ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 11ης Οκτωβρίου 2007
Στην υπόθεση C‑460/06,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το tribunal du travail de Bruxelles (Βέλγιο) με απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2006, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Νοεμβρίου 2006, στο πλαίσιο της δίκης NadinePaquayκατά Société d’architectesHoet + MinneSPRL,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους A. Rosas, πρόεδρο τμήματος, U. Lõhmus, J. N. Cunha Rodrigues, A. Ó Caoimh (εισηγητή), και P. Lindh, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: Y. Bot γραμματέας: R. Grass έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Βελγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Van den Broeck,
– η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενη από τον W. Ferrante, avvocato dello Stato,
– η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον M. van Beek,
κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των άρθρων 2, παράγραφος 1, 5, παράγραφος 1, και 6 της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (EE ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), καθώς και του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (EE L 348, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως διαφοράς μεταξύ της N. Paquay (στο εξής: ενάγουσα) και της Société d’architectes Hoet + Minne SPRL (στο εξής: εναγόμενη), με αντικείμενο την απόλυση της ενάγουσας.
Το νομικό πλαίσιο
Η κοινοτική νομοθεσία
Η οδηγία 76/207
3 Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 αυτής, σκοπός της οδηγίας 76/207 είναι η εφαρμογή, στα κράτη μέλη, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως, και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας.
4 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 ορίζει ότι η αρχή αυτή συνεπάγεται την απαγόρευση κάθε διακρίσεως λόγω φύλου, είτε άμεσης είτε έμμεσης, σε σχέση, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση.
5 Το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής ορίζει ότι αυτή δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα.
6 Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση λόγω φύλου.
7 Κατά το άρθρο 6 της οδηγίας αυτής, τα κράτη μέλη λαμβάνουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τα απαιτούμενα μέτρα, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα σε όποιον εκτιμά ότι θίγεται από τη μη εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την έννοια των άρθρων 3, 4 και 5, της οδηγίας αυτής να διεκδικεί δικαστικώς τα δικαιώματά του, κατόπιν προσφυγής, ενδεχομένως, σε άλλα αρμόδια όργανα.
Η οδηγία 92/85
8 Από την ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85 προκύπτει ότι η προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εγκύων, των λεχώνων και των γαλουχουσών εργαζομένων δεν πρέπει να καθιστά μειονεκτικότερη τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας και δεν πρέπει να θίγει τις οδηγίες περί ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών.
9 Κατά τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, ο κίνδυνος απολύσεως για λόγους που αφορούν την κατάστασή τους ενδέχεται να έχει ζημιογόνες επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων και πρέπει να επιβληθεί η απαγόρευση απόλυσης.
10 Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 ορίζει:
«Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες [έγκυες, λεχώνες ή γαλουχούσες], κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι:
1) τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευθεί η απόλυση των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές και, ενδεχομένως, εφόσον το εγκρίνει η αρμόδια αρχή·
2) σε περίπτωση που απολυθεί εργαζόμενη γυναίκα, κατά την έννοια του άρθρου 2, κατά το διάστημα που προβλέπεται στο σημείο 1, ο εργοδότης πρέπει να δικαιολογήσει δεόντως την απόλυση γραπτώς·
3) τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται για να προστατευθούν οι εργαζόμενες γυναίκες, κατά την έννοια του άρθρου 2, από τις επιπτώσεις απόλυσης, η οποία είναι παράνομη δυνάμει του σημείου 1.»
11 Δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας 92/85, τα κράτη μέλη λαμβάνουν στην εσωτερική τους έννομη τάξη τα απαιτούμενα μέτρα, προκειμένου να παράσχουν στις εργαζόμενες που θεωρούν ότι θίγονται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που επιβάλλει η οδηγία να διεκδικούν τα δικαιώματά τους δικαστικώς και/ή σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές, διά της προσφυγής σε άλλες αρμόδιες αρχές.
12 Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/85, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις απαιτούμενες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις προκειμένου να συμμορφωθούν με την οδηγία εντός δύο ετών από της εκδόσεώς της, δηλαδή μέχρι τη 19η Οκτωβρίου 1994.
Η εθνική νομοθεσία
13 Κατά το άρθρο 40 του νόμου της 16ης Μαρτίου 1971 περί όρων εργασίας (Moniteur belge της 30ής Μαρτίου 1971, σ. 3931):
«Εργοδότης ο οποίος απασχολεί εγκυμονούσα δεν επιτρέπεται να προβεί σε πράξη σκοπούσα στη μονομερή διακοπή της σχέσεως εργασίας από του χρόνου ενημερώσεώς του περί της εγκυμοσύνης μέχρι της συμπληρώσεως προθεσμίας ενός μηνός από της λήξεως της χορηγούμενης μετά τον τοκετό αδείας, εκτός αν συντρέχουν λόγοι μη έχοντες σχέση με τη φυσική κατάσταση που προκύπτει από την εγκυμοσύνη ή τον τοκετό.
Το βάρος αποδείξεως της συνδρομής τέτοιων λόγων φέρει ο εργοδότης. Κατόπιν αιτήσεως της εργαζομένης, ο εργοδότης οφείλει να την ενημερώσει σχετικώς.
Αν ο λόγος που προβάλλεται προς δικαιολόγηση της απολύσεως δεν ανταποκρίνεται στις διατάξεις του εδαφίου 1, ή ελλείψει προβολής σχετικού λόγου, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στην εργαζόμενη κατ’ αποκοπήν αποζημίωση ίση προς τις ακαθάριστες αποδοχές έξι μηνών, υπό την επιφύλαξη των αποζημιώσεων που δικαιούται η εργαζόμενη σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας.»
14 Ο νόμος της 4ης Αυγούστου 1978 περί νέου οικονομικού προσανατολισμού (Moniteur belge της 17ης Αυγούστου 1978, σ. 9106) μετέφερε στη βελγική έννομη τάξη την οδηγία 76/207. Στον τίτλο V προβλέπει μέτρα παροχής εννόμου προστασίας σε περίπτωση δυσμενούς διακρίσεως λόγω φύλου.
15 Το άρθρο 131 του νόμου αυτού προβλέπει ότι όποιος θεωρεί ότι θίγεται μπορεί να ασκήσει αγωγή, ενώπιον του αρμόδιου δικαιοδοτικού οργάνου, ζητώντας την εφαρμογή των διατάξεων του τίτλου V του άρθρου αυτού.
16 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο τίτλος V του νόμου της 4ης Αυγούστου 1978 δεν προβλέπει, σχετικώς, αστικής φύσεως κύρωση.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
17 Η ενάγουσα, υπάλληλος στο αρχιτεκτονικό γραφείο της εναγομένης από τις 24 Δεκεμβρίου 1987, είχε λάβει άδεια μητρότητας από τον μήνα Σεπτέμβριο μέχρι το τέλος του μηνός Δεκεμβρίου του 1995.
18 Η άδεια μητρότητας έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 1995 και η περίοδος της προστασίας κατά απολύσεως, από την έναρξη της εγκυμοσύνης μέχρι τη λήξη της άδειας μητρότητας, περατώθηκε, κατά τη βελγική νομοθεσία, στις 31 Ιανουαρίου 1996.
19 Η ενάγουσα απολύθηκε με συστημένη επιστολή της 21ης Φεβρουαρίου 1996, δηλαδή μετά την εκπνοή της περιόδου προστασίας, με προειδοποίηση 6 μηνών υπολογιζόμενων από 1ης Μαρτίου 1996. Η εναγόμενη έπαυσε να εκτελεί τη σύμβαση από τις 15 Απριλίου 1996 και κατέβαλε αποζημίωση αντιστοιχούσα στο υπόλοιπο της περιόδου προειδοποιήσεως.
20 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση περί απολύσεως της ενάγουσας ελήφθη διαρκούσης της εγκυμοσύνης της και προ της 31ης Ιανουαρίου 1996, δηλαδή προ της εκπνοής της περιόδου προστασίας κατά της απολύσεως, και ότι υπήρξε αρχή υλοποιήσεως αυτής της αποφάσεως.
21 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η εναγόμενη δημοσίευσε σε εφημερίδα, στις 27 Μαΐου 1995, αγγελία με αντικείμενο την πρόσληψη γραμματέως και στις 6 Ιουνίου 1995, έδωσε σε μια υποψήφια την απάντηση ότι «η θέση είναι κενή για την περίοδο από τα μέσα Σεπτεμβρίου 1995 έως τον Ιανουάριο του 1996», η οποία αντιστοιχούσε στην προβλεπόμενη περίοδο άδειας μητρότητας, «στη συνέχεια δε, από τον Αύγουστο του 1996», δηλαδή από της λήξεως της περιόδου προειδοποιήσεως των 6 μηνών, η οποία κανονικώς κοινοποιείται μετά την εκπνοή της περιόδου προστασίας. Δεν αμφισβητείται ότι στις 27 Μαΐου 1995 η εταιρία γνώριζε περί της εγκυμοσύνης και ότι η αγγελία αφορούσε τη θέση εργασίας που κατείχε η ενάγουσα.
22 Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, επίσης, ότι η εναγόμενη δημοσίευσε δεύτερη αγγελία τον Οκτώβριο του 1995, δηλαδή λίγο μετά την έναρξη της άδειας μητρότητας, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «λογιστική, McIntosch, αμ. διαθ. για σταδ. στο πλ. μικ. ομαδ.». Δεν αμφισβητήθηκε ότι η ένδειξη «για σταδ.» σημαίνει για σταδιοδρομία, στοιχείο που βεβαιώνει ότι πρόθεση της εταιρίας ήταν η οριστική αντικατάσταση της ενάγουσας και ότι η σχετική απόφαση ελήφθη διαρκούσης της εγκυμοσύνης της.
23 Όσον αφορά τους λόγους απολύσεως και λαμβάνοντας υπόψη ότι το βάρος αποδείξεως το φέρει ο εργοδότης, το αιτούν δικαστήριο διευκρίνισε, με απόφαση της 26ης Απριλίου 2006, ότι δεν ευσταθούν οι δικαιολογίες που προέβαλε η εταιρία αναφορικά με την απόλυση, δηλαδή η παρατηρούμενη στον επαγγελματικό χώρο των αρχιτεκτόνων έλλειψη προσαρμογής του προσωπικού στο αντικείμενο της εργασίας, λαμβανομένου ιδίως υπόψη ότι σε πιστοποιητικά εκδοθέντα την 1η Μαρτίου 1996 τονιζόταν ότι η απόδοση της ενάγουσας στην εργασία της παρείχε «πλήρη ικανοποίηση στον εργοδότη της». Κατά συνέπεια, έκρινε ότι η απόλυση της ενάγουσας δεν ήταν άσχετη με την εγκυμοσύνη, ή πάντως, με τη γέννηση τέκνου.
24 Το αιτούν δικαστήριο διαπίστωσε, επίσης, ότι το άρθρο 40 του νόμου της 16ης Μαρτίου 1971, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των προπαρασκευαστικών εργασιών, δεν απαγορεύει τη λήψη της αποφάσεως περί απολύσεως διαρκούσης της περιόδου προστασίας, εφόσον η απόφαση αυτή κοινοποιηθεί στην εργαζόμενη μετά τη συμπλήρωση μηνός από τη λήξη της άδειας μητρότητας.
25 Υπό τις συνθήκες αυτές, το tribunal du travail de Bruxelles αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 10 της οδηγίας [92/85] την έννοια ότι απαγορεύει μόνο την κοινοποίηση της αποφάσεως περί απολύσεως διαρκούσης της κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού περιόδου προστασίας ή απαγορεύει, επίσης, τη λήψη αποφάσεως περί απολύσεως και την προετοιμασία οριστικής αντικαταστάσεως της εργαζομένης, προ της εκπνοής της περιόδου προστασίας;
2) Αντιβαίνει απόλυση κοινοποιούμενη μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης από το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 περιόδου προστασίας, η οποία, όμως, σχετίζεται με τη μητρότητα και/ή τον τοκετό, στο άρθρο 2, παράγραφος 1 (ή 5, παράγραφος 1) της οδηγίας [76/207], και, επομένως, η κύρωση πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπει η θεσπισθείσα προς εκτέλεση του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85 εθνική νομοθεσία;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου ερωτήματος
26 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά ουσιαστικώς, αν το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 έχει την έννοια ότι απαγορεύει όχι μόνον την κοινοποίηση της αποφάσεως περί απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης και/ή γεννήσεως τέκνου κατά τη διάρκεια της περιόδου προστασίας που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού, αλλά, επίσης, τη λήψη μιας τέτοιας αποφάσεως περί απολύσεως και την προετοιμασία της οριστικής αντικαταστάσεως μιας τέτοιας εργαζομένης προ της εκπνοής της περιόδου αυτής.
27 Προς τούτο, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι σκοπός της οδηγίας 92/85 είναι η βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων.
28 Στον τομέα αυτόν, το Δικαστήριο έχει, επίσης, υπογραμμίσει ότι σκοπός των κανόνων του κοινοτικού δικαίου περί της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα των δικαιωμάτων των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων είναι η προστασία των εργαζομένων γυναικών πριν και μετά τον τοκετό (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑191/03, McKenna, Συλλογή 2005, σ. I‑7631, σκέψη 42).
29 Πριν τεθεί σε ισχύ η οδηγία 92/85, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, δυνάμει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, ειδικότερα, των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, πρέπει να αναγνωρισθεί στις γυναίκες προστασία έναντι της απολύσεως όχι μόνο κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Κατά το Δικαστήριο, απόλυση κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών δεν μπορεί να αφορά παρά μόνο τις γυναίκες και συνιστά, ως εκ τούτου, άμεση διάκριση λόγω φύλου (βλ., υπό αυτή την έννοια, αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1990, C‑179/88, Handels‑ og Kontorfunktionærernes Forbund, Συλλογή 1990, σ. I‑3979, σκέψη 15· της 30ής Ιουνίου 1998, C‑394/96, Brown, Συλλογή 1998, σ. I‑4185, σκέψεις 24 έως 27, και McKenna, προαναφερθείσα, σκέψη 47).
30 Λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη ότι η απόλυση ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς τη σωματική και ψυχική κατάσταση των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, περιλαμβανομένου του ιδιαίτερα σοβαρού κινδύνου να παρακινηθεί η εγκυμονούσα εργαζόμενη να διακόψει εκουσίως την κύησή της, ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 ειδική προστασία για τη γυναίκα, απαγορεύοντας την απόλυση κατά την περίοδο από την έναρξη της εγκυμοσύνης μέχρι τη λήξη της άδειας μητρότητας (βλ. αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C‑32/93, Webb, Συλλογή 1994, σ. I‑3567, σκέψη 21· Brown, προαναφερθείσα, σκέψη 18· της 4ης Οκτωβρίου 2001, C‑109/00, Tele Danmark, Συλλογή 2001, σ. I‑6993, σκέψη 26, και McKenna, προαναφερθείσα, σκέψη 48).
31 Πρέπει, επίσης, να τονισθεί ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 δεν προέβλεψε καμία εξαίρεση ή παρέκκλιση από την απαγόρευση της απολύσεως των εγκύων εργαζομένων, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων μη απτομένων της καταστάσεώς τους και υπό την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης θα δικαιολογήσει γραπτώς τους λόγους της απολύσεως (προαναφερθείσες αποφάσεις Webb, σκέψη 22, Brown, σκέψη 18, και Tele Danmark, σκέψη 27).
32 Τέλος, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85, τα κράτη μέλη δεν έχουν τη δυνατότητα να τροποποιήσουν το περιεχόμενο της έννοιας «απόλυση» καθιστώντας ανενεργή την ευρεία προστασία που παρέχει η διάταξη αυτή και διακυβεύοντας την πρακτική της αποτελεσματικότητα.
33 Λαμβανομένων υπόψη των επιδιωκομένων με την οδηγία 92/85 σκοπών, ειδικότερα δε, των επιδιωκομένων με το άρθρο 10 της οδηγίας σκοπών, επιβάλλεται να τονισθεί ότι η απαγόρευση της απολύσεως εγκύου, λεχώνας και γαλουχούσας γυναίκας διαρκούσης της περιόδου προστασίας δεν περιορίζεται στην κοινοποίηση της αποφάσεως περί απολύσεως. Η παρεχόμενη με τη διάταξη αυτή προστασία στις εν λόγω εργαζόμενες αποκλείει τόσο τη λήψη αποφάσεως περί απολύσεως όσο και τη λήψη προπαρασκευαστικών της απολύσεως μέτρων όπως η αναζήτηση αντικαταστάτριας και η απόφαση περί οριστικής αντικαταστάσεως της συγκεκριμένης εργαζομένης λόγω της εγκυμοσύνης και/ή της γεννήσεως τέκνου.
34 Πράγματι, όπως ορθώς επισήμανε η Ιταλική Κυβέρνηση, εργοδότης όπως αυτός για τον οποίο πρόκειται στην υπό κρίση υπόθεση, ο οποίος αποφασίζει την αντικατάσταση εγκύου, λεχώνας ή γαλουχούσας εργαζομένης λόγω της καταστάσεώς της και ο οποίος, ενόψει της αντικαταστάσεώς της, προβαίνει σε συγκεκριμένες ενέργειες από τη στιγμή που πληροφορείται την εγκυμοσύνη της επιδιώκει εκείνο ακριβώς τον σκοπό που απαγορεύει η οδηγία 92/85, δηλαδή την απόλυση εργαζομένης λόγω της εγκυμοσύνης της ή της γεννήσεως τέκνου.
35 Πρέπει να τονισθεί ότι τυχόν αντίθετη ερμηνεία, περιορίζουσα την απαγόρευση της απολύσεως στην κοινοποίηση της περί απολύσεως αποφάσεως διαρκούσης της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, θα καθιστούσε το άρθρο αυτό άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και θα δημιουργούσε τον κίνδυνο παρακάμψεως της απαγορεύσεως αυτής εκ μέρους των εργοδοτών εις βάρος των δικαιωμάτων που παρέχει η οδηγία 92/85 στις εγκύους, λεχώνες και γαλουχούσες γυναίκες.
36 Πρέπει πάντως να τονισθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως, έγκυος, λεχώνα ή γαλουχούσα εργαζόμενη μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10, σημείο 1, της οδηγίας 92/85, να απολυθεί διαρκούσης της περιόδου που προβλέπει η διάταξη αυτή σε εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν άπτονται της καταστάσεώς της και τις οποίες προβλέπουν οι εθνικές νομοθεσίες και/ή πρακτικές.
37 Επίσης, όσον αφορά το βάρος της αποδείξεως υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, στον εθνικό δικαστή απόκειται να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (EE 1998, L 14, σ. 6), η οποία, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, αυτής, εφαρμόζεται επί των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/85, εφόσον συντρέχει δυσμενής διάκριση λόγω φύλου. Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/80 προκύπτει ότι στην περίπτωση κατά την οποία φρονεί κάποιος ότι θίγεται από τη μη τήρηση έναντι αυτού της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και αποδεικνύει, ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου ή άλλης αρμοδίας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως, ο εναγόμενος φέρει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.
38 Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 έχει την έννοια ότι απαγορεύει όχι μόνον την κοινοποίηση αποφάσεως περί απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης και/ή γεννήσεως τέκνου διαρκούσης της περιόδου προστασίας που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού, αλλά, επίσης, τη λήψη προπαρασκευαστικών μέτρων μιας τέτοιας αποφάσεως προ της εκπνοής της περιόδου αυτής.
Επί του δευτέρου ερωτήματος
39 Με το δεύτερό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, ουσιαστικώς, να διευκρινιστεί, αφενός, αν απόφαση περί απολύσεως, λόγω εγκυμοσύνης και/ή γεννήσεως τέκνου, κοινοποιούμενη μετά την εκπνοή της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, αντιβαίνει προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 και, αφετέρου, σε περίπτωση που αποδειχθεί παράβαση των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας 76/207, αν η κύρωση που επιβάλλει το κράτος μέλος, δυνάμει του άρθρου 6 της δεύτερης αυτής οδηγίας, για την παράβαση αυτών των διατάξεων πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπει η εθνική νομοθεσία σε περίπτωση παραβάσεως των άρθρων 10 και 12 της οδηγίας 92/85.
40 Όσον αφορά το πρώτο μέρος του δεύτερου ερωτήματος, πρέπει να τονισθεί, όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 της παρούσας αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η προστασία κατά της απολύσεως πρέπει να καλύπτει γυναίκα όχι μόνον διαρκούσης της άδειας μητρότητας, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η απόλυση γυναίκας εργαζόμενης διαρκούσης της εγκυμοσύνης της ή της άδειας μητρότητας για λόγους που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη και/ή τη γέννηση τέκνου συνιστά άμεση δυσμενή διάκριση λόγω φύλου, αντίθετη προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207.
41 Όπως προκύπτει από την απάντηση του Δικαστηρίου στο πρώτο ερώτημα και ιδίως από τις σκέψεις 35 και 38 της παρούσας αποφάσεως, δεν έχει σημασία η κοινοποίηση μιας τέτοιας αποφάσεως περί απολύσεως μετά την εκπνοή της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85. Τυχόν διαφορετική ερμηνεία των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207 θα περιόριζε την έκταση της κατά το κοινοτικό δίκαιο προστασίας της εγκύου, λεχώνας ή γαλουχούσας γυναίκας, κατ’ αντίθεση προς την οικονομία και την εξέλιξη των κανόνων του κοινοτικού δικαίου περί ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στον συγκεκριμένο αυτόν τομέα.
42 Συνεπώς, στο πρώτο μέρος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι απόφαση περί απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης και/ή γεννήσεως τέκνου αντιβαίνει προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, ανεξαρτήτως του χρόνου κοινοποιήσεως μιας τέτοιας αποφάσεως περί απολύσεως και ανεξαρτήτως της κοινοποιήσεώς της μετά την εκπνοή της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85.
43 Όσον αφορά, ακολούθως, το δεύτερο μέρος του δευτέρου ερωτήματος, επισημαίνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να καθίσταται δυνατό σε κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από δυσμενή διάκριση όπως αυτή περί της οποίας πρόκειται στην κύρια δίκη, κατ’ αντίθεση προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, να διεκδικεί τα δικαιώματά του δικαστικώς. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι τα εν λόγω μέτρα πρέπει να είναι αρκούντως αποτελεσματικά για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 76/207 και οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν πράγματι να τα επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (βλ. απόφαση της 2ας Αυγούστου 1993, C‑271/91, Marshall, Συλλογή 1993, σ. I‑4367, σκέψη 22).
44 Το εν λόγω άρθρο 6 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη συγκεκριμένου μέτρου σε περίπτωση παραβιάσεως της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων, αλλά παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιλέγουν μεταξύ των διαφόρων λύσεων που προσφέρονται για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 76/207, αναλόγως των διαφόρων καταστάσεων που ανακύπτουν (αποφάσεις της 10ης Απριλίου 1984, 14/83, von Colson και Kamann, Συλλογή 1984, σ. 1891, σκέψη 18, και Marshall, προαναφερθείσα, σκέψη 23).
45 Εντούτοις, ο σκοπός αυτός συνίσταται στην επίτευξη πραγματικής ισότητας ευκαιριών και συνεπώς δεν μπορεί να υλοποιηθεί χωρίς τη λήψη των μέτρων που επιβάλλονται προς αποκατάσταση αυτής της ισότητας, σε περίπτωση που δεν γίνεται σεβαστή. Επομένως, τα μέτρα αυτά πρέπει να διασφαλίζουν πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία και να έχουν έναντι του εργοδότη πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα (προαναφερθείσα απόφαση Marshall, σκέψη 24).
46 Τέτοιου είδους επιταγές συνεπάγονται τη συνεκτίμηση των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών της κάθε περιπτώσεως παραβιάσεως της αρχής της ισότητας. Όταν ως μέτρο για την επίτευξη του ως άνω σκοπού επιλέγεται η χρηματική αποζημίωση, αυτή πρέπει να είναι επαρκής, υπό την έννοια ότι αποκαθιστά εις το ακέραιο τις ζημίες που πράγματι προκάλεσε η απόλυση λόγω δυσμενούς διακρίσεως, σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της εθνικής νομοθεσίας (προαναφερθείσα απόφαση Marshall, σκέψεις 25 και 26).
47 Πρέπει να τονισθεί ότι, κατά το άρθρο 12 της οδηγίας 92/85, τα κράτη μέλη υποχρεούνται, επίσης, να λάβουν τα μέτρα που απαιτούνται ώστε οποιοσδήποτε θεωρεί ότι θίγεται από τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την οδηγία αυτή, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 10 αυτής, να μπορεί να διεκδικεί δικαστικώς τα δικαιώματά του. Το άρθρο 10, σκέψη 3, της οδηγίας 92/85 προβλέπει ειδικώς ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν τα απαιτούμενα μέτρα για την προστασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων έναντι των συνεπειών μιας απολύσεως που είναι παράνομη δυνάμει της σκέψεως 1 της διατάξεως αυτής.
48 Από τις απαντήσεις του Δικαστηρίου στο πρώτο ερώτημα και στο πρώτο μέρος του δευτέρου ερωτήματος προκύπτει ότι η κοινοποίηση αποφάσεως περί απολύσεως, ληφθείσας λόγω της εγκυμοσύνης και/ή της γεννήσεως τέκνου, σε εργαζόμενη διαρκούσης της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, η λήψη μιας τέτοιας αποφάσεως διαρκούσης της περιόδου αυτής, έστω και αν δεν κοινοποιηθεί, και η προετοιμασία της οριστικής αντικαταστάσεως της εργαζομένης αυτής για τους ίδιους λόγους, αντιβαίνουν προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, καθώς και προς το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85.
49 Μολονότι τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται, ούτε δυνάμει του άρθρου 6 της οδηγίας 76/207 ούτε δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας 92/85, να προβούν στη λήψη συγκεκριμένου μέτρου, εντούτοις, όπως προκύπτει από τη σκέψη 45 της παρούσας αποφάσεως, το μέτρο που επιλέγουν πρέπει να είναι ικανό να διασφαλίσει πραγματική και αποτελεσματική δικαστική προστασία, πρέπει να έχει πράγματι αποτρεπτικό αποτέλεσμα έναντι του εργοδότη και πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να είναι ανάλογο της προκληθείσας ζημίας.
50 Στην περίπτωση κατά την οποία, δυνάμει των άρθρων 10 και 12 της οδηγίας 92/85 και προς συμμόρφωση προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα των κυρώσεων, κράτος μέλος επιλέγει ως κύρωση για τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο 10 τη χορήγηση χρηματικής αποζημιώσεως, έπεται, όπως τονίζει εν προκειμένω η Ιταλική Κυβέρνηση, ότι το μέτρο που θα επιλέξει το συγκεκριμένο κράτος μέλος σε περίπτωση παραβιάσεως, υπό ταυτόσημες περιστάσεις, της απαγορεύσεως δυσμενούς μεταχειρίσεως που επιβάλλουν τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμο.
51 Στην περίπτωση, όμως που η αποζημίωση που επιλέγει κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 12 της οδηγίας 92/85 κρίνεται αναγκαία για τη διασφάλιση της προστασίας των συγκεκριμένων εργαζομένων, δυσκόλως γίνεται αντιληπτό πως μια μικρότερη αποζημίωση που επελέγη προς συμμόρφωση με το άρθρο 6 της οδηγίας 76/207 θα μπορούσε να θεωρηθεί ανάλογη της προκληθείσας ζημίας στην περίπτωση που η ζημία αυτή συνίσταται στην απόλυση υπό ταυτόσημες περιστάσεις κατ’ αντίθεση προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της δεύτερης αυτής οδηγίας.
52 Εξάλλου, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο, τα κράτη μέλη, επιλέγοντας την προσφορότερη για την επίτευξη του σκοπού της οδηγίας 76/207 λύση, πρέπει να μεριμνούν ώστε για τις παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου να επιβάλλονται κυρώσεις υπό προϋποθέσεις ουσιαστικές και διαδικαστικές ανάλογες με τις ισχύουσες για της παρομοίας φύσεως και σημασίας παραβιάσεις του εθνικού δικαίου (αποφάσεις της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 68/88, Επιτροπή κατά Ελλάδας, Συλλογή 1989, σ. 2965, σκέψη 24, και της 22ας Απριλίου 1997, C‑180/95, Draehmpaehl, Συλλογή 1997, σ. I‑2195, σκέψη 29). Η συλλογιστική αυτή ισχύ mutatis mutandis και ως προς τις αυτής φύσεως και σημασίας παραβιάσεις του κοινοτικού δικαίου.
53 Επομένως, στο δεύτερο μέρος του δευτέρου ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι όταν απόφαση περί απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης και/ή γεννήσεως τέκνου, κοινοποιηθείσα μετά την εκπνοή της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, αντιβαίνει τόσο προς την τελευταία αυτή διάταξη της οδηγίας 92/85 όσο και προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, το μέτρο που επιλέγει κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 6 της δεύτερης αυτής οδηγίας ως κύρωση για την παράβαση των διατάξεων αυτών πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμο προς εκείνο που προβλέπει η εθνική νομοθεσία κατ’ εκτέλεση των άρθρων 10 και 12 της οδηγίας 92/85.
54 Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι απόφαση περί απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης και/ή γεννήσεως τέκνου αντιβαίνει προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, ανεξαρτήτως του χρόνου κοινοποιήσεως μιας τέτοιας αποφάσεως περί απολύσεως και ανεξαρτήτως της κοινοποιήσεώς της μετά την εκπνοή της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85. Εφόσον μια τέτοια απόφαση περί απολύσεως είναι αντίθετη προς το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, αντιβαίνει τόσο προς την τελευταία αυτή διάταξη της οδηγίας 92/85, όσο και προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, το μέτρο που επιλέγει κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 6 της δεύτερης αυτής οδηγίας ως κύρωση για την παράβαση των διατάξεων αυτών πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμο προς εκείνο που προβλέπει η εθνική νομοθεσία κατ’ εκτέλεση των άρθρων 10 και 12 της οδηγίας 92/85.
Επί των δικαστικών εξόδων
55 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πέραν εκείνων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς,
το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) έχει την έννοια ότι απαγορεύει όχι μόνον την κοινοποίηση αποφάσεως περί απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης και/ή γεννήσεως τέκνου διαρκούσης της περιόδου προστασίας που προβλέπει η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού, αλλά, επίσης, τη λήψη προπαρασκευαστικών μέτρων μιας τέτοιας αποφάσεως προ της εκπνοής της περιόδου αυτής.
2) Απόφαση περί απολύσεως λόγω εγκυμοσύνης και/ή γεννήσεως τέκνου αντιβαίνει προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας ανεξαρτήτως του χρόνου κοινοποιήσεως μιας τέτοιας αποφάσεως περί απολύσεως και ανεξαρτήτως της κοινοποιήσεώς της μετά την εκπνοή της περιόδου προστασίας που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85. Εφόσον μια τέτοια απόφαση περί απολύσεως είναι αντίθετη προς το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, αντιβαίνει τόσο προς την τελευταία αυτή διάταξη της οδηγίας 92/85, όσο και προς τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207, το μέτρο που επιλέγει κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 6 της δεύτερης αυτής οδηγίας ως κύρωση για την παράβαση των διατάξεων αυτών πρέπει να είναι τουλάχιστον ισοδύναμο προς εκείνο που προβλέπει η εθνική νομοθεσία κατ’ εκτέλεση των άρθρων 10 και 12 της οδηγίας 92/85.