμένα άνδρες με σύμβαση αορίστου χρόνου για την εκτέλεση εργασίας με μειωμένο ωράριο. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο εκθέτει, με το τέταρτο ερώτημά του, ότι η μειωμένη απασχόληση μπορεί να μην αφορά τις γυναίκες αποκλειστικά, αλλά απλώς κατά κύριο λόγο. Κατά συνέπεια, η απάντηση στα δύο αυτά ερωτήματα παραμένει χρήσιμη για την περίπτωση που η κατηγορία εργαζομένων που αποκλείστηκε από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως ενδέχεται να αποτελείται τόσο από άνδρες όσο και από γυναίκες.
44 Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, μια εθνική ρύθμιση ενέχει έμμεση διάκριση όταν, μολονότι έχει διατυπωθεί κατά τρόπο ουδέτερο, στην πραγματικότητα περιάγει σε μειονεκτική θέση ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών (βλ. αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 1997, C-1/95, Gerster, Συλλογή 1997, σ. I-5253, σκέψη 30, και C-100/95, Kording, Συλλογή 1997, σ. I-5289, σκέψη 16, καθώς και της 12ης Οκτωβρίου 2004, C-313/02, Wippel, Συλλογή 2004, σ. Ι-9483, σκέψη 43).
45 Εν προκειμένω προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία ότι οι επίμαχες συλλογικές συμβάσεις περιάγουν σε μειονεκτική θέση, εντός της κατηγορίας του έκτακτου προσωπικού που εργάζεται με σύμβαση αορίστου χρόνου, τους εργαζομένους μειωμένης απασχολήσεως έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως, καθόσον παρέχουν τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως μόνο στους εργαζομένους πλήρους απασχολήσεως.
46 Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται όμως να εξακριβώσει αν ο OTE έχει προσλάβει πράγματι άνδρες με τέτοιες συμβάσεις για την εκτέλεση εργασίας με μειωμένο ωράριο και, σε περίπτωση που αυτό συμβαίνει, αν το ποσοστό των γυναικών που αποκλείστηκαν από αυτή τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως κατ’ εφαρμογή των επίμαχων συλλογικών συμβάσεων υπερβαίνει κατά πολύ το αντίστοιχο ποσοστό ανδρών εντός της κατηγορίας των εργαζομένων με σύμβαση αορίστου χρόνου και μειωμένης απασχολήσεως, οι οποίοι υφίστανται τη δυσμενή διάκριση.
47 Στην περίπτωση αυτή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι διατάξεις όπως οι επίδικες στην κύρια δίκη καταλήγουν στην πράξη σε δυσμενή διάκριση των γυναικών εργαζομένων σε σχέση με τους άνδρες εργαζομένους και πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται αντίθετες προς το άρθρο 3 της οδηγίας 76/207, καθόσον αφορούν την πρόσβαση σε μόνιμες θέσεις εργασίας κατά την έννοια του άρθρου 3 της οδηγίας αυτής. Αυτό δεν θα συνέβαινε μόνον αν η διαφορετική μεταχείριση των δύο κατηγοριών εργαζομένων δικαιολογούνταν από παράγοντες ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (βλ. συναφώς τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 171/88, Rinner-Kühn, Συλλογή 1989, σ. 2743, σκέψη 12, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-77/02, Steinicke, Συλλογή 2003, σ. Ι-9027, σκέψη 57).
48 Στο εθνικό δικαστήριο, που είναι το μόνο αρμόδιο για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και για την ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, απόκειται να κρίνει αν υπάρχει τέτοιος δικαιολογητικός λόγος. Συναφώς πρέπει να εξεταστεί, βάσει όλων των κρίσιμων στοιχείων και ενόψει του ενδεχομένου να μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι που επιδιώκουν οι επίμαχες διατάξεις με άλλα μέσα, αν οι εν λόγω στόχοι είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου και αν αυτές οι διατάξεις, ως μέσα προς επίτευξη ορισμένων στόχων, μπορούν να συμβάλουν στην υλοποίησή τους (βλ. συναφώς τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Rinner-Kühn, σκέψη 15, και Steinicke, σκέψη 58).
49 Πάντως, μολονότι, στο πλαίσιο της προδικαστικής παραπομπής, στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει την ύπαρξη τέτοιων αντικειμενικών λόγων στη συγκεκριμένη υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, το Δικαστήριο, καλούμενο να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο χρήσιμες απαντήσεις, είναι αρμόδιο να παράσχει, με βάση τη δικογραφία της κύριας δίκης και τις γραπτές και ενδεχομένως τις προφορικές παρατηρήσεις που του υποβλήθηκαν, ορισμένα στοιχεία που θα δώσουν στο εθνικό δικαστήριο τη δυνατότητα να εκδώσει την απόφασή του (βλ. την απόφαση της 30ής Μαρτίου 1993, C-328/91, Thomas κ.λπ., Συλλογή 1991, σ. Ι-1247, σκέψη 13, και την προπαρατεθείσα απόφαση Steinicke, σκέψη 59).
50 Συναφώς πρέπει να τονιστεί ότι, αν και από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως αποκλείστηκαν μόνον οι εργαζόμενοι με μειωμένο ωράριο στο σύνολό τους, κανείς δικαιολογητικός λόγος για την επιλογή αυτή δεν περιήλθε σε γνώση του Δικαστηρίου.
51 Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο OTE, διαπιστώνεται ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η αιτιολογία ότι το στοιχείο της μειωμένης απασχολήσεως συνιστά επαρκή και άσχετο προς το φύλο λόγο της επίμαχης εν προκειμένω διαφορετικής μεταχειρίσεως. Ούτε μπορεί να γίνει δεκτή η αιτιολογία ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση στηρίζεται σε αντικειμενικούς λόγους δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος, καθόσον στην εθνική επιχείρηση κοινής ωφέλειας δεν πρέπει να επιβάλλονται υπερβολικές επιβαρύνσεις.
52 Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο OTE επιδιώκει, με το τελευταίο αυτό επιχείρημά του, να προβάλει έναν θεμιτό σκοπό της πολιτικής για οικονομική ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας, πρόκειται πάντως απλώς για γενικό ισχυρισμό που δεν αρκεί ως απόδειξη του ότι ο σκοπός των επίμαχων μέτρων είναι ξένος προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου (βλ. συναφώς απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 1999, C-167/97, Seymour-Smith και Perez, Συλλογή 1999, σ. Ι-623, σκέψη 76).
53 Επιπλέον, οι χρηματοοικονομικοί λόγοι, μολονότι μπορούν να αποτελούν το έρεισμα των επιλογών κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους μέλους και να επηρεάζουν τη φύση ή την έκταση των μέτρων κοινωνικής προστασίας που επιθυμεί να θεσπίσει το κράτος αυτό, δεν συνιστούν πάντως, αυτοί καθαυτοί, σκοπό επιδιωκόμενο με την πολιτική αυτή και, επομένως, δεν μπορούν να δικαιολογήσουν διάκριση σε βάρος ενός από τα δύο φύλα (βλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1994, C-343/92, Roks κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι‑571, σκέψη 34, και προπαρατεθείσα απόφαση Steinicke, σκέψη 66).
54 Κατά συνέπεια, αν το εθνικό δικαστήριο κρίνει ότι δεν υπάρχει κανείς δικαιολογητικός λόγος για τις επίμαχες στην κύρια δίκη διατάξεις, παραμένει προς επίλυση το ζήτημα αν στην περίπτωση της Β. Νικολούδη έπρεπε να εφαρμοστεί η πρώτη από τις επίμαχες συλλογικές συμβάσεις, που απαιτούσε προϋπηρεσία δύο ετών με πλήρη απασχόληση, ή η δεύτερη.
55 Όσον αφορά την προϋπηρεσία ή την αρχαιότητα, η οποία θα εξεταστεί ειδικότερα προς τον σκοπό απαντήσεως στο τέταρτο ερώτημα (βλ. κυρίως τις σκέψεις 61 έως 65 της παρούσας αποφάσεως), αρκεί να υπενθυμιστεί εδώ ότι, αν και, όπως τόνισε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών της, η αρχαιότητα συνδυάζεται με την πείρα και καθιστά κατά κανόνα τον εργαζόμενο ικανό να εκπληρώνει καλύτερα τις εργασιακές του υποχρεώσεις, η αντικειμενικότητα του κριτηρίου αυτού εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις κάθε περιπτώσεως (βλ. συναφώς απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 1991, C-184/89, Nimz, Συλλογή 1991, σ. I-297, σκέψη 14, και προπαρατεθείσες αποφάσεις Gerster, σκέψη 39, και Kording, σκέψη 23).
56 Κατά συνέπεια, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να ερευνήσει ποιος ήταν ο σκοπός που επιδίωκε η πρώτη από τις επίμαχες συλλογικές συμβάσεις με την επιβολή της διετούς πλήρους απασχολήσεως ως προϋποθέσεως για τη μονιμοποίηση. Συγκεκριμένα, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξακριβώσει, σε σχέση με τον σκοπό αυτό, αν η προϋπόθεση αυτή έπρεπε να ισχύσει και για τους εργαζομένους με μειωμένο ωράριο ή ήταν δικαιολογημένη, λόγω των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, η εφαρμογή της προϋποθέσεως αυτής αναλογικά προς τον χρόνο εργασίας. Για παράδειγμα, στην περίπτωση παροχής εργασίας με μειωμένο ωράριο, όπως συνέβαινε με τη Β. Νικολούδη, αυτή η προϋπόθεση αρχαιότητας θα σήμαινε προϋπηρεσία τεσσάρων ετών. Η Β. Νικολούδη θα πληρούσε προφανώς την προϋπόθεση αυτή είτε ίσχυε η πρώτη είτε ίσχυε η δεύτερη υποθετική περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, η δεύτερη από τις επίμαχες συλλογικές συμβάσεις προέβλεπε τη μονιμοποίηση χωρίς να επιβάλλει καμία προϋπόθεση προϋπηρεσίας και έπρεπε επομένως να έχει εφαρμοστεί ακόμη και στους εργαζομένους με μειωμένη απασχόληση.
57 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, αν αποδειχθεί εσφαλμένη η υπόθεση ότι από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως αποκλείστηκαν μόνο οι καθαρίστριες μειωμένης απασχολήσεως, ο βάσει των επίμαχων συλλογικών συμβάσεων αποκλεισμός της μονιμοποιήσεως του έκτακτου προσωπικού μειωμένης απασχολήσεως συνιστά έμμεση διάκριση, εφόσον οι διατάξεις των συμβάσεων αυτών έχουν πλήξει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών. Η κατάσταση αυτή είναι αντίθετη με το άρθρο 3 της οδηγίας 76/207, εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων αυτών έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως δικαιολογείται από παράγοντες ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον αυτό συμβαίνει όντως.
Επί του τέταρτου ερωτήματος
58 Με το τέταρτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσία αν ο πλήρης ή αναλογικός αποκλεισμός του συνυπολογισμού της μειωμένης απασχολήσεως στην αρχαιότητα του προσωπικού συνιστά έμμεση διάκριση λόγω φύλου, δεδομένου ότι πλήττει αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο το γυναικείο προσωπικό. Μήπως επομένως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό της αρχαιότητας ολόκληρος ο χρόνος μειωμένης απασχολήσεως;
59 Πρέπει να διευκρινιστεί εκ προοιμίου ότι το ζήτημα αυτό εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207, και συγκεκριμένα του άρθρου της 5. Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει συγκεκριμένα ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τις συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να έχουν διανυθεί οι περίοδοι εργασίας προκειμένου να αναγνωριστεί στον εργαζόμενο ορισμένη αρχαιότητα στην υπηρεσία. Επομένως, ο εργαζόμενος μπορεί να επικαλεστεί, μεταξύ άλλων, τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως που του παρέχουν οι επίμαχες συλλογικές συμβάσεις, καθώς και να αξιώσει, όπως τονίζει το εθνικό δικαστήριο, καλύτερους μισθολογικούς όρους.
60 Όσον αφορά καταρχάς το ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 9, του ΓΚΠ ΟΤΕ, όπως ίσχυε πριν από την 1η Ιανουαρίου 1996, η μειωμένη απασχόληση δεν λαμβανόταν καθόλου υπόψη κατά τον υπολογισμό της αρχαιότητας, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως υπενθυμίστηκε με τις σκέψεις 44 και 47 της παρούσας αποφάσεως, υφίσταται έμμεση διάκριση όταν μια εθνική ρύθμιση, μολονότι έχει διατυπωθεί κατά τρόπο ουδέτερο, στην πραγματικότητα, περιάγει σε μειονεκτική θέση ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών. Συναφώς επισημαίνεται ότι το ίδιο το τέταρτο ερώτημα αναφέρει ότι «η μειωμένη απασχόληση [αφορά] αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο γυναίκες». Επομένως, ο μη συνυπολογισμός στην αρχαιότητα καμιάς περιόδου μειωμένης απασχολήσεως είναι αντίθετη με την οδηγία 76/207, εκτός αν ο ΟΤΕ αποδείξει ότι η ύπαρξη της επίμαχης διατάξεως οφείλεται σε παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.
61 Όσον αφορά δε τον αναλογικό συνυπολογισμό της μειωμένης απασχολήσεως στην αρχαιότητα, τον οποίο προέβλεψε η τροποποίηση που επήλθε στο άρθρο αυτό την 1η Ιανουαρίου 1996, υπενθυμίζεται, όπως και στη σκέψη 55 της παρούσας αποφάσεως (όπου παρατίθεται και η σχετική νομολογία), ότι, αν και η αρχαιότητα συνδυάζεται με την πείρα και καθιστά κατά κανόνα τον εργαζόμενο ικανό να εκπληρώνει καλύτερα τις εργασιακές του υποχρεώσεις, η αντικειμενικότητα του κριτηρίου αυτού εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις κάθε περιπτώσεως και ιδίως από τη σχέση μεταξύ της φύσης της παρεχόμενης εργασίας και της πείρας που αποκτάται από την παροχή της εργασίας αυτής επί ορισμένο αριθμό ωρών.
62 Στην υπόθεση της κύριας δίκης ο συνυπολογισμός της αρχαιότητας εξυπηρετεί, κατά τον OTE, την ανάγκη της διοικήσεως να αξιολογεί την εργασιακή πείρα των εργαζομένων. Συναφώς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο στόχος αυτός δεν αποκλείει καθόλου την αξιολόγηση παράλληλα των εργαζομένων που απασχολούνται με μειωμένο ωράριο. Το μοναδικό ζήτημα που τίθεται, όπως κατέστη σαφές με τη σκέψη 56 της παρούσας αποφάσεως, είναι αν η περίοδος αξιολογήσεως πρέπει να επιμηκυνθεί με τον αναλογικό συνυπολογισμό του μειωμένου χρόνου πραγματικής εργασίας.
63 Όπως τονίζει η γενική εισαγγελέας με το σημείο 62 των προτάσεών της, η ορθότητα της προσεγγίσεως αυτής εξαρτάται από τον σκοπό που επιδιώκεται με τον συνυπολογισμό της αρχαιότητας. Ο σκοπός αυτός μπορεί να συνίσταται στην ανταμοιβή για τη μακρά παραμονή στην ίδια επιχείρηση ή στην αναγνώριση της αποκτηθείσας πείρας.
64 Εντούτοις, όπως έχει ήδη υπομνηστεί, μόνο το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά και σε αυτό εναπόκειται να εξακριβώσει, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, αν η επίμαχη διάταξη δικαιολογείται από λόγους αντικειμενικούς και ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου.
65 Αν το εθνικό αυτό δικαστήριο διαπιστώσει ότι ο αναλογικός συνυπολογισμός των ωρών εργασίας που έχουν παράσχει οι καθαρίστριες μειωμένης απασχολήσεως δικαιολογείται βάσει τέτοιων λόγων, το γεγονός και μόνο ότι η εθνική νομοθεσία πλήττει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών εργαζομένων δεν μπορεί να θεωρηθεί παράβαση του άρθρου 5 της οδηγίας 76/207 (βλ. συναφώς προπαρατεθείσες αποφάσεις Rinner-Kühn, σκέψη 14, και Seymour-Smith και Perez, σκέψη 69).
66 Κατά συνέπεια, στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο πλήρης αποκλεισμός του συνυπολογισμού της μειωμένης απασχολήσεως στην αρχαιότητα συνιστά, όταν πλήττει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων γυναικών απ’ ό,τι εργαζομένων ανδρών, έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία είναι αντίθετη προς την οδηγία 76/207, εκτός αν οφείλεται σε παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν αυτό όντως συμβαίνει. Ο αναλογικός συνυπολογισμός της μειωμένης απασχολήσεως στην αρχαιότητα είναι επίσης αντίθετος προς την οδηγία αυτή, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι δικαιολογείται από παράγοντες των οποίων η αντικειμενικότητα εξαρτάται κυρίως από τον σκοπό που επιδιώκεται με τον συνυπολογισμό της αρχαιότητας και, εφόσον ο σκοπός αυτός συνίσταται στην αναγνώριση της αποκτηθείσας πείρας, από τη σχέση μεταξύ της φύσης της παρεχόμενης εργασίας και της πείρας που αποκτάται από την παροχή της εργασίας αυτής επί ορισμένο αριθμό ωρών.
Επί του πέμπτου ερωτήματος
67 Με το πέμπτο ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσία ποιος φέρει το βάρος αποδείξεως, όταν γίνεται από μισθωτό επίκληση ότι παραβιάσθηκε, σε βάρος του, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.
68 Η οδηγία 97/80, η οποία έχει εφαρμογή στις καταστάσεις που καλύπτονται από το άρθρο 119 της Συνθήκης και από τις οδηγίες 75/117 και 76/207, ορίζει στο άρθρο 4 ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε, όταν ένα πρόσωπο κρίνει ότι θίγεται από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και αποδεικνύει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως, να επιβάλλεται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.
69 Η οδηγία αυτή κωδικοποίησε δηλαδή και επεξέτεινε ρητά, ώστε να καλύψει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την έννοια της οδηγίας 76/207, την προγενέστερη νομολογία κατά την οποία το βάρος αποδείξεως, το οποίο φέρει καταρχήν ο εργαζόμενος, μπορεί να αντιστραφεί όταν αυτό είναι αναγκαίο για να μη στερηθούν οι εργαζόμενοι που υφίστανται προφανή δυσμενή διάκριση κάθε αποτελεσματικό μέσο για να επιτύχουν την τήρηση της αρχής της ισότητας των αμοιβών. Έτσι, όταν ένα μέτρο το οποίο διακρίνει τους μισθωτούς ανάλογα με το ωράριο εργασίας τους πλήττει στην πράξη πολύ μεγαλύτερο ποσοστό προσώπων του ενός ή του άλλου φύλου, στον εργοδότη εναπόκειται να αποδείξει ότι συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν τη διαπιστωθείσα διαφορετική μεταχείριση (βλ. αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1993, C-127/92, Enderby, Συλλογή 1993, σ. Ι-5535, σκέψεις 13, 14 και 18, και της 26ης Ιουνίου 2001, C-381/99, Brunnhofer, Συλλογή 2001, σ. I-4961, σκέψεις 52, 53 και 60).
70 Το εθνικό δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξακριβώσει αν η ελληνική ρύθμιση είναι σύμφωνη με την οδηγία 97/80. Αν από την εξέταση αυτή προκύπτουν αμφιβολίες για το αν η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με την εν λόγω οδηγία, υπενθυμίζεται καταρχάς ότι, κατά πάγια νομολογία, σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες προκύπτει ότι, από άποψη περιεχομένου, οι διατάξεις μιας οδηγίας είναι απαλλαγμένες αιρέσεων και επαρκώς σαφείς, οι ιδιώτες μπορούν βασίμως να τις επικαλούνται ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου κατά του Δημοσίου, ακόμη και κατά των οργανισμών ή φορέων που, ανεξάρτητα από τη νομική μορφή τους, υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του Δημοσίου ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με τις εξουσίες που απορρέουν από τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών (βλ. συναφώς απόφαση της 12ης Ιουλίου 1990, C-188/89, Foster κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. Ι-3313, σκέψεις 16, 18 και 20, και της 20ής Μαρτίου 2003, C-187/00, Kutz-Bauer, Συλλογή 2003, σ. I-2741, σκέψη 69).
71 Εντούτοις, οι οδηγίες δεν μπορούν, καθαυτές, να επιβάλλουν υποχρεώσεις στους ιδιώτες και επομένως δεν επιτρέπεται η επίκλησή τους κατά ιδιωτών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C-91/92, Faccini Dori, Συλλογή 1994, σ. I-3325, σκέψη 20, και της 5ης Οκτωβρίου 2004, C-397/01 έως C-403/01, Pfeiffer κ.λπ., Συλλογή 2004, σ. Ι-8835, σκέψη 108).
72 Στο εθνικό δικαστήριο επομένως εναπόκειται να εξετάσει το ζήτημα της νομικής φύσης του OTE και των συνθηκών της εσωτερικής οργανώσεώς του, προκειμένου να διασφαλίσει ότι δεν θα γίνει επίκληση της οδηγίας 97/80 κατά ιδιώτη.
73 Δεύτερον, υπενθυμίζεται ότι, εν πάση περιπτώσει και σύμφωνα με πάγια νομολογία, όταν μια κατάσταση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας οδηγίας, το εθνικό δικαστήριο οφείλει, κατά την εφαρμογή του εθνικού του δικαίου, να ερμηνεύει το δίκαιο αυτό, στο μέτρο του δυνατού, με βάση το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας, ώστε να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1990, C-106/89, Marleasing, Συλλογή 1990, σ. I-4135, σκέψη 8, και τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Faccini Dori, σκέψη 26, και Pfeiffer κ.λπ., σκέψη 113).
74 Συναφώς επιβάλλεται να τονιστεί ότι το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία 97/80 είναι κυρίως, σύμφωνα με τη δέκατη έβδομη και τη δέκατη όγδοη αιτιολογική σκέψη της, να γίνει αποτελεσματικότερη η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και προς τούτο επιβάλλεται στον εργοδότη, σε περίπτωση εμφανούς διακρίσεως, η υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της εν λόγω αρχής.
75 Συνεπώς, στο πέμπτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν γίνεται από μισθωτό επίκληση ότι παραβιάσθηκε σε βάρος του η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και αποδεικνύονται από τον ίδιο πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως, το κοινοτικό δίκαιο, και ειδικότερα η οδηγία 97/80, έχει την έννοια ότι ο εναγόμενος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής αυτής.
Επί των δικαστικών εξόδων
76 Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς
το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το κοινοτικό δίκαιο, και συγκεκριμένα το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΚ (τα άρθρα 117 έως 120 της Συνθήκης ΕΚ έχουν αντικατασταθεί από τα άρθρα 136 ΕΚ έως 143 ΕΚ) και η οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, έχει την έννοια ότι η ύπαρξη και η εφαρμογή μιας διατάξεως όπως το άρθρο 24α, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος, που προβλέπει ότι με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μειωμένης απασχολήσεως, προσλαμβάνονται μόνο καθαρίστριες, δηλαδή γυναίκες, δεν αποτελούν καθαυτές άμεση διάκριση λόγω φύλου σε βάρος των γυναικών. Εντούτοις, ο μεταγενέστερος αποκλεισμός από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως, ο οποίος στηρίζεται στο φαινομενικά ουδέτερο σε σχέση με το φύλο του εργαζομένου κριτήριο ότι ο ενδιαφερόμενος ανήκει σε ορισμένη κατηγορία εργαζομένων που αποτελείται, δυνάμει εθνικής ρυθμίσεως που έχει ισχύ νόμου, μόνο από γυναίκες, συνιστά άμεση διάκριση λόγω φύλου υπό την έννοια της οδηγίας 76/207. Για να μην υπάρχει άμεση διάκριση λόγω φύλου, το χαρακτηριστικό στοιχείο της κατηγορίας στην οποία ανήκει ο αποκλειόμενος εργαζόμενος πρέπει να είναι ικανό να περιάγει τον εργαζόμενο αυτό σε κατάσταση που διαφέρει αντικειμενικά, από την άποψη της μονιμοποιήσεως, από την κατάσταση των εργαζομένων που μπορούν να μονιμοποιηθούν.
2) Αν αποδειχθεί εσφαλμένη η υπόθεση ότι από τη δυνατότητα μονιμοποιήσεως αποκλείστηκαν μόνο οι καθαρίστριες μειωμένης απασχολήσεως, ο βάσει των επίμαχων συλλογικών συμβάσεων αποκλεισμός της μονιμοποιήσεως του έκτακτου προσωπικού μειωμένης απασχολήσεως συνιστά έμμεση διάκριση, εφόσον οι διατάξεις των ειδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας της 27ης Νοεμβρίου 1987 και της 10ης Μαΐου 1991 έχουν πλήξει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών απ’ ό,τι ανδρών. Η κατάσταση αυτή είναι αντίθετη με το άρθρο 3 της οδηγίας 76/207, εκτός αν η διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων αυτών έναντι των εργαζομένων πλήρους απασχολήσεως δικαιολογείται από παράγοντες ξένους προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να εξακριβώσει κατά πόσον αυτό συμβαίνει όντως.
3) Ο πλήρης αποκλεισμός του συνυπολογισμού της μειωμένης απασχολήσεως στην αρχαιότητα συνιστά, όταν πλήττει πολύ μεγαλύτερο ποσοστό εργαζομένων γυναικών απ’ ό,τι εργαζομένων ανδρών, έμμεση διάκριση λόγω φύλου, η οποία είναι αντίθετη προς την οδηγία 76/207, εκτός αν οφείλεται σε παράγοντες που δικαιολογούνται αντικειμενικά και είναι ξένοι προς οποιαδήποτε διάκριση λόγω φύλου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει αν αυτό όντως συμβαίνει. Ο αναλογικός συνυπολογισμός της μειωμένης απασχολήσεως στην αρχαιότητα είναι επίσης αντίθετος προς την οδηγία αυτή, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι δικαιολογείται από παράγοντες των οποίων η αντικειμενικότητα εξαρτάται κυρίως από τον σκοπό που επιδιώκεται με τον συνυπολογισμό της αρχαιότητας και, εφόσον ο σκοπός αυτός συνίσταται στην αναγνώριση της αποκτηθείσας πείρας, από τη σχέση μεταξύ της φύσης της παρεχόμενης εργασίας και της πείρας που αποκτάται από την παροχή της εργασίας αυτής επί ορισμένο αριθμό ωρών.
4) Όταν γίνεται από μισθωτό επίκληση ότι παραβιάσθηκε σε βάρος του η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και αποδεικνύονται από τον ίδιο πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως, το κοινοτικό δίκαιο, και ειδικότερα η οδηγία 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου, έχει την έννοια ότι ο εναγόμενος φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής αυτής.