Έτος
2001
Νόμος / διάταξη που αφορά
1510 ΑΚ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες, γυναίκες γονείς / γονική μέριμνα – ονοματοδοσία τέκνου
Σημασία απόφασης
Ονοματοδοσία τέκνου

 

Επειδή κατά το άρθρο 1510 παρ. 1 ΑΚ, η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο είναι καθήκον και δικαίωμα των γονέων (γονική μέριμνα), οι οποίοι την ασκούν από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη, που αφορούν το πρόσωπο ή την περιουσία του. Κατά δε τα άρθρα 1511 παρ. 1 και 1512 του ίδιου Κώδικα, αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το δικαστήριο, η απόφαση του οποίου πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου. Το συμφέρον αυτό, εφόσον δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός από το νόμο, λαμβάνεται υπόψη υπό ευρεία έννοια και για τη διαπίστωση της συνδρομής του εξετάζονται όλα τα επωφελή και πρόσφορα για το ανήλικο στοιχεία και περιστάσεις. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1518 παρ. 1 ΑΚ η επιμέλεια του προσώπου του τέκνου περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, τη μόρφωση και την εκπαίδευσή του, καθώς και τον προσδιορισμό του τόπου της διαμονής του. Περαιτέρω, με το άρθρο 15 του ν. 1438/1984, που αντικατέστησε το άρθρο 25 του ν. 344/1976 "περί ληξιαρχικών πράξεων" ορίζονται τα εξής: "To όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη της γέννησης ύστερα από δήλωση των γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα ή του ενός από αυτούς εφόσον έχει έγγραφη εξουσιοδότηση του άλλου, θεωρημένη για το γνήσιο της υπογραφής από δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή. Αν ο ένας από τους γονείς δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, η δήλωση του ονόματος γίνεται από τον άλλο γονέα. Αν και οι δύο γονείς δεν υπάρχουν ή δεν έχουν γονική μέριμνα, το όνομα καταχωρίζεται με δήλωση αυτού που έχει την επιτροπεία του προσώπου του τέκνου. Η γενόμενη σύμφωνα με τα ανωτέρω δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται".

Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό και προς το ότι η ονοματοδοσία ανηλίκου τέκνου δεν είναι συστατικό στοιχείο του μυστηρίου του βαπτίσματος που τελείται άπαξ (ΟλΑΠ 240/1975, 99/1985), προκύπτει ότι το δικαίωμα ονοματοδοσίας αποτελεί περιεχόμενο του ευρύτερου λειτουργικού δικαιώματος της γονικής μέριμνας, είναι όμως ανεξάρτητο από το επιμέρους δικαίωμα της επιμέλειας, που αποτελεί επίσης περιεχόμενο της γονικής μέριμνας. Συνεπώς και αν ακόμα η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου τέκνου έχει ανατεθεί με δικαστική απόφαση στον ένα γονέα, είναι απαραίτητο, εφόσον η γονική μέριμνα ανήκει και στους δύο γονείς, να αποφασίσουν αυτοί από κοινού περί του ονόματος που πρέπει να δοθεί στο τέκνο, σε περίπτωση δε διαφωνίας αυτών αποφασίζει το δικαστήριο. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο που δίκασε, δέχθηκε ανελέγκτως τα εξής: Οι διάδικοι απέκτησαν, από τον τελεσθέντα στις 8.4.1991 νόμιμο γάμο τους, δύο τέκνα, την Αικατερίνη ηλικίας ήδη 7 ετών και ένα αγόρι ηλικίας σήμερα 6 ετών. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε οριστικά στις 27.11.1992 όταν το ως άνω ανήλικο αγόρι των διαδίκων ήταν ηλικίας 25 ημερών περίπου και έκτοτε τα ως άνω τέκνα των διαδίκων διαμένουν με την εναγομένη και τώρα αναιρεσείουσα μητέρα τους. Αυτή, στις 17.4.1996 βάπτισε το αβάπτιστο μέχρι τότε ως άνω άρρεν τέκνο της και έδωσε σ' αυτό το όνομα του πατέρα της που είναι "Ε.**". Το πρώτο τέκνο των διαδίκων βαπτίστηκε πριν αυτοί χωρίσουν και έλαβε το όνομα της μητέρας του αναιρεσιβλήτου που είναι "Α.**". Για το όνομα του δευτέρου τέκνου των διαδίκων δεν υπήρξε συμφωνία κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, αλλ' ούτε μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, ο δε αναιρεσίβλητος επιθυμούσε να δοθεί το όνομα του πατέρα του που είναι "Σ.**". Δεν μπορούσαν δε οι διάδικοι, οι οποίοι ασκούσαν από κοινού τη γονική μέριμνα, να αποφασίσουν. Δέχθηκε επίσης το Εφετείο ότι το διπλό όνομα "Ε.-Σ.**", που αποτελεί, συνδυασμό των ονομάτων των δύο πάππων από τη μητρική και πατρική γραμμή, θα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον και την εύνοια ολόκληρης της πατρικής και μητρικής οικογένειας, με αυτό δε θα τεθεί τέρμα στο ζήτημα που αντιμετωπίζει το τέκνο, όταν μεν βρίσκεται με τη μητέρα του, το περιβάλλον της να το αποκαλεί "Ε.**", όταν δε βρίσκεται με τον πατέρα του, το περιβάλλον του να το αποκαλεί "Σ.**", καθώς και ότι από τη διπλή ονομασία του τέκνου δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας αυτού.

Με βάση τις παραδοχές αυτές και χρησιμοποιώντας, όπως αναφέρεται στην απόφαση, ως κριτήρια το αληθινό συμφέρον του τέκνου, το σεβασμό στην ισότητα μεταξύ των γονέων και την αποφυγή διακρίσεων εξαιτίας του φύλου, της θρησκείας, των πολιτικών ή όποιων άλλων πεποιθήσεων, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας, έκρινε το Εφετείο ότι το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να του δοθεί το διπλό όνομα "Ε.-Σ.**" και αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση δέχθηκε την αγωγή ως προς το επικουρικό αίτημα αυτής και, αίροντας τη διαφωνία των διαδίκων γονέων ως προς την ονοματοδοσία του ως άνω ανηλίκου τέκνου των, καθόρισε το όνομα τούτου σε "Ε.-Σ.**".

Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1510, 1511 και 1512 ΑΚ και είναι αβάσιμος, ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του. Διέλαβε δε επαρκείς αιτιολογίες ως προς το ζήτημα του συμφέροντος του τέκνου όσον αφορά το όνομα αυτού. Ειδικότερα, ως προς μεν την αποδιδόμενη ανεπάρκεια της αιτιολογίας εκ του ότι δεν προσδιορίζει το Εφετείο "γιατί η προσθήκη του δευτέρου ονόματος συμβαδίζει με το αληθινό συμφέρον του τέκνου" ο λόγος είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι προαναφερόμενες παραδοχές δικαιολογούν το μερικότερο συμπέρασμα για ύπαρξη συμφέροντος του τέκνου για την προσθήκη του δευτέρου ονόματος. Ως προς δε την επίσης αποδιδόμενη ανεπάρκεια εκ του ότι η απόφαση "δεν διαλαμβάνει για ποιο λόγο δεν δημιουργείται κίνδυνος για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού με το διπλό όνομα", ο λόγος είναι απαράδεκτος διότι η έλλειψη αυτή ανάγεται στην αιτιολόγηση των αποδείξεων, το εκ των οποίων πόρισμα, ότι με αυτό (διπλό όνομα), δεν δημιουργείται κίνδυνος για την ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας του τέκνου, καθώς και ότι με αυτό ικανοποιείται το αληθινό συμφέρον του τέκνου, διατυπώνεται με σαφήνεια.

Συνεπώς είναι αβάσιμος και ο τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ. Κατά τη γνώμη όμως ενός μέλους, του Αρεοπαγίτη Στυλιανού Πατεράκη, κρίνοντας έτσι το Εφετείο, με τις ανωτέρω αιτιολογίες τις εντασσόμενες στον πυρήνα του υπαγωγικού συλλογισμού του, σε σχέση με τη ρητώς αναφερόμενη έννοια του συμφέροντος του τέκνου, που αποτελεί αόριστη νομική έννοια υποκείμενη στον έλεγχο του Δικαστηρίου τούτου, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του ανεπαρκείς και ασαφείς αιτιολογίες οι οποίες δημιουργούν αμφιβολία ως προς το αν κατά την εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας του συμφέροντος του τέκνου παραβιάστηκαν ή όχι οι περιέχουσες την αόριστη αυτή νομική έννοια διατάξεις των άρθρων 1511 και 1512 ΑΚ. Ειδικότερα, ενώ δέχεται ότι το συμφέρον του τέκνου επιβάλλεται να δοθεί το σύνθετο όνομα "Ε.-Σ.**", που αποτελεί συνδυασμό των ονομάτων των πάππων από τη μητρική και την πατρική γραμμή αντίστοιχα και θα εξασφαλίζει στο τέκνο την εύνοια και το ενδιαφέρον και των δύο οικογενειών των γονέων του, δεν ερευνά περαιτέρω ενόψει και της υφιστάμενης όπως δέχεται αντιδικίας των διαδίκων, πώς θα εξασφαλισθεί η ομαλή ψυχοσυναισθηματική εξέλιξη του ανηλίκου και πώς θα αποτραπεί ο ενδεχόμενος κίνδυνος μη ομαλής καθόλα ανέλιξης του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς του, από την αλλαγή του ονόματος "Ε.**" που δόθηκε σ' αυτό κατά τη βάπτισή του και με το οποίο έχει αρχίσει να διαμορφώνει την ταυτότητά του και την προσθήκη του ονόματος "Σ.**" όταν μάλιστα, δεν είναι βέβαιο, αν θα γίνεται χρήση της διπλής ονομασίας και από τις δύο πλευρές ή αν ο καθένας από τους διαδίκους και το αντίστοιχο περιβάλλον του, θα αποκαλεί το τέκνο με το όνομα της δικής του προτίμησης όπως γίνεται, μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης. Με τον τρόπο δε αυτό, το Εφετείο, κατέστησε ανέφικτο τον ακυρωτικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των διατάξεων που εφαρμόστηκαν και συνεπώς στέρησε την εν λόγω απόφασή του νόμιμης βάσεως.

Έπρεπε, επομένως, κατά τη μειοψηφούσα αυτή γνώμη, να γίνει δεκτός ο τρίτος λόγος της αναιρέσεως με τον οποίον προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ.