Έτος
2006
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 15 ν. 1483/84
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Έγκυος εργαζόμενη/ καταγγελία σύμβασης

 

Πρόεδρος Ε. Παλαιοκαστρίτης, Πρόεδρος Εφετών Εισηγητής Κ. Πεϊόγλου, Εφέτης Δικηγόροι Μ. Πουλάκος, Α. Λαμπρόπουλος

Η υπό κρίση και με αριθμ. εκθ. καταθ. .../1.12.2005 έφεση, κατά της υπ` αριθμ. 2099/2005 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, εμπρόθεσμα και γενικώς παραδεκτά. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ, εξ αντιδιαστολής) και να ερευνηθεί στη συνέχεια κατ` ουσία, δηλαδή ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 σε συνδυασμό προς 591 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με την αντέίρεση.

Με την από 7.7.2004 αγωγή της ..., επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητος-αντεκκαλούσα, διετείνετο, ότι προσελήφθη από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως υπάλληλος γραφείου-γραμματέας Διοίκησης στην επιχείρηση που διατηρεί η τελευταία στην Αθήνα, την 1.4.2004, όπου και απασχολήθηκε μέχρι 24.5.2004, οπότε η εναγομένη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της. Κατόπιν τούτων ζητούσε να αναγνωριστεί η ακυρότητα της γενομένης καταγγελίας, επειδή αυτή έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλλει το χρηματικό ποσό των 18.900 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από 24.5.2004 έως 24.5.2005, συμπεριλαμβανομένων των δώρων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδομάτων αδείας, καθώς και το ποσό των 10.000 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη, νομιμοτόκως (και τα δύο ποσά) από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως. Επί της αγωγής εκδόθηκε η 2099/2005 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρο 663 επ. ΚΠολΔ). Με την ως άνω απόφαση έγινε δεκτή, κατά ένα μέρος της, η αγωγή, ως και κατ` ουσία βάσιμη και καταδικάστηκε η εναγομένη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησαν, η εναγομένη την κρινόμενη έφεση της και η ενάγουσα την αντέφεση και παραπονούνται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Προβάλλοντας τα παράπονα τους αυτά, ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, με σκοπό, η μεν πρώτη να απορριφθεί καθ` ολοκληρία η αγωγή και να καταδικαστεί η ενάγουσα στα δικαστικά της (εναγομένης) έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, η δε δεύτερη να γίνει καθ` ολοκληρία δεκτή η αγωγή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της (ενάγουσας) έξοδα και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

Το άρθρο 10 του ΠΔ της 2/15.7.1997: "Μέτρα για τη βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύρων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων, σε συμμόρφωση με την Οδηγία 95/85/ΕΟΚ" (ΦΕΚ Α` 150) ορίζει: "1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν 1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του Ν 1483/1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων". Το άρθρο 15 παρ. 1 του Ν 1483/1984, εξάλλου, ορίζει ότι "απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθένειας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η, από αυτές, προστασία παρέχεται στην εργαζομένη έγκυο γυναίκα, ασχέτως του αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της και τούτο συνάγεται και εκ του γεγονότος ότι η διάταξη του άρθρου 25 του Ν 1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στις ισχύουσες νέες διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Εκτός τούτων, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ως σπουδαίος για την καταγγελία λόγος, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής, που κοινοποιείται στην εργαζομένη έγκυο από τον εργοδότη, όταν αυτός, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της, επιθυμεί τη λύση της μετ` αυτής συμβάσεως εργασίας, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ` αντικειμενική κρίση καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την περαιτέρω εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη πταίσματος της εργαζομένης (ΑΠ 1221/2004 ΕλΔ 46,126, ΑΠ 865/2003 ΕλΔ 45,142, ΑΠ 892/2003 ΕλΔ 45,143, ΑΠ 245/2002 ΕλΔ 44,167). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 652 παρ. 1, 281 και 361 ΑΚ, 1, 3, 7, 8 του Ν 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955 συνάγεται ότι ο εργοδότης έχει ΤΟ διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίζει τα θέματα, τα οποία ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του προς επιτυχία των σκοπών της, δεν μπορεί όμως να μεταβάλει μονομερώς, με βλάβη άμεση ή έμμεση, ηθική ή υλική, του εργαζομένου, τους όρους της εργασιακής σχέσεως, εκτός αν έχει τέτοιο δικαίωμα από το νόμο ή τη σύμβαση, το οποίο όμως υπόκειται στους κατά το άρθρο 281 ΑΚ περιορισμούς (ΑΠ 37/2004 ΕΕργΔ 63,616).

Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, ενός από κάθε πλευρά, οι οποίες περιέχονται στα επικαλούμενα και νόμιμα προσκομιζόμενα ταυτάριθμα με`την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που εκτιμώνται καθ` αυτές και σε συνδυασμό μεταξύ τους και προς τις λοιπές αποδείξεις, κατά το λόγο γνώσεως και το Βαθμό αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, σε συνδυασμό με τις υπ` αριθμ...,12.3.2006 και .../7.3.2006 ένορκες Βεβαιώσεις που εδόθησαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, οι δύο πρώτες από τους μάρτυρες της εναγομένης Ε,Μ. και X.K. και η τρίτη από το μάρτυρα της ενάγουσα Β.Κ., όλες τους δε μετά νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των αντιδίκων των διαδίκων (βλ. υπ` αριθμ. ..728.2.2006 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Γ.Κ. και υπ` αριθμ. .../28.2.2006 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Ι.Χ., που νόμιμα με επίκληση προσκομίζονται) και όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νόμιμα προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εναγομένη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία "Γ. ΑΕΓΑ", η οποία είναι Κυπριακών συμφερόντων, στα πλαίσια των δραστηριοτήτων της, προσέλαβε, την 1.4.2004, την ενάγουσα, η οποία κατ` εκείνο το χρόνο ήταν άγαμη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως γραμματέα στην επιχείρηση που αυτή διατηρεί στην Αθήνα. Ειδικότερα, η ενάγουσα προσελήφθη, ως γραμματέας του Διευθύνοντα Συμβούλου της εναγομένης Χ.Χ., με ευρύτερα καθήκοντα όπως το σχεδιασμό και την παρακολούθηση της ιστοσελίδας της εταιρίας, το marketing, τις δημόσιες σχέσεις της εναγομένης και την επικοινωνία με τους συνεργάτες και δημόσιους φορείς.

Η συνεργασία των διαδίκων μερών εξελίχθηκε πολύ καλά και η προοπτική ήταν να αναλάβει η ενάγουσα το τμήμα Marketing και Δημοσίων Σχέσεων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα με επίκληση, από 11.2.2004 e-mail, αυτή είχε υποβάλλει στην εναγομένη το βιογραφικό της σημείωμα για να προσληφθεί στην ευρύτερων καθηκόντων θέση της Γραμματέα Διοίκησης, ενώ επίσης, η εταιρία με την από 19.3.2004 έγγραφη πρόταση της, που επίσης νόμιμα με επίκληση προσκομίζεται, της καθιστούσε γνωστό ότι εκτός των καθηκόντων της προσωπικής βοηθού του Διευθύνοντος Συμβούλου της, θα μπορούσε να της ανατεθεί απ` αυτόν και οποιαδήποτε άλλη εργασία. Αντίθετα στο έγγραφο αυτό δεν αναφερόταν, σε κανένα σημείο του, ότι η πρόσληψη της γινόταν υπό την απαραίτητη προϋπόθεση να υφίσταται η συγκεκριμένη θέση και ακόμη ειδικότερα ότι αυτή (πρόσληψη της) θα ήταν συνδεδεμένη με το πρόσωπο του Διευθύνοντος Συμβούλου. Η ευρύτερη αυτή συνεργασία των διαδίκων άρχισε να υλοποιείται διά της αναθέσεως συντόμως στην ενάγουσα από την εναγομένη διευρυσμένων καθηκόντων, όπως η δημιουργία διαφημιστικών φυλλαδίων και η δημοσίευση διαφημιστικής μακέτας σε Ασφαλιστικό Συνδρομητικό περιοδικό, αλλά και αγγελιών σε εφημερίδες όπου αυτή φερόταν ως υπεύθυνη (βλ. το προσκομιζόμενο φύλλο της εφημερίδας "..."). Στις 23.4.2004, η ενάγουσα επισκέφθηκε το γυναικολόγο της Ι.Μ., διαπιστώθηκε δε, μετά τη σχετική ιατρική εξέταση, ότι αυτή διάνυε την 5η εβδομάδα της εγκυμοσύνης της, γεγονός το οποίο η ίδια ανακοίνωσε τις επόμενες ημέρες στον άμεσο προϊστάμενο της, επειδή έκρινε ότι όφειλε να προβεί σ` αυτή τη γνωστοποίηση. Ακολούθησε η μετακίνηση του Χ.Χ. στην Κύπρο και στις 24.5.2004 η εναγομένη επέδωσε αιφνιδιαστικά στην ενάγουσα την έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της.

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, επί του εγγράφου αυτού της καταγγελίας, γίνεται αναλυτική αναφορά των λόγων που οδήγησαν την εταιρία στην λύση της συνεργασίας της με την ενάγουσα, κάτι που δεν συνηθίζεται σε καταγγελίες που δεν αφορούν εγκύους, ενώ αντίθετα, σύμφωνα με τις σχετικές νομικές σκέψεις που προεκτέθηκαν είναι, κατ` άρθρο 10 αρ. 2 του ΠΔ της 2/15.7.1997, επιβεβλημένο (με ταυτόχρονη βέβαια κοινοποίηση στην Επιθεώρηση Εργασίας) σε περίπτωση καταγγελίας εγκύου, εφόσον υφίσταται σπουδαίος λόγος υπό την προαναφερθείσα έννοια. Σχετικά αναγράφεται, στο έγγραφο αυτό, ότι η απομάκρυνση της ενάγουσας εκρίθη επιβεβλημένη μετά τη μετάθεση στην Κύπρο του αμέσου προϊσταμένου της και την κατάργηση της ανάλογης οργανικής θέσης που κατείχε εκείνη (ενάγουσα) έως τότε. Η αιτιολόγηση αυτή, πάντως, η οποία περιλαμβάνεται στο έγγραφο της καταγγελίας, το οποίο πρέπει να σημειωθεί ότι δεν επιδόθηκε και στην Επιθεώρηση Εργασίας, όπως απαιτείτο κατά τα άνω, δεν συνιστά σπουδαίο λόγο, ώστε να δικαιολογεί την καταγγελία της ενάγουσας, ενώ αυτή ήταν έγκυρος, είτε το γνώριζε αυτό η εναγομένη είτε το αγνοούσε, δεδομένου ότι, όπως προελέχθη η άγνοια της εγκυμοσύνης της εργαζομένης εκ μέρους του εργοδότη της δεν δικαιολογεί κατά κανένα τρόπο την απόλυση της, κατά τη διάρκεια αυτής, ενώ εξετέρου, λόγω των διευρυμένων καθηκόντων που ήδη είχε αναλάβει η ενάγουσα και δεδομένης, με βάση τα αποδειχθέντα, της γνώσεως της εγκυμοσύνης της από την εναγομένη, υπήρχε η δυνατότητα να απασχοληθεί αυτή σε άλλη παραπλήσια ή διαφορετική θέση εργασίας.

Τούτο προκύπτει εξάλλου και εκ του γεγονότος ότι η εναγομένη, στις 17.5.2004 είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα "..." αναγγελία για πρόσληψη τεσσάρων νέων υπαλλήλων, την εποπτεία της οποίας (διαδικασίας πρόσληψης) ανέθεσε στην ίδια την ενάγουσα, όπως και παραπάνω σημειώθηκε. Με βάση τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά, που δεν αναιρούνται απ` όσα γενικώς, ασαφώς και αορίστως, περί του αντιθέτου ένορκα κατέθεσαν και βεβαίωσαν οι μάρτυρες ανταπόδειξης, οι οποίοι εξακολουθούν και είναι στελέχη της και κατά συνέπεια προφανής είναι η εξ αυτής εξάρτηση τους, αβίαστα προκύπτει ότι τα κίνητρα που ώθησαν την εναγομένη στην καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας ήσαν η αιφνιδιαστική εγκυμοσύνη της σε συνδυασμό με τον υψηλό μισθό της (1.350 ευρώ με προοπτική αυξήσεως - βλ. την από 19.3.2004 επιστολή της εναγομένης-), τη μη συμπλήρωση διμήνου από της προσλήψεως της (οπότε κατ` άρθρο 1 του Ν 2112/1920 δεν εδικαιούτο αποζημίωσης απολύσεως) και την αλλαγή στη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου λόγω της μεταθέσεως του Χ.Χ. Η ενέργεια αυτή της εναγομένης, ύστερα από τα παραπάνω, δεν μπορεί να υπαχθεί στο διευθυντικό δικαίωμα που έχει να ρυθμίζει τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως της προς επιτυχία των σκοπών της. Αντίθετα η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας της ενάγουσας, η οποία, σύμφωνα με τα πιο πάνω, έγινε κατά παράβαση του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν 1483/1984, διαρκούσης της εγκυμοσύνης της ενάγουσας (βλ. σχετ. την από 23.4.2004 βεβαίωση του ιατρού Ι.Μ., σε συνδυασμό με την από 8.3.2006 βεβαίωση του Μαιευτηρίου "ΛΗΤΩ" και το από 13.2.2006 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης γέννησης του Ληξιάρχου Αθηνών, που νόμιμα με επίκληση προσκομίζονται), είναι άκυρη και καταχρηστική υπερβαίνουσα τα όρια του άρθρου 281 του ΑΚ, αφού δεν αποδείχθηκε, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, σπουδαίος λόγος τέτοιος που να δικαιολογεί αυτή, αλλά απεναντίας υπαγορεύτηκε και επιβλήθηκε από το κακώς εννοούμενο επαγγελματικό συμφέρον της εργοδότριας. Ως εκ τούτου η ενάγουσα δικαιούται τους μισθούς υπερημερίας της χρονικής περιόδου 24.5.2004 έως 24.5.2005, συμπεριλαμβανομένων και των δώρων εορτών, αποδοχών αδείας και επιδόματος αδείας, συνολικού ύψους 18.900 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, το οποίο και της επιδίκασε, κάνοντας ορθή εφαρμογή του νόμου και σωστή εκτίμηση των αποδείξεων, με την επικαλούμενη απόφαση του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, κρίνονται απορριπτέοι οι σχετικοί περί του αντιθέτου λόγοι της εφέσεως, ως αβάσιμοι κατ` ουσίαν.

Περαιτέρω και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, η ενάγουσα, από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της εναγομένης, υπέστη μείωση του επαγγελματικού της κύρους, ως επαγγελματίας, αφού μάλιστα αυτή απολύθηκε εντός του δοκιμαστικού χρόνου των δύο (2) μηνών, αλλά και της προσωπικότητας της (ΑΠ 772/1997 ΕΕργΔ 1997,801). Ως εκ τούτου υπέστη και ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας, και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου, κρίνεται, ότι πρέπει να της επιδικαστεί το χρηματικό ποσό των 2.000 ευρώ, το οποίο θεωρείται ότι είναι εύλογο με βάση την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και το οποίο και πρωτοδίκως, ορθώς, της επιδικάστηκε, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής, με την εκκαλουμένη απόφαση. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, ελέγχονται, ως κατ` ουσία αβάσιμοι και συνεπώς απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου, εκατέρωθεν, ισχυρισμοί των διαδίκων, που συνιστούν τους σχετικούς λόγους εφέσεως και αντεφέσεως.

Μετά ταύτα, πρέπει να απορριφθούν έφεση και αντέφεση, στο σύνολο τους, ως αβάσιμες κατ` ουσία. Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν, η μεν εκκαλούσα- εναγομένη στα δικαστικά έξοδα της εφεσιβλήτου-ενάγουσας και του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, η δε αντεκκαλούσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα της καθ` ης η αντέφεση-εναγομένης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

(Απορρίπτει την έφεση και την αντέφεση.)