Έτος
2006
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 15 ν. 1483/84
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Έγκυος εργαζόμενη/ καταγγελία σύμβασης

 

Εισηγήτρια: Όλγα Σχετάκη

Κατά το άρθρο 15 § 1 του ν. 1483/1984 απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, όσο και για το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός αν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία. Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου που οφείλεται στην εγκυμοσύνη. Εξάλλου κατά το άρθρο 10 του π.δ. της 2/15.7.1997 "Μέτρα για την βελτίωση της ασφαλείας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 98/85/ΕΟΚ" (ΦΕΚ Α 150): "1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84. 2.

Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/84, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων". Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών η από αυτές προστασία παρέχεται στην εργαζομένη έγκυο γυναίκα ασχέτως του αν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της και τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι η διάταξη του άρθρου 25 του ν. 1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στις ισχύουσες νέες διατάξεις των παραπάνω άρθρων. Εξάλλου, κατά την έννοια των ίδιων διατάξεων, ως σπουδαίος για την καταγγελία λόγος, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής, που κοινοποιείται στην εργαζόμενη έγκυο από τον εργοδότη, όταν αυτός, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της, επιθυμεί τη λύση της μετ` αυτής σύμβασης εργασίας, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία κατ` αντικειμενική κρίση καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την περαιτέρω εξακολούθηση της εργασιακής σχέσεως, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη πταίσματος της εργαζομένης. Τέτοιο γεγονός συνιστά και η πλημμελής ή μη προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων της εγκύου εργαζομένης ή μη συμμόρφωση της στις οδηγίες του εργοδότη, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι η εν λόγω συμπεριφορά της δεν είναι απότοκος της καταστάσεως της εγκυμοσύνης της (ΑΠ 1221/2004 ΕλΔ 46.127, ΑΠ 805/2003 ΕΕργΔ 64.86, ΑΠ 245/2002 ΕΕργΔ 2003.1010). Κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων η απ` αυτές προστασία παρέχεται στην εργαζόμενη έγκυο γυναίκα ασχέτως εάν ο εργοδότης γνώριζε ή όχι την εγκυμοσύνη της και τούτο συνάγεται και από το γεγονός ότι η διάταξη του άρθρου 25 ν. 1082/1980, που απαιτούσε τη γνώση αυτή, δεν επαναλήφθηκε στις νέες διατάξεις των παραπάνω άρθρων (ΑΠ 976/98 ΕλΔ 40.322).

Εάν η σύμβαση εργασίας εργαζόμενης εγκύου ή επιτόκου, καταγγελθεί χωρίς σπουδαίο λόγο, ή εάν δεν συντρέχει ο επικληθείς από τον εργοδότη σπουδαίος λόγος, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι απολύτως άκυρη, ο δε εργοδότης εφόσον αρνείται την προσφερόμενη απ` αυτή εργασία θεωρείται υπερήμερος και οφείλει μισθούς υπερημερίας και ό,τι άλλο ο εργαζόμενος θα λάμβανε εάν ο εργοδότης αποδεχόταν την εργασία του (ΑΠ 166/1997 ΕλΔ 38.1558, ΑΠ 1060/1998 ΕλΔ 40. 1313, ΕφΠειρ 137/94 ΑρχΝ 45.660). Επίσης ο εργοδότης οφείλει και τον τόκο υπερημερίας επί της οφειλόμενης χρηματικής απαίτησης του μισθού, των δώρων Χριστουγέννων - Πάσχα και του επιδόματος αδείας και μάλιστα από τη δήλη ημέρα που έπρεπε να καταβληθεί, σύμφωνα με το νόμο, καθεμία από τις απαιτήσεις αυτές, χωρίς να απαιτείται σχετική όχληση αυτού (ΟλΑΠ 39-40/2002 ΝοΒ 2003.859, ΑΠ 1341/2002 ΕλΔ 44.253). Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 946 § 1 ΚΠολΔ, εάν ο οφειλέτης δεν εκπληρώσει την υποχρέωση του να επιχειρήσει πράξη που δεν μπορεί να γίνει από τρίτο πρόσωπο και η επιχείρηση της εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του οφειλέτη, το δικαστήριο τον καταδικάζει να εκτελέσει την πράξη και στην περίπτωση που δεν εκτελέσει τον καταδικάζει αυτεπαγγέλτως σε χρηματική ποινή έως πέντε χιλιάδες εννιακόσια (5.900) ευρώ υπέρ του δανειστή και σε προσωπική κράτηση έως ένα έτος. Στη ρύθμιση της παραπάνω διατάξεως εμπίπτουν και οι δημιουργούμενες από την εργασιακή σχέση υποχρεώσεις των μερών, που είναι δεκτικές εξαναγκασμού, όπως είναι η υποχρέωση του εργοδότη να αποδέχεται πραγματικά τις προσφερόμενες από το μισθωτό υπηρεσίες. Στην παραπάνω περίπτωση, δεν απαιτείται, όπως αντιθέτως προβλέπεται στις περιπτώσεις που ρυθμίζεται από το άρθρο 947 ΚΠολΔ, βεβαίωση της παραβάσεως της αποφάσεως με νέα δικαστική απόφαση και καταδίκη στη χρηματική ποινή, διότι στην περίπτωση της διατάξεως του άρθρου 946 του ΚΠολΔ η καταδίκη στη χρηματική ποινή έχει ήδη χωρήσει με την αρχική απόφαση, δια της οποίας ο οφειλέτης υποχρεώθηκε σε εκτέλεση της πράξεως.

Η παραπάνω απόφαση, αφού καταστεί τίτλος εκτελεστός βάσει απογράφου, εκτελείται μετά την κοινοποίηση στον οφειλέτη επιταγής προς εκτέλεση και πάροδο της τριήμερης προθεσμίας του άρθρου 926 § 1 ΚΠολΔ (βλ. ΟλΑΠ 2/95 ΕλΔ 95.583, ΑΠ 255/2005 ΕλΔ 47.1403, ΑΠ 1167/1999 ΕΕργΔ 2001.731).