Πρόεδρος: Γεράσιμος Τσούνης. Δικαστές: Κ. Γεωργιάδης, Κ. Μπαμπαλίδης (εισηγητής)- Δικηγόροι: Π. Κρημνιανιώτης - Δ. Μπακρατσάς.
Κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1483/1984, "απαγορεύεται και είναι απόλυτα άκυρη η καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζομένης από τον εργοδότη της, τόσο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της όσο και κατά το χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο, λόγω ασθενείας της, που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, εκτός εάν υπάρχει σπουδαίος λόγος για καταγγελία.
Ως σπουδαίος λόγος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ενδεχόμενη μείωση της απόδοσης της εργασίας της εγκύου, που οφείλεται στην εγκυμοσύνη". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 10 του π.δ. 176/1997, "μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας και της υγείας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων σε συμμόρφωση με την οδηγία 95/85/ΕΟΚ" (ΦΕΚ Α` 150), "1. Απαγορεύεται η καταγγελία της σχέσης εργασίας των εργαζομένων γυναικών, κατά την έννοια του άρθρου 2 (δηλαδή των εγκύων, λεχώνων, γαλουχουσών - όπως το άρθρο 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 2 του π.δ. 41/2003), σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483/1984. 2. Σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης εργασίας, εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1483.1984, ο εργοδότης οφείλει να αιτιολογήσει δεόντως την καταγγελία γραπτώς και να προβεί σε σχετική κοινοποίηση και προς τις αρμόδιες υπηρεσίες επιθεώρησης εργασίας των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων".
Ως σπουδαίος λόγος για την καταγγελία, ο οποίος πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο αυτής, που κοινοποιείται στην εργαζόμενη έγκυο από τον εργοδότη, όταν αυτός, τελώντας σε γνώση της εγκυμοσύνης της, επιθυμεί τη λύση της μετ` αυτής συμβάσεως εργασίας, θεωρούνται ένα ή περισσότερα περιστατικά, τα οποία, κατ` αντικειμενική κρίση, καθιστούν, κατά τη συναλλακτική καλή πίστη, μη ανεκτή από τον εργοδότη την εξακολούθηση της εργασιακής σχέσης, ανεξαρτήτως από την ύπαρξη ή ανυπαρξία πταίσματος εκείνου κατά του οποίου γίνεται η καταγγελία. Η καλή πίστη δεν απαιτεί την με κάθε τίμημα και θυσία ανοχή της εργαζομένης μέχρι τη λήξη των παραπάνω προθεσμιών, αλλά θέτει ορισμένα όρια ανοχής, η υπέρβαση των οποίων δικαιολογεί την απαλλαγή από τη συμβατική δέσμευση. Το όριο της θυσίας, το οποίο μπορεί ή δεν μπορεί να αξιωθεί, ορίζεται από το δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση, ύστερα από ειδική εκτίμηση των ειδικών συνθηκών και τη στάθμη των συγκρουόμενων συμφερόντων των μερών, αφού ληφθεί υπόψη ότι η σύμβαση εργασίας δημιουργεί σχέση προσωπικής συνεργασίας και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, η έλλειψη των οποίων συνεπάγεται την ακαταλληλότητα της εργαζόμενης για την εργασία που συμφωνήθηκε.Έτσι, η ουσιώδης παράβαση των υποχρεώσεων αποτελεί σπουδαίο λόγο καταγγελίας, χωρίς να απαιτείται αναγκαίως και υπαιτιότητα. Αρκεί και ένα μόνο περιστατικό, το οποίο αντικειμενικώς θεωρούμενο, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, καθιστά μη ανεκτή την περαιτέρω διατήρηση της εργασιακής σχέσης για τον εργοδότη (βλΑΠ 622/2008 Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1221/2004 ΔΕΕ 2005.324, ΑΠ865/2003 ΕΕργΔ 2005.86, ΕφΑΘ 4164/2006 ΔΕΕ 2007.1106).