Δικαστής: Επαμεινώνδας Παπαγιαννόπουλος. Δικηγόροι: Ε. Σεραφείμ - Μ. Καρανικόλα.
Κατά τις διατάξεις του Συντάγματος, του μεν άρθρου 4 παρ. 2, οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, του δε άρθρου 116 παρ. 2, αποκλίσεις από τους περιορισμούς της προαναφερόμενης διάταξης επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος.
Εξάλλου, η Οδηγία 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορίζει, στο άρθρο 2, αφενός ότι "κατά την έννοια των κατωτέρω διατάξεων, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση" (παρ. 1) και αφετέρου ότι η "παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες και ενδεχομένως την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σε αυτές, εφόσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεως τους το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας" (παρ. 2), στο δε άρθρο 5 παρ. 1 ότι "η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τους όρους εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των όρων απολύσεως, συνεπάγεται την εξασφάλιση σε άνδρες και γυναίκες των αυτών όρων, χωρίς διάκριση βασιζόμενη στο φύλο". Για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας εκδόθηκε ο ν. 1414/84 "εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις", ο οποίος ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 1 ότι "απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζομένου όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική του εξέλιξη και σταδιοδρομία" και στο άρθρο 6 στοιχ. α` ότι "απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας και α`) για λόγους που αναφέρονται στο φύλο", ενώ, τέλος, ο ίδιος νόμος, με το άρθρο 10 παρ. 1, διαφυλάσσει την ισχύ διατάξεων νόμων ή άλλων κανονιστικών πράξεων που εισάγουν διακριτική ρύθμιση επί θεμάτων στα οποία το φύλο "συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας" και με το άρθρο 15 ορίζει ότι "διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας, διαιτητικών ή υπουργικών αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, όροι ατομικών συμβάσεων, καθώς και διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος, εφόσον είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού, καταργούνται". Από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ν. 1414/84, ερμηνευόμενες υπό το φως της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας, συνάγεται γενικότερα μεν ότι απαγορεύονται οι υπέρ ή κατά του ενός φύλου αυθαίρετες, ευμενείς ή δυσμενείς, νομοθετικές ή διοικητικές διακρίσεις και επιβάλλεται η νομοθετική επέκταση και, σε περίπτωση παραλείψεως του νομοθέτη, η αποκαταστατική εφαρμογή από το δικαστή των υπέρ του ενός μόνο φύλου ευνοϊκών διατάξεων και υπέρ του άλλου (ΟλΑΠ 3/1995, 31/1993), ειδικότερα δε ως προς τη λήξη της εργασιακής σχέσης, ότι διατάξεις νόμων, κανονιστικών διοικητικών πράξεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών πράξεων και συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων που προβλέπουν τη λύση της σχέσης ή επιτρέπουν στον εργοδότη την καταγγελία της στην περίπτωση που η εργαζόμενη γυναίκα αποκτά δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως από το Δημόσιο ή άλλο φορέα κοινωνικής ασφάλισης λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας, το οποίο όμως ορίζεται στο νόμο διαφορετικό από το προβλεπόμενο για τη συνταξιοδότηση των ανδρών συναδέλφων της, εισάγουν διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και μη δικαιολογούμενη από σοβαρό λόγο, αναγόμενο στις βιολογικές ή ψυχικές ιδιαιτερότητες της γυναίκας ή του άνδρα, ώστε το φύλο να συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας. Υπό τα δεδομένα αυτά, και ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 1846/51 "περί κοινωνικών ασφαλίσεων", όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 4104/60, ορίζει για την παροχή πλήρους συντάξεως γήρατος ως όριο ηλικίας το 65ο έτος ή το 62ο έτος για τους άνδρες και το 60ό ή το 57ο για τις γυναίκες (ανάλογα με τις ημέρες εργασίας), η διάταξη του άρθρου 8 εδ. β ` του ν. 3198/55, όπως ισχύει μετά το άρθρο 5 παρ. 1 του ν. 435/76, κατά την οποία "μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού διά την χορήγησιν συντάξεως, συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται, εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου να αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου είτε να αποχωρώσι είτε να απομακρύνονται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι τα 40%, οι δε μη επικουρικώς ησφαλισμένοι τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις διά την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότου", πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά το μέρος που παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να "απομακρύνει" από την εργασία τις γυναίκες υπαλλήλους για μόνο το λόγο ότι δικαιούνται να λάβουν πλήρη σύνταξη από τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό εξαιτίας της συμπληρώσεως ορίου ηλικίας μικρότερου εκείνου που ορίζεται για τους άνδρες υπαλλήλους, έχει καταργηθεί από τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 1414/84. Διότι, συνδυαζόμενη με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 του ν. 1846/51, επιτρέπει την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας των γυναικών, δηλαδή τον παρά τη θέληση τους τερματισμό της επαγγελματικής τους σταδιοδρομίας, υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους που ισχύουν για τους άρρενες συναδέλφους τους, αντιβαίνοντας έτσι προς τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις και προς εκείνες των άρθρων 5 παρ. 1 και 6 στοιχ. α` του ν. 1414/84, αφού εισάγει διάκριση βασιζόμενη αυθαιρέτως σε μόνο το φύλο και μη δικαιολογούμενη (ΑΠ 266/1999 ΔΕΝ 1999.696- όμοιες και οι ΑΠ 85/1995 ΔΕΝ 1995.438 και 593/1996 ΔΕΝ 1998.622).
Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι σε εκτέλεση συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου προσφέρει τις υπηρεσίες της από 2.4.1984 στην εναγομένη, ως γεωλόγος. Ότι την 8.11.2004 η τελευταία της γνωστοποίησε ότι στις 30.11.2004 θα καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας της για το λόγο ότι την ημερομηνία αυτή θα συμπληρώσει τις προϋποθέσεις της πλήρους συνταξιοδότησης, ήτοι 60ό έτος της ηλικίας της και 4.500 ημέρες ασφάλισης στο ΙΚΑ, ώστε να λάβει πλήρη σύνταξη από αυτό. Ότι η ίδια απάντησε πως δεν θα αποδεχθεί την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της και πως, μη κάνοντας χρήση των ευεργετικών για τις γυναίκες διατάξεων συνταξιοδότησης, προτίθεται να εργαστεί μέχρι το 65ο έτος της ηλικίας της, ήτοι μέχρι την 30.11.2009, η εναγομένη όμως της έκανε γνωστό ότι εμμένει στην καταγγελία της εργασιακής της σχέσεως, γιατί δεσμεύεται από την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου και από τις ρυθμίσεις της από 16.3.2004 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας. Ότι οι διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 3 εδ. β` ν. 1902/1990, που προβλέπει δικαίωμα συνταξιοδότησης στις γυναίκες λόγω συμπλήρωσης ορίου ηλικίας, το οποίο είναι διαφορετικό από το προβλεπόμενο για τη συνταξιοδότηση των ανδρών, εισάγει προφανή διάκριση βασιζόμενη αποκλειστικά και μόνο στο φύλο και μη δικαιολογούμενη από σοβαρό λόγο αναγόμενο στις βιολογικές ή ψυχικές ιδιαπερότητες της γυναίκας ή του άνδρα.
Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί, όπως παραδεκτά περιορίσθηκε η αγωγή σε αναγνωριστική με τις προτάσεις της, όσον αφορά τα κονδύλια της ηθικής βλάβης και το επικουρικό αίτημα της αποζημιώσεως, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 4.1.2005 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 24.000 ευρώ για μισθούς υπερημερίας από 1.1.2005 έως 30.6.2005, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε δεδουλευμένου μήνα, να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 16.000 ευρώ για χρηματική της ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την άκυρη, άλλως καταχρηστική και παράνομη απόλυση της, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται την εργασία της, καταβάλλοντος τις νόμιμες αποδοχές της μέχρι την επανάκλησή της, άλλως μέχρι 30.11.2009, να αναγνωρισθεί επικουρικά, σε περίπτωση απορρίψεως της βάσεως της αγωγής περί ακυρότητας της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει ως αποζημίωση 75.850,20 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από 4.1.2005, άλλως από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση και, τέλος, να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη...
Η ενάγουσα προσλήφθηκε στις 2.4.1984 από την εναγομένη (τότε "......... .. ........... ........"), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως γεωλόγος, και προσφέρει έκτοτε τις υπηρεσίες της αυτές στα γραφεία της εναγομένης στο Μαρούσι Αττικής. Υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου 1902/1990 (άρθρο 27 παρ. 3β` αυτού), στις 30.11.2004 συγκέντρωνε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να λάβει σύνταξη γήρατος από το ΙΚΑ, αφού κατά την ως άνω ημερομηνία συμπληρώσεως το 60ό έτος της ηλικίας της και τις απαιτούμενες 4.500 ημέρες ασφάλισης ο` αυτό. Στις 8.11.2004 η εναγομένη, με επιστολή της, της γνωστοποίησε ότι στις 30.11.2004 θα καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας, λόγω συμπληρώσεως στο πρόσωπο της των προϋποθέσεων πλήρους συνταξιοδοτήσεως. Η ενάγουσα όμως δεν επιθυμεί να κάνει χρήση των ευεργετικών γι` αυτήν, ως γυναίκας, διατάξεων συνταξιοδότησης, καθόσον το ποσό της σύνταξης, που θα λαμβάνει, αν συνταξιοδοτηθεί, θα υπολείπεται των αποδοχών που λαμβάνει ως απασχολούμενη στην εναγομένη. Για το λόγο αυτό δήλωσε στην τελευταία ότι δεν αποδέχεται την καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, αλλά επιθυμεί να εργασθεί μέχρι τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας της, δηλαδή μέχρι 30.11.2009. Απέστειλε δε στην εναγομένη την από 12.11.2004 εξώδικη δήλωση της, με την οποία καθιστούσε και εγγράφως γνωστή τη θέση της. Η εναγομένη όμως, με την από 30.11.2004 εξώδικη απάντηση της, που κοινοποιήθηκε στη ενάγουσα την 10.12.2004, δήλωσε ότι εμμένει στην καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης, διότι δεσμεύεται τόσο από την υπ` αριθμ. 918/98 απόφαση του διοικητικού της συμβουλίου, όσο και από τις ρυθμίσεις της από 16.3.2004 Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας.
Η ενλόγω ΣΣΕ για τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στην επιχείρηση της εναγομένης, στο άρθρο 11 ορίζει, κατ` απόκλιση προς τις ρυθμίσεις του άρθρου 8 εδάφ. β` ν. 3198/1955, ότι "Εργαζόμενοι στην εταιρία που συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις πλήρους συνταξιοδότησης από τον κύριο ασφαλιστικό τους φορέα, θα λαμβάνουν το 100% της αποζημίωσης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του ν. 2112/1920, είτε καταγγέλλοντες οι ίδιοι τη σύμβαση εργασίας τους, είτε η εταιρία. Σε περίπτωση που παραμένουν στην εταιρία μετά τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων της πλήρους συνταξιοδότησης, κατά τα προβλεπόμενα από τους κύριους ασφαλιστικούς φορείς, για οποιονδήποτε λόγο, θα λαμβάνουν ως αποζημίωση το 40% της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης του ν. 2112/20". Η ίδια ακριβώς ρύθμιση περιέχεται και στον εσωτερικό Κανονισμό εργασίας της εναγομένης (άρθρο 31 παρ. 3 τελ. εδ.). Υιοθετώντας η τελευταία, με την προσκομιζόμενη υπ` αριθμ. 918/4/11/1998 απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου, σχετικές προτάσεις του διευθυντή του κλάδου διοικητικών υπηρεσιών, αποφάσισε να ακολουθήσει, ως πολιτική σε θέματα προσωπικού, την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 εδ. β` του ν. 3198/55 και επομένως να λύνονται με οικειοθελή αποχώρηση του εργαζομένου ή με καταγγελία από την πλευρά της εταιρίας, οι συμβάσεις εργασίας των υπαλλήλων που συμπληρώνουν τις προϋποθέσεις για πλήρη συνταξιοδότηση από τον κύριο ασφαλιστικό τους φορέα. Η καταγγελία όμως από μέρους της εναγομένης της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, η οποία έγινε τελικά την 4.1.2005, δεν επέφερε τα έννομα αποτελέσματα της λύσης της εργασιακής σύμβασης, καθόσον αυτή στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 27 παρ. 3 εδ. β` του ν. 1902/1990, 8 εδ. β` του ν. 3198/55, του άρθρου 11 της Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας του 2004 και του Κανονισμού Εργασίας του προσωπικού της. Η διάταξη όμως των άρθρων 27 παρ. 3β` του ν. 1902/1990, που προβλέπει δικαίωμα συνταξιοδότησης για τις γυναίκες, λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας, το οποίο όμως είναι διαφορετικό από το προβλεπόμενο από τη συνταξιοδότηση των ανδρών συναδέλφων της, εισάγει διάκριση βασιζόμενη στο φύλο και μη δικαιολογούμενη από σοβαρό λόγο, αναγόμενο στις βιολογικές ή ψυχικές ιδιαιτερότητες της γυναίκας ή του άνδρα, ώστε το φύλο να συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας. Η διάταξη, εξάλλου, του άρθρου 8 εδ. β` ν. 3198/55, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της με το άρθρο 5 παρ. 1 ν. 435/76, με την οποία η εναγομένη προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, κατά το μέρος που παρέχει ο` αυτήν το δικαίωμα να απομακρύνει από την εργασία την ενάγουσα, για μόνο το λόγο ότι δικαιούται να λάβει πλήρη σύνταξη από το ΙΚΑ, εξαιτίας της συμπληρώσεως ορίου ηλικίας μικρότερου αυτού που ορίζεται για τους άνδρες συναδέλφους της, έχει καταργηθεί από τη διάταξη του άρθρου 15 του ν. 1414/84, κατά τα προαναφερόμενα, εφόσον εππρέπει τον παρά τη θέληση της τερματισμό της επαγγελματικής της σταδιοδρομίας, με όρους διαφορετικούς σε σχέση με αυτούς που ισχύουν για τους άνδρες συναδέλφους της, εισάγοντας διάκριση βασιζόμενη αυθαίρετα σε μόνο το φύλο. Τέλος, η διάταξη του άρθρου 11 της Επιχειρησιακής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας του 2004, αλλά και η διάταξη του άρθρου 31 παρ. 3 εδ. τελευταίο του Εσωτερικού Κανονισμού Εργασίας της εναγομένης αντιβαίνουν στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 16 παρ. 2 εδ. β` του Συντάγματος και στα άρθρα 15, 5 παρ. 1 και 6 στοιχ. α` του ν. 1414/84, όπως αυτά ερμηνεύονται υπό το φως της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ, εφόσον εππρέπουν σ` αυτήν (εναγομένη) την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας με όρους διαφορετικούς από αυτούς των ανδρών συναδέλφων της, εισάγοντας έτσι μη δικαιολογούμενη από σοβαρό λόγο διάκριση με βάση το φύλο. Από τα ίδια εξάλλου αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι η εμμονή της εναγομένης στην καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας προσέβαλε την προσωπικότητα της, εμφανίζοντας την σε γνωστούς και σε συναδέλφους της ως μη δυνάμενη να ανταποκριθεί στην εργασία της. Εφόσον η εναγομένη το έπραξε από το έτος 1998 και εντεύθεν ομοιόμορφα με όλες τις γυναίκες εργαζόμενες της, επικαλούμενη τις προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων, ΕΣΣΕ και του Κανονισμού Εργασίας της, έστω και αν αυτές αντιβαίνουν στο Σύνταγμα και το νόμο (1414/84), δεν προκύπτει συμπεριφορά μειωτική προς το πρόσωπο της ενάγουσας, που να της παρέχει αξίωση προς αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης. Συνακόλουθα, το περί καταβολής χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αγωγικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ` ουσίαν.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο μηνιαίος μισθός της ενάγουσας από 1.1.205 ανέρχονται σε 4.000 ευρώ, δεδομένου ότι ο μισθός της ήταν 3.824,83 ευρώ μέχρι 31.12.2004 και έπρεπε να λάβει αύξηση 175,62 ευρώ από 1.1.2005. Επομένως, εφόσον η εναγομένη κατέστη υπερήμερη περί την αποδοχή της εργασίας της ενάγουσας, λόγω του σκύρου της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας της, δικαιούται η τελευταία να λάβει για μισθούς υπερημερίας από 1.1.2005 έως 30.6.2005 το ποσό των 24.000 ευρώ (4.000 ευρώ επί έξι μήνες). Κατ` ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ` ουσία βάσιμη, παρελκούσης της έρευνας για την επικουρική της βάση, να αναγνωρισθεί ότι η γενόμενη την 4.1.2005 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη, να υποχρεωθεί η εναγόμενη: α`) να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 24.000 ευρώ, νομιμότοκα από το τέλος κάθε μήνα που κάθε παροχή ήταν απαιτητή και β`) να αποδέχεται την εργασία της ενάγουσας, καταβάλλοντος τις νόμιμες αποδοχές της, μέχρι 30.11.2009, που θα συμπληρώσει τις προϋποθέσεις για πλήρη σύνταξη λόγω γήρατος, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή εν μέρει ως προς την καταβολή των μισθών υπερημερίας, όπως θα οριστεί στο διατακτικό και να καταδικασθεί η εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας (άρθρο 178 παρ. 1 ΚΠολΔ).