ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ TAKTIKH ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές της Β΄ Σύνθεσης: Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ιωάννη Βερέτσο, Αλέξανδρο Κασιώλα, Σπυρίδωνα Κολυβά - Εισηγητή, Στέφανο Γαβρά, Ανδρέα Μαρκάκη, Ελένη Μαραμαθά, Δημήτριο Κιτρίδη, Ελισάβετ Μουγάκου – Μπρίλλη, Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Γεώργιο Καλαμίδα, Φώτιο Καϋμενάκη, Δημήτριο Κανελλόπουλο, Ρένα Ασημακοπούλου, Πλαστήρα Αναστασάκη, Σταύρο Γαβαλά, Ελένη Παναγιωτάκη, Αιμιλία Λίτινα, (κωλυομένων των λοιπών Δικαστών της σύνθεσης) και Εμμανουήλ Καλούδη, Αντώνιο Παπαθεοδώρου, και Γεώργιο Πετράκη, Αρεοπαγίτες, μέλη της Α΄ Σύνθεσης.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του στις 11 Μαϊου 2006, με την παρουσία του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου Λινού και της Γραμματέως Μάρθας Ψαραύτη, για να δικάσει μεταξύ:
Της καλούσας – αναιρεσείουσας: Εταιρείας με την επωνυμία «...........», ως εκ μετατροπής καθολική διάδοχος του εδρεύοντος στη Λάρισα Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία «....................................... ......................», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Θεόφιλο Κώτσιο.
Των καθών η κλήση – αναιρεσιβλήτων: 1. έως και 31. , κατοίκων όλων Λάρισας, από τους οποίους οι 9ος, 25ος, 26ος, 28ος και 29ος δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο ενώ οι λοιποί εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Μαρία Βλαδίκα.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 20 Δεκεμβρίου 2001 αγωγή των ήδη αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Λάρισας. Εκδόθηκε η 2734/2002 οριστική απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, την αναίρεση της οποίας ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 31 Ιανουαρίου 2003 αίτησή της.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η 1418/2005 απόφαση του Β1΄ Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου, όσον αφορά τον μοναδικό λόγο της αίτησης από το άρθρο 560 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.
Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 20 Ιανουαρίου 2005 κλήση της ήδη αναιρεσείουσας η προκείμενη υπόθεση φέρεται στην Τακτική Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όλοι πλην των 9ου, 25ου, 26ου, 28ου και 29ου, εκ των αναιρεσιβλήτων, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Οι πληρεξούσιοί τους ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους, που αναφέρονται στις κατατεθείσες προτάσεις τους και ζήτησαν ο μεν της αναιρεσείουσας την παραδοχή του παραπεμφθέντος μοναδικού λόγου αναίρεσης, η δε των παραστάντων αναιρεσιβλήτων την απόρριψή του και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
Ο Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, πρότεινε την παραδοχή του παραπεμφθέντος μοναδικού λόγου αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης, ως βάσιμου.
Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από την αναιρεσείουσα 1123/20.2.2006, 1113/17.2.2006, 1115/17.2.2006, 1122/20.2.2006, 1114/17.2.2006 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή Λάρισας Νικ.Κατσακιώρη ακριβές αντίγραφο της ένδικης αιτήσεως με πράξη προσδιορισμού δικασίμου και κλήση προς εμφάνιση κατά την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στους ένατο, εικοστό πέμπτο, εικοστό έκτο, εικοστό όγδοο και εικοστή ένατη αναιρεσίβλητους, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, δεν εμφανίστηκαν όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε κατά τη σειρά του πινακίου, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Επομένως (άρθρο 568 παρ. 4 εδαφ. α΄, 576 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία των παραπάνω αναιρεσιβλήτων. Με την 1418/2005 απόφαση του Β1΄ Τμήματος του Αρείου Πάγου παραπέμφθηκε στην Τακτική Ολομέλεια σύμφωνα με το άρθρο 563 παρ. 2β΄ του Κ.Πολ.Δ., καθόσον κρίθηκε ότι δημιουργείται ζήτημα με γενικότερο ενδιαφέρον, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. κατά της 2734/2002 τελεσίδικης αποφάσεως του Ειρηνοδικείου Λάρισας. Το γενόμενο ζήτημα είναι αν με το άρθρο 15 του Ν.1414/1984 καταργήθηκε στο σύνολό της η κανονιστική διάταξη της παρ. 4 της 83/1981 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ Αθηνών που προβλέπει προσαύξηση μισθού για τους εργαζόμενους στα ΚΤΕΛ που έχουν ενήλικα θήλεα αλλά άγαμα τέκνα ή αν με την παραπάνω διάταξη καταργήθηκε, μόνο η διάκριση μεταξύ των εχόντων άρρενα και θήλεα τέκνα, ούτως ώστε να επεκτείνεται και στους έχοντες άρρενα τέκνα η παραπάνω ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ των εχόντων θήλεα τέκνα.
Στις διατάξεις του Συντάγματος ορίζονται α) στο άρθρο 4 παρ. 2 «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, β) στο άρθρο 22 παρ. 1 εδαφ. β΄ «όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας», γ) στο άρθρο 116 παρ. 1 «διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως 31.12.1982», δ) στο άρθρο 116 παρ. 3 «κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις, καθώς και διατάξεις ΣΣΕ ή ΔΑ για τη ρύθμιση αμοιβής της εργασίας που είναι αντίθετες προς τις διατάξεις του άρθρου 22 παρ. 1 εξακολουθούν να ισχύουν έως την αντικατάστασή τους, που συντελείται το αργότερο μέσα σε τρία έτη από την έναρξη της ισχύος του Συντάγματος». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα: α) η πρώτη (άρθρ. 4 παρ. 2) δεν αποτελεί απλώς μερική επανάληψη της γενικής αρχής της ισότητος που καθιερώνεται με τη διάταξη της πρώτης παραγράφου του ιδίου άρθρου, καθόσον ενώ με τη γενική αρχή της ισότητος ο νομοθέτης δεσμεύεται κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων να μη εισάγει εξαιρέσεις και διακρίσεις μη δικαιολογούμενες από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η εισαγωγή διακρίσεων ανάμεσα στα φύλα είναι επιτρεπτή μόνο όταν τυχόν παράλειψή τους από το νομοθέτη θα αποτελούσε (για βιολογικούς κυρίως λόγους) αυθαιρεσία. Θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών επιτρέπονται μόνο κατά το μέρος που στηρίζονται σε σοβαρούς λόγους, που αναφέρονται στις βιολογικές ή ψυχικές ιδιαιτερότητες των δύο φύλων, όπως οι προβλεπόμενοι από την Οδηγία 76/207/ΕΟΚ, η οποία θεσπίζει ιδιαίτερη προστασία για εργαζόμενες γυναίκες κατά το στάδιο της κυήσεως, του τοκετού και της γαλουχίας, β) η δεύτερη (άρθρ. 22 παρ. 1 εδαφ. β΄) καθιερώνει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων, η οποία υποχρεώνει τον εργοδότη που απασχολεί έναντι αμοιβής, χωρίς διάκριση φύλου, περισσότερα πρόσωπα έχοντα τα ίδια προσόντα και παρέχοντα τις ίδιες υπηρεσίες για την εξυπηρέτηση ίδιας κατηγορίας αναγκών, ανεξάρτητα από το χρόνο και τον τρόπο με τον οποίο προσελήφθησαν καθένα από τα πρόσωπα αυτά, να τα μεταχειρίζεται ομοιόμορφα και να μη εξαιρεί ορισμένα από αυτά από παροχές, είτε μονομερώς είτε συμβατικώς χορηγούνται αυτές, εκτός αν η εξαίρεση δικαιολογείται από ειδικό και σοβαρό κατ΄ αντικειμενική κρίση λόγο, η συνδρομή του οποίου διαφοροποιεί τις συνθήκες υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία του ευνοηθέντος προσώπου. Επομένως, κατά την έννοια των παραπάνω συνταγματικών διατάξεων, κάθε διάκριση στην αμοιβή των εργαζομένων στον ίδιο εργοδότη, όταν παρέχουν την ίδια εργασία ή εργασία ίσης αξίας απαγορεύεται. Τούτο ισχύει όχι μόνον όταν η διάκριση αυτή στηρίζεται αμέσως στη διαφορά του φύλου ανάμεσα σε εργαζόμενους άνδρες και γυναίκες, αλλά και όταν η διαφορά του φύλου χρησιμοποιείται στο νόμο, στις ΣΣΕ ή ΔΑ ή στον κανονισμό εργασίας που έχει ισχύ νόμου κ.λ.π. ως στοιχείο προσδιοριστικό του ύψους ή της χρονικής διάρκειας της αμοιβής, στην οποία περιλαμβάνονται και τα οικογενειακά επιδόματα, αφού και αυτά παρέχονται στον εργαζόμενο έναντι της απασχολήσεώς του. Αντίστοιχες διατάξεις περιέχονται στο άρθρο 141 της Συνθ.ΕΚ όπου ορίζεται: Άρθρο 1 «Κάθε κράτος μέλος εξασφαλίζει την εφαρμογή της αρχής της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας», Άρθρο 2 «Ως αμοιβή νοούνται οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι μισθοί ή αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άμεσα ή έμμεσα σε χρήματα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας». Όμοιο περιεχόμενο έχουν οι διατάξεις του άρθρου 1 στοιχ. α΄ και β΄ και 2 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως 100 «περί ισότητας αμοιβών αρρένων και θηλέων» που κυρώθηκε με το Ν.46/1975. Για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας προς τις παραπάνω διατάξεις εκδόθηκε ο Ν.1914/1984 «εφαρμογή της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις» με τον οποίο στο άρθρο 5 παρ. 1 ορίζεται ότι «απαγορεύεται κάθε διάκριση με βάση το φύλο του εργαζόμενου, όσον αφορά τους όρους, τις συνθήκες εργασίας και την επαγγελματική τους εξέλιξη και σταδιοδρομία», στο άρθρο 10 παρ. 1 ότι «διαφυλάσσεται η ισχύς διατάξεων νόμων ή άλλων κανονιστικών πράξεων που εισάγουν διακριτή ρύθμιση επί θεμάτων στα οποία το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας» και στο άρθρο 15 ότι «οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων, ΣΣΕ, διαιτητικών ή υπουργικών αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων, όροι ατομικών συμβάσεων καθώς και διατάξεις που ρυθμίζουν την άσκηση ελευθερίου επαγγέλματος, εφόσον είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού καταργούνται». Από τις παραπάνω διατάξεις του Ν.1414/1984 συνάγεται ότι απαγορεύονται οι υπέρ και κατά του ενός φύλου αυθαιρεσίες, ευμενείς ή δυσμενείς, νομοθετικές ή διοικητικές διακρίσεις, τυχόν δε υφιστάμενες ευνοϊκές ρυθμίσεις με βάση το φύλο, ως αντίθετες με όσα προαναφέρθηκαν, θεωρούνται κατηργημένες. Με την επίμαχη εν προκειμένω διάταξη της παραγράφου 4 του Β΄ κεφαλαίου της 83/1981 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών «περί των όρων αμοιβής και εργασίας προσωπικού κινήσεως, διαχειρίσεως και βοηθητικού προσωπικού των Αστικών και Υπεραστικών Λεωφορείων απάσης της χώρας» που κηρύχθηκε εκτελεστή με τα 16291/29.7.1981 απόφαση του Υπουργού Εργασίας, χορηγήθηκε στο προσωπικό των ΚΤΕΛ οικογενειακό επίδομα ανερχόμενο στο ποσοστό 5% και υπολογιζόμενο επί του βασικού μισθού, του επιδόματος πολυετούς υπηρεσίας και του επιδόματος τριετιών, για καθένα και μέχρι τρία τέκνα, εφόσον αυτά, ανεξαρτήτως φύλου, είναι ηλικίας κάτω των 18 ετών (ή των 25 ετών εφόσον σπουδάζουν ή εφ΄ όρου ζωής όταν είναι ανίκανα λόγω αναπηρίας), για δε τα θήλεα όσο χρόνο παραμένουν άγαμα. Η κανονιστικής ισχύος διάταξη αυτή εισάγει ευνοϊκή ρύθμιση με βάση το φύλο για τους εργαζομένους των ΚΤΕΛ που έχουν ενήλικα άγαμα κορίτσια σε βάρος των συναδέλφων τους που έχουν ενήλικα άγαμα αγόρια, χωρίς η διακριτή αυτή ρύθμιση να δικαιολογείται.
Επομένως, η ρύθμιση αυτή πρέπει να θεωρηθεί καταργημένη, στο σύνολό της καθόσον αντιβαίνει στις παραπάνω διατάξεις, αφού μάλιστα για την κατά διάκριση χορήγηση του επιδόματος δεν απαιτούνται, πλην της αγαμίας του κοριτσιού, άλλα προσδιοριστικά στοιχεία όπως ανώτατο όριο ηλικίας, ανυπαρξία ιδίων περιουσιακών στοιχείων, ανεργία ή μειωμένα εισοδήματα, συνοίκηση με την γονεϊκή οικογένεια των θηλέων τέκνων των μισθωτών του ΚΤΕΛ. Κατά συνέπεια η παραπάνω κανονιστική διάταξη της Δ.Α, ως καταργημένη στο σύνολό της, δεν μπορεί να αποτελέσει βάση για εξίσωση υπέρ των μισθωτών που έχουν ενήλικα άγαμα αγόρια, αφού δεν μπορούν αυτοί να αρυστούν δικαιώματα από ήδη καταργημένη διάταξη.
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, έγινε δεκτό ότι η αναιρεσείουσα έπαυσε να χορηγεί το παραπάνω επίδομα στους αναιρεσίβλητους μισθωτούς της μόλις συμπλήρωσαν το 18ο έτος της ηλικίας τους τα άρρενα και άγαμα τέκνα τους, ενώ συνέχισε να καταβάλλει το επίδομα σε συναδέλφους τους με άγαμα κορίτσια. Επί τη βάσει των πραγματικών αυτών παραδοχών το Ειρηνοδικείο Λάρισας έκρινε ότι η επίμαχη διάταξη της ΔΑ παραβιάζει την αρχή της ισότητας των φύλων στην εργασία, εισάγοντας δυσμενή διάκριση σε βάρος των αναιρεσιβλήτων και γι αυτό είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Στη συνέχεια, το Ειρηνοδικείο επιδίκασε στους αναιρεσιβλήτους τα αναφερόμενα στον καθένα ποσά ως οικογενειακό επίδομα για τα άρρενα τέκνα τους που είχαν ενηλικιωθεί.
Με την κρίση του αυτή το Δικαστήριο παραβίασε τους παραπάνω κανόνες ουσιαστικού δικαίου και γι΄ αυτό ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 Κ.Πολ.Δ. που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος στην ουσία του και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο δικαστή (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 273/2002 απόφαση του Ειρηνοδικείου Λάρισας. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή.