ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β Πολ. Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Νικόλαο Καβαλλιέρο, Αντιπρόεδρο, Γεώργιο Βελλή, Πολύβιο Μαντζιάρα, Ευάγγελο Κρουσταλάκη και Αναστάσιο Καραγεώργη, Αρεοπαγίτες.
.ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 20 Φεβρουαρίου 1996, με την παρουσία και της Γραμματέως Βασιλικής Σαμίου, για να δικάσει μεταξύ: Του αναιρεσείοντος : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών "ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σταμάτη Διαμαντάτο. Της αναιρεσιβλήτου : Βασιλικής συζ. Παναγ. Αντωνακοπούλου, κατοίκου Αθηνών, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεωνίδα Πανούση.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 12 Ιανουαρίου 1989 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1220/1989 του ίδιου Δικαστηρίου και 5275/1990 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 19 Ιουλίου 1990 αίτησή του. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω, ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Αναστάσιος Καραγεώργης ανέγνωσε την από 13 Φεβρουαρίου 1996 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως και ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή κατά το άρθρο 2 παρ. 3 του νόμου 201/1975 "από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το απασχολούμενον προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων ν.δ. 2592/1953 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αμοιβή διά μίαν ώραν ημερησίως, υπολογιζόμενη κατά τις διατάξεις του εδ. γ` της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν.δ. 4548/1966 και από 1/1/1977 αμοιβή διά δύο ώρες ημερησίως". Εξάλλου κατά την παρ. 4 του ίδιου άρθρου η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται αναλόγως και στο προσωπικό των κάθε είδους νοσηλευτικών ιδρυμάτων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που δεν υπάγονται στις διατάξεις του ν.δ. 2592/1953. Από το γράμμα και το σκοπό των διατάξεων αυτών που συνίσταται στην με την καθέρωση της ως άνω πρόσθετης αμοιβής διασφάλιση της ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και τη δημιουργία κινήτρων για την προσέλευση ιδίως νοσηλευτικού προσωπικού εργαζόμενου σε τρεις (οκτάωρες) βάρδιες, προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή της εν λόγω αμοιβής είναι η ημερήσια πραγματική απασχόληση του προσωπικού επί οκτάωρο ανεξάρτητα από το εκάστοτε ισχύον νόμιμο ωράριο εργασίας του (Ολομ. Α.Π. 24/1995). Στη συγκεκριμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση επιδίκασε, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, στην αναιρεσίβλητη, η οποία κατά τις παραδοχές του, στο κρίσιμο χρονικό διάστημα 1/1/1985 - 30/6/1987 απασχολήθηκε με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως πρακτική νοσοκόμος, την ως άνω πρόσθετη αμοιβή χωρίς να προσδιορίζει την κατά το διάστημα αυτό ημερήσια πραγματική απασχόληση της με την αιτιολογία ότι η διάρκεια της τελευταίας δεν επηρεάζει την υποχρέωση του αναιρεσείοντος για την καταβολή της. Με την κρίση όμως αυτή παρεβίασε ευθέως και εκ πλαγίου την ως άνω διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του νόμου 201/1975 και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 και 19 του Κ.Πολ.Δ. και τον σχετικό πρώτο λόγο του αναιρετηρίου η περαιτέρω, κατόπιν τούτου, έρευνα του οποίου, κατά το δεύτερο συναφές προς το ως άνω κεφάλαιο μέρος του, παρέλκει ως αλυσιτελής. ΙΙ. Επειδή ο δεύτερος λόγος του αναιρετηρίου αφορά παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του νόμου 1057/1980, 1, 5, 7 και 17 του νόμου 1476/1984 και πρέπει να απορριφθεί γιατί στηρίζεται στην εσφαλμένη προϋπόθεση ότι το Εφετείο δέχθηκε ότι στον κρίσιμο χρόνο (1-1-1985 - 30-6-1987) ο αναιρεσίβλητος είχε μονιμοποιηθεί στην υπηρεσία του αναιρεσείοντος. ΙΙΙ. Επειδή από τη διαβεβαίωση του Εφετείου ότι συνεξετίμησε τα έγγραφα που προσκόμισαν και επικαλέσθηκαν οι διάδικοι προκύπτει ότι εκτιμήθηκαν και: α) η υπ` αριθ. πρωτ. 4475/1986 αίτηση της αναιρεσίβλητης και β) η υπ` αριθ. 2087/1989 βεβαίωση του τμήματος προσωπικού στο οποίο υπάγονται η ιδία, οι δε περί του αντιθέτου δεύτερος (κατά το δεύτερο μέρος του) και τρίτος (κατά το δεύτερο μέρος του) λόγοι του αναιρετηρίου πρέπει να απορριφθούν. IV. Επειδή κατά το άρθρο 2 παρ. 3 του νόμου 1057/1980 "διά την αντιμετώπισιν κατεπειγουσών υπηρεσιακών αναγκών, εμφανιζομένων εν περιπτώσει κενώσεως θέσεων ιατρών επί θητεία ή μονίμου νοσηλευτικού, παραϊατρικού, βοηθητικού και διοικητικού προσωπικού νοσηλευτικών ιδρυμάτων και υγειονομικών σχηματισμών ή απουσιών τοιούτου προσωπικού δύναται να προσλαμβάνεται προσωπικό επί συμβάσει ιδιωτικού δικαίου εφ` όσον λειτουργούν επί 24ώρου βάσεως, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των προηγουμένων παραγράφων. Το ούτω προσλαμβανόμενο προσωπικό λαμβάνει τον μηνιαίο μισθό του εισαγωγικού βαθμού της θέσεως εις την οποία προσλαμβάνεται, προσηυξημένον κατά 30% ή ημερομίσθιον ίσον προς το 1/25 του μισθού αυτού μετά της προσαυξήσεως αυτής". Ως μηνιαίος μισθός επί του οποίου υπολογίζεται η προσαύξηση 30% νοείται κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων ο βασικός μισθός και οχι το σύνολο των μηνιαίων αποδοχών του μισθωτού. Επομένως το Εφετείο που, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, επιδίκασε στον αναιρεσίβλητο μισθολογική διαφορά εκ του λόγου ότι το αναιρεσείον του κατέβαλε την ως άνω προσαύξηση επί του βασικού μισθού και όχι επί του συνόλου των αποδοχών του έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διάταξης και πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ως άνω κεφάλαιο, σύμφωνα με το άρθρο 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ και του τεταρτου λόγου του αναιρετηρίου. Κατόπιν δε τούτου παρέλκει ως αλυσιτελής και η έρευνα του σχετικώς προς το αυτό κεφάλαιο προταθέντος αυτεπαγγέλτως από τον Εισαγγελέα λόγου αναιρέσεως. V. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.2, 22 παρ. 1 εδ. α`, β` και 116 του Συντάγματος, 1 και 2 παρ. 1 και 100 Διεθνούς Συμβάσεως Εργασίας "περί της ισότητος αμοιβής μεταξύ αρρένων και θηλέων εργαζομένων δι` εργασίαν ίσης αξίας", που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του νόμου 46/ 1975 και ισχύει από 6/7/1976, των άρθρων δευτέρου του ως άνω κυρωτικού νόμου και 119 της συνθήκης της Ρώμης για την ίδρυση της ΕΟΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της οδηγίας 75/111/ΕΟΚ και τα άρθρα 4 παρ. 1 και 2, 15 του νόμου 1414/1984, που εκδόθηκε κατά συμμόρφωση προς την παραπάνω οδηγία, συνάγεται ότι κατά το κρίσιμο στην προκείμενη περίπτωση χρονικό διάστημα (1/1/1985 - 30/6/1987) το επίδομα οικογενειακών βαρών (συζύγου και τέκνων) το οποίο προβλέπεται από τους Γενικούς όρους (στοιχ. β`) της 42/1981 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Πειραιώς (ΑΥΕ 16170/1981 - ΦΕΚ Β` 472) ενόψει του ότι έχει το χαρακτήρα αμοιβής (ανταλλάγματος) για την παρεχόμενη εργασία, οφείλεται χωρίς διάκριση φύλου σε όλους όσους παρέχουν στον ίδιο εργοδότη εργασία ίσης αξίας. Επομένως η ως άνω διάταξη της διαιτητικής αποφάσεως κατά το μέρος που ως προϋπόθεση για την παροχή του οικογενειακού επιδόματος στις γυναίκες εργαζόμενες θέτει την μη άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος από το σύζυγό τους και τη μη συνταξιοδότησή του, ενώ τέτοια προϋπόθεση δεν απαιτείται για τη λήψη του επιδόματος αυτού από τους άνδρες μισθωτούς της ίδιας κατηγορίας, είναι ανίσχυρη ως αντίθετη προς τις ανωτέρω διατάξεις, από τις οποίες επιβάλλεται η επέκταση της ευνοϊκής για τους άνδρες ρυθμίσεως και στις γυναίκες εργαζόμενες (Ολομ. ΑΠ 3/1995, 31/1993, 7/1993). Συνεπώς το Εφετείο που δέχθηκε ότι η αναιρεσίβλητη η οποία είναι έγγαμη με δύο τέκνα κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο είχε δικαίωμα να λάβει το προβλεπόμενο από την ως άνω Δ.Α. οικογενειακό επίδομα με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που παρέχεται στους εργαζόμενους άνδρες, ήτοι ασχέτως αν ο σύζυγός της εργάζεται ή είναι συνταξιούχος, οι δε περί του αντιθέτου ρυθμίσεις της διαιτητικής αυτής αποφάσεως είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες προς τις ως άνω συνταγματικές και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, δεν παραβίασε τις διατάξεις αυτές και ο περί του αντιθέτου τρίτος (μέρος πρώτο) λόγος του αναιρετηρίου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. VI. Επειδή, ενόψει των προεκτεθέντων, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό Εφετείο που θα συγκροτηθεί με άλλους δικαστές (άρθρ. 380 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 παρ. 1 του όμου 2172/1993 και περαιτέρω να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος, λόγω και της μερινής ήττας του τελευταίου (άρθρ. 176, 184 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ` αριθ. 5275/1990 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο αυτό Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος εκ δραχμών εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000). Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 1996. Και Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο στις 14 Ιουνίου 1996.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ