ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Β1` Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές : Eυάγγελο Περλίγκα, Αντιπρόεδρο, Δημήτριο Παπαμήτσο, Θεόδωρο Αποστολόπουλο, Ιωάννη Δαβίλλα και Γεώργιο Αμελαδιώτη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 4η Μαρτίου 2003, με την παρουσία και της Γραμματέως Ευθυμίας Μαντζάνα, για να δικάσει μεταξύ :
Της αναιρεσείουσας :.......... η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευστάθιο Μήτσου.
Της αναιρεσίβλητης :....................που δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά έχει εισαχθεί με την από 31 Ιανουαρίου 2000 αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Βεροίας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 41/2000 οριστική του ίδιου δικαστηρίου και 886/2002 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα, με την από 31 Μαϊου 2002 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκε μόνο η αναιρεσείουσα, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Ιωάννης Δαβίλλας ανέγνωσε την από 20 Φεβρουαρίου 2003 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως αναιρέσεως και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Επειδή, από την προσκομιζόμενη 9570/11-9-2002 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Βεροίας Γεωργίου Λιόλιου, προκύπτει ότι η επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα επέδωσε νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 122 παρ. 1, 123 και 126 παρ.1 περ. δ ΚΠολΔ) στην απολιπόμενη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία "...........", ακριβές αντίγραφο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτή πράξη καταθέσεως και ορισμού δικασίμου, μαζί με κλήση για να παραστεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, αρχικώς προσδιορισμένη, δικάσιμο (4-3- 2003), κατά την οποία αυτή δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του οικείου πινακίου. Επομένως η συζήτηση πρέπει να γίνει παρά την απουσία της παραπάνω αναιρεσίβλητης.
2. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 15 ν. 1483/1984, η καταγγελία της εργασιακής συμβάσεως εργαζόμενης γυναίκας από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό, απαγορεύεται και αν γίνει είναι άκυρη, χωρίς να έχει σημασία, για την ακυρότητα αυτή, η γνώση της εγκυμοσύνης από τον εργοδότη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Σπουδαίο λόγο στην περίπτωση αυτή, για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, αποτελεί και η μη συμμόρφωσή της στις οδηγίες του εργοδότη, η από μέρος αυτής αμελής εκτέλεση της εργασίας της και η επανειλημμένη εγκατάλειψη της εργασίας της. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως σπουδαίος λόγος η ενδεχομένη μείωση της αποδόσεως της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Εξάλλου, κατά το άρθρο 10 παρ. 2 του Π.Δ. 176/1997 σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφ` όσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν.1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες Επιθεώρησης Εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Με την ως άνω ρύθμιση προβλέπεται, ειδικά, και για την αορίστου χρόνου σύμβαση εργασίας - δεδομένου ότι επ` αυτής η λεγόμενη "έκτακτη" καταγγελία, προβλεπόμενη μόνο για τον εργοδότη, χωρεί σε μία μόνο περίπτωση, εκείνη δηλαδή του άρθρου 5 παρ. 1 του Ν. 2112/1920, του άρθρου 7 του Ν.3198/1955 και του άρθρου 6 παρ.1 του Ν.Δ. της 16/18-7-1920 - η καταγγελία αυτής και για σπουδαίο λόγο (άρθρο 15 Ν.1483/1984). Η έκτακτη καταγγελία της σύμβασης εργασίας αόριστου χρόνου, επιτρέπεται εκ του νόμου, κατ` εξαίρεση όπως ειπώθηκε, χωρίς τήρηση όλων ή ορισμένων όρων της τακτικής καταγγελίας, για ορισμένους λόγους. Ένας από αυτούς είναι και η καταγγελία ένεκα δόλιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς του μισθωτού, η οποία περίπτωση συντρέχει όταν ο μισθωτός επιδεικνύει συμπεριφορά η οποία συνιστά υπαίτια αθέτηση των συμβατικών του υποχρεώσεων και συνεπάγεται ακαταλληλότητά του για την εργασία για την οποία προσελήφθη, συμπεριφέρεται δε έτσι επίτηδες για να εξαναγκάσει τον εργοδότη να καταγγείλει την αόριστου χρόνου σύμβαση εργασίας και να του καταβάλει τη σχετική αποζημίωση ή, αν δεν την καταβάλει, να αξιώσει ακυρότητα της καταγγελίας και συνακόλουθα μισθούς υπερημερίας. Τότε η όποια αξίωση από αυτές, αν και πηγάζει από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, αποκρούεται με την ένσταση του άρθρου 281 ΑΚ. Η διάταξη του άρθρου αυτού έχει και αυτή έντονο το χαρακτήρα κανόνα δημόσιας τάξης, διότι αποσκοπεί στην πάταξη της κακοπιστίας και κακοήθειας στις συναλλαγές, αφού η αξίωση αυτή αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, ο οποίος είναι η λήψη μέτρων πρόνοιας για τον αιφνιδίως περιερχόμενο σε ανεργία μισθωτό και όχι για τον μη αιφνιδιαζόμενο από την καταγγελία, την οποία ο ίδιος από ιδιοτέλεια προμελέτησε και προκάλεσε. Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως από αυτή προκύπτει, δέχθηκε, ανελέγκτως, τα εξής : Η ήδη αναιρεσείουσα ενάγουσα προσλήφθηκε, την 1-4-1997, από την ήδη αναιρεσίβλητη εναγομένη, που διατηρεί στο 6,5 χιλιόμετρο της εθνικής οδού Βέροιας- Νάουσας επιχείρηση εισαγωγών - εξαγωγών φρούτων, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου ως βοηθός λογιστή και συμφωνήθηκε να αμείβεται με το ποσό των 150.000 δραχμών μηνιαίως και να απασχολείται επί πενθήμερο εβδομαδιαίως. Σε εκτέλεση της συμβάσεως άρχισε να προσφέρει τις συμφωνηθείσες υπηρεσίες της στο λογιστήριο της αναιρεσίβλητης, ήτοι καταχώρηση των παραστατικών στα οικεία βιβλία και εκτέλεση άλλων συναφών εργασιών. Μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο του 1998 η απόδοσή της στην εργασία αυτή ήταν ικανοποιητική. Έκτοτε όμως άρχισε να αδιαφορεί για την εργασία της, να εμφανίζει μειωμένη αποδοτικότητα και πολλές φορές προσέρχονταν στην εργασία της με καθυστέρηση και άλλοτε αποχωρούσε από αυτήν πριν από τη λήξη του ωραρίου της, επικαλούμενη κάποια "αδιαθεσία". Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εφεσίβλητη αποκόμματα, σε φωτοτυπίες, των εισιτηρίων των λεωφορείων του ΚΤΕΛ Ημαθίας που χρησιμοποιούσε να μεταβαίνει στην εργασία της κατά το χρονικό διάστημα που απασχολήθηκε στην αναιρεσίβλητη, προκύπτει, ότι αυτή αναχωρούσε για την εργασία της στις 07.50 έως 08.15 το πρωί, γεγονός που μαρτυρεί εμπρόθεσμη άφιξη στον τόπο της εργασίας της, πλην όμως και από το γεγονός αυτό δεν αποκλείεται, ενόψει και του ότι με τα αποκόμματα δεν καλύπτονται όλες οι εργάσιμες ημέρες της απασχολήσεώς της, η καθυστερημένη εμφάνισή της στην εργασία της τις λοιπές, μη αποδεικνυόμενες από τα άνω αποκόμματα, ημέρες. Εξαιτίας της συμπεριφοράς της αυτής επανειλημμένα δεχόταν τις συστάσεις και τις παρατηρήσεις του προϊσταμένου του λογιστηρίου της αναιρεσίβλητης ......... και του νομίμου εκπροσώπου της τελευταίας, πλην όμως εκείνη όχι μόνο δεν μετέβαλε τη συμπεριφορά της, αλλά αντίθετα εξακολουθούσε να εκτελεί πλημμελώς τα καθήκοντά της. Με αποτέλεσμα την επιβολή στην αναιρεσίβλητη : 1) με την 94/1998 απόφαση της ΔΟΥ Νάουσας προστίμου του ΚΦΣ δραχμών 1.200.000, λόγω του ότι από τον έλεγχο της ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας διαπιστώθηκε ότι " δεν εκτύπωσε τα δεδομένα : α) του γενικού ημερολογίου για τους μήνες Ιανουάριο μέχρι και Μάρτιο 1998, β) του ημερολογίου αγοράς για τους ίδιους ως άνω μήνες, γ) του ημερολογίου πωλήσεων και δ) του γενικού καθολικού για τους ίδιους ως άνω μήνες, και 2) με την 1/1999 απόφαση της ίδιας ΔΟΥ προστίμου του ΚΒΣ δραχμών 1.500.000, διότι, από σχετικό έλεγχο που έγινε στην ίδια επιχείρηση από τους ανωτέρω υπαλλήλους, διαπιστώθηκε ότι : α) δεν αναγράφηκε η ώρα αποστολής σε πέντε (5) δελτία αποστολής και β) δεν εκτυπώθηκαν εμπρόθεσμα τα ημερολόγια πωλήσεων, αγορών, γενικό και γενικό καθολικό. Η εργασία της εκτύπωσης των άνω δεδομένων και βιβλίων (ημερολογίων), ως και της σύνταξης των άνω δελτίων αποστολής, η παράλειψη της οποίας συνεπάγεται παράβαση των άρθρων 2 παρ. 1, 22 παρ.1, 24 παρ. 1 του Π.Δ. 186/1992 (ΚΒΣ), που τιμωρείται με τις αναφερόμενες σ΄ αυτά ποινές προστίμου, περιλαμβάνονταν στα καθήκοντα της αναιρεσείουσας και όχι του προϊσταμένου του λογιστηρίου της αναιρεσίβλητης. Η τελευταία, μετά την επίδοση σ` αυτή της πρώτης ως άνω απόφασης, επιβολής προστίμου δραχμών 1.200.000, αποφάσισε, δια του νομίμου εκπροσώπου της, τον Αύγουστο του 1998 να καταγγείλει την ένδικη σύμβαση εργασίας, πλην όμως τελικά δεν την κατάγγειλε, λόγω του ότι η αναιρεσείουσα δήλωσε στο νόμιμο εκπρόσωπό της, και μάλιστα ψευδώς κατά το χρόνο εκείνο, όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε, ότι ήταν έγκυος και πρόδηλα ο τελευταίος δεν ήθελε να διακινδυνεύσει ενδεχόμενη ακύρωση της καταγγελίας εξαιτίας της εγκυμοσύνης της. Για τον ίδιο λόγο η αναιρεσίβλητη δεν κατήγγειλε την ένδικη σύμβαση εργασίας και το Φεβρουάριο 1999, όταν πληροφορήθηκε την επιβολή σ` αυτήν του δεύτερου ως άνω προστίμου δραχμών 1.500.000, εξαιτίας της πλημμελούς υπό της αναιρεσείουσας εκπλήρωσης των καθηκόντων της. Στις 25-5- 1999 η αναιρεσείουσα έλαβε άδεια κυήσεως και διέκοψε την εργασία της, λόγω προχωρημένης εγκυμοσύνης, και στις 26-6-1999 έτεκε το πρώτο της παιδί. Στη συνέχεια, μετά το τέλος της άδειας λοχείας και της ετήσιας άδειας(αναψυχής) που έλαβε, επέστρεψε στην εργασία της. Στις 4-11-1999, κατά τον έλεγχο του ΙΚΑ Νάουσας, διαπιστώθηκε ότι η αναιρεσείουσα προέβη, προφανώς κατόπιν συνεννοήσεως με το σύζυγό της, στις 15-7-1998 στις εξής ενέργειες : α) Αλλοίωσε το ειδικό βιβλίο καταχώρησης του νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού της (αναιρεσίβλητης) δια της αναγραφής, στη σελίδα Νο 178602 και με αυξ. Αριθμό 31, των στοιχείων του συζύγου της τον οποίο έτσι εμφάνισε ως εργαζόμενο στην αναιρεσίβλητη με σκοπό να παραπλανήσει κάθε τρίτο για το γεγονός αυτό. Ειδικότερα ανέγραψε κάτω από τις ενδείξεις: Ονοματεπώνυμο απασχολούμενου : Πασχαλίδης. Πατρώνυμο:........... Ημερομηνία πρόσληψης: 15-7-1998. ΑΜ Απασχολούμενου : 6277622. Ειδικότητα : Εργάτης. Μισθός ή Ημερομίσθιο : 6815. Και κάτω από την ένδειξη υπογραφή εργοδότη έθεσε, δια απομιμήσεως, την υπογραφή του Προέδρου του Δ.Σ. της αναιρεσείουσας ......... Και β) νόθευσε, κατά την ίδια ως άνω ημερομηνία (15-7-1998) και την σελίδα ένα (1) της κατάστασης ασφαλίσεως προσωπικού της αναιρεσίβλητης που αφορούσε το μήνα Ιούλιο του 1998 και συγκεκριμένα προσέθεσε κάτω από τις παρακάτω ενδείξεις τα εξής στοιχεία : Επίθετο: ......... Όνομα: ......... Ειδικότητα : Υπάλληλος γενικών. Ημ. Εργασίας : 11. Βασ. Αποδ. : 85.226. Λοιπ. αποδ. : 0. Σύνολο : 85.226. ΙΚΑ Ασφ/νου : 13.551. ΙΚΑ Σύνολο : 37.400. Προέβη δε στην πράξη αυτή με σκοπό να παραπλανήσει την αναιρεσίβλητη και τους αρμοδίους υπαλλήλους του ΙΚΑ για να προβούν στην ασφάλιση του συζύγου της. Επίσης, η ίδια ανήγγειλε τόσο την πρόσληψη, όσο και την, μετά παρέλευση έντεκα ημερών γενόμενη από την ίδια, απόλυση του συζύγου της και στον ΟΑΕΔ. Αποτέλεσμα των ενεργειών της αυτών ήταν, πλην άλλων, και η υπό της αναιρεσίβλητης καταβολή του ποσού των 37.400 δραχμών για αγορά ενσήμων υπέρ του συζύγου της. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας, περί του ότι προέβη στις αμέσως πιο πάνω πράξεις, εμφάνισης του συζύγου της ως υπαλλήλου της αναιρεσίβλητης, για να τακτοποιηθεί ασφαλιστικά, και να συμψηφίσει το ποσό των 150.000 δραχμών που της όφειλε, ως υπόλοιπο δεδουλευμένων αποδοχών, με τα ποσά που θα κατέβαλε για την αγορά ενσήμων, είναι απορριπτέος ως παντελώς αναπόδεικτος. Στις 5-11-1999, δηλαδή την επόμενη της τέλεσης των ως άνω πράξεων ημέρα, η αναιρεσίβλητη δια του νομίμου εκπροσώπου της, κατήγγειλε εγγράφως την ένδικη σύμβαση εργασίας και συγχρόνως της επέδωσε το σχετικό έγγραφο της καταγγελίας, πλην όμως δεν της κατέβαλε τη νόμιμη αποζημίωση απόλυσης "λόγω του ότι η ίδια με τις προμνησθείσες πράξεις της την εξανάγκασε σε απόλυσή της". Η αναιρεσείουσα κατά την αποχώρησή της, κατά την εν λόγω ημέρα (5-11-1999), από την εργασία της αφαίρεσε από το αρχείο της αναιρεσίβλητης τα πιο πάνω έγγραφα της "πρόσληψης και της απόλυσης του συζύγου της" με σκοπό να συγκαλύψει τις λοιπές ως άνω πράξεις της. Η αναιρεσίβλητη, έτσι, οδηγήθηκε στην απόλυση της αναιρεσείουσας εξαιτίας των πιο πάνω πράξεών της, από τις οποίες η τελευταία πριν την απόλυσή της συνιστά και την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, που τιμωρείται σε βαθμό πλημμελήματος. Μάλιστα, κατόπιν σχετικής (από 17-5-2000) μηνύσεως της αναιρεσίβλητης, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατ` αυτής για πλαστογραφία και υπεξαγωγή εγγράφων και κατά του συζύγου της για ηθική αυτουργία στις πράξεις αυτές και ήδη έχουν παραπεμφθεί γι` αυτές ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Βέροιας. Συνακόλουθα, το Εφετείο έκρινε, ότι τα παραπάνω περιστατικά, που οδήγησαν την αναιρεσίβλητη στην καταγγελία της ένδικης σύμβασης εργασίας πριν παρέλθει έτος από τη γέννηση του πρώτου παιδιού της, καθιστούν, αντικειμενικά κρινόμενα, κατά την καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη και των συναλλακτικών ηθών, μη ανεκτή για την αναιρεσίβλητη την παραπέρα συνέχιση της σύμβασής των και συνιστούν παράλληλα σπουδαίο λόγο (ΑΚ 672, 288) για την εκ μέρους της ως άνω καταγγελία αυτής (σύμβασης). Η καταγγελία αυτή, επειδή δεν περιελήφθη ο παραπάνω (σπουδαίος) λόγος στο έγγραφό της και δεν επιδόθηκε αντίγραφο αυτού στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας (άρθρο 10 του Π.Δ.175/1997), είναι άκυρη. Επομένως οι, από τους αριθ. 1 πρώτος (α΄ σκέλος), δεύτερος και τρίτος και από τον αριθ. 19 (β΄ σκέλος) του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια ότι, με το να μην κρίνει άκυρη την από την αναιρεσίβλητη καταγγελία της ένδικης συμβάσεως εργασίας, παραβίασε, δια της μη εφαρμογής, τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων : α) 15 παρ. 1 του Ν. 1483 /1994, β) 10 παρ. 2 Π.Δ. 176/1997 και γ) 5 παρ. 3 Ν.3198/1955, στηρίζονται επί ανακριβούς προϋποθέσεως, αφού το Εφετείο κατ` εφαρμογή των (δύο πρώτων) διατάξεων αυτών έκρινε άκυρη την καταγγελία, και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε, ανελέγκτως, ότι, ενόψει των ως άνω παραδοχών, η εκ μέρους της αναιρεσείουσας άσκηση του δικαιώματός της προς αναγνώριση της ακυρότητας της άνω καταγγελίας και προς καταβολή των αξιούμενων με την αγωγή αποδοχών υπερημερίας και χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης της από αυτήν, υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΚ 281). Και, μετά παραδοχή στην ουσία των παραδεκτά προβληθέντων, αντιστοίχων, αυτοτελών ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης, περί α) υπαίτιας πλημμελούς εκπλήρωσης από μέρους της αναιρεσείουσας των καθηκόντων της ως εργαζόμενης, που συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της συμβάσεως και β) της καταχρηστικής άσκησης της αγωγής όσον αφορά το αίτημα της κήρυξης της ακυρότητας της απόλυσης, και εν μέρει της έφεσης, εξαφάνισε στο σύνολό της (για την ενότητα της εκτέλεσης) την πρωτόδικη απόφαση, που είχε δεχθεί τα αντίθετα καθόσον αφορά το κύρος της απόλυσης, και δικάζοντας την αγωγή δέχθηκε αυτή εν μέρει μόνο κατά το κεφάλαιο των διαφορών αποδοχών. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες και οι αντίθετοι, πρώτος (β΄ σκέλος) και έκτος (α΄ σκέλος) από τον αριθ. 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Εξάλλου,ο πρώτος λόγος, κατ αμφότερα τα σκέλη του, κατά το μέρος που πλήττει την περί πραγμάτων ανέλεγκτη κρίση του Εφετείου, είναι απορριπτέος, προεχόντως, ως απαράδεκτος(άρθρο 561 παρ. 1 ΚπολΔ).
3. Επειδή, όπως προκύπτει από τα άρθρα 335, 338,339,340 341 και 346 ΚΠολΔ, το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Πάντως καμιά διάταξη νόμου δεν επιβάλλει την ειδική αναφορά και την χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά. Η επιταγή του άρθρου 340 εδ.β΄ ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία στην απόφαση πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι που οδήγησαν το δικαστή να σχηματίσει την πεποίθησή του, δεν σημαίνει ότι αυτός υποχρεούται να επιλαμβάνεται ιδιαιτέρως και να αναλύει διεξοδικά τα αποδεικτικά μέσα που έχουν προσαχθεί από τους διαδίκους ή τα επιχειρήματα που έχουν προβάλλει αυτοί. Εν προκειμένω, με τον πέμπτο, από τον αριθ. 11 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., λόγο αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αιτίαση, ότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα (έγγραφα), τα οποία η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε και νομίμως προσεκόμισε, προς απόδειξη του ουσιώδους αγωγικού ισχυρισμού της, ότι αυτή με συνέπεια εκπλήρωνε τα καθήκοντά της ως υπάλληλος και ουδείς σπουδαίος λόγος καταγγελίας της σύμβασης συνέτρεξε στην περίπτωσή της. Ήτοι : 1) Φύλλο επικόλλησης ενσήμων στο ΙΚΑ, από το οποίο προκύπτει ότι η εργοδότριά της εξακολουθούσε να επικολλά ένσημα έως και τον Μάϊο 2000, 2) το υπ` αριθ. 15/3-12-1999 Δελτίο Εργατικής Διαφοράς της Επιθεώρησης Εργασίας Πιερίας στο οποίο περιέχεται δήλωση του νόμιμου εκπρόσωπου αυτής .......... στην άνω Επιθεώρηση Εργασίας ότι "...Υπάρχει διάθεση συμβιβασμού, καθότι η εταιρία κρίνει παράλογες τις απαιτήσεις για το λόγο εάν η προσφεύγουσα κινηθεί δικαστικά τότε και η επιχείρηση έχει κάποια στοιχεία εις βάρος της" και 3) την από 5-5-2000 έκθεση εξετάσεως του κατηγορουμένου ........., εκ των οποίων, κατά την άποψή της, προκύπτει ότι η αναιρεσίβλητη, συνεχίζοντας να επικολλά ένσημα μετά την απόλυση, ποτέ δεν θεώρησε τη σύμβαση λυθείσα, ότι από τη δήλωση του εκπροσώπου της στην Επιθεώρηση Εργασίας δεν προκύπτουν τα περί αντισυμβατικής συμπεριφοράς της και ότι από το τελευταίο έγγραφο προκύπτει αντίφαση και αναλήθεια των ισχυρισμών της αναιρεσίβλητης. Ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, από την ρητή διαβεβαίωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, στην οποία αναφέρεται ότι για να καταλήξει στο αποδεικτικό της πόρισμα συνεκτίμησε και " όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τα διάδικα μέρη έγγραφα", σε συνδυασμό προς όλες τις υπόλοιπες αιτιολογίες της, κατά τις οποίες ο ειδικώς εκτιθέμενος τρόπος πλημμελούς εκπλήρωσης των καθηκόντων της ως υπαλλήλου και της εν γένει συμπεριφοράς της αναιρεσείουσας προς την εργοδότριά της, περί την έναρξη της εγκυμοσύνης της και την ασφάλιση του συζύγου της κ.λ.π., εκβιαστικής με την ψευδή, αρχικά, επίκληση εγκυμοσύνης της, προκειμένου να επιτύχει την απόλυση και την λήψη της αποζημίωσης - την οποία ζήτησε με την ένδικη αγωγή αλλά μετά περιορισμό του αιτήματός της επέλεξε το αίτημα αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας και διεκδίκησης μισθών υπερημερίας - γεγονότα τα οποία έκρινε σκόπιμο, ενόψει προσπάθειας συμβιβασμού κυρίως καθόσον αφορά τις διεκδικούμενες διαφορές αποδοχών, να μην εκθέσει κατά την ως άνω συνάντησή τους στην Επιθεώρηση Εργασίας ο εκπρόσωπος της αναιρεσίβλητης, ο οποίος πάντως ρητώς επιφυλάχθηκε με τη δήλωση ότι "...και η επιχείρηση έχει κάποια στοιχεία εις βάρος" της, προκύπτει αναμφίβολα ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη του και τα ανωτέρω έγγραφα.
4. Επειδή, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δ., δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η παράλειψη του Εφετείου να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο ή αλυσιτελή και για τούτο μη ασκούντα επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολ.ΑΠ 2/89). Στην προκειμένη περίπτωση, η αναιρεσείουσα αποδίδει στην προσβαλλόμενη απόφαση την αιτίαση ότι, παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, συγκεκριμένα είχε προβάλει στο πρωτοδικείο, επανέφερε δε με τις προτάσεις στο Εφετείο, ότι : α) η αναιρεσίβλητη, εφόσον θεωρεί ότι η καταγγελία είναι έγκυρη, για ποιο λόγο συνέχισε μετά από αυτή να την ασφαλίζει, γεγονός που συνιστά πανηγυρική αναγνώριση της ενοχής της για την άκυρη καταγγελία και β) από την προπαρατιθέμενη προανακριτική απολογία του εκπροσώπου της αναιρεσείουσας Ν. Γκότση, προκύπτουν αντιφάσεις αυτού σχετικά με τους λόγους που τελικά την οδήγησαν σε απόλυσή της, εκ των οποίων το Εφετείο ώφειλε να προβληματισθεί εάν και πότε εκλονίσθη ανεπανορθώτως η εμπιστοσύνη της αναιρεσίβλητης εναντίον της. Οι ισχυρισμοί αυτοί αποτελούν απλά επιχειρήματα και, κατά συνέπεια, δεν έχουν καμία έννομη επιρροή στην έκβαση της δίκης και λυσιτέλεια. Επομένως, το Εφετείο που δεν απάντησε στους ισχυρισμούς αυτούς της αναιρεσείουσας, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, γι` αυτό και ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 31-5-2002 αίτηση της ............., για αναίρεση της 886/2002 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης.