Έτος
1994
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 15 ν. 1483/84
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Έγκυος εργαζόμενη / άκυρη απόλυση κατά την εγκυμοσύνη και ένα έτος μετά τον τοκετό

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Αποτελούμενο από τον Γεώργιο Τσιάμπα, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου και από την Γραμματέα Χρυσ. Αλευρά.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7.6.1994 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της ενάγουσας: Αθανασίας Θεοδ. Μπαλασοπούλου συζ. Λ. Βαλλιανάτου, κατοίκου Αθηνών, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της Μιλτιάδης Καρπέτας.

Του εναγομένου: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητος (ΕΛ.ΚΕ.ΠΑ)" που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσώπησαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Θεοδότα Νάτσου και Ευθύμιος Προκάλαμος.

Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η αγωγή της που κατατέθηκε με αριθμό 1904/18.4.1994, η οποία προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων 648, 652 του ΑΚ και 6 του Ν.765/1943 ο οποίος κυρώθηκε με την υπ` αριθ. 324/30.5.1946 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ. ΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση παροχής εξηρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος που παρέχει την εργασία του με μισθό και ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτός καθορίζεται και καταβάλλεται τελεί υπό τη νομική εξάρτηση του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα αυτού να ασκεί εποπτεία και να ελέγχει την εργασία που ο εργαζόμενος παρέχει, καθορίζοντας συγχρόνως τον τόπο, τον χρόνο, τον τρόπο, και την έκταση της παροχής της μέσα στα συμβατικά ή νόμιμα όρια κατά τρόπο δεσμευτικό για το μισθωτό ο οποίος έχει υποχρέωση να υπακούει και να ακολουθεί τις οδηγίες του εργοδότη. Αντίθετα μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν εκείνος που παρέχει την εργασία δεν υποβάλλεται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη ως προς το χρόνο τον τόπο και τον τρόπο παροχής της εργασίας του (ΑΠ 1365/1990 ΔΕΝ 48,484, Εφ. Αθ. 11179/1991 Ελλ. Δνη 34.174).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1483/1984 απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσεως εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της τόσον κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσον και κατά το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο λόγω ασθενείας, που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος. Τέτοιος λόγος δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να θεωρηθεί η ενδεχόμενη μείωση της αποδόσεως της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Για την ακυρότητα της καταγγελίας αρκεί το αντικείμενο γεγονός της εγκυμοσύνης και δεν χρειάζεται να έχει γίνει αυτό γνωστό στον εργοδότη, αφού η παραπάνω διάταξη δεν θέτει τέτοια προϋπόθεση, σε αντίθετη με την προϊσχύουσα διάταξη του άρθρου 25 του Ν.1082/1980, η οποία απαιτούσε και το στοιχείο αυτό (βλ. ΑΠ 1051/1988 Ελλ. Δνη 31.753, ΑΠ771/1989 Ελλ. Δνη 32.962, Εφ. Αθ. 6958/1990 Ελλ. Δνη 34.199, Εφ.Θεσ. 47/1991 ΔΕΝ 49.837, Εφ. Θεσ. 961/1991 ΔΕΝ 49.839). Εξάλλου η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου επεκτείνει την προστασία της μητρότητας και στις γυναίκες που εργάζονται με σύμβαση έμμισθης εντολής. Από τη γραμματική διατύπωση του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν.1483/1984, που κάνει λόγο για σχέση και όχι για σύμβαση εργασίας, προκύπτει ότι η απαγόρευση της καταγγελίας ισχύει και επί απλής σχέσεως εργασίας εγκυμονούσης, η οποία στηρίζεται σε άκυρη σύμβαση, διότι, όπως και η έγκυρη σύμβαση εργασίας έτσι και η απλή σχέση εργασίας, η οποία στηρίζεται σε άκυρη σύμβαση, υπόκειται σε καταγγελία, (βλ. ΑΠ 144/1989 ΔΕΝ 45.25, Εφ. Αθ. 4947/1992 Ελλ. Δνη 34.132, Α. Καρακατσάνη Ατομικό Εργατικό Δίκαιο 1987 παρ. 147), η δε έγκυος που παρέχει την εργασία της βάσει ακύρου συμβάσεως έχει στον ίδιο βαθμό με εκείνη που εργάζεται βάσει εγκύρου συμβάσεως ανάγκη από την προστασία που παρέχει η παραπάνω διάταξη και ιδιαίτερα από την απαγόρευση της καταγγελίας, η οποία αποβλέπει κυρίως στη διατήρηση της θέσεως εργασίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ένα χρόνο μετά από αυτήν, ώστε η εργασία να μην αποτελεί κώλυμα για τη μητρότητα και η εργαζόμενη γυναίκα να μπορεί κατά το παραπάνω κρίσιμο χρονικό διάστημα πριν και μετά την εγκυμοσύνη να αφοσιωθεί, απερίσπαστη από τον κίνδυνο της απολύσεως, στη γέννηση και την ανατροφή του τέκνου της.

Επομένως το δικαίωμα που έχει η έγκυος γυναίκα, η οποία εργάζεται με έγκυρη σύμβαση εργασίας, να επιεκαλεστεί την ακυρότητα της καταγγελίας που έγινε από τον εργοδότη της κατά το παραπάνω κρίσιμο χρονικό διάστημα πριν και μετά την εγκυμοσύνη της και να διεκδικήσει τους μισθούς υπερημερίας, εφόσον ο εργοδότης αρνείται να αποδεχθεί την προσηκόντως προσφερομένη εργασία της, το έχει και όταν υπάρχει απλή σχέση εργασίας στηριζόμενη σε άκυρη για οποιοδήποτε λόγο σύμβαση (βλ. Μον. Πρωτ. Αθ. 526/1589 Ελλ. Δνη 31.1624). Και ναι μεν γίνεται δεκτό ότι στην περίπτωση καταγγελίας απλής σχέσεως εργασίας, σχέσεως δηλ. που δεν στηρίζεται σε έγκυρη σύμβαση εργασίας, ο εργοδότης έχει υποχρέωση να καταβάλει στο μισθωτό τη νόμιμη λόγω της καταγγελίας αποζημίωση, ακόμη και αν η καταγγελία δεν υπεβλήθη στον έγγραφο τύπο που απαιτεί ο νόμος, αρνούμενος όμως να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού δεν γίνεται υπερήμερος και επομένως δεν οφείλει μισθούς υπερημερίας ούτε έχει υποχρέωση να ανεχθεί τη συνέχιση της παράνομης λόγω της ακυρότητας σχέσης εργασίας, διότι εφ` όσον αυτή δεν αναγνωρίζεται από το νόμο, δεν μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται χωρίς τη θέληση του εργοδότη (Βλ. Ολ. ΑΠ 192/1962 ΕΕργΔ 21.453, ΑΠ 413/1980 ΝοΒ 28.1763, ΑΠ 1011/1981 ΕΕργΔ 41420, ΑΠ 141/1989 ΕλλΔνη 31.785, ΑΠ 348/1986 ΔΕΝ 42.1986, Εφ. Αθ. 9418/1991 ΕλλΔνη 34.137, Εφ.Αθ. 10358/1991 Ελλ. Δνη 34.138, Εφ. Θεσ. 2384/1989 ΔΕΝ 46.428). Η άποψη όμως αυτή περί απαλλαγής του εργοδότη από την καταβολή των μισθών υπερημερίας δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής όταν αυτός καταγγέλλει ακύρως την απλή σχέση εργασίας της εγκύου γυναίκας κατά το προαναφερόμενο κρίσιμο χρονικό διάστημα προστασίας της πριν και μετά τον τοκετό, διότι αν στην περίπτωση αυτή η υποχρέωση του εργοδότη περιοριζόταν στην καταβολή της αποζημιώσεως και δεν περιελάμβανε τους μισθούς υπερημερίας, τουλάχιστον έως την λήξη του χρονικού αυτού διαστήματος, η προστασία της εγκύου εργαζομένης θα ήταν ελλιπής αν όχι ανύπαρκτη, αφού αυτή θα έχανε τη θέση εργασίας της, στη διατήρηση της οποίας, ως μέσου προστασίας και ενθάρρυνσης της μητρότητας, αποβλέπει ο νόμος με την απαγόρευση της καταγγελίας κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα πριν και μετά τον τοκετό (βλ. Μον. Πρωτ. 526/1989 Ελλ. Δνη 31.1624). Στην προκειμένη περίπτωση από την ένορκη κατάθεση ενός μάρτυρα που εξετάστηκε από την πλευρά της ενάγουσας στο ακροατήριο του Δικαστηρίου και περιέχεται στα πρακτικά της συζήτησης που φέρουν τον ίδιο αριθμό με την απόφαση, την ένορκη βεβαίωση ενός επιπλέον μάρτυρα που εξετάστηκε από την πλευρά της ενάγουσας στον Ειρηνοδίκη Αθηνών κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 671 παρ. 1 εδαφ. δ του Κ. Πολ. Δ (βλ. την υπ` αριθμόν 8854/7.6.1994 ένορκη βεβαίωση του Ειρηνοδίκη Αθηνών και την υπ` αριθμόν 13161/6.6.1994 έκθεση επιδόσεως του Δικαστηρίου Επιμελητή Πειραιώς Θεοδώρου Παπαγεωργίου) και τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Το εναγόμενο Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητος είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ιδρύθηκε με το ΝΔ 2473/1953 και σκοπόν έχει την προαγωγή της παραγωγικότητας στους διάφορους κλάδους της Εθνικής Οικονομίας της Χώρας (άρθρο 1 και 2 παρ. 1 του ΝΔ 2473/1953). Κατά το άρθρο 3 του ίδιου ΝΔ το εναγόμενο διοικείται από το Διοικητικό του Συμβούλιο, την Εκτελεστική Επιτροπή και τον Γενικό Διευθυντή. Εξάλλου με το ΒΔ 639/1963, το οποίο εξεδόθη κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 13 του ΝΔ 2473/1953, εγκρίθηκε το καταστατικό του εναγομένου, με το άρθρο 8 του οποίου ρυθμίζονται τα θέματα που αφορούν το προσωπικό του. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού το προσωπικό του εναγομένου διακρίνεται αφενός μεν σε υπαλληλικό και υπηρετικό, αφετέρου δε σε τακτικό και έκτακτο. Κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου παρέχεται στο εναγόμενο η δυνατότητα προς ενίσχυση των υπηρεσιών του να προσλαμβάνει, εκτός από το τακτικό και έκτακτο προσωπικό, τους αναγκαίους για την αρτιότερη εκτέλεση των επιμέρους σχεδίων ειδικούς συνεργάτες, δηλ. εμπειρογνώμονες, τεχνικούς, μεταφραστές, διερμηνείς, συνοδούς κ.λ.π. Τέλος κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου η πρόσληψη γενικά του προσωπικού γίνεται ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εναγομένου, είτε απευθείας είτε κατόπιν διαγωνισμού, με σύμβαση μισθώσεως εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου, εκτός από τους ειδικούς συνεργάτες που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίοι προσλαμβάνονται ύστερα από απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής είτε με σύμβαση μισθώσεως εργασίας είτε με σύμβαση μισθώσεως έργου. Το εναγόμενο, εξάλλου, εφόσον ιδρύθηκε με νόμο και επιδιώκει κοινωφελή σκοπό αποτελεί κρατικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και υπήχθη στο δημόσιο τομέα τον πρώτον δυνάμει του άρθρου 9 παρ. 1 του Ν. 1232/1982, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 6 εδαφ. στ` του Ν. 1256/1982, εξακολούθησε δε να ανήκει σ` αυτόν και δυνάμει των μεταγενεστέρων διατάξεων των άρθρων 51 του Ν. 1892/1990 και 4 παρ. 6 του Ν. 1943/1991. Λόγω της ιδιότητας αυτής του εναγομένου οι προσλήψεις του προσωπικού του από της 11.1.1983, ότε δημοσιεύθηκε ο Ν.1320/1983 "περί προσλήψεων στο Δημόσιο Τομέα, και εφεξής ρυθμίζονταν από τα άρθρα 1 έως και 9 του Νόμου αυτού, τα οποία προέβλεπαν την τήρηση ορισμένης ειδικής διαδικασίας. Τόσον οι διατάξεις αυτές όσον και εκείνες του καταστατικού του εναγομένου που ρυθμίζουν τη διαδικασία πρόσληψης του προσωπικού του είναι αναγκαστικού δικαίου, συνιστούν συστατικό της συμβάσεως εργασίας τύπο και αν δεν τηρηθούν καθιστούν τη σύμβαση απολύτως άκυρη. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι το εναγόμενο την 1.7.1987 με άτυπη προφορική σύμβαση εργασίας προσέλαβε την ενάγουσα Αθανασία Μπαλασοπούλου ως διοικητική υπάλληλο και την τοποθέτηση στο Παράρτημα του στην Πάτρα, όπου και την απασχόλησε συνεχώς έως τον Αύγουστο του 1992. Η εργασία την οποία προσέφερε η ενάγουσα συνίστατο στη γραμματειακή υποστήριξη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που το εναγόμενο οργάνωσε στην Πάτρα περιελάμβανε, εκτός από άλλες εργασίες, την λήψη παρουσιών των εκπαιδευομένων και του διορισμού προσωπικού, την ενημέρωση των σχετικών εντύπων, τη φωτοτυπική αναπαραγωγή του διδακτικού υλικού και τη διανομή του στους εκπαιευτικούς, την καταχώρηση των αρχειακών στοιχείων των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στον ηλεκτρονικό υπολογιστή, την διεκπεραίωση της σχετικής αλληλογραφίας, το χειρισμό και την εξυπηρέτηση του τηλεφωνικού κέντρου και γενικά τη διεξαγωγή κάθε διοικητικής φύσεως εργασίας που προέκυπτε στα πλαίσια της λειτουργίας των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του εναγομένου. Για την εκτέλεση των καθηκόντων της αυτών η ενάγουσα εργαζόταν όλες τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας επί επτάμισυ ώρες ημερησίως, όπως και όλοι οι άλλοι υπάλληλοι του εναγομένου, με μόνη τη διαφορά ότι η παροχή της εργασίας της γινόταν κατά τις απογευματινές ώρες, από τις 14.30` έως τις 22.00`, διότι αυτός ακριβώς ήταν ο χρόνος διεξαγωγής των εκπαιδευτικών προγραμμάτων του εναγομένου. Κατά τους θερινούς μήνες και τις εορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, οπότε διεκόπτετο η διεξαγωγή των εκπαιδευτικών προγραμμάτων, η ενάγουσα εκτελούσε καθήκοντα γραμματέως, εργαζόμενη τις συνήθεις ώρες που εργάζονταν και οι μόνιμοι υπάλληλοι του εναγομένου, δηλ. από τις 07.30` έως την 15.00` ώρα καθημερινώς. Η ενάγουσα ήταν υποχρεωμένη να τηρεί το ωράριο αυτό και δεν είχε την ευχέρεια επιλογής του χρόνου προσέλευσης και αποχώρησης από την υπηρεσία της, εργαζόταν πάντοτε υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση του προϊσταμένου της Ηλία Ζαχαροπούλου, Διευθυντή του Παραρτήματος του εναγομένου στην Πάτρα, και πληρωνόταν με μηνιαίο μισθό. Τον Αύγουστο του 1992 η ενάγουσα μετατέθηκε ύστερα από αίτησή της στα κεντρικά γραφεία του εναγομένου στην Αθήνα, όπου εργάστηκε αρχικά επί τρίμηνο ως γραμματέας του Βοηθού Γενικού Διευθυντή Κων/νου Σάφαρη και εν συνεχεία ως διοικητική υπάλληλος της Τεχνικής Διεύθυνσης του εναγομένου, με αντικείμενο εργασίας την αρχειοθέτηση εγγράφων, την διεκπεραίωση της αλληλογραφίας, τον προγραμματισμό των εργασιών, την τηλεφωνική υποστήριξη, την ανακοίνωση των επισκέψεων και γενικά κάθε άλλη εργασία που είναι συναφής με τα καθήκοντα του γραμματέα. Η ενάγουσα προσερχόταν στην υπηρεσία της καθημερινά την 07.30 πρωινή και αποχωρούσε την 15.00`, όπως και οι λοιποί μόνομοι υπάλληλοι του εναγομένου, τελούσε πάντοτε υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση των προϊσταμένων της Κων/νου Σαφάρη και Τιμολέοντος Ιωαννίδη και πληρωνόταν με μηνιαίο μισθό. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη μεταξύ της ενάγουσας και του εναγομένου σύμβαση ήταν σύμβαση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι μίσθωση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο. Το γεγονός άλλωστε ότι η ενάγουσα είναι απόφοιτος Λυκείου χωρίς άλλη περαιτέρω επαγγελματική εξειδίκευση και εκτελούσε τα συνήθη καθήκοντα διοικητικού υπαλλήλου αποκλείει το χαρακτηρισμό της ως ειδικής συνεργάτιδος κατά το άρθρο 8 παρ. 4 του καταστατικού του εναγομένου και επομένως και το χαρακτηρισμό της συμβάσεως της ως μισθώσεως ανεάρτητων υπηρεσιών. Η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας όμως ήταν άκυρη, διότι έγινε χωρίς να τηρηθεί η διαδικασία προσλήψεων που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 9 του Ν.1320/1983, καίτοι το εναγόμενο ανήκει στο Δημόσιο Τομέα και άρα ως προς τις προσλήψεις του προσωπικού του υπάγεται στις διατάξεις του παραπάνω νόμου, και χωρίς να προηγηθεί απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, όπως απαιτεί το άρθρο 8 παρ. 5 του καταστατικού του, το οποίο έχει ισχύ νόμου σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω. Λειτούργησε όμως ως απλή σχέση εξηρτημένης εργασίας, αφού η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο την εργασία της και αυτό της κατέβαλλε το συμφωνημένο μισθό. Την 1.10.1993 η ενάγουσα ευρισκόμενη σε κατάσταση εγκυμοσύνης έλαβε από το εναγόμενο την προβλεπομένη από το νόμο τετράμηνη άδεια τοκετού, από την οποία επέστρεψε την 1.2.1994, αφού προηγουμένως γέννησε το τέκνο της κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα της αδείας της σε ειδικότερη χρονολογία που δεν προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας. Την 2.2.1994 το εναγόμενο κατήγγειλε ατύπως τη σχέση εργασίας της ενάγουσας χωρίς να της καταβάλει τη νόμιμη αποζημίωση και έκτοτε έπαψε να αποδέχεται τις υπηρεσίες της.

Η καταγγελία αυτή του εναγομένου δεν είναι άκυρη ούτε εκ του λόγου ότι δεν υπεβλήθη στον τύπο του εγγράφου και δεν κατεβλήθη η νόμιμη αποζημίωση ούτε εκ του λόγου ότι αντίκειται στο άρθρο 281 του ΑΚ, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, με τις πρώτη και τρίτη βάσεις της αγωγής της, διότι, σύμφωνα με όσα εκτίθενται παραπάνω, μεταξύ των διαδίκων υπήρχε απλή σχέση εξηρτημένης εργασίας στηριζόμενη σε άκυρη, λόγω μη τηρήσεως του προβλεπομένου από το νόμο τύπου, σύμβαση εργασίας και όχι έγκυρη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, η ύπαρξη της οποίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για να είναι βάσιμοι οι προαναφερόμενοι λόγοι ακυρότητας της καταγγελίας. Είναι όμως άκυρη η καταγγελία, διότι έγινε πριν περάσει ένα έτος από τον τοκετό της ενάγουσας, κατά παράβαση του άρθρου 14 παρ. 1 του Ν. 1483/1984 και ο λόγος αυτός ακυρότητας της καταγγελίας σύμφωνα με την προηγούμενη σκέψη, ισχύει όχι μόνον επί εγκύρου συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου αλλά και επί απλής σχέσεως εξηρτημένης εργασίας, όταν η σύμβαση είναι για οποιοδήποτε λόγο άκυρη, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Συνεπώς η ενάγουσα έχει το δικαίωμα να ζητήσει να αναγνωριστεί η ακυρότητα της επίδικης καταγγελίας για τον αμέσως παραπάνω λόγο και επιπλέον να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει τους μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 2.2.1994 έως και 30.6.1994, το οποίο εμπίπτει εξολοκλήρου στο χρονικό διάστημα προστασίας της (ένα έτος από τον τοκετό) και όχι μόνον τη νόμιμη λόγω της καταγγελίας αποζημίωση, διότι, σύμφωνα και με την προηγούμενη σκέψη, αν οι αξιώσεις της ενάγουσας περιορίζονταν σε μόνη τη λήψη της αποζημιώσεως, τότε θα ματαιωνόταν ο σκοπός στον οποίο ο νόμος αποβλέπει με την απαγόρευση της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και ένα χρόνο μετά τον τοκετό, ο οποίος συνίσταται στη διατήρηση της θέσεως εργασίας της εγκύου και όχι στην απώλεια αυτής, συντρέχει δε ο σκοπός αυτός όχι μόνο επί εγκύρου συμβάσεως εργασίας αλλά και επί απλής σχέσεως εργασίας, όταν η σύμβαση είναι για οποιοδήποτε λόγο άκυρη. Δεδομένου δε ότι οι μηνιαίες αποδοχές της ενάγουσας κατά το χρόνο της επίδικης καταγγελίας ανέρχονταν στο ποσό των 134.546 δραχμών, η ενάγουσα δικαιούται για μισθούς υπερημερίας από 2.2.1994 έως και 30.6.1994 το ποσό των (134.546 Χ 6 μήνες =) 672.730 δρχ.

Από τα παραπάνω έπεται ότι η υπό κρίση αγωγή με την οποία η ενάγουσα ζητεί να αναγνωριστεί δικαστικά α) ότι η μεταξύ αυτής και του εναγομένου σχέση, βάσει της οποίας παρείχε την εργασία της στο εναγόμενο από την 1.7.1987 έως και την 1.2.1994, σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και β) ότι η καταγγελία της σχέσεως αυτής που έγινε από το εναγόμενο την 2.2.1994 ήταν άκυρη: 1) διότι δεν υπεβλήθη στον απαιτούμενο από το νόμο έγγραφο τύπο και δεν της κατεβλήθη η νόμιμη αποζημίωση, 2) διότι έγινε πριν περάσει ένα έτος από τον τοκετό, κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1483/1984 και 3) διότι αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ και γ) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 2.2.1994 έως και 30.6.1994 672.730 δραχμές με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους μηνιαίο μισθό από την τελεταία ημέρα του οικείου μηνός έως την ολοσχερή τους εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτλεστή και να επιβληθούν εις βάρος του εναγομένου τα δικαστικά του έξοδα, αρμοδίως εισαγομένη ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (άρθρου 16 αρ. 2 και 25 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) και δικαζομένη κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του Κ.Πολ.Δ.), είναι μη νόμιμη και πρέπει να απορριφθεί ως προς τις προς παραπάνω υπό β1 και β3 βάσεις της, είναι όμως νόμιμη ως προς τα ανωτέρω υπό α και γι αιτήματα της και την υπό β2 βάση της, στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 174, 180, 648, 656, 341 και 656 του ΑΚ, 15 παρ. 1 του Ν. 1483/1984, 907, 908 και 176 του Κ.Πολ.Δ., εφόσον δε σύμφωνα με τα παραπάνω αποδεικνύεται ως βάσιμη και κατ` ουσίαν και η ενάγουσα έχει καταβάλει το τέλος δικαστικού ενσήμου που απαιτείται για το αντικείμενο της με το ανάλογο ποσοστό υπέρ του Τ.Ν. ΤΠΔΑθηνών και ΤΑΧΔΙΚ (βλ. τα υπ` αριθμούς 042487 και 048083 αγωγόσημα με τα ένσημα που έχουν επικολληθεί σ` αυτά) πρέπει να γίνει δεκτή, να αναγνωριστεί α) ότι η μεταξύ των διαδίκων σχέση βάσει της οποίας η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο την εργασία της κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.1987 έως και 1.2.1994 είναι σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και β) ότι η καταγγελία της σχέσεως αυτής που έγινε από το εναγόμενο την 2.2.1994 είναι άκυρη, διότι έγινε πριν περάσει ένα έτος από τον τοκετό της ενάγουσας κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1483/1984 και β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 2.2.1994 έως και 30.6.1994 το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα δύο χιλιάδων επτακοσίων τριάντα δραχμών με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους μισθό από την τελεταία ημέρα του οικείου μηνός έως την ολοσχερή εξόφληση του ποσού. Η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή για το ήμισυ των κονδυλίων που επιδικάζονται με αυτή, διότι η επιβράδυνση της εκτέλεσης είναι δυνατό να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα. Τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας βαρύνουν το εναγόμενο, το οποίο ηττάται κατά την παρούσα δίκη ( άρθρο 176 του Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων Δέχεται την υπό κρίση αγωγή Αναγνωρίζει: α) ότι η σχέση βάσει της οποίας η ενάγουσα παρείχε στο εναγόμενο την εργασία της κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.1987 έως και 1.2.1994 ήταν σχέση εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και β) ότι η καταγγελία της σχέσεως αυτής που έγινε από το εναγόμενο την 2.2.1994 είναι άκυρη, διότι έγινε πριν περάσει ένα έτος από τον τοκετό της ενάγουσας κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν. 1483/1984. Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 2.2.1994 έως και 30.6.1994 το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα δύο χιλιάδων επτακοσίων τριάντα δραχμών (672.730) με το νόμιμο τόκο για κάθε επιμέρους μηνιαίο μισθό από την τελευταία ημέρα του οικείου μηνός έως την ολοσχερή του εξόφληση. Κυρύσσει την απόφαση, ως προς την αμέσως παραπάνω καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινά εκτελεστή για το ήμισυ των κονδυλίων που επιδικάζονται με αυτή και μόνον κατά το κεφάλαιο. Επιβάλλει εις βάρος του εναγομένου τη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας την οποία καθορίζει σε τριάντα χιλιάδες δραχμές (30.000). Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 22 Σεπτεμβρίου 1994. Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ