Έτος
1992
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 13 ΓΚΠ-ΟΤΕ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Εργαζόμενοι / ισότητα αμοιβής

 

Τμ. Β Εισηγητής: ΑΓ. ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ Δικηγόροι: Ι. Μπιράκης, Ν. Ζέλιος. Από τις διατάξεις των άρθρων 294, 296 και 297 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται σύμφωνα με το άρθρο 573 παράγρ. 1 και στη διαδικασία της δίκης για την αναίρεση, προκύπτει ότι παραίτηση ολική ή μερική από το δικόγραφο του ενδίκου μέσου που έχει ασκηθεί, όπως είναι και η αναίρεση (άρθρ. 495 παράγρ. 1 ΚΠολΔ), μπορεί να γίνει και με προφορική δήλωση, πριν από την έναρξη της προφορικής συζητήσεως της υποθέσεως, που καραχωρίζεται στα πρακτικά και επιφέρει αντιστοιχη (αναλόγως του περιεχομένου και της εκτάσεώς της) κατάργηση της δίκης.

Επομένως η παραίτηση του αναιρεσείοντος ΟΤΕ από τον πρώτο λόγο αναιρέσεως που έγινε με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου που καταχωρίστηκε στα πρακτικά πριν από την προφορική συζήτηση της υποθέσεως είναι νόμιμη και επιφέρει κατάργηση της δίκης μόνον ως προν τον λόγο αυτόν αναιρέσεως που θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε (άρθρ. 295 παράγρ. 1 και 299 ΚΠολΔ).

Το ισχύον Σύνταγμα του 1975 ορίζει 1) στο άρθρο 4 παράγρ. 1 ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, 2) στο άρθρο 4 παράγρ. 2, ότι οι Ελληνες και Ελληνίδες έχουν ίσια δικαιώματα και υποχρεώσεις, 3) στο άρθρο 22 παράγρ. 1 εδάφ. β`, ότι πάντες οι εργαζόμενοι ανεξαρτήτως φύλου ή άλλης διακρίσεως δικαιούνται ίσης αμοιβής για παρεχομένη εργασία ίσης αξίας, 4) στο άρθρο 116 περ. 1 ότι υφιστάμενες διατάξεις που αντιβαίνουν στο άθρο 4 παράγρ. 2 παραμένουν σε ισχύ μέχρις ότου καταργηθούν με νόμο, το αργότερο δε μέχρι τις 31.12.82, 5) στην παράγρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για αποχρώντες λόγους στις ειδικές περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος και 6) στην παράγρ. 3 του ίδιου άρθρου ότι κανονιστικές Υπουργικές Αποφάσεις καθώς και διατάξεις συλλογικών συμβάσεων ή διαιτητικών αποφάσεων για τη ρύθμιση της αμοιβής της εργασίας που αντιβαίνουν στις διατάξεις του άρθρου 22 παράγρ. 1 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την αντικατάστασή τους, που θα συντελεσθεί το αργότερο μέσα σε μιάτριετία από την έναρξη της ισχύος του παρόντος.

Η διάταξη του άρθρου 22 παράγρ. 1 εδάφ. β`, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως της Βουλής επί των συζητήσεων του Συντάγματος 1979 (σελ. 808, 813, 1072), περιλήφθηκε στο Σύνταγμα του 1975 ενόψει της κυρώσεως και επικυρώσεως με το Ν. 46 της 2/3.6.75 (ΦΕΚ Α`, 104), που μόλις είχε προηγηθεί, της με αριθ. 100 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας του 1951 "περί ισότητος της αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων για εργασία ίσης αξίας", η οποία στο άρθρο 1 ορίζει ότι ο όρος "αμοιβή" περιλαμβάνει το ημερομίσθιο ή την συνήθη αντιμισθία, βασική ή κατώτατη, καθώς και κάθε άλλο όφελος καταβαλλόμενο αμέσως ή εμμέσως σε χρήμα ή σε είδος από τον εργοδότη στον εργαζόμενο έναντι της απασχολήσεώς του.

Επομένως ταυτόσημη είναι και η έννοια της αμοιβής στην παραπάνω συνταγματική διάταξη, η οποία όμως δεν επιβάλλει μόνο την ισότητα αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά γενικώτερα την ισότητα μεταξύ εργαζομένων που παρέχουν εργασία ίσης αξίας. Ειδικότερα από την διάταξη αυτή σε συνδυασμό και με τις λοιπές, όπως παραπάνω, διατάξεις του Συντάγματος, προκύπτει ότι, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, απαγορεύεται η διάκριση στην αμοιβή των εργαζομένων στον ίδιο εργοδότη που παρέχουν την ίδια εργασία, ή εργασία ίσης αξίας, όχι μονάχα όταν η διάκριση αυτή έχει άμεσα ως βάση τη διαφορά φύλου μεταξύ των εργαζομένων ανδρών και γυναικών, αλλά και όταν η διαφορά φύλου χρησιμοποιείται από το νόμο, τη συλλογική σύμβαση, τον κανονισμό εργασίας που έχει ισχύ νόμου κλπ. ως στοιχείο προσδιοριστικό του ύψους ή της χρονικής διαρκείας των οικογενεικών επιδομάτων που παρέχονται στον εργαζόμενο έναντι της απασχολήσεώς του, όπως στην περίπτωση που η χρονική διάρκεια του καταβαλλομένου στον εργαζόμενο επιδόματος τέκνου διαφοροποιείται ανάλογα με τον αντο τέκνο είναι φύλου ανδρικού ή γυναικείου, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος άνδρας ή γυναίκα που έχει άρρενα να στερείται ενωρίτερα, γι`αυτό και μόνο το λόγο, το επίδομα αυτό από τον εργαζόμενο στον ίδιο εργοδότη που έχει θήολεα τέκνα.

Τέτοια διάκριση είναι προδήλως αντίθετη με το άρθρο 22 παράγρ. 1, το οποίο, απαγορεύοντας, σε σχέση με την αμοιβή, οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ εργαζομένων που παρέχουν εργασία ίσης αξίας και όχι μόνο τις διακρίσεις με βάση το φύλο, επιτρέπει αποκλίσεις μόνο για αποχρώντες λόγους στις περιπτώσεις που ειδικά προβλέπει ο νόμος (άρθρ. 116 παράγρ. 2), όπως είναι, η περίπτωση της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, που προβλέπει ιδιαίτερη προστασία για τις εργαζόμενες γυναίκες, λόγω της βιολογικής τους καταστάσεως, κατά τα στάδια της κυήσεως, του τοκετού και της γαλουχίας. Εξάλλου τέτοιες διακρίσεις τυχόν υπάρχουσες κατά το χρόνο που τέθηκε σε ισχύ το Σύνταγμα του 1975 (11.6.75) θεωρούνται κατά τη ρητή επιταγή του άρθρου 116 παράγρ. 3 ότι καταργήθηκαν αυτοδικαίως μετά την πάροδο τριετίας από την παραπάνω χρονολογία (δηλαδή μετά τις 11.6.78) και υπό την αυστηρότερη εκδοχή από 1.1.83 (άρθρ. 116 παράγρ. 1). Στην υπόθεση που κρίνεται, επίμαχη είναι η διάταξη του άρθρου 13 παράγρ. 6α και γ` του γενικού κανονισμού προσωπικού του αναιρεσείοντος (ΓΚΠ-ΟΤΕ), ο οποίος εκδόθηκε με εξουσιοδότηση από το άρθρο 7 εδάφ. στ` του ΑΝ 301/68, εγκρίθηκε με την 1118/1.8.69 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του, δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ τ. Β` αριθ. 568/69) και έχει ουσιαστικού νόμου. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή χορηγείται στο προσωπικό του ΟΤΕ οικογενειακό επίδομα που υπολογίζεται επί του τακτικού μισθού σε ποσοστό 10% για το πρώτο μέλος της οικογενείας σύζυγο ή τέκνο, και 5% για κάθε τέκνο (παράγρ. 6α). Κατά δε το εδάφ. γ` της ίδιας παραγράφου "το κατά τα ανωτέρω για τα τέκνα επίδομα παύει να χορηγείται με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους προκειμένου για τα άρρενα και του 20ου προκειμένου για τα θήλεα" (εκτός αν σπουδάζουν ή πάσχουν από σωματική νόσο, περιπτώσεις που δεν ενδιαφέρουν εδώ).

Οι διατάξεις όμως αυτές δεν συμβιβάζονται με τις επιταγές που περιέχονται στα άρθρα 4 παράγρ. 1 και 22 παράγρ. 1 του Συντάγματος, διότι με αυτές καθιερώνεται σε βάρος ορισμένων μισθωτών του ΟΤΕ δυσμενής διάκριση που δεν δικαιολογείται από λόγους γενικοτέρου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος και που οφείλεται στο τυχαίο γεγονός ότι οι μισθωτοί αυτοί έχουν άρρεν τέκνο, με αποτέλεσμα να τυγχάνουν δυσμενέστερης μεταχειρίσεως σε σχέση με τους συναδέλφους τους που έχουν θήλυ τέκνο, με τους οποίους παρέχουν την ίδια εργασία, έναντι της οποίας και ως αντάλλαγμα, κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων αυτών του κανονισμού του αναιρεσείοντος, παρέχεται το πιο πάνω επίδομα. Ούτε και μπορεί να δικαιολογηθεί τέτοια δυσμενής διάκριση με βάση το άρθρο 116 παράγρ. 2 του Συντάγματος διότι η διαφορά του φύλου και μόνο των τέκνων των εργαζομένων, στην οποία στηρίζεται η διάκριση από αποψη χρόνου διαρκείας του επιδόματος δε αποτελεί αποχρώντα λόγο που δικαιολογεί την απόκλιση από την αρχή της ισότητος μεταξύ εργαζομένων που έχουν άρρενα τέκνα και εκείνων που έχουν θήλεα τέκνα. Ετσι οι διατάξεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν καταργημένες το αργότερο από 1.1.83, καθ`ό μέρος περιέχουν την παραπάνω δυσμενή διάκριση και το κενό που δημιουργείται πρέπει να πληρωθεί με την πιο κατάλληλη αποκαταστατική μέθοδο και ειδικότερα με την επέκταση της εφαρμογής της διατάξεως που ισχύει για τους υπαλλήλους του ΟΤΕ που έχουν θήλυ τέκνο και στους υπαλλήλους που έχουν άρρεν τέκνο.

Η επέκταση αυτή δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής, διότι απορρέει τόσο από τις διατάξεις των άρθρων 4 παράγρ. 1 και 22 παράγρ. 1 εδάφ. β` του Συντάγματος, που καθιερώνουν την αρχή της ισότητος των Ελλήνων ενώπιον του νόμου και την ισότητα αμοιβής για εργασία ίσης αξίας, όσο και από την διάταξη του άρθρου 120 παράγρ. 2 αυτού, που επιβάλλει στα δικαστήρια το σεβασμό των συνταγματικών διατάξεων και από τις οποίες ανακύπτει η ανάγκη της αντιμετωπίσεως της ανίσου μεταχειρίσεως με την εφαρμογή της ειδικής ευμενούς ρυθμίσεως και υπέρ εκείνων εις βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, χωρίς την οποία η διάταξη του άρθορυ 4 παράγρ. 1 και 22 παράγρ. 1 περ. β` του Συντάγματος θα παρέμενε κενή περιεχομένου (Ολ.. ΑΠ 8/90 κ.α.).

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την έννοια των παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως ο αναιρεσίων ΟΤΕ κατέβαλλε στον ενάγοντα αναιρεσίβλητο, που ανήκε στο μόνιμο προσωπικό του και εργαζόταν σ`αυτόν από 23.11.66 με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, οικογενειακό επίδομα 5% επί του μηνιαίου τακτικού μισθού του για το άρρεν τέκνο του που γεννήθηκε στις 29.5.68. Το επίδομα όμως αυτό έπαψε να το χορηγεί στον ενάγοντα αναιρεσίβλητο από 29.5.86, μόλις δηλαδή το πιο πάνω τέκνο του συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του, ενώ το κατέβαλλε σε όσους συναδέλφους του έκαναν την ίδια με αυτόν εργασία και είχαν θήλεα τέκνα και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους μέχρι και το 20ο έτος σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις του κανονισμού του.

Συνεπώς το Πολυμελές Πρωτοδικείο που, ως δευτοβάθμιο δικαστήριο, δέχτηκε με την προσβαλλομένη απόφασή του ότι οι πιό πάνω διατάξεις του κανονισμού του αναιρεσείοντος, στο μέτρο που εισάγουν τη δυσμενή διάκριση δεν συμβιβάζονται πλέον με τις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις και ότι για την αποκατάσταση της αρχής της ισότητος πρέπει να εφαρμοσθούν και στην περίπτωση του ενάγοντος αναιρεσιβλήτου οι ευμενέστερες διατάξεις του ίδιου κανονισμού που ισχύουν υπέρ των συναδέλφων του με θήλεα τέκνα, έτσι ώστε να λάβει και αυτός το οικογενειακό επίδομα έως το χρόνο που το άρρεν τέκνο του συμπλήρωσε το 20ο έτος, στη συνέχεια δε επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, επεδίκασε σ`αυτόν το επίδομα αυτό για όσους μήνες μεταξύ 18ου και 20ου έτους το τέκνο του δε εργάσθηκε, δεν παρεβίασε τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του κανονισμού του αναιρεσείοντος Οργανισμού. Θα έπρεπε, επομένως, να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αντίθετοι από το άρθρο 560 περ. 1 ΚΠολΔ δεύτερος και τρίτος λόγοι της αναιρέσεως.

Επειδή όμως η απόρριψη των λόγων αυτών σημαίνει ότι το Τμήμα τούτο του Αρείου Πάγου αρνείται να εφαρμόσει ως αντισυνταγματικές τις παραπάνω διατάξεις κανονιστικού περιεχομένου του έχοντος ισχύ νόμου, κανονισμού του αναιρεσείοντος Οργανισμού κατά το μέρος που συνεπάγονται τη δυσμενή διάκριση, πρέπει οι λόγοι αυτοί αναιρέσεως να παραπεμφθούν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου σύμφωνα με το άρθρο 563 παράγρ. 2 ΚΠολΔ.