ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 11ης Νοεμβρίου 2010
Στην υπόθεση C‑232/09,
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Augstākās Tiesas Senāts (Λεττονία) με απόφαση της 13ης Μαΐου 2009, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιουνίου 2009, στο πλαίσιο της δίκης Dita Danosa κατά LKB Līzings SIA,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. N. Cunha Rodrigues, πρόεδρο τμήματος, A. Arabadjiev, A. Rosas, A. Ó Caoimh (εισηγητή) και P. Lindh, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: Y. Bot γραμματέας: C. Strömholm, υπάλληλος διοικήσεως, έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουλίου 2010, λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
– η D. Danosa, εκπροσωπούμενη από τους V. Liberte, zvērināta advokāte, και A. Rasa, zvērināta advokāta palīgs,
– η LKB Līzings SIA, εκπροσωπούμενη από τους L. Liepa, zvērināts advokāts, καθώς και από την S. Kravale και τον M. Zalāns,
– η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις K. Drēviņa και Z. Rasnača,
– η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Απέσσο, καθώς και από τις Σ. Τρεκλή και Σ. Βώδινα,
– η Ουγγρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την R. Somssich, τον M. Fehér και την K. Szíjjártó,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Sauka και M. van Beek,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση
1 Η αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (ΕΕ L 348, σ. 1).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της D. Danosa και της LKB Līzings SIA (στο εξής: LKB), με αντικείμενο απόφαση της συνελεύσεως των εταίρων της οικείας εταιρίας περιορισμένης ευθύνης περί παύσεως της D. Danosa από τα καθήκοντα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω εταιρίας.
Το νομικό πλαίσιο
Η κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης
Η οδηγία 76/207/ΕΟΚ
3 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 70), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 (ΕΕ L 269, σ. 15, στο εξής: οδηγία 76/207), ορίζει ότι «η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως […] συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό, ιδίως, με την οικογενειακή κατάσταση».
4 Το άρθρο 2, παράγραφος 7, της οδηγίας 76/207 προβλέπει ότι η οδηγία «δεν θίγει τις διατάξεις περί προστασίας των γυναικών ιδίως για την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα». Επιπλέον, προβλέπει ότι τυχόν λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση γυναίκας λόγω εγκυμοσύνης ή αδείας μητρότητας κατά την έννοια της οδηγίας 92/85 συνιστά διάκριση κατά την έννοια της οδηγίας 76/207.
5 Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 76/207:
«Η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σημαίνει ότι δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όσον αφορά:
[...]
γ) τις συνθήκες απασχόλησης και εργασίας, περιλαμβανομένων των απολύσεων […]».
Η οδηγία 86/613/ΕΟΚ
6 Το άρθρο 1 της οδηγίας 86/613/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών που ασκούν ανεξάρτητη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της γεωργικής, καθώς και για την προστασία της μητρότητας (ΕΕ L 359, σ. 56), ορίζει:
«Η παρούσα οδηγία αποσκοπεί να εξασφαλίσει, σύμφωνα με τις παρακάτω διατάξεις, την από μέρους των κρατών μελών εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών, που ασκούν ανεξάρτητη δραστηριότητα ή συμβάλλουν στην άσκηση τέτοιας δραστηριότητας, στα θέματα που δεν καλύπτονται από τις οδηγίες 76/207/ΕΟΚ και 79/7/ΕΟΚ [του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/003, σ. 160)].»
7 Ως ανεξάρτητος επαγγελματίας ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 86/613 κάθε πρόσωπο που ασκεί κερδοσκοπική δραστηριότητα για δικό του λογαριασμό, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία.
8 Το άρθρο 3 της οδηγίας αυτής ορίζει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, κατά την έννοια της οδηγίας, συνεπάγεται την απουσία κάθε διάκρισης που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με τον γάμο ή την οικογενειακή κατάσταση.
9 Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Τα κράτη μέλη αναλαμβάνουν την υποχρέωση να εξετάσουν αν και υπό ποίες προϋποθέσεις οι γυναίκες ανεξάρτητοι επαγγελματίες καθώς και οι σύζυγοι των ανεξαρτήτων επαγγελματιών μπορούν, κατά τη διάρκεια απουσίας τους από τη δραστηριότητα λόγω εγκυμοσύνης ή λόγω μητρότητας:
– να έχουν το δικαίωμα αναπλήρωσης ή τη δυνατότητα πρόσβασης σε κοινωνικές υπηρεσίες που υπάρχουν στο έδαφος τους, ή
– να δικαιούνται χρηματικής αποζημίωσης στα πλαίσια ενός καθεστώτος κοινωνικής ασφάλισης ή ενός οποιουδήποτε άλλου συστήματος δημόσιας κοινωνικής κάλυψης.»
Η οδηγία 92/85
10 Η ένατη και η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 92/85 έχουν ως εξής:
«[εκτιμώντας] ότι η προστασία των εγκύων, των λεχώνων και των γαλουχουσών εργαζομένων δεν πρέπει να καθιστά μειονεκτική τη θέση των γυναικών στην αγορά εργασίας και δεν πρέπει να θίγει τις οδηγίες περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών·
[…] ότι ο κίνδυνος απόλυσης για λόγους που σχετίζονται με την κατάστασή τους μπορεί να έχει ζημιογόνες επιπτώσεις στη ψυχική και φυσική κατάσταση των εγκύων, λεχωνών ή γαλουχουσών εργαζομένων και ότι πρέπει να προβλεφθεί απαγόρευση απόλυσης».
11 Κατά το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 ως έγκυος εργαζόμενη ορίζεται «κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική».
12 Το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:
«Προκειμένου να εξασφαλισθεί στις εργαζόμενες γυναίκες [έγκυες, λεχώνες ή γαλουχούσες], κατά την έννοια του άρθρου 2, η άσκηση των δικαιωμάτων προστασίας της ασφάλειας και της υγείας τους, τα οποία αναγνωρίζονται στο παρόν άρθρο, προβλέπεται ότι:
1) τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται προκειμένου να απαγορευθεί η απόλυση των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, επί διάστημα εκτεινόμενο από την αρχή της εγκυμοσύνης τους ως το τέλος της άδειας μητρότητας που προβλέπεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους και γίνονται δεκτές από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές και, ενδεχομένως, εφόσον το εγκρίνει η αρμόδια αρχή·
2) σε περίπτωση που απολυθεί εργαζόμενη γυναίκα, κατά την έννοια του άρθρου 2, κατά το διάστημα που προβλέπεται στο σημείο 1, ο εργοδότης πρέπει να δικαιολογήσει δεόντως την απόλυση γραπτώς·
3) τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα μέτρα που απαιτούνται για να προστατευθούν οι εργαζόμενες γυναίκες, κατά την έννοια του άρθρου 2, από τις επιπτώσεις απόλυσης, η οποία είναι παράνομη δυνάμει του σημείου 1.»
Η εθνική νομοθεσία
Ο εργατικός κώδικας
13 Το άρθρο 3 του εργατικού κώδικα (Darba likums, Latvijas Vēstnesis, 2001, αριθ. 105) ορίζει τον εργαζόμενο ως το φυσικό πρόσωπο που εκτελεί ορισμένη εργασία δυνάμει συμβάσεως εργασίας και υπό τη διεύθυνση του εργοδότη, από τον οποίο λαμβάνει συμφωνηθείσα αμοιβή.
14 Το άρθρο 4 του εργατικού κώδικα ορίζει τον εργοδότη ως φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων με νομική προσωπικότητα, που απασχολεί τουλάχιστον έναν εργαζόμενο δυνάμει συμβάσεως εργασίας.
15 Το άρθρο 44, παράγραφος 3, του εργατικού κώδικα προβλέπει:
«Σύμβαση εργασίας με τα μέλη των οργάνων διοικήσεως των κεφαλαιουχικών εταιριών συνάπτεται μόνο σε περίπτωση που δεν έχουν προσληφθεί δυνάμει άλλης συμβάσεως αστικού δικαίου. Σε περίπτωση προσλήψεως των μελών των οργάνων διοικήσεως κεφαλαιουχικής εταιρίας με σύμβαση εργασίας, αυτή συνάπτεται για ορισμένο χρόνο.»
16 Το άρθρο 109 του εργατικού κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Απαγορεύσεις και περιορισμοί κατά την απόλυση», ορίζει:
«1. Απαγορεύεται η λύση από τον εργοδότη της συμβάσεως εργασίας με εργαζομένη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, κατά το πρώτο έτος μετά τον τοκετό ή, σε περίπτωση γαλουχίας, καθ’ όλη τη σχετική περίοδο, εκτός εάν η εργαζομένη εμπίπτει στις περιπτώσεις του άρθρου 101, παράγραφος 1, σημεία 1, 2, 3, 4, 5 και 10.»
Ο εμπορικός κώδικας
17 Το άρθρο 221 του εμπορικού κώδικα (Komerclikums, Latvijas Vēstnesis, 2000, αριθ. 158/160) ορίζει τα εξής:
«1. Το διοικητικό συμβούλιο είναι το εκτελεστικό όργανο της εταιρίας, το οποίο διευθύνει και εκπροσωπεί την εταιρία.
[…]
5. Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες στη συνέλευση των εταίρων επί των νομικών πράξεων που συνομολογούνται μεταξύ της εταιρίας και ενός εταίρου, ενός μέλους της επιτροπής ελέγχου ή ενός μέλους του διοικητικού συμβουλίου.
6. Το διοικητικό συμβούλιο υποχρεούται να υποβάλλει στην επιτροπή ελέγχου, τουλάχιστον μία φορά ανά τρίμηνο, έκθεση επί της δραστηριότητας και της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως της εταιρίας, και να ενημερώνει αμελλητί την επιτροπή ελέγχου για τη χειροτέρευση της χρηματοπιστωτικής καταστάσεως της εταιρίας ή για άλλες ουσιαστικές περιστάσεις σχετικές με την εμπορική δραστηριότητα της εταιρίας.
[…]
8. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν δικαίωμα αμοιβής η οποία αντιστοιχεί στις ευθύνες τους και στην χρηματοπιστωτική κατάσταση της εταιρίας. Το ποσόν της αμοιβής καθορίζεται με απόφαση της επιτροπής ελέγχου ή, εάν δεν υφίσταται επιτροπή ελέγχου, με απόφαση της συνελεύσεως των εταίρων.»
18 Το άρθρο 224 του εμπορικού κώδικα, που φέρει τον τίτλο «Διορισμός και παύση των μελών του διοικητικού συμβουλίου», ορίζει:
«1) Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται και παύονται με απόφαση της συνελεύσεως των εταίρων. Κατά την κατάθεση στο εμπορικό μητρώο αιτήσεως για διακοπή της θητείας των μελών του διοικητικού συμβουλίου, τροποποίηση της εξουσίας αντιπροσωπεύσεως ή διορισμό νέων μελών του διοικητικού συμβουλίου, επισυνάπτεται επικυρωμένο αντίγραφο του πρακτικού της συνελεύσεως των εταίρων με τη σχετική απόφαση.
[…]
3. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διορίζονται για περίοδο τριών ετών, εκτός εάν το καταστατικό προβλέπει συντομότερη θητεία.
4. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να παυθούν με απόφαση των εταίρων. Αν η εταιρία διαθέτει επιτροπή ελέγχου, αυτή μπορεί να αναστείλει τη θητεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου μέχρι τη συνέλευση των εταίρων, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες.
[…]
6. Το καταστατικό μπορεί να προβλέπει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να παύονται εάν συντρέχει σοβαρός λόγος. Στους λόγους αυτούς θεωρείται ότι περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση η κατάχρηση εξουσίας, η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων, η ανικανότητα διευθύνσεως της εταιρίας, η βλάβη των συμφερόντων της και η απώλεια της εμπιστοσύνης στο πρόσωπο μέλους.»
Ο νόμος για την κοινωνική ασφάλιση
19 Ο νόμος για την κοινωνική ασφάλιση (Likums par valsts sociālo apdrošināšanu, Latvijas Vēstnesis, 1997, αριθ. 274/276), ο οποίος καθιερώνει τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής ασφαλίσεως και ρυθμίζει την οικονομική και οργανωτική δομή της, χαρακτηρίζει ως εργαζομένους, στο άρθρο 1, στοιχείο c, και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των εμπορικών εταιριών.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
20 Η Latvijas Krājbanka AS, ανώνυμη εταιρία, διόρισε, με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006, περί συστάσεως της LKB, την ενάγουσα της κύριας δίκης μοναδικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου («valde») της δεύτερης αυτής εταιρίας.
21 Με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2007, η επιτροπή ελέγχου («padome») της LKB καθόρισε τις αποδοχές των μελών του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας αυτής καθώς και τους λοιπούς συμπληρωματικούς όρους απασχολήσεως και ανέθεσε στον πρόεδρό της τη μέριμνα συνάψεως των αναγκαίων συμφωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί η εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως.
22 Κατά την απόφαση περί παραπομπής, δεν συνήφθη σύμβαση αστικού δικαίου για τη ρύθμιση της εκτελέσεως των καθηκόντων του μέλους του διοικητικού συμβουλίου. Η LKB αμφισβητεί την ορθότητα της διαπιστώσεως αυτής και υποστηρίζει ότι είχε συναφθεί σύμβαση εντολής με την D. Danosa. Η δεύτερη επιθυμούσε τη σύναψη συμβάσεως εργασίας, αλλά η LKB προτίμησε να της αναθέσει τα καθήκοντα μέλους του διοικητικού συμβουλίου επί τη βάσει συμβάσεως εντολής.
23 Η συνέλευση των εταίρων («dalībnieku sapulce») της LKB αποφάσισε, στις 23 Ιουλίου 2007, να παύσει την D. Danosa από τη θέση του μέλους του διοικητικού συμβουλίου. Στις 24 Ιουλίου 2007, εστάλη στην D. Danosa επικυρωμένο απόσπασμα του πρακτικού της συνελεύσεως των εταίρων.
24 Εκτιμώντας ότι παύθηκε παρανόμως από τη θέση του μέλους του διοικητικού συμβουλίου, η D. Danosa άσκησε, στις 31 Αυγούστου 2007, αγωγή ενώπιον του Rīgas pilsētas Centra rajona tiesa (πρωτοδικείου της περιφέρειας της πόλεως της Riga) κατά της LKB.
25 Η D. Danosa ισχυρίσθηκε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού ότι, αφότου διορίστηκε, εκπλήρωνε προσηκόντως τις εργασιακές της υποχρεώσεις, όπως περιλαμβάνονται στο καταστατικό της εταιρίας και στον κανονισμό των οργάνων διοικήσεως. Υποστήριξε, επίσης ότι, εφόσον έλαβε μισθό για την εργασία της και της χορηγήθηκε άδεια διακοπών, έπρεπε να αναγνωριστεί η ύπαρξη σχέσεως εργασίας. Η παύση από τα καθήκοντά της έγινε κατά παράβαση του άρθρου 109 του εργατικού κώδικα σχετικά με την απαγόρευση απολύσεως των εγκύων εργαζομένων, εφόσον, κατά τον χρόνο της απολύσεως, διένυε την 11η εβδομάδα της κυήσεως. Κατά την D. Danosa, υφίσταται σύγκρουση μεταξύ του άρθρου 224, παράγραφος 4, του εμπορικού κώδικα, το οποίο παρέχει στη συνέλευση των εταίρων τη δυνατότητα να παύουν οποτεδήποτε τα μέλη των εκτελεστικών οργάνων της εταιρίας, και του άρθρου 109, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα, το οποίο καθιερώνει κοινωνικές εγγυήσεις για τις εγκύους.
26 Δεδομένου ότι η αγωγή της D. Danosa απορρίφθηκε τόσο από το πρωτοδικείο όσο και από το εφετείο, αυτή άσκησε αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.
27 Ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, η D. Danosa υποστήριξε ότι πρέπει να θεωρηθεί ως εργαζομένη υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης, ανεξαρτήτως του αν θα θεωρηθεί ως εργαζομένη δυνάμει του λεττονικού δικαίου. Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη της απαγορεύσεως απολύσεως του άρθρου 10 της οδηγίας 92/85 και του υψίστης σημασίας συμφέροντος που η διάταξη αυτή σκοπεί να προστατεύσει σε όλες τις έννομες σχέσεις στις οποίες μπορούν να διαπιστωθούν στοιχεία εργασιακής σχέσεως, η Λεττονία οφείλει να διασφαλίζει με όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, και ιδίως διά της δικαστικής εξουσίας, ότι οι εγκυμονούσες εργαζόμενες μπορούν να απολαύουν των προβλεπομένων νομικών και κοινωνικών εγγυήσεων.
28 Η LKB ισχυρίσθηκε, αντιθέτως, ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν εκπληρώνουν τα ανατιθέμενα σε αυτούς καθήκοντα υπό τη διεύθυνση άλλου προσώπου και δεν μπορούν, κατά συνέπεια, να θεωρηθούν ως εργαζόμενοι υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Θα ήταν απολύτως δικαιολογημένο να προβλεφθεί διαφορετικό επίπεδο προστασίας για τους εργαζομένους και για τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας, λαμβανομένης υπόψη της εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τη θέση μέλους του συμβουλίου αυτού. Το δίκαιο της Ένωσης προέβη σε ρητή διάκριση μεταξύ των προσώπων που εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους υπό τη διεύθυνση του εργοδότη και αυτών που ασκούν διευθυντική εξουσία, τα οποία είναι πρωτίστως εκπρόσωποι της εταιρίας και όχι υφιστάμενοι αυτής.
29 Το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έννοια του εργαζομένου καθώς και από τον σκοπό της οδηγίας 92/85 όσον αφορά την προστασία της εγκύου από την απόλυση μπορεί να συναχθεί ότι, αν ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά της έννοιας του εργαζομένου, τότε εφαρμόζεται σε αυτό το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 224, παράγραφος 4, του εμπορικού κώδικα δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό όσον αφορά την παύση των προσώπων που κατέχουν θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου και μάλιστα ανεξαρτήτως του αν έχει συναφθεί σύμβαση εργασίας με το εν λόγω μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Κατά το δικαστήριο αυτό, τόσο η οδηγία 76/207 όσο και η οδηγία 92/85 απαγορεύουν τη λύση της εργασιακής σχέσεως εγκύου εργαζομένης.
30 Το Augstākās Tiesas Senāts, εκτιμώντας ότι η διαφορά της οποίας έχει επιληφθεί θέτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Εμπίπτουν τα μέλη των οργάνων διοικήσεως των κεφαλαιουχικών εταιριών στην έννοια του εργαζομένου κατά το δίκαιο της Ένωσης;
2) Αντιβαίνει προς το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 και προς τη νομολογία του Δικαστηρίου το άρθρο 224, παράγραφος 4, του εμπορικού κώδικα της Λεττονίας, το οποίο επιτρέπει την παύση των μελών του διοικητικού συμβουλίου των κεφαλαιουχικών εταιριών χωρίς κανέναν περιορισμό, ακόμη και σε περίπτωση εγκυμοσύνης;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
31 Καταρχάς, επισημαίνεται ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης έδωσε λαβή σε αμφισβητήσεις οι οποίες αφορούσαν, κυρίως, τους λόγους που οδήγησαν την LKB στο να παύσει την D. Danosa από τα καθήκοντα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας καθώς και το κατά πόσον η εταιρία ενημερώθηκε από την ενάγουσα της κύριας δίκης σχετικά με την εγκυμοσύνη της και, αν αυτό συνέβη, σε ποιο χρονικό σημείο.
32 Ενώ η LKB υποστήριξε ότι η εγκυμοσύνη της D. Danosa ουδόλως επηρέασε την απόφαση περί παύσεως αυτής από τα καθήκοντά της και ότι εξάλλου η D. Danosa δεν ισχυρίστηκε ότι παύθηκε λόγω της εγκυμοσύνης της, η ενάγουσα της κύριας δίκης αμφισβήτησε την εκδοχή των πραγματικών περιστατικών που εξέθεσε η LKB, υποστήριξε ότι η παύση της από τα καθήκοντά της οφειλόταν στην εγκυμοσύνη της και επεδίωξε να διευκρινίσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθη η οικεία απόφαση περί παύσεως.
33 Στο εθνικό δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά που προκάλεσαν τη διαφορά και να συναγάγει εξ αυτών τα αναγκαία συμπεράσματα για την απόφαση που καλείται να εκδώσει (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑435/97, WWF κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5613, σκέψη 32).
34 Συγκεκριμένα, μολονότι, στο πλαίσιο της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των δικαστηρίων της Ένωσης και των εθνικών δικαστηρίων, απόκειται, καταρχήν, στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει ότι συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η εφαρμογή κανόνα της Ένωσης στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως, μπορεί να παράσχει ενδεχομένως διευκρινίσεις προκειμένου να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο κατά την ερμηνεία του (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2000, C-424/97, Haim, Συλλογή 2000, σ. I-5123, σκέψη 58, καθώς και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑22/08 και C‑23/08, Vatsouras και Koupatantze, Συλλογή 2009, σ. I‑4585, σκέψη 23).
35 Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, τα υποβληθέντα ερωτήματα στηρίζονται στην προκείμενη ότι η παύση της D. Danosa από τα καθήκοντα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου της LKB πραγματοποιήθηκε ή θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί λόγω ιδίως της εγκυμοσύνης της ενδιαφερόμενης. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς τη συμβατότητα με το δίκαιο της Ένωσης εθνικής ρυθμίσεως η οποία, ενώ απαγορεύει την απόλυση εργαζομένης για λόγους που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη, αντιθέτως, δεν προβλέπει κανέναν περιορισμό όσον αφορά την παύση των μελών του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας.
36 Υπό τις περιστάσεις αυτές, απόκειται στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα από το αιτούν δικαστήριο προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το δε αιτούν δικαστήριο καλείται να εξακριβώσει τα συγκεκριμένα στοιχεία της εκκρεμούς ενώπιόν του διαφοράς και, ιδίως, να επιλύσει το ζήτημα κατά πόσον η επίδικη απόφαση περί παύσεως στηρίχθηκε, κατ’ ουσίαν, στην κατάσταση εγκυμοσύνης της ενάγουσας της κύριας δίκης.
37 Κατά το μέτρο που η Λεττονική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αμφισβητούν, υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, τη λυσιτέλεια των προδικαστικών ερωτημάτων για την επίλυση της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί ο εθνικός δικαστής, αρκεί η διαπίστωση ότι από κανένα στοιχείο της αποφάσεως περί παραπομπής δεν είναι δυνατό να συναχθεί το συμπέρασμα ότι τα ερωτήματα αυτά, ως προς τη λυσιτέλεια των οποίων το αιτούν δικαστήριο έλαβε εξάλλου θέση, είναι προδήλως υποθετικά ή δεν έχουν σχέση με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης.
Επί του πρώτου ερωτήματος
38 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτή πρέπει να θεωρείται ως εργαζόμενος κατά την έννοια της οδηγίας 92/85.
39 Κατά πάγια νομολογία, η κατά την οδηγία έννοια του εργαζομένου δεν επιδέχεται ερμηνεία ποικίλλουσα αναλόγως του εθνικού δικαίου, αλλά πρέπει να ορίζεται σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια που χαρακτηρίζουν την εργασιακή σχέση ανάλογα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ενδιαφερομένων. Ακριβώς όμως το κύριο χαρακτηριστικό της εργασιακής σχέσεως είναι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο παρέχει, κατά τη διάρκεια ορισμένου χρόνου, προς ένα άλλο και υπό τη διεύθυνσή του, υπηρεσίες έναντι των οποίων λαμβάνει αμοιβή (βλ. κατ’ αναλογία, στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων και της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών εργαζομένων, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1986, 66/85, Lawrie-Blum, Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψεις 16 και 17, και της 13ης Ιανουαρίου 2004, C‑256/01, Allonby, Συλλογή 2004, σ. I‑873, σκέψη 67, καθώς και, στο πλαίσιο της οδηγίας 92/85, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, C-116/06, Kiiski, Συλλογή 2007, σ. I-7643, σκέψη 25).
40 H sui generis νομική φύση της εργασιακής σχέσεως από πλευράς εθνικού δικαίου δεν ασκεί επιρροή επί της ιδιότητας του εργαζομένου υπό την έννοια του δικαίου της Ένωσης (βλ. απόφαση Kiiski, προπαρατεθείσα, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).Στο μέτρο που ένα πρόσωπο πληροί τα κριτήρια που εκτίθενται στη σκέψη 39 της παρούσας αποφάσεως, η φύση του νομικού δεσμού που το συνδέει με το άλλο μέρος της εργασιακής σχέσεως δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εφαρμογή της οδηγίας 92/85 (βλ., κατ’ αναλογία, στο πλαίσιο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, αποφάσεις της 31ης Μαΐου 1989, 344/87, Bettray, Συλλογή 1989, σ. 1621, σκέψη 16, και της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C-357/89, Raulin, Συλλογή 1992, σ. I‑1027, σκέψη 10).
41 Ομοίως, ο τυπικός χαρακτηρισμός του μη μισθωτού εργαζομένου σε σχέση με το εθνικό δίκαιο δεν αποκλείει να πρέπει ένα πρόσωπο να χαρακτηρισθεί ως εργαζόμενος υπό την έννοια της οδηγίας 92/85, εάν η ανεξαρτησία του είναι πλασματική, καλύπτουσα έτσι μια εργασιακή σχέση υπό την έννοια της εν λόγω οδηγίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Allonby, προπαρατεθείσα, σκέψη 71).
42 Επομένως, ο χαρακτηρισμός, στο λεττονικό δίκαιο, της σχέσεως μεταξύ κεφαλαιουχικής εταιρίας και των μελών του διοικητικού της συμβουλίου ή το γεγονός ότι μια τέτοια εταιρία και τα μέλη του εν λόγω διοικητικού συμβουλίου δεν έχουν συνάψει σύμβαση εργασίας δεν έχει, αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η LKB, αποφασιστική σημασία για τον χαρακτηρισμό της εν λόγω σχέσεως για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 92/85.
43 Όπως προκύπτει από τις υποβληθείσες στο Δικαστήριο παρατηρήσεις, εν προκειμένω δεν αμφισβητείται ότι η D. Danosa παρέσχε, κατά τρόπο τακτικό και έναντι αμοιβής, υπηρεσίες στην LKB, ασκώντας τα καθήκοντα του μοναδικού μέλους του διοικητικού συμβουλίου, τα οποία της είχαν ανατεθεί βάσει του καταστατικού της εταιρίας και του εσωτερικού κανονισμού του ως άνω διοικητικού συμβουλίου. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η εν λόγω εταιρία, το γεγονός ότι στην ενάγουσα της κύριας δίκης είχε ανατεθεί η σύνταξη του κανονισμού αυτού δεν ασκεί επιρροή συναφώς.
44 Αντιθέτως, οι εν λόγω παρατηρήσεις διίστανται ως προς το αν μεταξύ της D. Danosa και της LKB υφίστατο σχέση εξαρτήσεως, ή ακόμη ως προς τον βαθμό εξαρτήσεως που κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου απαιτείται όσον αφορά την έννοια του εργαζομένου, γενικώς, κατά το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικώς, κατά την οδηγία 92/85.
45 Η LKB καθώς και η Λεττονική και η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι, όσον αφορά τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας, η απαιτούμενη κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου σχέση εξαρτήσεως δεν υφίσταται στην περίπτωσή τους. Η LKB και η Λεττονική Κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας, όπως η ενάγουσα της κύριας δίκης, εκτελούν τα καθήκοντά τους κατά κανόνα βάσει συμβάσεως εντολής, με ανεξαρτησία και χωρίς να υπόκεινται σε υποδείξεις. Υπογραμμίζουν ότι η σχέση μεταξύ, αφενός, των εταίρων κεφαλαιουχικής εταιρίας και/ή, ενδεχομένως, της επιτροπής ελέγχου και, αφετέρου, των μελών του διοικητικού συμβουλίου πρέπει να στηρίζεται στην εμπιστοσύνη, με συνέπεια η εργασιακή σχέση μεταξύ των μερών να μπορεί να διακοπεί σε περίπτωση που η εμπιστοσύνη αυτή δεν υφίσταται πλέον.
46 Η απάντηση στο ερώτημα αν υφίσταται σχέση εξαρτήσεως υπό την έννοια του προαναφερθέντος ορισμού του εργαζομένου πρέπει να δίδεται σε κάθε ειδική περίπτωση σε συνάρτηση με όλα τα στοιχεία και όλες τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις μεταξύ των μερών.
47 Η ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν αποκλείει, αυτή καθεαυτή, το να τελεί η ενάγουσα σε σχέση εξαρτήσεως έναντι της εταιρίας. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξεταστούν οι όροι προσλήψεως του μέλους του διοικητικού συμβουλίου, η φύση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν, το πλαίσιο εντός του οποίου ασκούνται τα καθήκοντα αυτά, η έκταση των εξουσιών του εν λόγω προσώπου και ο έλεγχος που ασκεί επ’ αυτού η εταιρία, καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες είναι δυνατή η παύση του από τα καθήκοντά του.
48 Καταρχάς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 77 έως 84 των προτάσεών του, από την εξέταση των κριτηρίων αυτών στην υπόθεση της κύριας δίκης προκύπτει ότι η D. Danosa διορίσθηκε μοναδικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου της LKB για ορισμένη διάρκεια τριών ετών, ότι ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας αυτής, καθώς και με τη διεύθυνση των υποθέσεων και την εκπροσώπηση της εταιρίας στις σχέσεις της με τους τρίτους και ότι ήταν αναπόσπαστο τμήμα της εταιρίας. Από την απάντηση που δόθηκε σε ερώτηση που έθεσε το Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν κατέστη δυνατό να διαπιστωθεί από ποιον ή από ποιο όργανο είχε διοριστεί η ενάγουσα της κύριας δίκης.
49 Εν συνεχεία, μολονότι η D. Danosa διέθετε διακριτική ευχέρεια κατά την άσκηση των καθηκόντων της, εντούτοις, έπρεπε να λογοδοτεί για τη διαχείρισή της στην επιτροπή ελέγχου και να συνεργάζεται μαζί της.
50 Τέλος, από την υποβληθείσα στο Δικαστήριο δικογραφία προκύπτει ότι, κατά το λεττονικό δίκαιο, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν να παυθούν από τα καθήκοντά τους με απόφαση των εταίρων, αφού, ενδεχομένως, η επιτροπή ελέγχου αναστείλει τη θητεία τους. Επομένως, η απόφαση περί παύσεως της D. Danosa ελήφθη από όργανο το οποίο, εκ φύσεως, αυτή δεν ήλεγχε και το οποίο μπορούσε ανά πάσα στιγμή να λάβει απόφαση αντίθετη προς τη βούληση της ενδιαφερομένης.
51 Μολονότι δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο τα μέλη του οργάνου διοικήσεως ορισμένης εταιρίας, όπως του διοικητικού συμβουλίου, να μην εμπίπτουν στην έννοια του εργαζομένου όπως αυτή ορίζεται στο σημείο 39 της παρούσας αποφάσεως, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων καθηκόντων που τους ανατίθενται καθώς και του τρόπου και του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται τα καθήκοντα αυτά, πάντως, δεν αμφισβητείται ότι μέλος διοικητικού συμβουλίου το οποίο παρέχει έναντι αμοιβής υπηρεσίες στην εταιρία που το διόρισε και της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος, το οποίο ασκεί τη δραστηριότητά του υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο άλλου οργάνου της εταιρίας αυτής και το οποίο μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να παυθεί από τα καθήκοντά του χωρίς περιορισμό, πληροί, εκ πρώτης όψεως, τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί ως εργαζόμενος κατά την έννοια της προπαρατεθείσας νομολογίας του Δικαστηρίου.
52 Όσον αφορά την έννοια της «εγκύου εργαζομένης», πρέπει να υπομνησθεί ότι αυτή ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 ως «κάθε εργαζόμενη γυναίκα που είναι έγκυος και έχει πληροφορήσει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική».
53 Για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας αυτής, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να δώσει έναν ορισμό της εννοίας της «εγκύου εργαζομένης» που να έχει αυτοτελές περιεχόμενο στο δίκαιο της Ένωσης, έστω και αν όσον αφορά μία από τις πτυχές του εν λόγω ορισμού, ήτοι εκείνη η οποία αφορά τον τρόπο με τον οποίο η εργαζόμενη ενημερώνει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, παραπέμπει στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές (απόφαση Kiiski, προπαρατεθείσα, σκέψη 24).
54 Όσον αφορά το ζήτημα αν, στην υπόθεση της κύριας δίκης, η LKB ενημερώθηκε για την εγκυμοσύνη της D. Danosa, πρέπει, αφενός, να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, απόκειται στο εθνικό δικαστήριο, και όχι στο Δικαστήριο, να προβεί στην αξιολόγηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως.
55 Αφετέρου, μολονότι το άρθρο 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 92/85 παραπέμπει στις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η εργαζόμενη ενημερώνει τον εργοδότη της για την κατάστασή της, πάντως, ο τρόπος αυτός δεν μπορεί να καταστήσει κενή περιεχομένου την ειδική προστασία της εργαζόμενης γυναίκας που προβλέπει το άρθρο 10 της ίδιας οδηγίας, το οποίο απαγορεύει την απόλυση των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων που δεν συνδέονται με την κατάστασή τους. Σε περίπτωση που ο εργοδότης, χωρίς να έχει πληροφορηθεί περί της εγκυμοσύνης της εργαζομένης από την ίδια την ενδιαφερόμενη, έλαβε πάντως γνώση της εγκυμοσύνης αυτής, θα αντέβαινε στον σκοπό και στο πνεύμα της οδηγίας 92/85 η συσταλτική ερμηνεία των όρων του άρθρου 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας αυτής και η άρνηση παροχής στην οικεία εργαζόμενη της προστασίας από την απόλυση που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 10.
56 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτή και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πρέπει να θεωρείται ως έχον την ιδιότητα του εργαζομένου για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 92/85, εφόσον η δραστηριότητά του ασκείται, κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο άλλου οργάνου της οικείας εταιρίας και εφόσον, ως αντάλλαγμα για τη δραστηριότητά του αυτή, εισπράττει αμοιβή. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στην απαιτούμενη εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να κρίνει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.
Επί του δεύτερου ερωτήματος
57 Με το δεύτερο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, επιτρέπουσα την παύση μέλους του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας χωρίς κανέναν περιορισμό και, ιδίως, χωρίς να ληφθεί υπόψη η κατάσταση εγκυμοσύνης της ενδιαφερομένης.
58 Όσον αφορά το περιεχόμενο της απαγορεύσεως απολύσεως που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85, πρέπει, καταρχάς, να υπομνησθεί ότι η οδηγία 92/85 σκοπεί στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων.
59 Πριν τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 92/85, το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι, δυνάμει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, ειδικότερα, των διατάξεων της οδηγίας 76/207, έπρεπε να αναγνωρισθεί στις γυναίκες προστασία έναντι της απολύσεως όχι μόνον κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Κατά το Δικαστήριο, απόλυση κατά τη διάρκεια των περιόδων αυτών δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον τις γυναίκες και συνιστά, ως εκ τούτου, άμεση διάκριση λόγω φύλου (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 1990, C‑179/88, Handels‑ og Kontorfunktionærernes Forbund, Συλλογή 1990, σ. I‑3979, σκέψη 13, της 30ής Ιουνίου 1998, C‑394/96, Brown, Συλλογή 1998, σ. I‑4185, σκέψεις 24 έως 25, και της 11ης Οκτωβρίου 2007, C‑460/06, Paquay, Συλλογή 2007, σ. I‑8511, σκέψη 29).
60 Λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη ότι η απόλυση ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς τη σωματική και ψυχική κατάσταση των εγκύων, λεχώνων ή γαλουχουσών εργαζομένων, περιλαμβανομένου του ιδιαίτερα σοβαρού κινδύνου να παρακινηθεί η εγκυμονούσα εργαζόμενη να διακόψει εκουσίως την κύησή της, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε με το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 ειδική προστασία για τη γυναίκα, απαγορεύοντας την απόλυση κατά την περίοδο από την έναρξη της εγκυμοσύνης μέχρι τη λήξη της άδειας μητρότητας (βλ. απόφαση Paquay, προπαρατεθείσα, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
61 Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 δεν προβλέπει καμία εξαίρεση ή παρέκκλιση από την απαγόρευση της απολύσεως των εγκύων εργαζομένων, πλην εξαιρετικών περιπτώσεων μη απτομένων της καταστάσεώς τους και υπό την προϋπόθεση ότι ο εργοδότης θα δικαιολογήσει γραπτώς τους λόγους της απολύσεως (αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 1994, C‑32/93, Webb, Συλλογή 1994, σ. I-3567, σκέψη 22, Brown, προπαρατεθείσα, σκέψη 18, της 4ης Οκτωβρίου 2001, C‑109/00, Tele Danmark, Συλλογή 2001, σ. I‑6993, σκέψη 27, και Paquay, προπαρατεθείσα, σκέψη 31).
62 Στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει, εν προκειμένω, ότι η D. Danosa εμπίπτει στην κατά την οδηγία 92/85 έννοια της «εγκύου εργαζομένης» και ότι η επίδικη στο πλαίσιο της κύριας δίκης απόφαση περί παύσεως ελήφθη για λόγους που συνδέονται με την κατάσταση εγκυμοσύνης της οικείας εργαζομένης, πρέπει να υπομνησθεί ότι μια τέτοια απόφαση, μολονότι λαμβανόμενη βάσει διατάξεων του εθνικού δικαίου που επιτρέπουν την παύση μέλους διοικητικού συμβουλίου χωρίς περιορισμό, δεν συνάδει πάντως με την απαγόρευση απολύσεως που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής.
63 Αντιθέτως, απόφαση περί παύσεως που ελήφθη κατά τη διάρκεια της περιόδου από την έναρξη της εγκυμοσύνης μέχρι τη λήξη της άδειας μητρότητας για λόγους που δεν συνδέονται με την κατάσταση εγκυμοσύνης της ενάγουσας της κύριας δίκης δεν αντιβαίνει στο άρθρο 10, υπό τον όρον, πάντως, ότι ο εργοδότης δικαιολογεί δεόντως την απόλυση γραπτώς και ότι η απόλυση της οικείας εργαζομένης γίνεται δεκτή από την οικεία εθνική νομοθεσία ή/και πρακτική, σύμφωνα προς τις διατάξεις του άρθρου 10, σημεία 1 και 2, της οδηγίας αυτής.
64 Στην περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως της δραστηριότητας που άσκησε η D. Danosa και του πλαισίου εντός του οποίου η δραστηριότητα αυτή ασκήθηκε, η προστασία από την απόλυση μέλους διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας δεν μπορεί να συναχθεί από την οδηγία 92/85, δεδομένου ότι η ενδιαφερόμενη δεν έχει την ιδιότητα της «εγκύου εργαζομένης» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής, πρέπει να εξεταστεί αν η ενάγουσα της κύριας δίκης μπορεί ενδεχομένως να επικαλεστεί την προστασία από τις διακρίσεις λόγω φύλου που παρέχει η οδηγία 76/207, στην οποία το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρθηκε με τα ερωτήματά του, την οποία όμως υπαινίχθηκαν τόσο η ίδια όσο και ορισμένοι άλλοι από τους μετέχοντες στη δίκη που κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου.
65 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 76/207, «η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως σημαίνει ότι δεν υφίσταται άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, περιλαμβανομένων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όσον αφορά [...] τις συνθήκες απασχόλησης και εργασίας, περιλαμβανομένων των απολύσεων».
66 Όπως προκύπτει από τη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, δυνάμει της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων και, ειδικότερα, των διατάξεων της οδηγίας 76/207, πρέπει να αναγνωρισθεί στις γυναίκες προστασία έναντι της απολύσεως όχι μόνον κατά τη διάρκεια της άδειας μητρότητας αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Κατά το Δικαστήριο, η απόλυση εργαζομένης λόγω εγκυμοσύνης ή για λόγους που ανάγονται κατ’ ουσίαν στην κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον τις γυναίκες και συνιστά, ως εκ τούτου, άμεση διάκριση λόγω φύλου (βλ. απόφαση Paquay, προπαρατεθείσα, σκέψη 29 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
67 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μονομερής, από τον εντολέα, λύση της εντολής πριν από την ημερομηνία που είχε αρχικά προβλεφθεί από τα μέρη λόγω της εγκυμοσύνης της εντολοδόχου ή για λόγους που ανάγονται κατ’ ουσίαν στην κατάσταση αυτή μπορεί να αφορά μόνον τις γυναίκες. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι η D. Danosa δεν έχει την ιδιότητα της «εγκύου εργαζομένης» υπό την ευρεία έννοια που αυτή νοείται κατά την οδηγία 92/85, πάντως, το να γίνει δεκτό ότι εταιρία μπορεί να παύει από τα καθήκοντά τους τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, τα οποία ασκούν καθήκοντα όπως αυτά που περιγράφονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, θα αντέβαινε στον επιδιωκόμενο από το άρθρο 2, παράγραφος 7, της οδηγίας 76/207 σκοπό, κατά το μέτρο που η παύση αυτή στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην εγκυμοσύνη της ενδιαφερομένης.
68 Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, σκοπός των κανόνων του δικαίου της Ένωσης περί της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών στον τομέα των δικαιωμάτων των εγκύων ή λεχώνων εργαζομένων είναι η προστασία των εργαζομένων πριν και μετά τον τοκετό (βλ. απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑191/03, McKenna, Συλλογή 2005, σ. I‑7631, σκέψη 42).
69 Ο σκοπός αυτός που διαπνέει τόσο την οδηγία 92/85 όσο και την οδηγία 76/207 δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν η προστασία από την απόλυση που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στις εγκύους γυναίκες εξαρτιόταν από τον τυπικό χαρακτηρισμό της εργασιακής σχέσεώς τους στο εθνικό δίκαιο ή από την επιλογή, κατά την πρόσληψή τους, μεταξύ του ενός και του άλλου είδους συμβάσεως.
70 Όπως προκύπτει από τη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί και να εξακριβώσει αν, όπως αφήνουν να εννοηθεί τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα, η απόφαση περί παύσεως στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν στην κατάσταση εγκυμοσύνης της ενάγουσας της κύριας δίκης. Σε καταφατική περίπτωση, είναι αδιάφορο αν η εν λόγω ενάγουσα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 92/85, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207, ή, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο θεωρήσει αυτή ως «έγκυο εργαζόμενη», στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 86/613, η οποία εφαρμόζεται στους ανεξάρτητους επαγγελματίες και η οποία, όπως προκύπτει από το άρθρο της 1, συμπληρώνει την οδηγία 76/207 όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στους εν λόγω επαγγελματίες, απαγορεύοντας, όπως και η τελευταία αυτή οδηγία, κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω φύλου. Πράγματι, ανεξαρτήτως του ποια οδηγία εφαρμόζεται, αυτό που έχει σημασία είναι να διασφαλιστεί η παροχή στην ενδιαφερόμενη της προστασίας που το δίκαιο της Ένωσης προβλέπει για τις εγκύους γυναίκες, στην περίπτωση που η έννομη σχέση που συνδέει την ενδιαφερόμενη με άλλο πρόσωπο λύθηκε λόγω της εγκυμοσύνης της.
71 Το συμπέρασμα αυτό επιρρωννύεται, εξάλλου, από την αρχή της ισότητας ανδρών και γυναικών την οποία καθιερώνει το άρθρο 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που προβλέπει ότι η ισότητα αυτή πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλους τους τομείς, μεταξύ άλλων στην απασχόληση, στην εργασία και στις αποδοχές.
72 Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά το βάρος της αποδείξεως υπό περιστάσεις όπως αυτές της υποθέσεως της κύριας δίκης, ότι στον εθνικό δικαστή απόκειται να εφαρμόσει τις σχετικές διατάξεις της οδηγίας 97/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1997, σχετικά με το βάρος απόδειξης σε περιπτώσεις διακριτικής μεταχείρισης λόγω φύλου (EE 1998, L 14, σ. 6), η οποία, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, αυτής, εφαρμόζεται επί των περιπτώσεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 76/207 και, εφόσον συντρέχει δυσμενής διάκριση λόγω φύλου, της οδηγίας 92/85.
73 Συναφώς, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 97/80 προκύπτει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία φρονεί κάποιος ότι θίγεται από τη μη τήρηση έναντι αυτού της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και αποδεικνύει, ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου ή άλλης αρμοδίας αρχής, πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης δυσμενούς διακρίσεως, ο εναγόμενος φέρει την υποχρέωση να αποδείξει ότι δεν συντρέχει παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.
74 Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει την παύση μέλους του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας χωρίς περιορισμό, οσάκις το πρόσωπο περί του οποίου πρόκειται έχει την ιδιότητα της «εγκύου εργαζομένης» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και η απόφαση περί παύσεώς της στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην εγκυμοσύνη της. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το οικείο μέλος διοικητικού συμβουλίου δεν έχει την ιδιότητα αυτή, πάντως, η παύση μέλους διοικητικού συμβουλίου, το οποίο ασκεί καθήκοντα όπως αυτά που περιγράφονται στην υπόθεση της κύριας δίκης, λόγω εγκυμοσύνης ή για λόγους που ανάγονται κατ’ ουσίαν στην κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον τις γυναίκες και συνιστά, ως εκ τούτου, άμεση διάκριση λόγω φύλου η οποία αντιβαίνει στα άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 7, και 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 76/207.
Επί των δικαστικών εξόδων
75 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σε αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς,
το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Μέλος του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας το οποίο παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτή και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της πρέπει να θεωρείται ως έχον την ιδιότητα του εργαζομένου για τους σκοπούς εφαρμογής της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ), εφόσον η δραστηριότητά του ασκείται, κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου, υπό τη διεύθυνση και τον έλεγχο άλλου οργάνου της οικείας εταιρίας και εφόσον, ως αντάλλαγμα για τη δραστηριότητά του αυτή, εισπράττει αμοιβή. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να προβεί στην απαιτούμενη εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να κρίνει αν αυτό συμβαίνει στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί.
2) Το άρθρο 10 της οδηγίας 92/85 έχει την έννοια ότι απαγορεύει εθνική ρύθμιση, όπως η επίμαχη στο πλαίσιο της κύριας δίκης, η οποία επιτρέπει την παύση μέλους του διοικητικού συμβουλίου κεφαλαιουχικής εταιρίας χωρίς περιορισμό, οσάκις το πρόσωπο περί του οποίου πρόκειται έχει την ιδιότητα της «εγκύου εργαζομένης» κατά την έννοια της οδηγίας αυτής και η απόφαση περί παύσεώς της στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην εγκυμοσύνη της. Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το οικείο μέλος διοικητικού συμβουλίου δεν έχει την ιδιότητα αυτή, πάντως, η παύση μέλους διοικητικού συμβουλίου το οποίο ασκεί καθήκοντα όπως αυτά που περιγράφονται στην υπόθεση της κύριας δίκης λόγω εγκυμοσύνης ή για λόγους που ανάγονται κατ’ ουσίαν στην κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αφορά παρά μόνον τις γυναίκες και συνιστά, ως εκ τούτου, άμεση διάκριση λόγω φύλου η οποία αντιβαίνει στα άρθρα 2, παράγραφοι 1 και 7, και 3, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 9ης Φεβρουαρίου 1976, περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002.